Της Νίκης Τρουλλινού.
Αποβραδίς η τηλεόραση είχε αφιέρωμα στα Δεκεμβριανά του ’44. Θλίψη στην θέα των εικόνων κι’ ας ήταν τόσο γνωστές. Αδυνατούσα, βλέπετε, να φανταστώ αυτό που λίγες ώρες μετά αντίκριζαν τα μάτια μου. Γιατί το ‘’πέταγμα’’ Ηράκλειο – Αθήνα – Βηρυτό κρατάει λιγότερο από τρεις ώρες. Δεκέμβρης του ’94 στην μετεμφυλιοπολεμική Μπαϊρούτ, Μπεϊρούτι, την έλεγε ο Σεφέρης. Στο αεροδρόμιο Λιβανέζοι και Σύριοι στρατιώτες κάτω από τα κακόγουστα πορτραίτα των ηγετών, το πράγμα έφερνε λίγο προς σοσιαλιστικό ρεαλισμό, οι τουρίστες είδος εν ανεπαρκεία και η άλλοτε νύφη της Μέσης Ανατολής αιμορραγεί θλιμμένη, αποκαμωμένη, φτωχή. Οι δρόμοι λασπωμένες λακκούβες, κτίρια ξεκοιλιασμένα, σκάλες μετέωρες, σκάλες του πουθενά, μπαλκόνια κούφια, συνοικίες ισοπεδωμένες. Χτυπημένες οι προσόψεις των τζαμιών, κτυπημένες και οι εκκλησιές. Γιρλάντες από σφαίρες στα σχολειά και στους μεντρεσέδες. Φοίνικες μόνο, φοίνικες μονήρεις, σκόρπιοι, όρθιοι. Τους κράτησε παλεύοντας με λύσσα η φοινικική γη. Μόνοι αυτοί κόντρα στο μίσος. Και στην διαδρομή από το αεροδρόμιο προς τη συνοικία Αλ Μανάρα, μια συκιά σε ανασκαμμένη αλάνα, γυμνή, ξερή σχεδόν, φορτωμένη αναθηματικά κουρελάκια. Προσευχή.
Τα παιδιά παίζουν μέσα στα ερείπια, εδώ μια καταφαγωμένη από σφαίρες πολυκατοικία κατοικείται, νάιλον φράζουν τα παράθυρα και φως κλεμμένο από τα καλώδια του δρόμου. Χιλιόμετρα καλώδιο κλεμμένου ηλεκτρικού μπαίνουν και βγαίνουν στα ημικατεστραμμένα κτίρια. Και οι κεραίες της τηλεόρασης, πανταχού παρούσες. Σε αυτό το τοπίο, τούτη η σκηνή: το μπαλκόνι ετοιμόρροπο, σαρακοφαγωμένο το μπετόν και τα σίδερα να κρέμονται, στέκεται στον αέρα, και ο νέος άνδρας ορθώνει το κορμί του κρεμώντας ένα καθρεφτάκι στο καρφί του ολοτρύπητου τοίχου. Ύστερα απλώνει τα σύνεργα στην ποδιά του παραθυριού δίπλα στη μπαλκονόπορτα, πινέλο, σαπουνάκι και ξουράφι. Αργά, ράθυμα, με την πλάτη τεντωμένη προς τα πάνω, το καρφί λίγο ψηλότερα απ’ όσο του ‘πρεπε, να υπερτίμησε τάχα το μπόι του; Ξυρίζεται. Το κεφάλι υψιπετές, πρώτα ο λαιμός, ύστερα τα μάγουλα. Ξυρίζεται. Ίσως, μακρύτερα τον περιμένει η καλή του: η ζωή και πως αγκιστρώθηκε σ’ ένα σαπούνισμα και σ’ ένα καθρεφτάκι.
