Η Νίκη Τρουλλινού θυμάται την Λιλή Ζωγράφου – χθες ήταν η επέτειος θανάτου της.
Χωρίς ψιμύθιο, δηλαδή χωρίς στόλισμα, χωρίς φτιασίδι…θα της άρεσε άραγε; Δεν ξέρω. Τόσες μέρες τώρα που προσπαθώ να την χωρέσω στο χαρτί, συνεχώς μου ξεφεύγει. Πώς να μιλήσεις για μια σπουδαία συγγραφέα, ένα πολιτικό, πρωτίστως, πλάσμα, μια ‘’πυκνοκατοικημένη γυναίκα’’, πώς να περιγράψεις μια ζωή τρικυμίας; Έχεις το δικαίωμα; Χρωστάω στη Λιλή. Γι’ αυτό, αν και αμήχανη για το τι θα πω, ήρθα εδώ να το κάνω. Αυτό. Και εξηγούμαι.
Έφτασε στα χέρια της η πρώτη μου προσπάθεια να γράψω. Κάπου στα 1995 ή μήπως ‘96; Οι καταξιωμένοι συγγραφείς δεν νοιάζονται για τους νεώτερους, η λογοτεχνική πιάτσα είναι ιδιαίτερα σκληρή. Η Λιλή θέλει να μου πει τι βρήκε στα κείμενα μου, επίμονα ψάχνει, μήνυμα στο βιβλιοπωλείο, ‘’ψάχνω αυτή την κυρία’’, μήνυμα στον τηλεφωνητή και τρίτο μήνυμα, κι όταν επιτέλους μιλήσαμε, Αύγουστο μήνα, έμενε στο ξενοδοχείο Αστόρια, είπε: ‘’Νίκη Κουκουνάκη Τρουλλινού, είσαι φεμινίστρια κοπέλα μου;’’ Όχι, ψέλλισα, ήξερα ήδη τις αντιφεμινιστικές της απόψεις, μα ούτως ή άλλως είπα την αλήθεια, αφού ποτέ δεν ήμουν. ‘’Ε…Νίκη Τρουλλινού! Τι θα ψάχνει στον πάγκο του βιβλιοπωλείου ο αναγνώστης ; Όνομα σιδηρόδρομο; Ακούς εκεί Νίκη Κουκ…Τρ.’’ Κι αν ένοιωσα προς στιγμή να με χλευάζει, την αμέσως επόμενη, οι κριτικές της σκέψεις για το πόνημά μου πέσανε βάλσαμο στην ψυχή. Πέρασαν χρόνια, η εκδότρια του δεύτερου βιβλίου με ρώτησε, ‘’όνομα, τι βάζουμε στο εξώφυλλο;’’ Κι είπα χωρίς να δειλιάσω, ‘’Νίκη Τρουλλινού, έτσι μου είπε η Λιλή Ζωγράφου!’’
Λιλή Ζωγράφου. Προτιμώ ‘’σκέτο’’. Πάει να πει, όλα.
