του Νεοκλή Δημόπουλου.
Καλά – καλά δεν θυμούνται ούτε τ’ όνομά μου… Πάνε, βέβαια, και πολλά χρόνια από τότε… Ύστερα, δεν νοιάστηκε και κανένας… Ήταν, βλέπεις και η φωτιά του ασβεστοκάμινου, η φωτιά που όλα τα εξαγνίζει και όλα τα εξαφανίζει. Κάποιοι αργόσχολοι χωροφύλακες μουτζούρωσαν στα χαρτιά τους με ορνιθοσκαλίσματα : « πρόκειται περί ατυχήματος, ουδενός φέροντος ευθύνην…». Ωστόσο, στα καφενεία στα γύρω χωριά, τα πρώτα χρόνια μετά το κακό, κουβέντιαζαν μέσα απ’ τα δόντια τους για έναν ξενομερίτη, που τον πετάξανε στη φωτιά τ’ αφεντικά του, γιατί τα χαλάσανε στη μοιρασιά του θησαυρού… Λουρίδες λησμονιάς και φόβου σκέπασαν τη γλώσσα κι από πάνω το μαγγανοπήγαδο του κάθε μέρα. Φύτρες μολεύτηκαν από το αίμα που πήγε άδικα και σβήστηκαν από τα κιτάπια… Δεν νοιάστηκε και κανένας…
********************************************
Κουνουπέλι, Κουνουπελάκι : Δύσοσμα κι ανθυγιεινά τοπωνύμια. Εξόριστα από τη γλώσσα της γεωγραφίας μεταμφιέζονται σε Λουτρά Υρμίνης, για να επιστρέψουν… Τα πεύκα ερωτοτροπούν με τη θάλασσα φλυαρώντας. Εύφλεκτα υλικά, τιμαλφή της παιδικής ηλικίας… Τα βράδια, όταν μπατάρει ο καιρός, η Υρμίνη, η Λάμια κι ο Αη Νικόλας ανάβουν ο ένας το καντήλι του άλλου και ξανασχεδιάζουν τα περασμένα από την αρχή…
********************************************
Είπαν ότι ήρθα εδώ κυνηγημένος απ’ το νησί μου. Δίσεχτα χρόνια, φωτιά και σίδερο, πού να σου εξηγώ, δεν είναι του παρόντος… Ένα κομμάτι ψωμί γύρευα κι ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι μου. Τ’ αφεντικά, ψυχοπονιάρηδες, είχαν τον τρόπο τους. Με πήραν στη δούλεψή τους να βόσκω το κοπάδι τους. Τα κουτσοβόλεψα, μετρώντας στο κομπολόι μου μερόνυχτα κολλημένα το ένα πλάι στ’ άλλο, έτσι που δεν τα ξεχώριζες… Μύριζε άνοιξη κι ο ουρανός είχε καλοσυνέψει. Ενώ άφηνα πίσω μου χέρσα βαλτοτόπια και το δάσος με τα πεύκα, ένιωσα την αρμύρα της θάλασσας να κοντοζυγώνει στα ρουθούνια μου. Μπροστά μου ξανοιγόταν μια παραλία προφυλαγμένη από ένα βράχο μ’ ένα χάλασμα στην κορφή. Λιγοστές καλύβες στην ακτή και κάτι νταβραντισμένοι ψαράδες καλαφάτιζαν τα καΐκια τους μπεκρουλιάζοντας. Με φίλεψαν κακαβιά και κρασί και άκουσα τις χοντράδες τους για τις χωριατοπούλες, που το’ σκαγαν τα βράδια από τα σπίτια τους, για να σμίξουν ξεδιάντροπα μαζί τους. Όταν απόφαγαν, λύθηκε για τα καλά η γλώσσα τους. Αναψοκοκκινισμένα μούτρα με χυμένα μάτια, μίλαγαν, μίλαγαν και τελειωμό δεν είχαν… Πήρα το δρόμο του γυρισμού και κοντοστάθηκα. Η πορφύρα του δειλινού μαλάκωνε το τοπίο, που παραδινόταν στη σιωπή και τη γαλήνη. Όμως είδα ξεκάθαρα την αντάρα, που κούρνιαζε στον βράχο, να κατεβαίνει στα νερά, που είχαν αρχίσει να σκουραίνουν… Σκόρπιες