της Κατερίνας Ασημακοπούλου
Ανοίγοντας το ασημί βιβλίο της Ιρανής Ατένα Φαρροχζάντ, Λευκοσελευκό, βλέπει κανείς λευκές σελίδες και λευκά γράμματα. Κάθε πρόταση λευκών γραμμάτων είναι περασμένη από πάνω με μια μαύρη φάσα, έτσι ώστε τα λευκά γράμματα να φαίνονται. Ανοίγοντάς το, προλαβαίνει κανείς σε μια στιγμή να δει όλες τις γραμμές να ξεκινούν ως εξής: «Η μητέρα μου είπε:…», «Ο πατέρας μου είπε:…», «Ο αδερφός μου είπε:…». Ίσως προλαβαίνει και να σκεφτεί ότι κάθε τι που ειπώθηκε από τους ανθρώπους αυτούς περάστηκε από μια μαύρη γραμμή ακριβώς για να μπορεί να διαβαστεί, να μπορεί να ακουστεί, να μπορέσει να φτάσει κάπου, σε κάποιον. Ίσως έχει χρόνο να σκεφτεί και κάτι ακόμα: το υποχρεωτικό βάρος του κάθε γράμματος, της κάθε λέξης που η Φαρροχζάντ ζύγισε και θεώρησε άξια να λεχθεί. Γιατί σε ένα τόσο παράξενο βιβλίο, που μόνο ως «βιβλίο» μπορεί να χαρακτηριστεί αφού κάθε ετικέτα του είδους της γραφής του φαντάζει τουλάχιστον άτοπη, κάθε λέξη οφείλει να έχει το δικό της ειδικό βάρος, ώστε να περάσει από πάνω της η μαύρη φάσα και να την κάνει έτσι οριστική και αμετάκλητη.
Τι μπορεί να λέει το Λευκοσελευκό, μια απίθανη σύνθεση φωνών μέσα στο κεφάλι της αφηγήτριας; «Η μητέρα μου είπε: Αν δε μιλάς σε κάποιον που για χάρη του μπορείς να εγκαταλείψεις τη γλώσσα, δεν έχει νόημα να μιλάς». Διαβάζοντας το βιογραφικό της συγγραφέως μαθαίνουμε πως η μητέρα της εγκατέλειψε την χώρα της, το Ιράν, και κατά λογοτεχνική και κυριολεκτική επέκταση την γλώσσα της, για χάρη των παιδιών της. «Ο πατέρας μου είπε: Κάνε με πέτρα για τη σφεντόνα σου, κάνε το στόμα μου χείλη για το θρήνο σου, τα γόνατά μου τους σπασμένους πασσάλους της ταπείνωσής σου». Η μητέρα λέει, ο πατέρας λέει, η μητέρα της μητέρας λέει. Ο μοναδικός άνθρωπος της οικογένειας που δεν λέει τίποτα είναι η ίδια η αφηγήτρια. Γι’ αυτό και οι φωνές στο κεφάλι της την κατηγορούν: «Η μητέρα μου είπε: Για σένα σωπαίνει το λαρύγγι σου. Ο πατέρας μου είπε: Για σένα μιλάει η σιωπή σου». Κι αν την κατηγορούν μία φορά που δεν μιλά, την κατηγορούν χίλιες που γράφει: «Η μητέρα μου είπε: Διαπερνάς τα πάντα αναζητώντας αυτό που θα παραμορφώσεις. Η μητέρα μου είπε: Μονάχα την αράδα που μου φέρνει δάκρυα θεωρείς άξια καταγραφής». Ποια είναι στο τέλος-τέλος αυτή η ίδια που γράφει; «Ο πατέρας μου είπε: Τίνος πατέρας είναι αυτός που περιγράφεις; Ο αδερφός μου είπε: Σε τίνος αδερφό αναφέρεσαι;»
Οι φωνές κυκλώνουν την αφηγήτρια. Η γραφή της όμως δεν είναι παραληρηματική, δεν είναι χειμαρρώδης ούτε προσομοιάζει σε κάποιον εσωτερικό ανεξέλεγκτο μονόλογο. Η Φαρροχζάντ στήνει το σύμπαν της με αρχιτεκτονική, σχεδόν γεωμετρική ακρίβεια – κάθε λέξη ζυγιάζεται προσεκτικά για να μαυρίσει. Η ατμόσφαιρα είναι βίαιη, όσο βίαιη είναι η βία και όχι η λογοτεχνία. Η αίσθηση είναι κλειστοφοβική και φρικτά αδιέξοδη, λυγισμένη από το βάρος της θυσίας κάποιων άλλων, της προδοσίας κάποιων άλλων και του τιμήματος που εκείνοι πληρώνουν: «Η μητέρα μου είπε: Γράψ’ το έτσι, Για χάρη των δικών μου προοπτικών η μητέρα μου τα θυσίασε όλα. Πρέπει να φανώ αντάξιά της, όσα γράφω να ‘ναι αληθινά», «Ο αδερφός μου είπε: Θέλω να ξέρω ποιος για χάρη μου ταπεινώθηκε. Για ποιες συγγένειες είμαι υπόλογος και ποια αντίποινα μου αναλογούν». Το βάναυσο: «Η μητέρα μου είπε: Μίλα τη γλώσσα που αξίζει το τίμημα της προδοσίας σου». Και η βία πανταχού παρούσα: «Ο πατέρας μου είπε: Μόνο όταν συγχωρέσεις αυτόν που σε κατέδωσε θα μάθεις τι σημαίνει βία».