Πάει να πει: Ευφυής. Αμείλιχτη. Προκλητική. Ανυπότακτη. Οργισμένη. Ανατρεπτική. Εγωκεντρική. Παθιασμένη. Παθιασμένη να δώσει και την άλλη στιγμή να απορρίψει. Απορριπτική. Ναι, αλλοπρόσαλλη, το ‘λεγε μόνη της δημόσια, και ανυπόφορη, κι αυτό το διαλαλούσε. Με κεραίες ευαίσθητες, κεραίες ραντάρ στις κοινωνικές εξελίξεις. Αριστερή, που η αριστερά την απέρριπτε, η ‘’αυτολεηλατημένη Αριστερά’’, όπως συνήθιζε να λέει. Και η Δεξιά την φοβόταν. Σε καιρούς χαλεπούς, σκληρούς και απάνθρωπους, Που όλα τα παραπάνω η Λιλή τα υπέγραφε με τον πιο επώδυνο τρόπο, στις φυλακές της Γερμανικής Κατοχής, στην Αγυά Χανίων, με την Γκεστάπο φρουρό κι αυτή να γεννά την κόρη της, στο Παρίσι της προσφυγιάς, κι όμως επιστρέφει στην καρδιά της δικτατορίας…Πόσοι επέστρεψαν τα χρόνια της χούντας;… και άνεργη, φτωχή, βρίσκει τον τρόπο να κάθεται στη μύτη των συνταγματαρχών. Με το ‘’Παιδεία, ώρα μηδέν’’ έτσι την μάθαμε καταμεσής της χούντας. Πεισματικά ανήσυχη, να τους ενοχλεί, να τους χλευάζει, να παίζει με το καυστικότατο χιούμορ της την προσωπική της ελευθερία κορώνα – γράμματα! Επάγγελμα θέλετε, ‘’δεν γουστάρετε το «δημοσιογράφος» από μένα που μεγάλωσα τρεφόμενη με τυπογραφικό μελάνι …και νανουριζόμουνα τις νύχτες από το βρυχηθμό μιας τυπωτικής μηχανής που αγκομαχούσε’’ εκεί πίσω, στην δεκαετία του ’20, στο Μεγάλο Κάστρο, πάρκο Θεοτοκοπούλου και ο ΟΤΕ σήμερα, στην γωνία της οδού Καπετάν Μιχάλη, αλήθεια τότε πώς να τον έλεγαν το δρόμο…Κι ο πατέρας, πατέρας – αφέντης, που τόσες, φαίνεται, πληγές άφησε πίσω του, να εκδίδει την Ανόρθωση . Αυτή είναι. Δεν τους αρέσει έ…! επάγγελμα πόρνη, λοιπόν. ( Επάγγελμα πόρνη, σελ. 26)
Επιθετική. Αναπάντεχη. Απροσδόκητη. Αυταρχική. ‘’…το πανταλόνι το φοράς με το γκρενά σου πουκάμισο πάλι, απ’ έξω. Τη φουστίτσα τη φοράς με τα δυο σου φανελάκια, απ’ έξω κι αυτά. Αν τη φορέσεις με τα πουκάμισα θα τα βάλεις μέσα από τη φούστα αυτή τη φορά…’’ επιστολή στην κόρη της Ρένα, Αύγουστο του ’53. ( αφιέρωμα στη Λ. Ζ. οδός Πανός ) .
Σκληρή. Ναι. ‘’Από που βγαίνει η φήμη μου ότι είμαι σκληρή. Σε τόπους σαν τους δικούς μου που είναι καμουφλαρισμένες αποικίες θα πρέπει να τολμούμε να λέμε τα πράγματα με τα δικά τους λόγια’’ Σκληρή, ‘όχι. ‘’Γιατί το αληθινό γνώρισμα της σκληρότητας είναι η αδιαφορία’’ Και η Λιλή Ζωγράφου δεν υπήρξε ποτέ και για τίποτα αδιάφορη. Κατηγορηματικά, ποτέ.
Σκεπτόμενη. Και επομένως ανεπιθύμητη στην αυταρχική Ελλάδα του εμφυλίου και της μετεμφυλιακής συντηρητικότητας. Κι όμως, με πείσμα, σπάει το ανδροκρατούμενο σινάφι της δημοσιογραφίας ακριβώς αυτή την περίοδο. Το κουβαλούσε ως χρέος στον πατέρα της; ‘Ήθελε να τραβήξει την προσοχή του, να του αποδείξει, τι…ότι, μόνη αυτή μέσα από τον γυναικόκοσμο του αρχοντικού του, την Ειρήνη, την Ιωάννα, την Έλσα, τα πρόωρα νεκρά κορίτσια του σπιτιού, την ανδροκρατούμενη κοινωνία του Χάνδακα, μπορούσε. Ναι, το μήνυμα σαφές, αυτή, μπορούσε!