Τράβηξα για τα μαγαζιά να βρω κασέτες με τη φωνή της Φεϊρούζ. Η φωνή της στ’ αυτιά μου ανεβαίνοντας το Όρος: η δυτική πλαγιά του, εκείνη την ίδια που κάποτε ήταν κατάφυτη με κέδρους , δέντρο-σύμβολο της χώρας, ανέμιζε με τη σημαία της. Οι κέδροι καμένοι πια, λιγοστοί, τώρα εδώ, θες δεν θες, έχασες το δάσος και βλέπεις μόνο το δέντρο. Το Όρος, τόπος κρανίου, εκείνο που για αιώνες απλόχερα δεχόταν τις φυλές όλης της Ανατολής. Στη διασταύρωση της Σστούρα κατοίκησαν οι Σουνίτες, απέναντι στην σκληράδα του Αντιλιβάνου ενταγμένοι οι μυστικοί και μύστες Δρούζοι, στο Ζαχλέ οι Μαρωνίτες, οι ρομάν ορθόδοξοι Χριστιανοί βόρεια πολύ, πιο ψηλά και από την Τρίπολη, και η κοιλάδα Μπεκάα στο βάθος ν’ αγκαλιάζει τους Σουνίτες και τους Σιίτες μαζί. Φυλές αποδιωγμένες, αλλόπιστοι και αλλόδοξοι, συμβίωσαν αιώνες, αφομοιώνοντας κάθε φορά τον καινούργιο – μουσαφίρη ή κατακτητή – ένα χωνευτήρι αξιοζήλευτο πάνω στη γη. Πως θα μπορούσαν να λείπουν οι Αρμένιοι και οι Γιουνάν; Στο μεγάλο θέατρο των Σελευκιδών, οι φυλές του κόσμου τραγούδησαν τον Μπάαλ, τον Δία, τον Βάκχο, τον Ιησού και τον Μωάμεθ, εδώ, πάνω στα χνάρια των Ασσυρίων, των Βαβυλωνίων και των Περσών, των Μακεδόνων και των στρατιωτών του Αντωνίνου Πίου, των Σταυροφόρων, των Μαμελούκων, των Σελτζούκων Τούρκων και των Μωαμεθανών, των μισθοφόρων Γάλλων, ή, αλλιώς, το βασίλειο της επιμειξίας. Και πέρα η κοιλάδα Μπεκάα. Κάποτε ο Παράδεισος του Νώε. Μποστάνια και περιβόλια, κήποι με αχλαδιές και φούλια – στέρφα χωράφια πια.
Δεν είχα καμιά διάθεση πλέον να βλέπω μακέτες τεχνικών έργων, του γιγαντιαίου προγράμματος Solider, που η μεγάλη κατασκευαστική εταιρία επιδεικνύει στους καλεσμένους. Ο οραματισμός αλλά και η επιχείρηση ανήκει στην οικογένεια του προέδρου της χώρας Χαρίρι, οι εργολάβοι της πτωχής Ελλάδος είναι ήδη εδώ, το ενδιαφέρον μεγάλο για Έλληνες μηχανικούς, θεωρούνται οι καλύτεροι! Πήρε, λοιπόν, ο πρόεδρος – και παλιός έμπορος όπλων, λένε – τα γκρεμισμένα ακίνητα του ιστορικού κέντρου της Βυρηττού, δηλαδή την μουσουλμανική περιοχή που ισοπεδώθηκε τον Ιούλιο του ’82 από τους Ισραηλινούς και τους Λιβανέζους Φαλαγγίτες, έδωσε κάτι μαγικά χαρτάκια στους ιδιοκτήτες τους, ’’θα ξαναφτιάξουμε το Παρίσι της Ανατολής’’ φέρεται να είπε, ‘’ και θα είστε μέτοχοι όλοι.’’ Και να οι μακέτες δίπλα στον βαρυφορτωμένο, με όλα τα καλούδια της λιβανέζικης κουζίνας, μπουφέ, και να οι συναντήσεις στο ξενοδοχείο Μπρίστολ. Είχε μια παράξενη γοητεία το τελευταίο. Χαλιά σε πεθαμένο κόκκινο να βουλιάζουν τα πέλματα, έπιπλα που έφερναν στα μάτια εικόνες της αποικιοκρατίας, η τσάκιση στο παντελόνι του γκρουμ στην εντέλεια, καλοφορεμένα γαλλικά στο μπαρ, ήχος από παγάκια σε κρυστάλλινα ποτήρια με ακριβό ουίσκι, και μέσα στο επιμελώς φροντισμένο ημίφως μπορούσες να υποψιαστείς άλλες εποχές, οιονεί παρούσες – ανώτεροι διπλωματικοί υπάλληλοι, πράκτορες, έμποροι όπλων και μοιραίες γυναίκες. Έλειπε μόνο ο Λόρενς Ντάρρελ από το κάδρο. Το σαλονάκι με τους ναργιλέδες, απομεσήμερο κατέφθαναν οι κυρίες της αστικής τάξης να κουτσομπολέψουν και να κάνουν ναργιλέ, πήγαινε πέρα δώθε στητός ο αρμόδιος λακές με τα καρβουνάκια και τη μασιά του. Δίσκοι με βαριά σερμπέτια και το μαχλεμπί πρώτο τη τάξει. Μα ναι, το εμφύλιο αίμα δεν συχνάζει σε τέτοια σαλόνια, εδώ, απλώς, εκπονούνται οι ίντριγκες και ρέουν τα αργύρια. Έτσι, πίσω, στο δρόμο. Η μεγάλη λεωφόρος της παραλίας, η δικής τους Κορνίς, οδοιπορεί κάμποσα χιλιόμετρα δίπλα στο κύμα, ακούει στο όνομα του στρατηγού Σαρλ ντε Γκολ, και κάπου στη μέση γίνεται avenue de Paris. Οι φοίνικες όρθιοι στη μέση της λεωφόρου, έρχονται τα πρωινά οι εργάτες να καθαρίσουν τα ξερά τους κλαδιά. Προς τη μεριά της θάλασσας ήταν όλη η ομορφιά της ανθρωπογεωγραφίας ετούτης της πληγιασμένης πόλης. Στη σειρά οι ψαράδες με τα καλάμια τους, καθόλου στριμωγμένοι, όπως στη γέφυρα του Γαλατά, ούτε για φολκλόρ, εδώ έβγαζαν το ψαράκι της ημέρας. Τα κασελάκια των λούστρων παραταγμένα σε σημεία του δρόμου με κίνηση περαστικών, καλογυαλισμένα κασελάκια με χάλκινα στολίδια πάνω στο ξύλο, οι βούρτσες και τα παλαιικά μπουκαλάκια των βερνικιών βαλμένα στις θήκες τους, να μπορούσα, λέει, να χώνομαι στη λάσπη και να στέκομαι εμπρός τους κάμποσες φορές την ημέρα. Οι κουλουρτζήδες, απονήρευτοι, σ’ έσερναν από το μανίκι για τα ρέστα. Γυναίκες κλεισμένες στην αμπάγια τους με τη διχτυωτή τσάντα, σαν αυτές του εξήντα, γραμμή για φρούτα στον μανάβη και κοπέλες ντυμένες μοντέρνα να μπαινοβγαίνουν την πύλη του περίφημου Αμερικάνικου Πανεπιστημίου της Βυρητού. Κι όμως, έστω και αν όλα αποπνέουν γαλήνη κάτω από τη λιακάδα, ο πόλεμος είναι ακόμη εδώ. Ήχοι πυροβολισμών αραιά και που αντιλαλούν, τα βαν των Ηνωμένων Εθνών, άσπρα με γραμμένα πάνω τους τα αρχικά UN γκαζώνουν και διασχίζουν τη λεωφόρο προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Οι περιπατητές συνεχίζουν φαινομενικά αδιάφορα τη βόλτα τους. Προς το κέντρο, στις διασταυρώσεις της κεντρικής λεωφόρου με τους παράδρομους τανκς σε χρώματα παραλλαγής, στρατιώτες, μπλε σκούφος, πράσινος σκούφος, κουβεντιάζουν και καπνίζουν.
