Ελπινίκη Νικολουδάκη-Σουρή(*)
Διαβάζοντας το βιβλίο της Χριστίνας Φραγκεσκάκη Στο Ηφαίστειο, σκεφτόμουν ταυτόχρονα και τους ανθρώπους που μεγάλωσαν, πριν την ηλεκτρονική εποχή των παιγνιδιών, σε τόπους που έκρυβαν θεούς∙ πως από πολύ μικροί η φαντασία τους έτρεφε διαφορετική σχέση με τον κόσμο τους τον κοντινό. Τα βουνά και οι θάλασσες, τα ποτάμια και τα βράχια, οι λίμνες και οι λαγκαδιές, τα δέντρα και οι πέτρες, όπως μας λέει και ο Ελύτης, δεν είναι μόνο ό, τι βλέπουμε όλοι οι άνθρωποι, δεν είναι μόνο ό, τι μας χαρίζει το φως τους ή μας φοβίζει η σκιά τους∙ είναι και ο κόσμος τους ο αφανέρωτος και όμως παρών, άλλοτε ανάμεσα στη γη και στα επουράνια κι άλλοτε ανάμεσα στον Απάνω και στον Κάτω Κόσμο.
Έτσι γίνεται και στο βιβλίο της Χριστίνας Φραγκεσκάκη. Χωρισμένο σε έξι ενότητες, α) στον πρόλογο) β) στην καθημερινή «συμβίωση» με το ηφαίστειο, γ) στο αποκαλυπτικό βίωμα της κατάβασης σε αυτό και της συνάντησης με τον «αρχέτυπο» άρχοντά του, δ) στην τελετουργική του ανάκληση – επανεμφάνιση, ε) στη συμπυκνωμένη μεταγραφή της εμπειρίας και στ) στον επίλογο, αναπλάθει μια μαγευτική σχέση ανάμεσα στο ασύλληπτο και το ορατό, στο υπερφυσικό και στο φυσικό, ανάμεσα στη φύση, στον πολιτισμό και στον άνθρωπο, ανάμεσα, τέλος, στην ίδια τη συγγραφέα και στο ηφαίστειο της Νισύρου.
Και σκέφτομαι πως, όσοι μεγαλώνουν δίπλα σ’ ένα ηφαίστειο, βρίσκουν «λίγες» τις γεωφυσικές γνώσεις και ερμηνείες για την καλδέρα και τους κρατήρες, για το θειάφι που αναδίδει και σκορπά στην ατμόσφαιρα, για τα ανθρωπόμορφα βράχια και τα ζεστά νερά, για όλη τούτη την ενέργεια που κυοφορεί η γη. Αυτοί έχουν την όραση, την ακοή, την αφή, την όσφρηση στραμμένες προς τα κει, και προικίζονται και με την άλλη αίσθηση, την τολμηρή, της «οικείωσης» των πραγμάτων και των φαινομένων, που χωράνε στην καρδιά και γίνονται παραμύθι. Έτσι μπορούν και μεταμορφώνουν στη φαντασία τους «τα υγρά σύννεφα» σε «ανθρωπάκια με πολύχρωμα ρούχα και αστεία καπέλα» και σε «άλλα ανθρωπάκια από νερό και αέρα που χόρευαν και πετούσαν, έκαναν τούμπες, ανέβαιναν και κατέβαιναν σκάλες, στριφογύριζαν, και καμιά φορά με κοιτούσαν και μου έβγαζαν τη γλώσσα και στεκόμασταν ώρα πολλή έτσι. Κανένας δεν έφευγε, μόνο κοιτιόμασταν μέχρι που βράδιαζε και χωρίζαμε.» (σ. 15).
