Λεμονιά η ποιήτρια… (διήγημα του Γιάννη Η. Παππά)

0
424

 

Γιάννης Η. Παππάς (*).

Ήτανε πρωτοχρονιά του 1995. Είχαμε πάει τότε σε ένα όμορφο ορεινό χωριό της Αρκαδίας, για να περάσουμε την Πρωτοχρονιά με τους κουμπάρους μας. Το χωριό είναι χτισμένο σε καταπράσινη βουνοπλαγιά σε υψόμετρο 550 μ. πάνω στο δρόμο Λαγκαδίων – Ολυμπίας και απέχει 6 χλμ από τα όμορφα πετρόκτιστα Λαγκάδια.

Μαζί μας θα γιόρταζε και ο αδερφός του κουμπάρου μου ο Μίμης, ο οποίος ζούσε στην Αθήνα και ήταν δάσκαλος, απόφοιτος της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Τριπόλεως, μετεκπαιδευθείς εις το πανεπιστήμιο της πόλης Ρέντινγκ του Ηνωμένου Βασιλείου, στην παιδοψυχολογία και συγκριτική παιδαγωγική, Σχολικός σύμβουλος Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Πειραιώς, Περιστερίου κ.λπ.

Ήταν το καμάρι του χωριού και, θα έλεγα, και όλης της επαρχίας Γορτυνίας, αφού είχε κατορθώσει να κάνει τόσα πολλά πράγματα αν και καταγόμενος από ένα μικρό, όμορφο μεν, αλλά ασήμαντο δε χωριό, και από πατέρα εργάτη τον επονομαζόμενο και «φουρνόδαυλο» από το είδος μάλλον της εργασίας που επιτελούσε με ζήλο όλα αυτά τα χρόνια, εργαζόμενος στη διάνοιξη δρόμων, στην ανατίναξη βράχων, στο σπάσιμο πέτρας και άλλων σχετικών.

Απολάμβανε λοιπόν μεγάλης εκτιμήσεως από τους συγχωριανούς του και από τους συγγενείς και όλοι τον σεβόντουσαν και αισθάνονταν δέος για τις γνώσεις του και τη ρητορική του δεινότητα. Περιττό, νομίζω, είναι να επισημάνω, ότι ήταν η ψυχή της παρέας, αν και μικρός το δέμας, αφού επιβαλλόταν αμέσως με την πνευματική του συγκρότηση, αλλά και με τον τρόπο που διάνθιζε πάντα τον λόγο του παρεμβάλλοντας χιουμοριστικά περιστατικά έτσι ώστε όλοι να κρέμονται από τα χείλη του και φυσικά αυτός να έχει, δικαιωματικώς, πάντα τον πρώτο λόγο.

Πρέπει να συμπληρώσω ότι το επιστημονικά αφημένο μούσι του, το οποίο κάλυπτε μόνο το σαγόνι και όχι όλο το πρόσωπο, επέτεινε τον σεβασμό και μάλλον τον θαυμασμό προς το πρόσωπό του.

Κάθε χρόνο λοιπόν ο Μίμης, επί τη ευκαιρία της έλευσης του Νέου Έτους, συνέθετε, για το γούρι που λένε, ένα μικρό ποίημα με ωραία ομοιοκαταληξία, σκωπτικό και βωμολόχο κατά βάσιν.

Τη συγκεκριμένη χρονιά αφού θα είμαστε και μεις στο τραπέζι σχεδίαζε, όπως μάθαμε μετά, να βάλει όλην του την ποιητική ή στιχοπλοκική του τέχνη, όχι μόνο για να μας εντυπωσιάσει, αλλά και να μας τιμήσει με αυτόν τον πρωτότυπο τρόπο, για την παρουσία μας εκεί. Βέβαια, είχε και έναν λόγο παραπάνω μιας και ήξερε ότι εγώ ασχολούμαι με την ποίηση και την λογοτεχνία, αφού του είχα δώσει, πριν από καιρό, να μελετήσει κάποια από τα τεύχη του λογοτεχνικού περιοδικού Ελίτροχος,που εκδίδαμε εκείνα τα χρόνια στην Πάτρα.

Παραμονή πρωτοχρονιάς λοιπόν, είχαμε μαζευτεί από νωρίς στο σπίτι του πεθερού τού κουμπάρου μου του επονομαζόμενου και Μπόγρη, το γιατί δεν το γνωρίζω, για να γιορτάσουμε όλοι μαζί την έλευση του Νέου Έτους.

Το τραπέζι είχε στρωθεί με όλα τα του Αβραάμ και Ισαάκ τ’ αγαθά, η φωτιά κριτσάναγε με θόρυβο καταπίνοντας αχόρταγη μεγάλα κομμάτια ξύλου, το κοκκινέλι έρεε άφθονο, σε μια γωνιά είχε αρχίσει και η καθιερωμένη ποκίτσα και τίποτα δεν προμήνυε την απροσδόκητη έκβαση της βραδιάς.

