του Μάνου Κουμή (*)
Ο διαχωρισμός μεταξύ των τριών χρονικών προοπτικών, παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος, σπάνια παρουσιάζεται με ουδέτερους όρους. Όπως μας υπενθυμίζει ο ιστορικός Ζακ λε Γκοφ, όταν ένα άτομο ή μια συλλογική συνείδηση εφαρμόζει τη παραπάνω διάκριση, είναι προϊόν ιδεολογικού προτάγματος.[1] Με αυτή την προϋπόθεση, η κυνική διερώτηση του εκπροσώπου του νεοφιλελευθερισμού στην Ελλάδα για το αν απασχολεί τον σύγχρονο νέο τι συνέβη το 1963, δεν αποτελεί λεκτικό ατόπημα, αλλά εγγράφεται στο ιδεολόγημα του συντηρητισμού[2] ή ακόμα και του αντιδραστικού μοντερνισμού[3], που με όχημα την επιλεκτική μνήμη ευαγγελίζεται τη φυγή προς τα εμπρός. Ακόμη πιο συγκεκριμένα, ο ευγενής πόθος της αποσιώπησης ενός άβολου παρελθόντος με την ταυτόχρονη επίδειξη ενός μυθικού προτερόχρονου, η απολιτικοποίηση του δημόσιου λόγου με την ταυτόχρονη ποινικοποίηση του διαφορετικού, η ρητορική του αποκλεισμού εκφερόμενη σε πατερναλιστικό τόνο, όλα τα παραπάνω παρουσιάζουν εντυπωσιακές ομοιότητες με το αφήγημα της μεσοπολεμικής δεξιάς ουτοπίας.
Διευρύνοντας την οπτική μας, τον Μάιο του 1963 εκδίδεται σε μορφή βιβλίου η κάλυψη της δίκης του Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ από την Χάννα Άρεντ, που έγινε για λογαριασμό του The New Yorker, δύο χρόνια πριν, το 1961.[4] Ο Άιχμαν δικάζεται για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, ως ένας από τους βασικούς διαχειριστές της τελικής λύσης, της υλικής δηλαδή εξόντωσης των Εβραίων. Έχει βέβαια, ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι στη θέση του κατήγορου είναι ένας λαός με δυσχιλιετή ιστορία, ο οποίος με μαρξιστικούς όρους, από το Β΄ΠΠ και μετά θα βιώνει το «άχθος της ιστορίας» όλο και πιο πολύ. Το ερώτημα, λοιπόν, που μας ενδιαφέρει είναι τι αντιπροσωπεύει ο Άιχμαν ως κατηγορούμενος. Με άλλα λόγια, σε ποιο σύστημα αξιών στηρίζεται η απολογία ενός υψηλόβαθμου στελέχους του ναζιστικού κόμματος, από το οποίο η φιλόσοφος θα εκμαιεύσει την έννοια της «κοινοτυπίας του κακού»
Συνοπτικά, η υπεραστική γραμμή προσπάθησε να τονίσει τον μη ιδεολογικό χαρακτήρα της σκέψης του Άιχμαν και το νόμιμο των ενεργειών του από τη στιγμή που ακολουθούσε άνωθεν εντολές. Ο Άιχμαν, με άλλα λόγια, είναι ένας νόμιμος πολίτης με υπέρμετρες φιλοδοξίες, με φτωχές ιστορικές γνώσεις, και κυρίως με κοντή και επιλεκτική μνήμη όσον αφορά την προϊστορία των πράξεων τόσο των δικών του, όσο και του γερμανικού έθνους. Οι ηθικές συνιστώσες των αποφάσεων του καλύπτονται από ένα κράμα τεχνοκρατικού λόγου και διαχειριστικής ρητορικής. Εν ολίγοις, η προσωπικότητα του Άιχμαν συμπυκνώνει όλες εκείνες τις ιδιότητες με τις οποίες κατέστη δυνατό να γραφεί ίσως η μελανότερη σελίδα της παγκόσμιας ιστορίας: άκριτη σκέψη, αναποφασιστικότητα, ελλιπή ιστορική γνώση, επιλεκτική μνήμη, τεχνοκρατικό πνεύμα, κάτω από το μανδύα μιας νομιμοφροσύνης που πολύ γρήγορα και «ανεπαισθήτως» μετατράπηκε στην υποστήριξη ενός απολυταρχικού καθεστώτος. Μπορεί η εικόνα του σύγχρονου ψηφοφόρου που επιθυμεί ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης να διαφέρει αρκετά πλέον από την εικόνα του Άιχμαν, οι ομοιότητες όμως παραμένουν και είναι επικίνδυνες.
