Κώστας Ουράνης και Υπερρεαλισμός (της Σταυρούλας Τσούπρου)

0
2622
Ο Κώστας Ουράνης με τη σύζυγό του Ελένη Νεγρεπόντη (την κριτικό, γνωστή με το ψευδώνυμο Αλκης Θρύλος)

 

Της Σταυρούλας Τσούπρου.

Ο ποιητής (γνωστός για την ταξιδιωτική λογοτεχνία του) Κώστας Ουράνης, «ένας από τους πρώτους χρονολογικά και τους πιο χαρακτηριστικούς εκπροσώπους τής σχολής του νεορομαντισμού και του νεοσυμβολισμού στον τόπο μας», σύμφωνα με τον Κώστα Στεργιόπουλο,[1] δέχτηκε επιδράσεις (μέσω και των αντίστοιχων μεταφράσεων που έκανε), αρχικά σε νεαρή ηλικία, από τους E. A. Poe και A. C. Swinburne, τους Γάλλους Charles Baudelaire, Villiers de l’ Isle-Adam, κυρίως όμως από τους αφανέστερους J. Laforgue, A. Spire και G. Rodenbach και αργότερα, μετά το 1920, από την «καθαρή» ποίηση των Paul Valéry και T. S. Eliot. Αναμφίβολα, ωστόσο, άσκησε επίδραση και ο ίδιος, αφ’ ενός, στην γενιά των νεοσυμβολιστών τού 1920 (ιδίως στον κύκλο του περιοδικού Μούσα – Τέλλος Άγρας, Ναπολέων Λαπαθιώτης, Μιλτιάδης Μαλακάσης, Κλέων Παράσχος, Λάμπρος Πορφύρας, Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος) και, αφ’ ετέρου, σε ορισμένους πεζογράφους, όπως τον Ζαχαρία Παπαντωνίου, τον Πάνο Καραβία, τον Αντώνη Βουσβούνη, αλλά και τον Νίκο Καββαδία.[2]

Από αυτούς τους τελευταίους, ο Πάνος Καραβίας ασχολήθηκε περισσότερο με το έργο του Κώστα Ουράνη, παραδίδοντάς μας και το εκτενές δοκίμιο με τον τίτλο «Ο Ουράνης, το πρόσωπο, το προσωπείο και η σκιά», ενώ εξέδωσε και κάποιες από τις επιστολές που του είχε αποστείλει ο ποιητής και πεζογράφος κατά τα έτη 1924-1932.[3]

Ο βραβευμένος πεζογράφος και δοκιμιογράφος Πάνος Καραβίας ανατέμνει εμπνευσμένα το εκλεκτικά συγγενές, έως έναν βαθμό, έργο τού Ουράνη, παραδεχόμενος, από την μια, ότι «δεν ήταν μείζων ποιητής»[4] αλλά υποστηρίζοντας, από την άλλη, ότι «μας χάρισε μερικά εξαιρετικά ποιήματα». Ως «κυριότερα χαρακτηριστικά της πολλαπλής ποιητικής προσωπικότητας αυτού του λυρικού των μεγάλων πόλεων» ο Καραβίας εντοπίζει πρώτα την πλήξη και την νοσταλγία, «σαν δεμένες μαζί, πλήξη για το παρόν, νοσταλγία για κάτι άλλο», με την πλήξη, επιπλέον, να «είναι ανησυχία, κι όχι απάθεια»[5] και, παράλληλα με αυτά, αλλά και με τον τρόμο τού θανάτου, ο μελετητής εντοπίζει επίσης, ως θεματικά χαρακτηριστικά τού Ουράνη, «το πλήρες δόσιμο στον έρωτα και στη σαρκική ηδονή, τη δίψα τής αποδημίας και της περιπέτειας, της περιπέτειας που περιέχει και τον έρωτα και την αποδημία», καθώς και «κάποιες έντονες εκδηλώσεις νεκροφιλίας ερωτικού χαρακτήρα». «Αυτά είναι τα αισθήματα που τραγούδησεν ο Ουράνης», γράφει ο Καραβίας, ζώντας «ολόκληρος, με το αίμα του και με τη σκέψη του», στην ευρωπαϊκή περίοδο του 1880-1890, αναπνέοντας «τον φαρμακωμένο αέρα των décadents» και σε αυτήν την ατμόσφαιρα σχηματίζοντας «την έκφραση και τη μορφή της ποίησής του, προσθέτοντας κάτι από την ουσία της «φυγής» τού Rimbaud και κάτι από τον αψύ πυρετό τού Maurice Barrès για έρωτα και για ωραία τοπία, για syllabes chantantes και terrasses parfumées. Μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα έμεινε, περισσότερο ή λιγότερο σ’ όλη τη ζωή του, αυτήν αγαπούσε κι αυτή ήταν το φιλολογικό κλίμα του[6]», παρόλο που όταν πρωτοπήγε να ζήσει στο Παρίσι, από το 1910 και ύστερα, «τα ζωντανά, νέα τότε, πνευματικά και καλλιτεχνικά κινήματα της εποχής […] είχαν αρχίσει κιόλας να εκτοπίζουν τον ξεπερασμένο συμβολισμό, τους Décadents, και τον καλλιτεχνικό εμπρεσιονισμό».