Υπό αυτές τις συνθήκες συντομεύεται η απόσταση που χωρίζει τον σύγχρονο από τον προϊστορικό άνθρωπο. Αυτός πίστευε ότι το ηφαίστειο κλείνει στους άβατους τόπους του παντοδύναμες ζωές, όπως ο Τυφώνας στην Αίτνα ή ο Πολυβώτης στη Νίσυρο, οι τιμωρημένοι από τον Δία και τον Ποσειδώνα. Ο απλός κόσμος δεν τους ξέχασε , όμως, και τους κράτησε ζωντανούς, τους φαντάστηκε να συμβιώνουν με τη φωτιά και κάθε τόσο να ’ναι αυτοί που την κάνουν να αναπηδά από τη γη, όπως λέει ο Πίνδαρος για τον Τυφώνα! (1). Έτσι και η αφηγήτρια Στο Ηφαίστειο δεν αρκείται να αφηγηθεί μια καθημερινότητα έτσι κι αλλιώς διαφορετική από εκείνη, λ.χ., των παιδιών μιας πόλης∙ μια συναρπαστική καθημερινότητα, που έχει στο πρόγραμμά της τις επισκέψεις της ίδιας και των φιλενάδων της «μπορεί και κάθε μέρα» στη «βαθιά σπηλιά με τα θερμά νερά για να γιατρέψουμε ό, τι μας πονούσε, για να ομορφύνουμε ό, τι μας ενοχλούσε», αφού «με τα νερά αυτής της σπηλιάς στον βράχο, όλα άλλαζαν.» (σ. 9-10). Τολμά κάτι παραπάνω∙ να ξαναθυμηθεί και να αφηγηθεί γεγονότα μεταβατικά ανάμεσα στην πραγματικότητα και στο όνειρο, πατώντας στη σιγουριά του παραμυθιού, που το αφήνει όμως ταυτόχρονα, για να δοκιμάσει τη γραφή της σε παραστάσεις και συνειρμούς που εμπνέει η μυθολογία του τόπου. Όσο κι αν η επιστήμη έχει εξηγήσει την ομορφιά, τον δυναμισμό και τη φυσική υπόσταση του ηφαιστείου, στο βιβλίο υπάρχει διάχυτη η λαϊκή αντίληψη για τον «άλλο κόσμο» που εγκαταβιώνει εκεί, ενώ η κύρια έγνοια της ηρωίδας είναι να ανακαλύψει την ψυχή, τον νου που διαφεντεύει αυτόν τον άλλο κόσμο.
Ενήλικας πια η αφηγήτρια, αναγνωρισμένη στη συγγραφή και πλούσια από διαβάσματα ανατρέχει στην παιδική της ηλικία όπου το ηφαίστειο από τη φύση του δημιουργεί μια αισθητική πρόκληση. Κορίτσι, δέκα με δώδεκα χρονών, η ηρωίδα, αποφασίζει, όπως το γενναίο παιδί στο παραμύθι, να επισκεφθεί μόνο του τη βαθιά σπηλιά με τα θερμά νερά, όπου πλένει το πρόσωπό του με το νερό της λίμνης∙ αυτό έχει μαγικές ιδιότητες και μας φαίνεται σαν να χρήζει το κορίτσι με το προτέρημα να βλέπει και τα «ενδότερα» στο ηφαίστειο, αυτά που δεν βλέπουν οι άλλοι. Σ’ αυτό εμφανίζεται ο «εξωγήινος» που «είχε σώμα-κεφάλι ζώου και πρόσωπο ανθρώπου» (σ. 10), και με το αινιγματικό του γέλιο εγκαθιστά στη συνείδησή του την έννοια του παράξενου. Πώς μας λέει ο Ελύτης ότι κάποιες στιγμές μένει ανοιχτό το Ακοίταχτο; Πώς μας πείθουν τα παραμύθια ότι δράκοι, άνθρωποι, μάγισσες φτιάχνουν κόσμους διαπερατούς ανάμεσά τους ή πώς μας λέει η Ζυράννα Ζατέλη: «από τέτοιους γεμάτος ο ύπνος»; Έτσι κι εδώ το ηφαίστειο, το τόσο κοντινό στη ζωή και στα ενδιαφέροντα του παιδιού, «Έσκυβα, άνοιγα τα χέρια μου και σχεδόν το άγγιζα» (σ. 15), μας λέει η αφηγήτρια, μεταμορφώνεται σε μια άλλη χώρα των θαυμάτων, στα οποία η ηρωίδα μυείται με τη δική της θέληση. Όπως η Αλίκη κατεβαίνει στον υπόγειο κόσμο, γνωρίζει αλλόκοτα όντα, πληγώνεται πολλές φορές, φοβάται, αλλά με το χάρισμα της αφήγησης ωριμάζει, έτσι και Στο Ηφαίστειο η ηρωίδα δοκιμάζεται μέσα στις κακοτοπιές, αλλά οι περιπέτειες την ωριμάζουν και την ωθούν στην αφήγηση. Σε διαδοχικές καταβάσεις παίζοντας, παθαίνοντας και μαθαίνοντας, γνωρίζει τον ρυθμό και τα όντα ενός κοντινού, αλλά κρυμμένου κόσμου που της χαρίζει τη δύναμη να ζει μέσα σ’ αυτόν και να λέει ιστορίες γι’ αυτόν.