‘’Συνεπέστατα αντιεξουσιαστική διανοούμενη.’’(Δ.Κούρτοβικ).Οι δημοσιολογικές της παρεμβάσεις – αρκετές φορές άγαρμπες – αλλά πάντα καίριες. Κάθε συνέντευξη της Λιλής, καταξιωμένη πια, συζητιόταν για μέρες. Δημοσιογράφος από πάθος, τα δημοσιογραφικά της κείμενα, εύστοχα και ευθύβολα, τσουχτερά, διεισδυτικά, απόσταγμα μιας κλασσικής Παιδείας, συσσωρευμένης γνώσης αλλά και αφομοιωμένης , σε άψογα ελληνικά και πάντα περασμένα από την κνισάρα της προσωπικής της ματιάς, πάει να πει, των αναρίθμητων εμπειριών που κουβαλούσε στο μυαλό, την ψυχή και το κορμί της. Απώλεια σημαντική στα ελληνικά γράμματα και τον δημόσιο χώρο: δεν είναι συγκεντρωμένα τα δημοσιογραφικά της κείμενα και οι παρεμβάσεις της. Στον Αγροτικό Κόσμο του κομμουνιστή Γαβριηλίδη το ’47 – ’48, τον Ταχυδρόμο επί Λένας Λαμπράκη – Σαββίδη, από το ’60, στο περιοδικό Γυναίκα επί Τερζόπουλου, (την απέλυσε στην δικτατορία) στην Ελευθεροτυπία, τέλη των ’80 και αρχές της δεκαετίας του ΄90 στις στήλες ‘’ελεύθερο βήμα’’ ή ‘’ανάλυση στα γεγονότα.’’ Στην Αλλαγή του Ηρακλείου και όπου αλλού που ίσως μου ξεφεύγει.
Περήφανη. Σε κάθε στιγμή. Σε κάθε θέση, Πωλήτρια αρωμάτων στην οδό Βουλής, στα μέσα της δεκαετίας του ’40, αυτή, η κόρη του υπουργού Τύπου, περήφανη και ανεξέλεγκτη στην στρατολογική υπηρεσία, υπάλληλος για 17 χρόνια, θα κτυπήσει την πόρτα πίσω της παραμονές του πραξικοπήματος επιστρατεύοντας ξανά το αριστοφάνειο χιούμορ της, ‘’που ξεπηδούσε φρέσκο, δροσερό, ακαταμάχητο μέσα από τη λύσσα και την απόγνωσή μου… με λένε Γκρέτα Γκάρμπο’’! Περήφανη για το έργο της μετά. Με αυτοπεποίθηση. Ασφαλής. Ή μήπως όχι; Ανασφαλής, άραγε; Ευάλωτη ; Αυτό ήταν το μεγάλο μυστικό της; Φόβοι, γιατί, πως είναι δυνατόν αυτή η σαρωτική προσωπικότητα να φοβάται; ‘’Θύμισέ μου πόσο μ’ αγαπάς’’ σπαρταράει στα γράμματα της στην Ρένα. ‘’ Η λησμονιά είναι δολοφονία κατ’ επανάληψη ‘’ γράφει από το Παρίσι σε φίλους το ’68. Περήφανη, ναι, αλλά και γενναιόδωρη, εγωκεντρική, ναι, αλλά και έτοιμη κάθε στιγμή να κατακτηθεί, να δώσει, να πάρει πίσω, να απορρίψει και να απαιτήσει ξανά.