Στο δρόμο για το Νότιο Λίβανο, ο οδηγός του ταξί σε ρόλο ξεναγού συνάμα, δεν είχε κέφια, αλλά είκοσι δολάρια μεροκάματο δεν αφήνει αδιάφορο κανέναν, ακόμα και για μια κούρσα στο Νότο, κι ύστερα, με τρεις γυναίκες κι έναν άνδρα τι να σου συμβεί. Ούτε απάντησε στο ερώτημα, διασχίζοντας τα νότια προάστια, ‘’κάπου εδώ δεν ήταν η Σάμπρα και Σατίλα;‘’ έκανε πως δεν άκουσε. Στην επανάληψη της ονομασίας κοίταξε μέσα από τον καθρέφτη του με κουρασμένο βλέμμα αποφυγής, αμνησίας, – άρνησης; Το τοπίο προς την μεριά της θάλασσας, δεξιά, γαλήνιο, ο ουρανός είχε φορέσει μουντά γκρίζα σύννεφα, η Μεσόγειος η μήτρα μας. Αριστερά η θλίψη: αποψιλωμένα χωράφια, ελάχιστες μπανανιές, παράγκες ακατοίκητες, λοφίσκοι από τροχούς αυτοκινήτων σε ρόλο πυροβολείων, λακκούβες μικρές και μεγαλύτερες – κρατήρες από οβίδες, αναχώματα, πεταμένα ξύλα, ξεκοιλιασμένες ταμπέλες διαφημίσεων άλλων καιρών, με τα σίδερα τους να κρέμονται και να τρίζουν στον αέρα, η πινακίδα, στη μέση της διαδρομής από Βηρυτό προς Σιδώνα έγραφε Νταμούρ. Η Συμφωνία του Λιβάνου εδώ υπεγράφη, από το Δεκέμβρη του ’44 έως το Δεκέμβρη του ΄94, μισός αιώνας οι εμφύλιοι σπαραγμοί κι η Μεσόγειος ν’ ακούει ατελεύτητους θρήνους, η σκέψη μου αγκάλιασε τρυφερά τον Στρατή Τσίρκα, τέτοιοι συνειρμοί εδώ κάτω, ‘’κάτω’’, όπως λέμε στην κόλαση – οι αδελφοί Τζεμαγιέλ θα φοράνε μαύρο σμόκιν ως νεκροπομποί. Και άρχισαν τα μπλόκα. Το αμάξι κόβει ταχύτητα μαλακά, κατεβάζει το τζάμι του ο οδηγός, μιλά αραβικά, στα γαλλικά μας ζητά να δείξουμε τα διαβατήρια, οι άνδρες με πολιτικά πάντα. Πολιτοφύλακες. Σκέφτομαι πως η πολιτική περιβολή των ανδρών, που από καταβολής κόσμου βουτάνε βαθιά τα χέρια τους στο αίμα, είναι το πιο σίγουρο και καθαρό σημάδι ενός εμφύλιου σπαραγμού, όπως κι αν ονομάζεται ο τόπος, Ελλάδα, Ισπανία, Βαλκάνια. Μας κοιτούν διερευνητικά, φέρνουν μια βόλτα γύρω το αμάξι, στο φυλάκιο στην άκρη του δρόμου οι πάνοπλοι ένστολοι, δεν είναι άνδρες της Unifil ( ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ ) αλλά Νοτιολιβανέζοι, φαίνεται πως δεν εμπνέουμε ανησυχία, δεν ψάχνουν στο πορτ μπαγκάζ, ως συνηθίζεται, ‘’είστε και Έλληνες, δεν ανησυχούν’’ προσθέτει ο οδηγός. Οι μπανανιές θα πυκνώσουν σε λίγο, η χιλιοτραγουδισμένη Σαΐντα είναι εδώ.