Η αφήγηση της ιστορίας είναι έργο ωριμότητας. Ιδωμένα τα ατομικά και συλλογικά βιώματα από την απόσταση των χρόνων ενηλικίωσης, υπόκεινται στον μύθο της ενσάρκωσης του ηφαιστείου. Τα πάντα μέσα και έξω από αυτό έχουν πνοή. Ο χορός και ο ρυθμός κυριαρχούν στην ατμόσφαιρα, φτιάχνοντας έτσι ένα αρμονικό σύμπαν∙ ο αέρας, τραχύς και καθαρτήριος, τα βράχια, το θειάφι, το νερό έχουν ζωή και όλα συντελούν πρώτα-πρώτα σε μια φαντασμαγορία και κατόπιν σε μιαν ιδιότυπη λατρεία, όπου το παγανιστικό συνυπάρχει ειρηνικά με το χριστιανικό στοιχείο∙ η «Καλή Άννα», αρχετυπική μορφή της γυναίκας που τη «μαρμαρώνουν» οι δοκιμασίες, όπως στο «Αγνάντεμα» του Παπαδιαμάντη ή στη «Μαρίνα των Βράχων» του Ελύτη, μοιάζει, να προπέμπει, μαζί με την κοινότητα, την αφηγήτρια ηρωίδα στο τολμηρό ταξίδι της ενηλικίωσής της στα έγκατα του ηφαιστείου: «Ο κόσμος μαζευόταν από κάτω και φώναζε ‘γεια σου, καλή Άννα’ και χόρευε έναν κυκλικό χορό, ένα ‘περιβόλι’, όπως το έλεγαν, και την προσκαλούσε:’Ελα, Καλή Άννα’…» (σ. 18).
Η λογοτεχνία μάς έχει διδάξει ότι το πνεύμα της γης – lo spirito terrestre – το ονομάζει ο Σολωμός – καλεί, δίβουλο πολλές φορές, τον ήρωα ή την ηρωίδα με σαγηνευτική μουσική και ρυθμό προκλητικό προς το μέρος του∙ έτσι το άτομο ξαστοχά και χάνει τον προορισμό του. Θυμόμαστε τη γλυκιά μουσική που πλημμυρίζει την ατμόσφαιρα της Φεγγαροντυμένης ή τον μαγευτικό αυλό του «αιπόλου» στο «Μοιρολόι της φώκιας» του Παπαδιαμάντη. Στο Ηφαίστειο η ηρωίδα, οπλισμένη με το προσωπικό της θάρρος και με την εμπιστοσύνη που εμπνέουν το ίδιο το ηφαίστειο και η ρυθμική φωνή του τόπου, επιχειρεί δύο καταβάσεις που αντιστοιχούν σε κλιμακούμενες αποκαλύψεις του ηφαιστειακού κόσμου.
