Του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου.
Έγραφα στο προηγούμενο «Λόγου χάριν», μιλώντας για τη βιβλιοθήκη που έχουμε στήσει με την Κατερίνα Σχινά στην έκθεση GR80s στο Γκάζι, πως φιλοδοξία μιας τέτοιας βιβλιοθήκης δεν μπορεί να είναι οι συγκρίσεις ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν (τι έφτασε ή τι δεν έφτασε από τη δεκαετία του 1980 μέχρι εμάς), αλλά το τι συνέβη με τα λογοτεχνικά μεγέθη εντός του συγκεκριμένου χρονικού ανύσματος. Πολλά είναι αυτά τα οποία συνέβησαν, αλλά σήμερα σκοπεύω να μείνω στους πεζογράφους που υιοθέτησαν την πολυσυζητημένη παρωδία: πεζογράφοι που δεν είχαν προ οφθαλμών τόσο ένα σώμα και μια παράδοση λογοτεχνικών κειμένων όσο μια ζωντανή και άμεση, εντελώς καθημερινή πραγματικότητα. Τα θεμελιακά, ωστόσο, γνωρίσματα της λογοτεχνικής παρωδίας δεν θα λείψουν και από την παρωδία της πραγματικότητας: η παραποίηση του επιβεβλημένου λογοτεχνικού μοντέλου θα δώσει τη θέση της στην παράφραση της καθιερωμένης κοινωνικής νόρμας, η παραλλαγή και ο παρατονισμός ενός ορισμένου λογοτεχνικού ύφους θα υποκατασταθεί από τη μασκαράτα μιας διάχυτης κοινωνικής συμπεριφοράς. Και δεν θα αλλάξουν επίσης οι βαθύτεροι σκοποί: όπως η λογοτεχνική παρωδία δεν καταλήγει υποχρεωτικά στην απόρριψη και την καταδίκη των παραμέτρων του παρελθόντος, έτσι και η παρωδία της πραγματικότητας δεν θα επιδιώξει εκ των προτέρων και κατ’ ανάγκην την άρνηση του συλλογικού της περίγυρου. Και από αυτή την άποψη θα καταφύγει απαρεγκλίτως στη μέθοδο της ειρωνείας, χωρίς, ωστόσο, να προσχωρήσει καθ’ ολοκληρίαν ούτε στη σάτιρα ούτε στην κωμωδία.
Εκεί όπου η σάτιρα τα βάζει με τα πράγματα καθ’ εαυτά, η παρωδία στρέφει τα βέλη της στην έκφρασή τους – στον τρόπο με τον οποίο εκδηλώνονται στον κόσμο και στα σημεία μέσω των οποίων όχι μόνο διεκδικούν, αλλά και νομιμοποιούν την παρουσία τους. Κι εκεί όπου η σάτιρα απολαμβάνει την τέχνη της, νιώθει περήφανη για τα παραμορφωτικά της επιτεύγματα και δεν διστάζει να δείξει παντού τις κατακτήσεις της, διατρανώνοντας την αρνητική της στάση, η παρωδία ανασυντάσσει την πραγματικότητα δίχως να αποβάλλει υποχρεωτικά τα δομικά, γενεσιουργά υλικά της. Ως προς την κωμωδία, το βέβαιο είναι ότι προτιμά μια καθαρτική διασκέδαση (την υπερνίκηση των κακών που θίγει), αποφεύγοντας να πλάσει τη μορφή της δια βαρείας σφύρας, όπως επιτακτικά το ζητούσε ο Εμμανουήλ Ροΐδης, ορμώμενος από την κοσμοδιορθωτική αντίληψη της σατιρικής ηθικής. Το στραμπουλιγμένο, γεμάτο σπασμένους καθρέφτες είδωλο του κόσμου το οποίο προβάλλει η παρωδία δεν προσδοκά τη διόρθωση της σάτιρας και δεν έχει τίποτε να ελπίζει από την εκτόνωση της κωμωδίας. Είναι ένας κόσμος που θέλει να αγνοήσει (ει δυνατόν να λησμονήσει) το μέλλον και να προκαλέσει μόνο το παρόν μέσα από τη διακωμώδηση και συνάμα την ανοχή των πάντων.
Κάπως έτσι σχηματίζεται ο ορίζοντας προς τον οποίο στρέφεται μια σημαντική μερίδα των πεζογράφων που κάνουν το ντεμπούτο τους στη λογοτεχνική σκηνή λίγο πριν ή λίγο μετά το 1980. Η πολιτική και η Ιστορία, που καθόρισαν τους συγγραφείς της πρώτης και εν μέρει της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, ο αγώνας υπέρ του ατόμου και η ανάδυση της καθημερινότητας, που σημάδεψαν ένα κομμάτι των δεύτερων μεταπολεμικών, αλλά και η πτώση του ατόμου από το δημόσιο βάθρο του, με το δημόσιο βάθρο να έχει επίσης κλονιστεί συθέμελα, που απασχόλησε δια μακρών τους πρώτους πεζογράφους της μεταπολίτευσης, αποσύρονται με ταχύτητα από την περιοχή των παρωδών του 1980. Τα επόμενα χρόνια έδειξαν πως το απέραντο παρόν της πραγματικότητας την οποία εικονογράφησαν οι ίδιοι δεν θα είχε μακρά διάρκεια, αλλά αυτό είναι μια ιστορία που δεν ανήκει στη δεκαετία της νιότης τους.