Την επικινδυνότητα αυτή έχουν καυστηριάσει ποικιλοτρόπως αναρίθμητα έργα λογοτεχνίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί «Το κουρδιστό πορτοκάλι» του Anthony Burgess, γραμμένο το 1962.[5] Έργο πολυδαίδαλο, που επιδέχεται πολλαπλές ερμηνείες. Μία εξ αυτών φέρνει στην επιφάνεια τις απολυταρχικές και σαδιστικές κρατικές μεθόδους επανένταξης ατίθασων νεαρών, που αντιπροσωπεύονται με τη μορφή ενός από τους χαρακτηριστικότερους «αρνητικούς» ήρωες που έχει να επιδείξει η παγκόσμια λογοτεχνία, του Άλεξ. Ο Anthony Burgess περιγράφει ένα δυστοπικό μέλλον, όπου με αφορμή την κοινωνική ανασφάλεια, το κράτος μετατρέπεται σε καθολικό σωφρονιστικό σύστημα, το οποίο αναλαμβάνει με τη μέθοδο της πλύσης εγκεφάλου να κατασκευάσει πειθήνιους και άβουλους πολίτες, στο όνομα της κοινωνικής γαλήνης και ευημερίας.
Μια δεκαετία νωρίτερα και στην άλλη πλευρά του ατλαντικού, το 1951, ο Αμερικάνος συγγραφέας J. D. Salinger δημιουργεί μια από τις αντιπροσωπευτικότερες μορφές λογοτεχνικού αντιήρωα, τον Χόλντεν Κώλφηλντ.[6] Έκτοτε, παγκόσμιο σύμβολο εφηβικής επαναστατικότητας, υπαρξιακής αναζήτησης, και αντίδρασης απέναντι σε κάθε καθωσπρεπισμό. Την περίοδο του ψυχρού πολέμου, και όταν οι εκφραστές της φιλελεύθερης ουτοπίας στην Αμερική επιχειρούν να επανεντάξουν και να χειραγωγήσουν την ατίθαση νεολαία στο όνομα μιας λειτουργικής κρατικής μηχανής, ο J. D. Salinger με ήρωα έναν «αστοιχείωτο» που όμως «διαβάζει πολύ» φέρνει στο φως την τρομακτικά αθώα καίτοι πολύπλοκη σκέψη των εφήβων, που στέκει αντίθετη στον επιβαλλόμενο κομφορμισμό της εξουσίας. Και είναι αυτός ο κομφορμισμός της εξουσίας που δημιουργεί πολίτες λειτουργικούς και μη. Οι δεύτεροι είναι καταδικασμένοι στην αφάνεια, σε μια ιδιότυπη «αορατότητα». Δυο χρόνια μετά το «Ο φύλακας στη σίκαλη»[7] του J. D. Salinger, ο Ralph Ellison δίνει φωνή στους απανταχού αόρατους και περιττούς ανθρώπους με το εμβληματικό του έργο «αόρατος άνθρωπος», το 1953.[8] Σε ένα μυθιστόρημα αντίστροφης μαθητείας, ο ανώνυμος ήρωας δίνει τη μάχη του ενάντια στο ρατσισμό και τις προκαταλήψεις. Βρισκόμαστε στη περίοδο όπου η Αμερική αφενός κατασκευάζει εχθρούς, αφετέρου προσπαθεί να περιχαρακώσει και να επιβάλλει την εξουσία του μέσου λευκού και αστού πολίτη.
Δριμύτατο, βέβαια, κατηγορώ ενάντια στους μηχανισμούς λογοκρισίας και εν τέλει παραποίησης συλλογικής μνήμης, αποτελεί το έργο του Αμερικάνου συγγραφέα Ray Bradbury, «Fahrenheit 451», που κυκλοφόρησε το 1953.[9] Το μυθιστόρημα απεικονίζει μια εφιαλτική μελλοντική κοινωνία, ρηχή και μεταλλαγμένη, όπου οι πολίτες της βιώνουν την καθημερινότητα του American Dream, αδιάφοροι και χωρίς μνήμη. Μέσα στον βωμό του υπερκαταναλωτισμού, απαθείς και ατομικιστές έχουν συμφιλιωθεί με την επικινδυνότητα κάθε λογής βιβλίων. Τα έργα αυτά του πνεύματος είναι ανατρεπτικά, επαναστατικά και ως εκ τούτου επιβάλλεται να καταστραφούν. Ο χαρακτηριστικός τίτλος του μυθιστορήματος του Bradbury υποδηλώνει τους βαθμούς στους οποίους καίγονται τα βιβλία.