Στην πρώτη κάθοδο ανακαλύπτει το σεληνιακό τοπίο: «Κι όσο πλησίαζα, ήταν σαν να ’χε έρθει η σελήνη στη γη.» (σ. 19), μετρά τους κρατήρες, σχολιάζει τις επιγραφές των δύο: «Στέφανος, ο πιο μεγάλος κρατήρας του κόσμου» και ο «Μικρός Στέφανος», και μονολογεί με αφέλεια: «Έχουν και οι κρατήρες αδέλφια που γεννήθηκαν από τη μάνα τους, τη γη» (σ. 20). Στη δεύτερη κάθοδο, το σώμα της ηρωίδας δοκιμάζεται από τις μεγάλες θερμοκρασίες που επικρατούν στον κρατήρα Στέφανος. Ο υπερφυσικός κόσμος, που κατοικεί στο ηφαίστειο, έρχεται στην επιφάνεια της αφήγησης∙ μοτίβα των παραμυθιών, όπως το μάζεμα των λουλουδιών, εναλλάσσονται με τις φαντασμαγορικές σκηνές των ξωτικών που χορεύουν και παίζουν με την ηρωίδα, ενώ στα «ξωτικά που ζουν στα έγκατα του κόσμου κι έχουν εκεί τα εργαστήριά τους και φτιάχνουν σιδερένια παπούτσια, καπέλα με φτερά και ρούχα από ατσάλι» (σ. 21) αναγνωρίζουμε τους μυθικούς Τελχίνες. Ανάμεσα στη δοκιμασία της ηρωίδας και την καταπραϋντική κινητικότητα των ξωτικών εμφανίζεται ο «σεληνάνθρωπος»∙ και μολονότι δεν εκδηλώνει τις προθέσεις του για την ηρωίδα, μάλλον σ’ αυτόν οφείλεται η ηρεμία που διαχέεται στον κρατήρα και της χαρίζει τον ύπνο.
Αν όμως ο στόχος της ηρωίδας είναι να συναντήσει και να γνωρίσει την ψυχή του ηφαιστείου, οι καταβάσεις αυτές φαίνεται να μην τον εκπληρώνουν υπό αυτές τις ομαλές συνθήκες. Χρειάζεται η ανατροπή της τάξης, ο σεισμός που φέρνει, τελικά, τον γίγαντα άνθρωπο και τους συντρόφους του μπροστά στην ηρωίδα. Από τον φόβο της κρύβεται και καίγεται, αλλά τότε εμφανίζεται ο «ανθρώπαρος» και τη γλυτώνει. Κι όταν αυτή συνέρχεται, βρίσκει μια απέραντη τρίχα στα δάχτυλά της από τη γενειάδα του. Χάρη σ’ αυτήν την τρίχα οι φίλες πιστεύουν ότι η ιστορία της είναι πραγματική και η αφηγήτρια αποκτά το χάρισμα να λέει τις ιστορίες και οι άλλοι να τις πιστεύουν.
Η ιστορία θα μπορούσε να είχε τελειώσει εδώ, αλλά η ηρωίδα μοιράζεται αυτό το αποκαλυπτικό βίωμα με τις φιλενάδες της, τις οποίες οδηγεί στις θερμές πηγές «που έρχονταν κατ’ ευθείαν από τα σπλάχνα του μεγάλου κρατήρα» (σ. 27). Εκεί με τα παιγνίδια τους, το κολύμπι τους, το κόψιμο των λουλουδιών φανερώνεται ο καθρέφτης του βυθού και βλέπουν τα πρόσωπά τους. Όμως μέσα από τον καθρέφτη βλέπουν όλες μαζί αναστατωμένο τον κόσμο του ηφαιστείου∙ ξανακούγεται ο χτύπος από το τύμπανο του Στέφανου και εμφανίζονται ο ανθρώπαρος και τα ανθρωπάκια που γελούν και θέλουν να πάρουν μέρος στα παιχνίδια των κοριτσιών. Ένα θαύμα οπτικών και ακουστικών εικόνων πλημμυρίζει το κείμενο, η μουσική και ο χορός ενώνουν για λίγα λεπτά τον ανθρώπινο και τον υπερφυσικό κόσμο: «Και τότε άρχισε να ακούγεται ο χτύπος, το τύμπανο του Στέφανου [ …] Αμέσως μετά φάνηκαν τα αστεία ανθρωπάκια […] χτυπούσαν τα χέρια, χόρευαν, ανεβοκατέβαιναν και μας γελούσαν κι έρχονται προς το μέρος μας. Από πίσω τους φάνηκε ο ανθρώπαρος, που τώρα δεν ήταν φοβερός, ήταν μόνο ανθρώπαρος ως εκεί πάνω, χτυπούσε κι αυτός τα πελώρια χέρια και γελούσε. Γέμισε ο τόπος μουσική, ‘ρα πα παμ’ και ήταν όλα κόκκινα και ζεστά. […] Κι ο χτύπος ακουγότανε γλυκά ‘ρα πα παμ’ κι αρχίσαμε κι εμείς να στροβιλιζόμαστε και να χτυπάμε τα χέρια μας και γίναμε όλοι ένα.» (σ.28-29).
