του Φίλιππου Φιλίππου
Εφέτος συμπληρώνονται τριάντα χρόνια από τον μυστηριώδη θάνατο του Κώστα Ταχτσή που θεωρήθηκε ως δολοφονία. Ο Ταχτσής, γεννημένος στις 8 Οκτωβρίου του 1927, βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του στον Κολωνό, στην οδό Τυρνάβου 26, την 27η Αυγούστου του 1988, ημέρα Σάββατο. Στις εφτά και μισή το απόγευμα, η αδελφή του Ελπίδα Αρτέμη άνοιξε την πόρτα του σπιτιού με το κλειδί της κι έπαθε σοκ. Όλα τα δωμάτια ήταν σαν βομβαρδισμένα, τα φώτα αναμμένα. Ο Ταχτσής βρισκόταν νεκρός στο κρεβάτι του. Αμέσως ενημέρωσε τον δικηγόρο του και μετά ειδοποίησε την αστυνομία.
Στη γειτονιά έφτασε σύντομα ένα περιπολικό της Άμεσης Δράσης κι ένα ασθενοφόρο παρέλαβε τον νεκρό και τον μετέφερε στο νεκροτομείο.
Το βράδυ του Σαββάτου επισκέφτηκαν το σπίτι ο γενικός αστυνομικός διευθυντής Μαρίνης Λαμπρόπουλος και άλλοι αξιωματικοί της αστυνομίας. Την ίδια μέρα η είδηση ανακοινώθηκε από το ραδιόφωνο. Σύμφωνα με τον ιατροδικαστή Χαράλαμπο Σταμούλη, ο θάνατος επήλθε το βράδυ της Πέμπτης, 25ης του μηνός, πριν από τα μεσάνυχτα, ενώ κατά την αστυνομία πέθανε τα ξημερώματα της Παρασκευής.
Αυτή η διχογνωμία είχε ως αποτέλεσμα να μείνουν μετέωρες ορισμένες μαρτυρικές καταθέσεις. Πάντως, ένας γείτονας κατέθεσε πως είδε τον Ταχτσή να μπαίνει στο σπίτι τα ξημερώματα της Παρασκευής με νεαρούς άντρες. Κάποιος μάρτυρας κατέθεσε πως πράγματι εκείνη την Παρασκευή θεάθηκε στην οδό Σωκράτους να ψάχνει για πελάτες. Σε κάθε περίπτωση, ο Ταχτσής δεν έφερε κακώσεις στο σώμα του: μόνο στο κεφάλι υπήρχαν ίχνη αίματος. Το ερκοντίσιον ήταν ανοιχτό και γι’ αυτό το νεκρό σώμα δεν παρουσίαζε συμπτώματα αποσύνθεσης. Από τη νεκροτομή προέκυψε πως ο Ταχτσής στραγγαλίστηκε και πως δεν πρόβαλε αντίσταση στον δολοφόνο του. Ήταν γυμνός στο διπλό κρεβάτι, είχε βαμμένα κόκκινα τα νύχια χεριών και ποδιών και φορούσε ένα κοκάλινο σκουλαρίκι στο αριστερό αφτί. Από την τοξικολογική εξέταση των σπλάχνων διαπιστώθηκε πως βρισκόταν υπό την επήρεια μέθης.
Η είδηση της δολοφονίας του Ταχτστή αναγγέλθηκε πρωτοσέλιδα τη Δευτέρα 29 Αυγούστου με τις φράσεις «Μανιακοί εραστές σκότωσαν τον Ταχτσή με στόχο τα χρήματα» (Απογευματινή), «Ταχτσής, θύμα άγριου πάθους» (Έθνος), «Τελευταίο στεφάνι για τον Ταχτσή» (Ελευθεροτυπία), «Στραγγάλισαν τον συγγραφέα Κώστα Ταχτσή (Ελεύθερος Τύπος), «Ο τραγικός θάνατος του Κώστα Ταχτσή (Η Πρώτη), «Στον κόσμο της νύχτας αναζητούν το φονιά του Ταχτσή» (Τα Νέα).
Δεν έγινε, λοιπόν, πάλη, ο Ταχτσής κι ο επισκέπτης του δεν πιάστηκαν στα χέρια. Κάποιοι υποστήριξαν πως ο θάνατός του μπορεί να ήταν ατύχημα, το οποίο συνέβη κατά τη σεξουαλική πράξη.
Το διπλό ερώτημα πώς και γιατί πέθανε εξακολουθεί να μένει αναπάντητο και να δίνει τροφή σε ποικίλες εικασίες.
Αρχικά, διαπιστώθηκε πως έλειπε μια συσκευή βίντεο, καθώς και πενήντα χιλιάδες δραχμές που είχε σηκώσει πρόσφατα από το λογαριασμό του στην Τράπεζα. Αργότερα, ειπώθηκε πως έλειπε ο αυτόματος τηλεφωνητής και μια φωτογραφική μηχανή πολαρόιντ. Πολλοί σκέφτηκαν πως επρόκειτο για ληστεία μετά φόνου.