Φεμινίστρια, αντιφεμινίστρια, μεταφεμινίστρια, τι απ’ όλα; Απλά, Γυναίκα. Ως το κόκαλο. Δήλωνε με κάθε ευκαιρία ‘’ευτυχία σημαίνει ότι γεννήθηκα γυναίκα’’ κι αλλού, ‘’ αισθάνομαι προνομιούχα επειδή γεννήθηκα γυναίκα’’ Γυναίκα. Και συλλέκτρια παλιών κεντημάτων! Ίσως στολίζοντας, χαϊδεύοντας τα παλιά κεντήματα, με την δαντελένια κουρτίνα στα παράθυρα της οδού Διδότου – φόρος τιμής στις παλιές γυναίκες των παιδικών της χρόνων, που καθισμένες στα στενοσόκακα του Χάνδακα κεντούσαν με τις ώρες, τις μέρες, τους μήνες και περίμεναν τον αρσενικό να φανεί. ( Συβαρίτισσα ). Αυτή, Γυναίκα ίδια κι όμοια, που ποτέ δεν τον περίμενε τον άνδρα, τελούσε, άραγε ένα ιδιότυπο μνημόσυνο καμαρώνοντας βελονιές, κλωστές και χρώματα, παίρνοντας εκδίκηση γι αυτές;
Κατηγορήθηκε ως ‘’άμετρη και άσπλαχνη’’. Σήκωνε τους ώμους:‘’Η καλοσύνη δεν είναι παραγωγική’’! Πώς να μην το πεις αυτό όταν έχεις πίσω σου μια ζωή τόσο παραγωγική.
Ζωή – τρικυμία. Ζωή – θύελλα.
Τρεις γάμοι. Τρία διαζύγια. Πολλοί έρωτες. Εραστές; ‘’ εραστές με το τσουβάλι’’ είπε. ‘’Θεωρούμαι η ντροπή της οικογένειας.’’ δήλωσε. ‘’Με κατηγόρησαν για πουτάνα.’’ επανήλθε. ‘’Εγώ εξέλεγα τους άντρες. Στην αρχή (…με αντιμετώπιζαν…) σαν πόρνη. Μετά άρχιζαν να με σέβονται και δεν καταλάβαιναν και οι ίδιοι πως την πατούσαν και με σέβονταν…’’
Τολμηρή στο ερωτικό παιχνίδι, περήφανη για το κορμί της που ‘’ μου προσπόριζε τόσες χαρές από τους άντρες που τ’ αγάπησαν.’’ διακήρυσσε. Μια γυναίκα από ‘’καθώς πρέπει οικογένεια’’ με μια ζωή κόντρα στον ‘’καθώς πρέπει κόσμο.’’ Μιλούσε συχνά στον περίγυρό της για τις ερωτικές της εμπειρίες χωρίς αναστολές, χωρίς ντροπές! Άφοβα, ή μήπως προκλητικά; Ποιοι δαίμονες την κατοικούσαν πορευόμενοι από εκείνη την πατρίδα που λέγεται παιδική ηλικία…Και πως, τούτη η προκλητικότητα στο ερωτικό ζήτημα μπερδεύεται ; συμπορεύεται ; ‘’αναγιγνώσκει’’ ; την ματαιωμένη ερωτική επιθυμία της μάνας της, την έντονη εξωσυζυγική ζωή του πατέρα της, τις προδομένες ερωτικά αδερφές, τις παρθένες θείες , αν δεχτούμε απόλυτα αυτό που η ίδια είχε δηλώσει πως ‘’ η Συβαρίτισσα είναι αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα; Η ίδια χρησιμοποιεί στο έργο της πολλές φορές τη φράση ‘’Πυκνοκατοικημένη γυναίκα,’’ αυτό, λοιπόν; Ίσως, αλλά, τι χαρά και τι πόνος μαζί!