κουβέντες των μεθυσμένων με είχαν πάρει το κατόπι… Τα «μάτια» της θάλασσας σιμά στον βράχο και τα κουφάρια των πνιγμένων, που ξέβρασε το κύμα, η Υρμίνη και οι πειρατές, κασόνια με θησαυρούς, που καλά κρυμμένοι περίμεναν υπομονετικά να ξυπνήσουν και να ξαναβγούν στο φως της μέρας κι ο απαίσιος θρήνος της Λάμιας που δε σ’ άφηνε να κοιμηθείς τις νύχτες του χειμώνα… Σαν πέτρες ασήκωτες βούλιαζαν μέσα μου και δεν έλεγαν να φύγουν…
********************************************
Από’ δω σαλπάρισαν τα καράβια των Επειών, για να κουρσέψουν την Τροία. Αγροτόπαιδα, που ο χαλκός είχε σκληρύνει την αφή τους, μόλις φούσκωνε η θάλασσα, ξέρναγαν το κριθαρόψωμο που είχαν για προσφάι. Πίσω τους μαράζωναν οι στέρφες νύχτες, μαντήλια αποχαιρετισμού και γυμνόποδα κορίτσια…
Στην κορφή του βράχου αλλάζουν βάρδια ο Φράγκος βιγλάτορας και ο Γερμανός φαντάρος. Λοξοδρόμησαν και δεν φάνηκαν ούτε και σήμερα των εχθρών τα φουσάτα. Τους βασανίζει το αδυσώπητο ρωμαίικο φως και ψάχνουν αποκούμπι στους βαθύσκιωτους δρυμούς της πατρίδας τους. Σφίγγουν το ατσάλι στη χούφτα τους, για να ξορκίσουν τα μαχαίρια που κρύβουν στον κόρφο τους οι χωριάτες…
********************************************
Είπαν ότι με είδαν να ξεπορτίζω απ’ το γιατάκι μου τις νύχτες και να τραβάω για τη θάλασσα. Να ξεγυμνώνομαι και να πέφτω στα νερά αλλοπαρμένος, σαν να ήθελα να ξεπλύνω τη σκουριά του κορμιού μου. Είπαν ακόμα ότι με είδαν, ντάλα μεσημέρι, να σέρνω το κοπάδι πότε στα αρμυρίκια και πότε στα τριβόλια και τ’ αγκάθια, ανάμεσα σε πέτρες και αγκωνάρια, απομεινάρια μιας άλλης εποχής, που τώρα είχαν γίνει φωλιές για σκορπιούς και φίδια και υλικά για τους χτιστάδες. Τα ζωντανά γύρναγαν νηστικά το βράδυ και τ’ αφεντικά αρχινούσαν τις χριστοπαναγίες. Απ’ το ένα αυτί έμπαιναν κι απ’ το άλλο έβγαιναν. Βολόδερνα σαν την άδικη κατάρα, ένα με τις πέτρες. Αγριευόμουν, αλλά αυτό ήταν ακριβώς, που με τράβαγε απ’ το μανίκι. Ο ύπνος μου λιγόστευε, λούτσα στον ιδρώτα, σαν να είχα κουβαλήσει όλα τα νταμάρια της γης… Είχε καλοκαιριάσει για τα καλά, φάνηκαν οι πρώτες θέρμες κι η μαλάρια σου έκοβε τα γόνατα. Κοντά στο ασβεστοκάμινο, στα ριζά ενός πουρναρόθαμνου (αν θυμάμαι καλά…) μια πλάκα, που δεν μπορούσαν να την κουνήσουν ούτε δέκα άντρες μαζί, έμοιαζε να κρύβει κάποιο παλιό μυστικό. Μίλησα στ’ αφεντικά, που κατείχαν την τέχνη του φουρνέλου. Κοιτάχτηκαν για λίγο – το βλέμμα τους πηχτό σκοτάδι – κι ύστερα κούνησαν το κεφάλι τους :
- Τί θα κάνουμε με τον αλαφροίσκιωτο, μου λες;
- Τί τον κρατάμε τον κερατά, φύρα είναι …
Αποζήτησα να κοιμηθώ μ’ ένα κιτρινισμένο χαρτί στα χέρια με σκαλισμένη καλλιγραφία : «… Υρμίνη… εσχατόωσα…εκ λίθων του αυτού πετρώματος λαξευτών κατά το σχέδιον των άλλων πελασγικών ή πολυγωνικών λεγομένων τειχών»… Είπαν ότι δεν ήξερα γράμματα…