Η μορφή
Το ύφος λέει ο Μπυφόν είναι ο άνθρωπος και έχομε αποδεχθεί αυτό το αξίωμα, γιατί το κείμενο σφιχτοδένει τον δημιουργό, την αφήγηση και τη γλώσσα, τον τρόπο, την τεχνική και τα σχήματα της γλώσσας. Τον αναγνώστη τον έλκει και η πλοκή και η γλώσσα. Η Χριστίνα Φραγκεσκάκη έφτασε σ’ αυτή τη συναρπαστική αφήγηση του νέου της βιβλίου διαμορφώνοντας το προσωπικό της ύφος στο πεδίο του διαλόγου με τη λογοτεχνία του κανόνα και με την προφορική παράδοση. Άλλωστε η μακριά της πορεία στο λαϊκό και το έντεχνο παραμύθι αποτελεί προοίμιο αυτής της εξέλιξης. Από εκεί εκπορεύονται το ήθος του λόγου, που εμψυχώνει τα φυσικά όντα και η οικονομία της έκφρασης, που περιορίζει στην παράταξη και στο ασύνδετο σχήμα τις ενέργειες, τα πάθη και τα φαινόμενα του κόσμου τούτου και του άλλου.
Στο Ηφαίστειο εκπλήσσει ο τρόπος με τον οποίον αναπαρίστανται στην αφήγηση της ενηλίκου συγγραφέα και αφηγήτριας ο τόπος και ο στοχασμός του κοριτσιού, ωσάν οι δυο ηλικίες του εαυτού μας να μην απέχουν και πολύ μεταξύ τους. Ένας πηγαίος λυρισμός αναβρύζει από τις περιγραφές του νερού, των ατμών, του θειαφιού, των πετρωμάτων και του αέρα∙ και είναι η πνοή της αγάπης που διατηρεί την αίσθηση της ζωής και μιας συλλογικής «μοναδικότητας» με ενδιάθετη την έγνοια για τον άλλον. Στο παράθεμα που ακολουθεί το θειάφι εξαπλώνεται ως έμβλημα του νησιού και υπόκειται σε μια στοχαστική εμβάθυνση: «Εγώ μύριζα το θειάφι που το πότιζε η βροχή και το μαλάκωνε, αυτό έστελνε γύρω της τη μυρωδιά του, την έπαιρνε μετά το αεράκι και ταξίδευαν μαζί σε όλο το νησί. Και όλο το νησί μύριζε θειάφι, τα σπίτια μας μύριζαν θειάφι, τα ρούχα μας, τα μαλλιά μας, το δέρμα μας∙ το θειάφι έμπαινε παντού, έμπαινε μέσα στα βιβλία μας, και τα βιβλία μας μύριζαν θειάφι και σκεφτόμουν τότε πως δεν υπήρχαν άλλα παιδιά που τα μαλλιά τους και τα ρούχα τους μυρίζουν θειάφι και ότι, αν υπήρχαν, θα ζούσαν σίγουρα μακριά από δω, πέρα από τα ψηλά βουνά, στα πέρατα του κόσμου.» (σ. 16-17).