Έζησε τη ζωή της στο έπακρο, σκαλίζοντας πληγές συνειδητές ή ανεπίγνωστες, ή, πληγές που η ίδια με τα χέρια της έκτιζε – αυτές, άλλωστε, δεν είναι στο βάθος κάθε δημιουργίας; – ηρωίδα αρχαίας τραγωδίας μοιάζει. Ρούφηξε και την πιο μικρή στάλα από το ποτήρι της πραγματικότητας και την ίδια στιγμή έφτιαχνε μύθους, με αυτά τα ίδια υλικά που άντεχε στην καθημερινότητα της
Σπαταλημένη από επιλογή. ‘’Επικούρεια και λαθροβιώσα,’’ (Δ. Κούρτοβικ) από επιλογή, πώς να ακουμπήσεις τέτοια γνωρίσματα – δίκοπα μαχαίρια;
Όμως…Με ήθος, ναι, που δεν διαπραγματεύτηκε ποτέ και με κανένα αντάλλαγμα. ‘’Απ’ αυτούς τους αποδιοπομπαίους, που διαθέτουν ήθος, το οποίο δεν διαπραγματεύονται ποτέ και με κανένα αντάλλαγμα…’’ έγραψε μετά το τέλος του υπαρκτού σοσιαλισμού σε άρθρο της στην Ελευθεροτυπία. Μιλούσε άραγε και για τον εαυτό της; Αποδιοπομπαία για τους κριτικούς λογοτεχνίας που προκλητικά την αγνοούσαν, κι ας την είχαν δεχτεί ως μεγάλο λογοτεχνικό ταλέντο ο Π. Παλαιολόγος ( 17 Ιουνίου 1950, μέρα των γενεθλίων της) και ο Κ. Θ. Δημαράς ( 4 Μάρτη 1960). ‘’Αποσυνάγωγη της ελληνικής λογοτεχνίας με την ξεροκεφαλιά να μην αναιρεί στην πράξη αυτά που διακηρύσσει στο χαρτί και να μην συχνάζει στα σαλόνια, τις δεξιώσεις και τους προθαλάμους των υπουργείων, που έχουν αναδειχτεί πια σε χρηματιστήριο των λογοτεχνικών αξιών στην Ελλάδα’’ σημειώνει ο Δ.Κούρτοβικ στο Σχολιαστή, Νοέμβρης ’87. Αν αυτό δεν είναι ήθος, τότε τι είναι; Ένα ήθος γερά ριζωμένο στην παιδεία της και τον αυτοσεβασμό της. Γιατί, ‘’… το κάθε τι που φτιάχνεις, αποχτά την αξία και το βάρος του σεβασμού που του αποδίδεις εσύ, υπηρετώντας το.’’ ξεκαθαρίζει η ίδια.
Αυθεντική. Τονίζει: ‘’κανείς δεν μπορεί να αφαιρέσει από τον άλλο την ταυτότητα της αυθεντικότητας εφόσον την διαθέτει’’ Και το τίμημα της αυθεντικότητας της το πλήρωσε ως το τέλος στο ακέραιο. Δεν μιλώ για την μοναξιά, η μοναξιά, έλεγε, είναι επιλογή, μα την ερημιά που τόσο φοβόταν. Την ερημιά που ‘’ δεν περιγράφεται’’ . Όχι τον θάνατο.
Τον θάνατο δεν τον φοβόταν, τόχε πει νέα ακόμα στον Παντελή Πρεβελάκη. Είχε κινήσει, άλλωστε, να τον συναντήσει τρεις φορές. Κορίτσι στα 17 της στο Ηράκλειο, μιλά γι αυτό αναλυτικά στη Συβαρίτισσα, Χριστούγεννα του ’72, στην Αθήνα, περιγράφει τα πάντα στο ‘’επάγγελμα πόρνη, της χούντας’’ . Η τρίτη φορά δεν εντοπίζεται. Δύναμη ή αδυναμία; Απελπισία και ερημιά; Προσπάθεια να τραβήξει την προσοχή; Ακροβάτισσα στο χάος, διερευνά τα όρια του εδώ και του επέκεινα; Ή μήπως όλα; Απάντηση δεν έχω. Δεν τολμώ να έχω. Και να την πάλι στη σκηνή, επιστρέφει παράτολμη, τα παίζει όλα για όλα, όταν μόλις λίγες μέρες μετά την απόπειρα αυτοκτονίας, Γενάρη του 1973 γράφει και δημοσιοποιεί την ιστορική επιστολή της που καταγγέλλει τις περίφημες υποτροφίες του Ιδρύματος Φορντ, δηλ. το χρήμα που έρεε από την αμερικάνικη πρεσβεία για την εξαγορά των πνευματικών ανθρώπων του τόπου. ‘’{… }χρειαζόσασταν ονόματα. Ηχηρά. Και έντιμα. Και συμβολικά για το πλήθος. Πολύτιμα κι αναγκαία για τη μαζική συνείδηση. ..Όλα κάτω. Να μη βρούμε τίποτα όρθιο την ώρα της Κρίσης. Γιατί ξέρετε ότι η κρίση θα έρθει…’’
………………..