Εγώ με τον Μίμη είχαμε καθίσει δίπλα στη φωτιά και πίνοντας το ωραίο κρασί συζητούσαμε για ποίηση, αλλά και για την υπεροψία και την αλαζονεία, κοινώς καβαλοκαλάμι, ασθένεια από την οποία πάσχουν πολλοί λογοτέχνες, αφού νομίζουν ότι ο Καβάφης και ο Καζαντζάκης είναι μειράκια μπροστά τους. Έτσι περνούσε όμορφα η ώρα μέχρι να έρθουν μεσάνυχτα για να αλλάξουμε όλοι μαζί τον χρόνο.

Κατά τις 11.30 πήραμε όλοι τις θέσεις μας στο μεγάλο τραπέζι που στρώθηκε στη μέση του ευρύχωρου δωματίου, το οποίο χρησίμευε και ως σαλόνι και ο Μίμης είχε καθίσει, τιμής ένεκεν βέβαια, στην κεφαλή του τραπεζιού κοιτώντας τα χαρτιά του, ετοιμάζοντας την απαγγελία του καθαρίζοντας κάθε λίγο τον λαιμό του, ξεροβήχοντας.

Το ρολόι χτύπησε μεσάνυχτα, τα φώτα σβήσανε και ανάψανε αμέσως με την αλλαγή του χρόνου αφού μετρήσαμε όλοι ρυθμικά τα τελευταία 10 δευτερόλεπτα και μετά τις αγκαλιές, τα φιλιά και τις ευχές, καθίσαμε όλοι και πάλι στις θέσεις μας για να φάμε, αφού ακούσουμε πρώτα το ποίημα του Μίμη ο οποίος σηκώθηκε από την θέση του και έβγαλε από την τσέπη του ένα μικρό χαρτάκι και αρχίζει να απαγγέλει με στόμφο αλλά και με παιγνιώδες ύφος το στιχούργημά του.

Δυστυχώς, μετά από τόσα χρόνια, δεν μπόρεσα να φέρω στη μνήμη μου, όσο και να προσπάθησα, το ακριβές περιεχόμενο εκείνου του πονήματος. Ενθυμούμαι όμως ότι αναφέρονταν σε ευχές για ευζωία και ευτυχία, και για τους άνδρες χαρές στο μόριό τους και για τις γυναίκες χαρές στα σκέλια τους, καθότι, όλοι γνωρίζουμε, ότι η ευτυχία των γεννητικών οργάνων ανδρών τε και γυναικών επιφέρει τη σωματική και ψυχική υγεία και ηρεμία στους ανθρώπους.

Μόλις τελείωσε η απαγγελία και όλοι αρχίσαμε να χειροκροτούμε και να επιδοκιμάζουμε τη στιχουργική δεινότητα του Μίμη, από τη διπλανή θέση, πετάγεται η γυναίκα του, η Λεμονιά, μία χαμηλών τόνων σύζυγος, με παιγνιώδη διάθεση όμως κι εκείνη, θέλοντας, προς έκπληξη όλων και κυρίως του Μίμη, ο οποίος την κοίταζε έκπληκτος, να πει κι αυτή μια ευχή λόγω της ημέρας, κάτι όμως που γινόταν για πρώτη φορά, σπάζοντας με αυτόν τον απότομο τρόπο μια οικογενειακή παράδοση χρόνων.

Παίρνοντας το ανάλογο ύφος και βγάζοντας κι εκείνη το δικό της σημείωμα -δείγμα ότι το είχε προσχεδιάσει αυτή; με την βοήθεια άλλων; δύσκολο να ειπωθεί-, αρχίζει να διαβάζει απευθυνόμενη στον σύζυγο της και όχι μόνο.

 

Εσύ που είσαι ποιητής

Με τα πολλά μολύβια

Ζωγράφισέ μας το μουνί

Και κλάσε μας τ’ αρχίδια

 

Το σοκ για τον Μίμη ήταν μεγάλο. Σαν να τον διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα, να τον χτύπησε κεραυνός. Έμεινε στήλη άλατος. Άναυδος, ενεός. Ενώ εμείς όλοι είχαμε σκάσει στα γέλια αυτός το μόνο που μπόρεσε να ψελλίσει ήταν: Μπράβο Λεμονιά. Δεν το περίμενα αυτό από σένα.

Όλο το βράδυ, μέχρι που πήγαμε για ύπνο, όταν περίπου είχε ξημερώσει και τα κοκόρια είχαν λαλήσει τρις, ο Μίμης δεν μπορούσε να χωνέψει το γεγονός και πάσχιζε να βρει ποιος κρυβόταν πίσω από αυτήν την σκαιότατη υβριστική  πράξη προς το πρόσωπό του.

 

Από τότε κανένας μας δεν ξαναμίλησε για το περιστατικό μπροστά στον Μίμη. Ούτε όμως κι αυτός. Παρά τις επίμονες παρακλήσεις μας δεν συνέθεσε ξανά τα γνωστά του τετράστιχα για την υποδοχή του Νέου Έτους.

 

(*) Ο Γιάννης Hλ.Παππάς
Δ/ντής του ηλεκτρονικού λογοτεχνικού περιοδικού
Δι@πολιτισμός (www.diapolitismos.net)

 

Προηγούμενο άρθροΌταν ο σερ Άρθουρ Κόναν Ντόιλ “σκότωσε” τον Σέρλοκ Χολμς (του Γ.Ν.Μπασκόζου)
Επόμενο άρθροΤο παιδί που θέλησε να πεθάνει (της Νίκης Κώτσιου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