Είναι όμως δυνατόν ο δράστης να σκότωσε έναν άνθρωπο για μια συσκευή βίντεο, έναν τηλεφωνητή και μια φωτογραφική μηχανή, αφήνοντας στους τοίχους τους πολύτιμους πίνακες του Φασιανού, του Ακριθάκη και άλλων ζωγράφων;
Μήπως ο δολοφόνος ήθελε να παραπλανήσει τις αρχές, δηλαδή να δώσει την εντύπωση πως τη ληστεία την διέπραξε κάποιος που δεν γνώριζε τον Ταχτσή; Άραγε ήθελε να στρέψει τις έρευνες προς ένα διαρρήκτη; Δηλαδή σε κάποιον ξένο άνθρωπο, όχι σε φίλο, γείτονα ή γνωστό;
Οι πρώτες εκτιμήσεις έδειχναν πως ο δράστης ήταν γνωστός του θύματος, πως είχε ξαναπάει στο σπίτι και ήξερε τι ζητούσε: έψαχνε να βρει κάτι πολύτιμο. Τι ήταν αυτό άραγε;
Η παρισινή Λιμπερασιόν έγραψε πως ο Ταχτσής δολοφονήθηκε για να μην ολοκληρώσει την αυτοβιογραφία του, στην οποία αποκαλύπτει, μεταξύ άλλων, ονόματα υψηλών προσώπων με ιδιαίτερα ερωτικά γούστα. Σύμφωνα με τον ανταποκριτή της εφημερίδας στην Αθήνα, μια ιδέα για το περιεχόμενο του βιβλίου του είχε δώσει πριν τρεις μήνες, τον Απρίλιο, ο ίδιος ο Ταχτσής στο Παρίσι, όπου συναντήθηκε με πνευματικούς ανθρώπους. Στο κέντρο Ζορζ Πομπιντού είχε διαβάσει μερικές σελίδες από την αυτοβιογραφία του. Στο κείμενό του, ο γάλλος ανταποκριτής, ενώ δεν απέκλειε το ενδεχόμενο η δολοφονία να ήταν ξεκαθάρισμα λογαριασμών, υποστήριζε πως ο Ταχτσής ήξερε πολλά και σκόπευε να κάνει αποκαλύψεις.
Όταν το 1989 εκδόθηκε το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Το φοβερό βήμα, οι αναγνώστες έσπευσαν να το αγοράσουν ελπίζοντας πως σε αυτό ήταν γραμμένο το όνομα του δολοφόνου. Άδικος κόπος. Ήταν απλώς ένα αυτοβιογραφικό πόνημα, το οποίο ο Ταχτσής σκόπευε να εκδώσει, αφού το σουλούπωνε και το περιποιόταν καταλλήλως. Δεν πρόλαβε. Τον Απρίλιο του 1986, στο περιοδικό Το τέταρτο που είχε ιδρύσει ο Μάνος Χατζιδάκις είχαν δημοσιευτεί μερικά αποσπάσματα από το βιβλίο, ενώ υπήρχε μια σημείωση που έλεγε πως θα κυκλοφορήσει το 1987. Επομένως, το επιμελείτο συνεχώς, δεν έμενε όμως ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα κι έτσι η έκδοση καθυστερούσε. Στα κατάλοιπά του συγγραφέα βρέθηκαν κάμποσες παραλλαγές του πονήματος, καθώς και ένα ημερολόγιο με σποραδικές καταχωρήσεις.
Από τις εκείνες ποικίλες παραλλαγές, ο επιμελητής του εκδοθέντος βιβλίου, ο Θανάσης Νιάρχος, επέλεξε εκείνην που θεωρούσε ως την καλύτερη, προσθέτοντας σε αυτήν ορισμένες ημερολογιακές καταγραφές, οι οποίες σταματούν στο 1981. Ειπώθηκε πως πολλές δακτυλογραφημένες σελίδες που ήταν γνωστές σε ορισμένους φίλους του Ταχτσή λείπουν από το βιβλίο, οπότε άρχισε να αιωρείται η εξής απορία: τι έγιναν;
Αρκετοί υποστήριξαν πως εκεί κρύβεται το μυστικό του θανάτου του.
Θυμίζουμε εδώ μερικά βασικά βιογραφικά του συγγραφέα (τα στοιχεία έχουν αντληθεί από την ΒΙΒΛΙΟΝΕΤ). Ο Κώστας Ταχτσής γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, ο πατέρας του καταγόταν από την Ανατολική Ρωμυλία. Σε ηλικία επτά ετών μετά από χωρισμό των γονιών του έφυγε για την Αθήνα με τη γιαγιά του. Στην Αθήνα πέρασε τα μαθητικά και εφηβικά του χρόνια και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου φοίτησε για δυο χρόνια. Είχε προηγηθεί μια αίτησή του στη Σχολή Εμποροπλοιάρχων χωρίς επιτυχία λόγω ασθένειάς του και αδυναμίας να παραστεί στις εξετάσεις. Το 1947 κατατάχτηκε στο στρατό και έφτασε ως το βαθμό του ανθυπολοχαγού. Στη συνέχεια εργάστηκε ως γραμματέας του αμερικανού επόπτη στο υδροηλεκτρικό έργο του Λούρου. Το 1951 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Ποιήματα. Ακολούθησαν τέσσερις ακόμη συλλογές ως το 1956, από τις οποίες τον έκαναν γνωστό η Συμφωνία του Μπραζίλιαν (1954) και το Καφενείο Το Βυζάντιο κι άλλα ποιήματα (1956). Το 1954 έφυγε για την Αγγλία, όπου έμεινε ως το καλοκαίρι του επόμενου χρόνου. Από την άνοιξη του 1956 ως τον Δεκέμβρη του 1964 έζησε στη Δυτική Ευρώπη, Αυστραλία και ΗΠΑ. Το 1962 εξέδωσε με δικά του έξοδα το μοναδικό του μυθιστόρημα με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, Το Τρίτο Στεφάνι, ένα εμβληματικό βιβλίο.