Και η Κόρη. Η Μαρίνα της πολιορκημένης νιότης μας:
‘’Εγώ ο φόβος. Εγώ ο θάνατος.
Εγώ η μνήμη, ανήμερη.
Εγώ η θύμηση της τρυφεράδας του χεριού σου.
Εγώ ο καημός της χαλασμένης σου ζωής.
Θα πολιορκώ το ‘’κοίταξε τη δουλειά σου’’
με την αγωνία μου / θα θρυμματίζω τον ύπνο τους με άσεμνα, / φρικιαστικά βεγγαλικά.
(Κατάσταση Πολιορκίας, Γυναικείες Φυλακές Αβέρωφ, χειμώνας 1967-68.) Η ποιήτρια Μαρίνα, κατά κόσμον Ρένα Χατζηδάκη, του Μύρωνος και της Ελένης ( Λιλής ) Ζωγράφου. Ένα έργο, μία και μόνο ποιητική σύνθεση, μοναδική ούτως ή άλλως, με το μουσικό χάδι του Μίκη Θεοδωράκη, αρκετό, υπεραρκετό για να σημαδέψει την Ελλάδα. Για να σημαδέψει και τις γενιές που θα έρθουν. Που θα το ανακαλύψουν ξανά. Σπίθα στις πυρκαγιές του μέλλοντος. Η κόρη της Λιλής – τελεία. ‘’Κοριτσάκι μου , Ρένα, πρόσεξε μην πλησιάζεις καθόλου το πηγάδι…’’ και ‘’Ρενάκι, Ρενού, όταν κολυμπάς να μας συλλογιέσαι…’’ ( από γράμματα της Λιλής στη Ρένα, καλοκαίρι 1953) Σχέση κόρης και μάνας, σχέση Κλυταιμνήστρας και Ηλέκτρας, σημειώνει ο Γ. Χρονάς: πως δυο ηφαίστεια να συναντηθούν… Η Ρένα, η Μαρίνα, που θα πει θαλασσινή, πνίγηκε στα νερά της Τζιας, Αύγουστο του 2003. Διάβασα, μετά τον πνιγμό της, μια φράση ανώνυμης στο αφιέρωμα του περιοδικού Οδός Πανός , ’’βγήκε η μάνα της από την θάλασσα και την πήρε ‘’. Τελεία κι εδώ.
Κατά την ετοιμασία αυτής της ομιλίας, θέλοντας να καταλάβω, να νιώσω περισσότερο τη Λιλή, περάσαμε ώρες πολλές κουβεντιάζοντας γι’ αυτήν με δυο δικούς της ανθρώπους, έτσι τους αποκαλούσε και η ίδια: τον Γιάννη Πανεθυμητάκη, ηρακλειώτης λόγιος που άφησε πίσω του σημαντικό έργο, και την Μαίρη του, εξαδέλφη της Λιλής από την πατρική γραμμή, από την οικογένεια στη Νεάπολη Λασιθίου. Επιτρέψτε μου, λοιπόν, να τελειώσω διαβάζοντας μία επιστολή της Λιλής προς την εξαδέλφη της Μαίρη Πανεθυμιτάκη, γραμμένη στις 19 του Απρίλη 1993 ( έγραφε στα γράμματα της την ημερομηνία πάντα στο τέλος ), την οποία η ίδια μου εμπιστεύθηκε και μου επιτρέπει να σας διαβάσω. Το γιατί επέλεξα αυτή την επιστολή από άλλες, θα το καταλάβετε μόνοι σας.