Στην συνέχεια θα εμπιστευθούμε την ερμηνευτική κατάθεση του Πάνου Καραβία, για να μας οδηγήσει και στο κύριο αντικείμενό μας εδώ, την Εισαγωγή, δηλαδή, που θα επιχειρήσουμε στην σχέση τού Kώστα Ουράνη με τον Υπερρεαλισμό, μιας και στην περίπτωση του Καραβία ο υπερρεαλισμός περιλαμβανόταν στα ενδιαφέροντά του από τα νεανικά του χρόνια, καθώς, ως φοιτητής στο Παρίσι, είχε παρακολουθήσει από κοντά δράσεις και εκδηλώσεις τής ενδοξότερης περιόδου τού κινήματος και είχε γνωριστεί προσωπικά με τους Αντρέ Μπρετόν, Φιλίπ Σουπώ, Μαν Ραίη.[7] Λίγο πριν την κήρυξη του πολέμου, μάλιστα, ο Πάνος Καραβίας, «εμπλουτισμένος με ειδικές γνώσεις και υπερβαίνοντας τις συμβάσεις των δοκιμίων τού γραπτού τύπου», ενημερώνει τους αναγνώστες τής εφημερίδας Ασύρματος σχετικά με «τα βασικά σημεία της υπερρεαλιστικής ποιητικής», αποδίδοντάς τα «στις σωστές τους αναλογίες».[8] Ο Πάνος Καραβίας, λοιπόν, λειτουργεί εδώ ως συνδετικός κρίκος, μιας και ασχολήθηκε διεξοδικά τόσο με τον Υπερρεαλισμό όσο και με το έργο του Κώστα Ουράνη.

 

α) Πριν αναφερθούμε πιο συγκεκριμένα στην Ενότητα «Παιχνίδια», η οποία μάλλον έχει περάσει απαρατήρητη, αν και εντάχθηκε εξαρχής στον τόμο των Ποιημάτων τού Κώστα Ουράνη, θα παραθέσουμε εδώ την θεωρητική άποψη – κριτική αντιμετώπιση του τελευταίου ως προς το θέμα «Υπερρεαλισμός», έτσι όπως αυτή βρίσκεται διατυπωμένη στο φερώνυμο άρθρο του, αντλημένο από τον συγκεντρωτικό τόμο Αποχρώσεις. Ας έχουμε, δε, επιπλέον, υπ’ όψιν ότι, γενικά: «[…] η θεωρητική υποστήριξη του κινήματος [του Υπερρεαλισμού] στην χώρα μας υπήρξε σπασμωδική· ενισχυόταν, υποχωρούσε ή μετατοπιζόταν ανάλογα με τους πολιτικούς προσανατολισμούς τής ηγετικής ομάδας στο Παρίσι». Εξάλλου, και η «φύση τού κινήματος» ήταν «ιδιαιτέρως δεκτική σε παρερμηνείες, απλοποιήσεις και αυθαιρεσίες», με αποτέλεσμα, στην «θεωρητική αμηχανία τής εποχής τού μεσοπολέμου» να προστεθούν «η χλεύη και η αντίδραση που ξεσήκωσε ο υπερρεαλισμός. Ενδεικτικό γραφής είναι το αμφίθυμο ύφος τού Σκαρίμπα, όταν ενσωματώνει ένα θεωρητικό περί τον υπερρεαλισμό κείμενο στο Σόλο του Φίγκαρω».[9]