Έρημη Σιδώνα. Λιγοστοί οι διαβάτες, κλειστά πολλά μαγαζιά, ένα τρίκυκλο φορτωμένο φρούτα μαζεύει γύρω του λίγες γυναίκες, ρούχα παλιά και ξάστερα πρόσωπα αργασμένα στον ήλιο, σκοτεινά τα σοκάκια που βρωμάνε κάτουρο, τα σουκ στο ημίφως, χωρίς τους περίφημους τεχνίτες τους και τους καταφερτζήδες εμπόρους, καλώδια πάλι του ηλεκτρικού άτακτα διακλαδισμένα μέσα στις στοές κι επικίνδυνα κρεμασμένα από σκουριασμένα καρφιά στη γλίτσα των τοίχων, η φωνή του Ιμάμη στις δώδεκα ακριβώς πάνω από την μικρή πολιτεία ανατριχιαστική, κάτι ριγούσε μέσα της; Ένα υπαίθριο τσιγάρο πιο κάτω και το φημισμένο και ζηλευτό λιμάνι των Φοινίκων – χωμένες στη θάλασσα όλες οι πόλεις του εμπορίου, να συναντιούνται τα καραβάνια με τα καράβια – μια συλλαβή απόσταση, να μυρίζει ψόφιο ψάρι, βάρκες ξεχασμένες, άβαφες, βρώμικες, ναυάγια επιπλέοντα, με παρατημένα δίχτυα και κομμάτια φελλού στην κοιλιά τους, λίγοι βαριεστημένοι ή παραιτημένοι άνδρες, βλέμματα άδεια, πέτρες πωρόλιθου ποτισμένες ούρα η αραβική γέφυρα που φέρνει στο κάστρο των Σταυροφόρων. Το αγέρωχο ύφος του σπάει από την αρμονία των γραμμών του με φόντο τη θάλασσα την ώρα που η τροχιά του ήλιου αρχίζει να κατηφορίζει προς τη Δύση. Μου φάνηκε πως είδα, τον Λώρενς της Αραβίας να φορά το πρόσωπο του Πήτερ Ο’ Τουλ, να διασχίζει την συριακή έρημο και να κραυγάζει ‘’ Al Saida’’, οδηγώντας του άνδρες του στη Σιδώνα, στη θάλασσα των Άγγλων αποικιοκρατών.
Ο Μισέλ αρνείται επίμονα και ανυποχώρητα να συνεχίσουμε στην Τύρο, τη Σουρ των Αράβων. Ούτε προς το Εχμούν θέλει να λοξοδρομήσει, κι ας το ‘χα τάξει μέσα μου στον Γιώργο Σεφέρη. Είναι αργά, σε λίγο νυχτώνει και άλλα συναφή. Ίσως είχε δίκιο. Πριν περάσουν κάμποσοι μήνες, άνοιξη του ’96, η περιοχή θα βομβαρδισθεί ανηλεώς, ογδόντα περίπου χωριά θα ρημάξουν και θα δολοφονηθούν οι 102 πρόσφυγες στην Κανά. Η επιχείρηση φέρει το όνομα ‘’ Σταφύλια της οργής’’, να το έμαθε άραγε ο Τζον Στάινμπεκ; Όσο για τον Ιησού τον Ναζωραίο και τον γάμο στην Κανά, ποιος ξέρει αν θα ‘κανε το θαύμα Του. Ο Σεφέρης, Ημερολόγια, τόμος τρίτος, στα πόδια μου στην διαδρομή της επιστροφής, στερνή παραμυθία.