Αθήνα
Μαιρούλα μου,
Είναι Δευτέρα του Πάσχα σε μια Αθήνα θανάσιμα σιωπηλή κι εγώ
ματαίωσα σήμερα μια επιθυμία που είχα διατυπώσει γραπτά ως προς το θάνατό μου.
Χθες, απόγευμα Πάσχα τηλεφωνήθηκα με τον Δημήτρη Γκιώνη, δημοσιογράφο της Ελευθεροτυπίας. Μου διηγήθηκε πως πήγε το Μ. Σάββατο στο Α’ Νεκροταφείο με τα’ αδέρφια του, ν’ ανάψουν ένα κερί στον τάφο της μάνας τους ‘’όπως συνήθως γίνεται’’ . Ίσως στα χείλη μου να διαγράφηκε ένα χαμόγελο, καθώς σκέφτηκα ότι στη δική μου τη ζωή δεν έγινε τίποτα όπως συνήθως σε ανθρώπους που αγάπησαν κι αγαπήθηκαν. Όχι πως παραπονιέμαι, γιατί πρώτη απ’ όλους απορριπτική, στάθηκα εγώ. Μου είπε ακόμα ότι πήγε για ένα χαιρετισμό και στους τάφους κάποιων προσφιλών νεκρών, όπως της Έλλης Αλεξίου που την αγαπούσε πολύ. Ξέρεις, με ρώτησε, ποιος μου ‘λειψε σ΄ αυτή την περιδιάβαση; ο Λάγιος. ( Ο Λάγιος ήταν ένας μουσικοσυνθέτης μόλις 40 χρόνων που πέθανε πρόπερσι από καρκίνο κι αποτεφρώθηκε κατ΄ επιθυμία του στη Φλωρεντία. Από κει έμαθα τις διατυπώσεις και το έκανα κι γω με συμβολαιογραφική πράξη. Αυτό το γνωρίζει ο Γκιώνης.)
Και συνέχισε. ‘’θα θελα να σε παρακαλέσω Λιλή, μην το κάνεις και συ, κάπου θα χρειάζονται, όσοι σ’ αγαπούν, να σε βρίσκουν. Εγώ, συνέχισε, πήγα στο Λονδίνο κι επισκέφτηκα τον τάφο του Μαρξ κι όσες φορές πάω στην Κρήτη ανεβαίνω απαραίτητα στον τάφο του Καζαντζάκη. Είναι λάθος να εξαφανίζεστε, να μην μπορεί κανείς να σας βρει κάπου’’.
Με συγκλόνισε με την στεγνή παράκλησή του. Ξέρω, φυσικά, ότι αυτό το ‘κανα από έναν μαζοχισμό, γνωρίζοντας ότι η κόρη μου δε θα με αγνοήσει λιγότερο νεκρή απ’ όσο ζωντανή. Κι ήθελα να της δείξω πως μου είναι αδιάφορο. Αλλά η εκδήλωση αγάπης του Γκιώνη με λύγισε. Συνειδητοποίησα πως ίσως μερικοί άνθρωποι να μ’ αγαπούν και να με πλησιάζουν ακόμα και νεκρή. Για να δεις πόσο τρωτή είμαι σε μια έκφραση αγάπης. Και, και σήμερα το πρωί έσκισα το επίσημο έγγραφο, πολύ ανάλαφρα, σαν λυτρωμένη ότι δεν θα φύγω τελείως μόνη. Μεθαύριο Πέμπτη πετάω για Κύπρο. Η διάλεξη που ετοίμασα είναι πολύ ουσιαστική. Ξέρω πως θα εντυπωσιάσει. Αλλά σκέφτηκα, αεροπλάνο είναι αυτό, καλού κακού ας την σχίσω από πριν. Και το ‘κανα. Θα επιστρέψω Δευτέρα του Θωμά και θα σου τηλεφωνήσω να σου πω τις εντυπώσεις μου. Στην Κύπρο δεν έχω πάει ποτέ.