Έγραφε, λοιπόν, ο Κώστας Ουράνης στο άρθρο του με τον τίτλο «Υπερρεαλισμός» :

«Στο υπερρεαλιστικό μανιφέστο που εξέδωσε το 1924 ο Αντρέ Μπρετόν, ένας από τους κυριότερους αρχηγούς τού υπερρεαλισμού, προσδιόριζε τον υπερρεαλισμό σαν ένα «ψυχικό αυτοματισμό που αποσκοπεί να εκφράσει την πραγματική λειτουργία τής σκέψης χωρίς τον έλεγχο της λογικής κ’ έξω από κάθε αισθητική ή ηθική μέριμνα». Μ’ άλλα λόγια, ο υπερρεαλισμός εγκαθιστούσε τη βασιλεία ή, ακριβέστερα, την απόλυτη μοναρχία του αυθόρμητου. Μετέστρεφε το ρόλο τού συγγραφέα: από δημιουργό τον ήθελε Πυθία, από πατέρα τού έργου του τον περιόριζε σ’ απλό παθητικό θεατή – και μεταδότη – της αυτόματης γένεσής του.

»Δεν πρόκειται να εξετάσω εδώ τον υπερρεαλισμό σαν θεωρία. Εκείνο όμως που διεπίστωσα παρακολουθώντας τα υπερρεαλιστικά (ποιητικά προ πάντων) έργα, που έβλεπαν περιοδικά το φως στη Γαλλία, είναι ότι οι υπερρεαλιστές δεν τήρησαν ποτέ τη θεωρία τους και πάντα την καταπάτησαν με τον πιο κατάφωρο τρόπο.

»Επαγγέλθηκαν τον αυτοματισμό – κι ο αυτοματισμός λείπει εντελώς από τα ποιήματά τους. Επαγγέλθηκαν το αυθόρμητο – και δεν εμφανίζουν παρά το αυθαίρετο, που δεν είναι βέβαια το ίδιο. Τέλος, αντί να καταργήσουν εντελώς τη λογική, την αντικατέστησαν μόνο με μιαν άλλη, πολύ πιο άκαμπτη και απαιτητική: τη λογική… του παραλογισμού.

»Διαβάστε π.χ. τα ποιήματα που εξέδωσε τελευταία, με τον τίτλο «Υψικάμινος», ο πρώτος και γνησιότερος αντιπρόσωπος του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα κ. Α. Εμπειρίκος, και πέστε μου αν δεν υπάρχει έκδηλη σ’ αυτά η συστηματική, η κοπιώδης, η σ υ ν ε ι δ η τ ή προσπάθεια ενός λογικού ν’ αποφύγει κάθε διατύπωση με λογικό ειρμό, αν δεν τα χαρακτηρίζει μια μαθηματική συνοχή στην έλλειψη κάθε συνοχής, αν δε φέρνουν τη σφραγίδα μιας «οργανωμένης» αναρχίας, αν κάθε φράση και κάθε λέξη στη φράση δεν έχουν αποστειρωθεί υπομονετικά και αμείλικτα μέσα στο χημικό εργαστήριο του λογικού, έτσι που η σύζευξή τους να μη γεννάει κανένα συναίσθημα…

»«Εκεί που ανθούσε το διασημότερο χρωματουργείον – γράφει ο κ. Εμπειρίκος – σήμερα πουλούν παιδιά και αντί δυο δοντιών μπορεί κανείς να μεταβάλει την ατομικότητα μιας ερωτευμένης αγελάδας σε τρόπαιο ανδρογύνου συγκροτήματος χωρίς άφεσιν αμαρτιών χωρίς λυπομανίαν χωρίς μεταβολήν προς τα δεξιά ή τ’ αριστερά μα μόνον με τ’ απαλά χαϊδολογήματα στοργικής ηλεκτροπυξίδος.»