Μπορεί η καύση των βιβλίων να φαντάζει σενάριο επιστημονικής φαντασίας για την Ελλάδα του 2018, όμως δεν είναι μόνο η πυρά που μπορεί να καταστρέψει τα βιβλία και να διαγράψει το περιεχόμενο τους. Η συνειδητή παραποίηση του παρελθόντος με γνώμονα μια κακώς εννοούμενης realpolitik, η περιθωριοποίηση των ανθρωπιστικών σπουδών κάτω από το πνεύμα της τεχνοκρατικής γνώσης, αλλά και το πρόταγμα της αέναης προόδου εις βάρος της περιττής κουλτούρας, μπορεί να οδηγήσει σε συλλογική αφασία. Ακόμη, όμως και αν τα ιστορικά γεγονότα περιοριστούν στα μονόστηλα των εφημερίδων, βορά της καθημερινής και επιπόλαιης ανάγνωσης, η λογοτεχνία μπορεί να τα ανασύρει στην επιφάνεια. Αυτό είναι και το παράδειγμα του Laurent Mauvignier ο οποίος στο «Αυτό που εγώ ονομάζω λήθη»,[10] με λυρισμό καταφέρνει να δώσει φωνή σε πολίτες «δεύτερης κατηγορίας» και περιττούς, όπως εξακολουθεί πεισματικά να δημιουργεί η νεοφιλελεύθερη ουτοπία. Αυτό είναι και το πρόταγμα του ιστορικού Ivan Jablonka για ανανέωση των κοινωνικών επιστημών, που τόσο κυνικά πλέον βάλλονται από ένα πρακτικό και ορθολογικό πνεύμα. Γιατί και η ιστορία είναι μια σύγχρονη λογοτεχνία.[11]
(*)Ο Μάνος Κουμής είναι υποψήφιος διδάκτορας Φιλολογίας. Τμήμα Νεοελληνικών Σπουδών ΕΚΠΑ.
[1] Ζακ λε Γκοφ, Ιστορία και Μνήμη, μτφρ: Γιάννης Κουμπουρλής, Νεφέλη, 1998.
[2] Παναγιώτης Κονδύλης, Συντηρητισμός. Ιστορικό περιεχόμενο και παρακμή, μτφρ: Λευτέρης Αναγνώστου, Π.Ε.Κ., 2015.
[3] Jeffrey Herf, Αντιδραστικός Μοντερνισμός. Τεχνολογία, κουλτούρα και πολιτική στη Βαϊμάρη και το Τρίτο Ράιχ. Μτφρ: Παρασκευάς Ματάλας, επιστημονική επιμέλεια: Χρήστος Χατζηιωσήφ, Π.Ε.Κ., 2012.
[4] Χάννα Άρεντ, Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ. Μια έκθεση για την κοινοτυπία του κακού, μτφρ: Βασίλης Τομανάς, Νησίδες, 2009.
[5] Anthony Burgess, Το κουρδιστό πορτοκάλι, μτφρ: Βασίλης Αθανασιάδης, Anubis, 2010.
[6] Jerome David Salinger, Ο φύλακας στη σίκαλη, μτφρ: Τζένη Μαστοράκη, Επίκουρος, 1978.
[7] Το κλασικό βιβλίο του J. D. Salinger, κυκλοφορεί από το 2014 σε νέα μετάφραση από τη Τζένη Μαστοράκη και με διαφορετικό τίτλο. Jerome David Salinger, Στη σίκαλη, στα στάχια, ο πιάστης, μτφρ: Τζένη Μαστοράκη, Γράμματα, 2014.
[8] Ραλφ Έλισον, Αόρατος Άνθρωπος, μτφρ: Αγορίτσα Μπακοδήμου, Κέδρος, 2017.
[9] Ray Bradbury, Φαρενάιτ 451, μτφρ: Βασίλης Δουβίτσας, Άγρα, 2012.
[10] Laurent Mauvignier, Αυτό που εγώ ονομάζω λήθη, μτφρ: Σπύρος Γιανναράς, Άγρα, 2014.
[11] Ιvan Jablonka, Η Ιστορία είναι μια σύγχρονη λογοτεχνία. Μανιφέστο για τις κοινωνικές επιστήμες, μτφρ: Ρίκα Μπενβενίστε, Πόλις, 2017.