Σ’ αγαπώ πολύ και σένα και το Γιάννη και τα παιδιά. Είστε οι υιοθετημένοι μου συγγενείς. Σας αρέσει δε σας αρέσει.
Σε φιλώ πολύ αγαπησιάρικα
Λιλή 19/ 4/ 93
Διαβάζω αυτά που γράφω. Ακούω αυτά που σήμερα σας λέω. Φέρνω στο νου μου ό,τι άκουσα, ό,τι μάζεψα γι’ Αυτήν. ( πάντα το ταξίδι πιο όμορφο από τον προορισμό ) . Αναρωτιέμαι: μήπως την μυθοποιώ; Αυτήν, που τόσα απομυθοποίησε; ‘’Κι όμως μυθοποιούσε τη ζωή της και τα γεγονότα – ίσως για να τ’ αντέχει ‘’, γράφει η ίδια για μια ηρωίδα της. Μιλά για τον εαυτό της ; Νομίζω, ναι.
Έζησε τη ζωή της στο έπακρο, σκαλίζοντας πληγές συνειδητές ή ανεπίγνωστες, ή, πληγές που η ίδια με τα χέρια της έκτιζε – αυτές, άλλωστε, δεν είναι στο βάθος κάθε δημιουργίας; – ηρωίδα αρχαίας τραγωδίας μοιάζει. Ρούφηξε και την πιο μικρή στάλα από το ποτήρι της πραγματικότητας και την ίδια στιγμή έφτιαχνε μύθους, με αυτά τα ίδια υλικά που άντεχε στην καθημερινότητα της, και …… Μοιάζει ως να την τοποθετώ σε βαρύτιμο κάδρο. Με κοιτά. Μας κοιτά. Αυτάρεσκα. Πίνει τον καφέ της στο παλιό γαλάζιο φλιτζάνι που είχε κρατήσει από την θεία Ερηνούλα. Ανάβει τσιγάρο και ρουφά βαθιά τον καπνό. ‘’σας κέρδισα, ε ;’’ Και μια στιγμή, τσουπ… κλωτσά δυνατά το κάδρο, και δραπετεύει, γελώντας χλευαστικά! Και φεύγει, ξεφεύγει, μπορεί καβάλα πάνω σ’ ένα άλογο! Άπιαστη, όπως πάντα.
Νίκη Τρουλλινού
17 Ιούνη (μέρα γενεθλίων της) 2006.
Νεάπολη Λασιθίου.
Υγ: ομιλία σε συνέδριο για την Λιλή Ζωγράφου, τα πρακτικά του οποίου δεν δημοσιεύτηκαν ποτέ.
Ηράκλειο 2 του Οκτώβρη 2016.
kυρια Τρουλινου,…Απλα …… Συγχαρητηρια !!!!Μα πολυ πολυ θερμα…Μιραντα Τσαφαντακη
Μου άρεσε. Και το κείμενο και η Λιλή Ζωγράφου.
Συνάντησα τη Λιλή Ζωγράφου.
Λέω συνάντησα γιατί είναι δύσκολη λέξη η «γνωριμία», όσο κι αν μιλήσεις πολύ και για πολλά με έναν άνθρωπο σαν τη Λιλή.
Της είχα κάνει και μερικά εξώφυλλα.
Είχαμε μιλήσει πολύ. Κυρίως εκείνη, κι εγώ άκουγα.
Τότε δεν έγραφα. Ζωγράφιζα…
Της άρεσαν τα κόκκινα τριαντάφυλλα με πολύ μακρύ κοτσάνι.
Θυμάμαι και τον Καζανόβα, ένα γλυκάσχημο σκυλί που επίτηδες το είχε ονοματίσει με το όνομα του θρυλικού «εραστή».
Να είστε καλά, κυρία Τρουλινού.