Το αεροπλάνο πετά ξυστά πάνω από τον μπαμπακένιο ουρανό και σκέφτομαι τον Δία τον νεφεληγερέτη, ή και Ευρύοπα ονομαζόμενο. Εδώ πάνω βγήκε σεργιάνι, βλέπει την κόρη του Φοίνικος και της Τηλεφάσσης να παίζει με τις φίλες της, άλλοι λένε μαζεύει άνθη, τολμώ με θράσος να σκεφτώ πως μπορεί να μάζευε κογχύλια της πορφύρας στα παράλια της Βύβλου, πλάνταξε ο θεός από τον πόθο, συνηθισμένος δα στο σπορ, μεταμορφώνεται σε ταύρο, προσγειώνεται και αρχίζει τις μαλαγανιές. Και η κόρη που ακούει στο όνομα Ευρώπη, ιππεύει στην πλάτη του και φεύγει μαζί του. Η απαγωγή της Ευρώπης, θα γράψουν τα βιβλία στους αιώνες των αιώνων, και χιλιάδες έργα τέχνης θα την απεικονίσουν. Άλλοτε φοβισμένη, κρατά γερά τον φοβερό και τρομερό επιβήτορα από τα κέρατα κι η εσάρπα της στριφογυρίζει στον άνεμο, άλλοτε ήρεμη, σαν έτοιμη από καιρό. Στον Σελινούντα της Σικελίας αφήνει το χέρι της πάνω στα πλευρά του θεού-ζώου σχεδόν με τρυφερότητα. Θα γίνει, λοιπόν, μαρμάρινο σύμπλεγμα σε ναούς, ζωγραφιά σε μελανόμορφα αγγεία, ψηφιδωτό σε ρωμαϊκές επαύλεις, θα αναβαπτισθεί στον χρωστήρα του Ρέμπραντ και του Βερονέζε. Στην Κρήτη θα γεννήσει τον Μίνωα και τον Ραδάμανθυ, αυτούς τους ξέρουμε καλά, μα και έναν τρίτο γιο που θα τον ονομάσει Σαρπηδόνα, γι’ αυτόν τον ανατολίτη γιο δεν μιλάμε πολύ. Και, εν τέλει, τι είναι αυτή η ποινικά κολάσιμη πράξη της αρπαγής της Ευρώπης; Το ταξίδι του φοινικικού αλφαβήτου από τα μέρη της Βίβλου, χωμένο στα μυαλά των ναυτικών και των εμπόρων, χωμένο στ’ αμπάρια των καραβιών που μετέφεραν προς πώληση την πρώτη ύλη της γραφής, τους παπύρους; Η μετοικεσία η ίδια, το ταξίδι προς την Δύση, η μετανάστευση φύλων και φυλών διωγμένων από την Ασία: Ο Ευρύωψ Δίας είναι και Ξένιος, τι εύστοχα και διφορούμενα όλα τα ονόματα και τα επίθετα, το ετυμολογικόν ως χρησμός του Μαντείου των Δελφών, και η βία ν’ ακολουθεί κατά πόδας, ως αίτιο και ως προϊόν ή και ανάποδα. Πάντως, η απαχθείσα κόρη θα καταλήξει να φιγουράρει και να μοστράρεται σε τοίχο, σε κάποιο λόμπι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις Βρυξέλλες αμήχανη, σαστισμένη, και προδομένη προσφάτως, να νοσταλγεί ίσως τους λειμώνες της νεότητας.
Άφησα την Βηρυτό ένα μουντό πρωινό του Δεκέμβρη, ενώ είχαν κιόλας ανάψει οι Καθολικοί τα χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια στο Ζαχλέ. Πήρα μαζί μου τις ψηλόκορμες, επηρμένες κολώνες του Μπάαλμπεκ, το ρόδινο γρανίτη και τα πλουμιστά φατνώματα, τα κάστρα της Σιδώνας με τα φαντάσματα των Σταυροφόρων, τα σουκ της Βύβλου, τα πρόσωπα των παλαιστινίων και την πίκρα των τελευταίων Ρωμιών και Αρμενίων, το ρημαγμένο Νταμούρ με την Συνθήκη του Λιβάνου – εδώ ξεκίνησε και ο δικός μας εμφύλιος; Πρόσθεσα με τον καιρό τα γραφτά του μέτοικου Αμίν Μααλούφ και την δική του όψη των πραγμάτων, αλλά απόμεινα άφωνη όταν διάβασα πάλι εκείνους τους στίχους του Αλεξανδρινού, κάπου στα 1913 γραμμένους:
……………….Που κατά βάθος έγιναν /σαν ένα είδος υπηρέται των Ρωμαίων / το ξέρει ο Σελευκίδης, που αυτοί τους δίδουν / κι αυτοί τους παίρνουνε τους θρόνους των / αυθαίρετα, ως επιθυμούν, το ξέρει.».
Και σαράντα χρόνια μετά τον Κωνσταντίνο Καβάφη, Απρίλη του 1953, ο Σεφέρης σημείωνε στο ημερολόγιο του για την Μέση Ανατολή: largely cocacola-ized countries…
Είναι απο τα καλύτερα ταξιδιωτικά διηγήματα που έχω διαβάσει.Αρτιο και προπάντων ζωντανό !