»Μια τέτοια φράση – κι όλο το βιβλίο τού κ. Εμπειρίκου δεν είναι παρά μια παράταξη τέτοιων και μόνο φράσεων – δ ε ν  μ π ο ρ ε ί να προέρχεται από το υποσυνείδητο, να είναι μια αυθόρμητη υπαγόρευση της σκέψης. Όταν βρισκόμαστε «μεταξύ ύπνου και εγρηγόρσεως», οπότε ο έλεγχος της λογικής πέφτει σε χαύνωση, ή όταν ονειρευόμαστε στον ύπνο μας, οπότε ο έλεγχος αυτός έχει εντελώς καταργηθεί, συμβαίνει, βέβαια, να προφέρουμε ξεκάρφωτα λόγια, περνάν, βέβαια, από το νου μας ασύνδετες μεταξύ τους εικόνες κι ασυνάρτητες σκέψεις, αλλά μια τόσο π ε ρ ί τ ε  χ ν η ασυναρτησία ή, ακριβέστερα, μια τέτοια αναγωγή τής ασυναρτησίας σε σύστημα, μια τέτοια συγκρότηση απροσδόκητων και γριφωδών για το λογικό μας φράσεων, δεν μπορεί παρά να είναι έργο του λογικού – ένα ψυχρό, υπομονετικό, εσκεμμένο[10] κατασκεύασμα γραφείου. Η ίδια εργασία που κάνει το λογικό για τη συναρμολόγηση (association) εννοιών έχει γίνει και τώρα – αλλά για τη διάσπασή τους (dissociation). Τι λέω; Πολύ αυστηρότερη. Γιατί, ενώ στην πρώτη περίπτωση συμβαίνει να ξεφεύγει κάποτε τον έλεγχό του κάτι το αόριστο, το σκοτεινό ή και το παράλογο, στην περίπτωση των υπερρεαλιστικών ποιημάτων του κ. Εμπειρίκου ο έλεγχος του λογικού στάθηκε απηνής: δεν άφησε να εισχωρήσει μέσα στην «Υψικάμινο» ούτε μια σύντομη φράση με κάποιον ειρμό…

»Η διαπίστωση της βασικής αυτής παράβασης της ίδιας τους της θεωρίας από τους υπερρεαλιστές δεν ενέχει, από μέρος μου, την έννοια εξόφλησης με τα δημιουργήματά τους, την έννοια ότι τα δημιουργήματά τους αυτά είναι «για γέλια» ή ανάξια προσοχής. Διαβάζοντας π.χ. τα ποιήματα του κ. Εμπειρίκου, δεν αισθάνθηκα το νυγμό του γέλιου, όπως άλλοι. Ό,τι αισθάνθηκα είναι κάτι ανάλογο μ’ ό,τι θα αισθανόταν ένας άνθρωπος μπαίνοντας σ’ ένα εργοστάσιο παράδοξου τύπου και βλέποντας ένα πολύπλοκο συγκρότημα ακόμα πιο παράδοξων μηχανών να κινούνται αδιάκοπα χωρίς άλλο σκοπό από το να κινούνται. Τα ποιήματα αυτά έχουν, για να θυμηθώ τον Μπωντλαίρ, την «παγερή λαμπρότητα» του στείρου και του ανώφελου…».[11]