Ιδού, λοιπόν, ένα προτέρημα μαθητείας όχι μόνο για την αφηγήτρια και τους κατοίκους της Νισύρου, αλλά και για τον αναγνώστη που συνεπαίρνεται και διαμορφώνεται μέσα στον θαυμαστό κόσμο του ηφαιστείου. Κι αν, όπως λέμε, το καταφύγιο της λογοτεχνίας είναι η καρδιά, πόσο ελπιδοφόρο είναι, αλήθεια, καθίσταται το σχήμα της υπερβολής που επινοεί η συγγραφέας για να επιβεβαιώσει το ελυτικό δόγμα: «αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας!»: «Ήθελα να χωρέσω το απέραντο μέσα στα μάτια μου, μα δε γινόταν, κι εγώ ήθελα όλο και πιο πολύ. […] Πήρα μια βαθιά ανάσα τότε, την πιο βαθιά μου ανάσα, κι άνοιξα την καρδιά μου να το χωρέσω∙ και η καρδιά μου άρχισε να μεγαλώνει και να απλώνεται∙ άνοιγε η καρδιά μου και τότε κατάλαβα ότι αυτό γινόταν. Το ηφαίστειο, σιγά σιγά μπήκε μέσα της και χώρεσε. […] Χώρεσαν όλα μέσα της, όλα.» (σ. 30)Κι επειδή η γλώσσα όλα τα μεταμορφώνει, πόσο υποβλητική γίνεται η μεταφορά που συνοψίζει τις εκρηκτικές στιγμές της έμπνευσης: «Κι εγώ από κείνη την ημέρα κι από εκείνη τη νύχτα, έχω μακριά μαλλιά κι ένα ηφαίστειο στην καρδιά μου» (σ. 31).
Η εικονογράφηση
Στις ζωγραφιές της Μάριας Μπαχά εντυπωσιάζει η υποβλητική απεικόνιση της στενής σχέσης που συνδέει μεταξύ τους τις αρχετυπικές εικόνες της ιστορίας: το παράξενο θηρίο, όπως το είδε η ηρωίδα την πρώτη φορά, το ηφαίστειο με το κίτρινο χρώμα, το κοριτσάκι, οι ποικιλίες του πράσινου της φραγκοσυκιάς και τα χρώματα των φραγκόσυκων και των λουλουδιών . Ξεκάθαρες οι φραγκοσυκιές στη νησιώτικη χλωρίδα, «θηρία» αντοχής στην ξηρασία, στο άγονο έδαφος και στη ζέστη αποκτούν συμβολική σημασία και για τον άνθρωπο τον αυτόχθονα που ζει στις ίδιες συνθήκες. Οι ζωγραφιές συνομιλούν με τις χθόνιες δυνάμεις , πανταχού παρούσες στην ιστορία, και εικονοποιούν , εκτός όλων των άλλων, το ελληνικό βαθύ καλοκαίρι, μυητικό χωροχρόνο για ποικίλες μεταβάσεις.
(*) Η Ελπινίκη Νικολουδάκη-Σουρή είναι αφυπηρετήσασα καθηγήτρια Πανεπιστημίου Κρήτης
info: Χριστίνα Φραγκεσκάκη, Στο ηφαίστειο, Καλειδοσκόπιο, Αθήνα, 2018
Σημειώσεις
(1) Ο Πίνδαρος λέει για την Αίτνα: «Μέσ’ από τα έγκατά της ξεπηδούν/πηγές αγνότατης φωτιάς αζύγωτης» και για τον εκατοντακέφαλο Τυφώνα ότι «και τους τρομαχτικούς κρουνούς του Ηφαίστου εκείνο το θεριό ψηλά τινάζει.» Πίνδαρος, Πυθιόνικος Ι, μτφ.: Γιάννης Οικονομίδης, στο Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Σταύρος Τσιτσιρίδης, Λένα Αντζουλή, Γιώτα Κριτσέλη (επιλογή, εισαγωγή, σημειώσεις), Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, τόμος Α΄ Λυκείου, Ο.Ε.Δ.Β., Αθήνα 2001, σσ. 186-187.