***********************************************************
Εδώ άνθισε μια μικροαστική ηθική που συνόδεψε τα στερνά του ημιυπαίθριου βίου. Στιγμιότυπα μιας ένοχης αθωότητας, που απαθανάτισαν ασπρόμαυρες φωτογραφίες, ενθύμια παραθερισμού. Θαλασσινά μπάνια με σκουρόχρωμα μπανιερά και ιαματικά λουτρά, εκεί όπου ανακούφιζε τα ευγενή της οστά η βασίλισσα Υρμίνη. Στο καφενείο, πλάι στο ηλεκτρόφωνο, κοντά παντελονάκια με την γκαζόζα στο χέρι, «… πετραδάκι, πετραδάκι για τα σένα το ‘χτισα…». Λαδερά με ταγγισμένο λάδι και κατεψυγμένα κρέατα και ψάρια, «… όμως δεν σ’ απόχτησα…». Τα μεσημέρια της Κυριακής τ’ αντρόγυνα πλαγιάζουν στα μουγκά από τον φόβο της μεσοτοιχίας. Η άμμος τριζοβολά στα σεντόνια και τ’ αλάτι της θάλασσας μπερδεύεται με τον ιδρώτα. Ύστερα γλυκό του κουταλιού κι υποβρύχιο. Άφιλτρα τσιγάρα από παλαιικές κασετίνες. Αποσοβημένα βλέμματα, μικρά καλοκαίρια που δεν ενηλικιώθηκαν… Η γεννήτρια φωτίζει τα μισάνοιχτα παράθυρα και τ’ αγοροκόριτσα τρομάζουν με την αγριεμένη τους σάρκα μπροστά στον καθρέφτη, πριν συμφιλιωθούν με τη μοίρα. Οι εξατμίσεις από τις λιγοστές κούρσες αφήνουν τη μυρωδιά της βενζίνης στο σούρουπο και την ανία της βραδινής περατζάδας διακόπτουν ένρινες φιλοφρονήσεις. Κάτω από τις λάμπες του αμίαντου καραδοκούν η αγυρτεία της Αθανασίας κι ο επίμονος βόμβος των κουνουπιών…
********************************************************
Ο ήλιος δεν είχε ψηλώσει ούτε δυο καλάμια και φλόγιζε κιόλας το στερέωμα. Υγρασία, ζέστη κι αποφορά… οι πρώτες στάλες ιδρώτα νότιζαν τα λερά αποφόρια μου… Η πλάκα έχασκε κομματιασμένη… Το μικρό αφεντικό με κέρασε καπνό και το μεγάλο έριξε ένα δεμάτι ξύλα στο ασβεστοκάμινο. Ό,τι το βλέμμα μου χρησιμοποίησε για τελευταία φορά ήταν μια ξεθωριασμένη θάλασσα κρεμασμένη σ’ έναν ξεπλυμένο ουρανό. Αχνοί ανέβαιναν στον ορίζοντα κι η αμμουδιά ξεκίνησε να χρωματίζεται παράξενα. Ένιωσα τις φλόγες να καίνε τη σάρκα μου και μετά μια γλυκιά νάρκωση. Βαριές κουρτίνες σκέπασαν τα πάντα και απ’ τα περασμένα μόνον πέτρες κι αγκωνάρια ζωγραφίστηκαν κάτω απ’ τα βλεφαρά μου… Πρόλαβα ν’ ακούσω τ’ αφεντικά να βλαστημάνε και να κάνουν τους λογαριασμούς τους… Πάνε πολλά χρόνια από τότε…
**********************************************
Κουνουπέλι, Κουνουπελάκι : Το παλίμψηστο μιας εφηβείας, που ανδρώθηκε στα σκυλάδικα της ενδοχώρας με πειραγμένα τραγούδια… Στα χαλάσματα τρυπώνουν ο αέρας και η σκόνη, τρύπες από σύριγγες, χρησιμοποιημένα προφυλακτικά χωρίς ανθρώπους… η μνήμη δυσκολεύεται να δρασκελίσει την απόσταση αγκομαχώντας στα μισά του δρόμου…
14/6/2017