Είναι λοιπόν το βιβλίο της Ατένα Φαρροχζάντ, η οποία εδώ και πολλά χρόνια ζει στην Σουηδία, μια βύθιση στον κόσμο του ξεριζωμού; Είναι μια σπουδή στην προσφυγιά, κραυγή μιας οικογένειας ολάκερης που αναγκάστηκε να ζει σε ξένο τόπο; «Η μητέρα μου είπε: Μόνο όταν θάψεις εμένα σ’ αυτό το χώμα, αυτό το χώμα θα σου ανήκει». Θα έλεγα πως είναι μια σπουδή στην βαρβαρότητα, όχι μονάχα την αυτούσια βαρβαρότητα του πολέμου και του εκτοπισμού, αλλά εκείνη την βαρβαρότητα που προέρχεται από όλα αυτά και ξεδιπλώνεται συνεχώς και αβίαστα μέσα στην ζωή. Μια βαρβαρότητα που μετουσιώνεται μέσα στην οικογένειά και, κατά λογοτεχνική και πραγματική επέκταση, μέσα στον άνθρωπο. Πολλά από όσα γράφει η αφηγήτρια όμως δεν είναι καθόλου ξένα στον αναγνώστη που δεν έχει την δική της εμπειρία: «Ο πατέρας μου είπε: Είσαι φτυστή η μητέρα σου. Είσαι όλα όσα αυτή περιφρονεί». Η μητέρα, κυρίαρχη παρουσία σε κάθε βήμα της αφηγήτριας: «Η μητέρα μου είπε: Το εν γαστρί μου σκοτάδι είναι το μόνο σκοτάδι που κατέχεις». Κι έρχεται η μητέρα της μητέρας να λειάνει το αναπότρεπτο: «Η μητέρα της μητέρας μου είπε: Γράψ’ το έτσι: Μητέρες και γλώσσες μοιάζουν μεταξύ τους, ψεύδονται ασταμάτητα για όλα».
Χώρος εδώ δεν είναι για να μιλήσει κανείς για την συνείδηση του πρόσφυγα: ό,τι δεν βιώνει κανείς μέσα του περνάει από πάνω του, κυλάει και φεύγει. Ούτε η Ατένα Φαρροχζάντ βάλθηκε με την γραφή της να ευαισθητοποιήσει ή έστω να συγκινήσει τον αναγνώστη με το δράμα του ξεριζωμού. Το Λευκοσελευκό δεν είναι η ευτελής και όπως-όπως περιγραφή ενός βιώματος, αλλά μια γνήσια πρόταση για μια νέα ποιητική έκφραση. Και ίσως, περισσότερο από όλα, η κατάθεση της επίπονης σχέσης με την γλώσσα: «Η μητέρα μου είπε: Αν σ’ αυτή τη γλώσσα με σκοτώσεις, χάρισμά σου. Ο πατέρας μου είπε: Γράψε πως αυτή η γλώσσα σε σκοτώνει, γράψε σε αυτή τη γλώσσα». Και πρόκειται για μια γλώσσα πάντοτε κυνηγημένη: «Η μητέρα μου είπε: Ο χρόνος θα τρέξει και θα προλάβει τη γλώσσα σου». Κι όμως: «Ο πατέρας μου είπε: Ποιος μένει άλαλος σ’ ένα ποίημα για τη γλώσσα;» Κάπως έτσι αγγίζεται το υλικό που καίει και η γλώσσα ξαναγίνεται δική μας.
Ατένα Φαρροχζάντ, Λευκοσελευκό, Αντίποδες