Ως γνήσιος διανοούμενος και ποιητής, ο Κώστας Ουράνης δεν ήταν δυνατόν να μείνει αδιάφορος μπροστά σε ένα συνταρακτικό καλλιτεχνικό, αλλά και υπαρξιακό γεγονός όπως ήταν τότε το κίνημα του Υπερρεαλισμού. Επιπλέον, η στάση του, αν και αρνητική, δεν υπήρξε επιπόλαιη, όπως διαπιστώνεται, κατά πρώτο λόγο, από τα παραπάνω, αλλά, κατά δεύτερον, επιβεβαιώνεται και από ένα άλλο κριτικό κείμενό του και, συγκεκριμένα, το κείμενο που αναφερόταν στο βραβευθέν τότε από τον Γυναικείο Σύλλογο Γραμμάτων και Τεχνών βιβλίο τής Μέλπως Αξιώτη (τα έργα τής οποίας «υποχρέωσαν την κριτική να μιλήσει «για υπερρεαλιστική τεχνική σύνθεσης»», όπως γράφει ο Mario Vitti[12]) Δύσκολες νύχτες. Σε εκείνο το κείμενό του, με τον τίτλο «Γύρω από ένα βραβείο», ο Ουράνης επικροτούσε «αδίσταχτα τη βράβευση» του βιβλίου, «παρά τα ελαττώματά του», κυρίως επειδή επρόκειτο για «ένα βιβλίο γυναίκας που δε θα μπορούσε να είχε γραφτεί κι από άντρα»· αποτελεί, δηλαδή, «έργο – ντοκουμέντο της γυναικείας φύσης» και είναι «αποκαλυπτικό της γυναικείας ψυχής». Βλέπουμε, λοιπόν, μέσω των παραπάνω, ότι ο συγγραφέας, ποιητής και κριτικός Κώστας Ουράνης διέθετε ανοιχτούς ορίζοντες υποδοχής καθετί πνευματικού, χωρίς αυτό, βέβαια, να σημαίνει ότι θα μπορούσε να αποδεχτεί και κάτι το οποίο δεν θα ταίριαζε στην ιδιοσυγκρασία του, την ιδιοσυγκρασία ενός νικημένου επαναστάτη. Έτσι, δεν είναι παράξενο που δεν μπορούσε να ακούσει καθαρά, στις πραγματικές της διαστάσεις, την υπερρεαλιστική φωνή, «αυτήν που συνεχίζει να κηρύττει την παραμονή τού θανάτου και πάνω απ’ τις θύελλες»[13].

β) Περνώντας, τώρα, στην “έμπρακτη αντιμετώπιση” του υπερρεαλιστικού φαινομένου από τον Ουράνη, στεκόμαστε πρώτα στο επιγραμματικό προλόγισμα της Ενότητας «Παιχνίδια» των Ποιημάτων από τον Άλκη Θρύλο, προλόγισμα το οποίο έπεται της, αναμενόμενης σε τέτοιες περιπτώσεις, σημείωσης του ίδιου τού ποιητή: «À la manière de…». Ο Άλκης Θρύλος, λοιπόν, γράφει, ερμηνεύοντας, παράλληλα, και τον τίτλο της Ενότητας:

«Τα pastiches αυτά τα συνέθεσε παίζοντας. Πίστευε ότι δεν είναι δύσκολο να γραφούν «μοντέρνα ποιήματα»».

Η Ενότητα «Παιχνίδια» των Ποιημάτων περιλαμβάνει τέσσερα (I-IV) διαφορετικά ποιήματα, συνοδευόμενα όλα από μία υπογραφή – κατακλείδα, που δηλώνει, κάθε φορά, το αντικείμενο της μίμησης που προηγήθηκε: στο πρώτο, πρόκειται για την Υψικάμινο του Α. Εμπειρίκου, στο δεύτερο, για το Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν του Ν. Εγγονόπουλου, στο τρίτο, για την Αμοργό του Ν. Γκάτσου και στο τέταρτο, για το Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής και πάλι του Ν. Εγγονόπουλου. Ας ακούσουμε/ διαβάσουμε τα τρία από αυτά[14], που μας αφορούν και στα οποία γίνεται φανερή η διαφορά η οποία τα ξεχωρίζει από τον γνήσιο υπερρεαλισμό τού Εμπειρίκου και του Εγγονόπουλου· οι δύο αυτοί έγραφαν δοξάζοντας το παράλογο πριν το αποτυπώσουν, ο Ουράνης, μιμούμενος, έγραφε ρηχά, κατασκευάζοντας το παράλογο στην άκρη της πένας και, ταυτόχρονα, αρνούμενος ότι αυτό το παράλογο έχει δικαίωμα, ή έστω λόγο, ύπαρξης:

Ι

Διεσχίσαμεν τας αποδοκιμασίας των αστυφυλάκων και εκτοξεύσαμεν τα βλέμ-/ ματα προς τας συναλλαγάς των διαττόντων, αλλά τα κυδώνια επέπεσαν/ εγκαρσίως κατά του κιγκλιδώματος και οι κομψοί κύριοι διέτρησαν τους/ καρχαρίας. Επειδή ήτο νύκτα και οι τηλεβόες των οπλοστασίων περιέφεραν/ τον αόμματον δασοφύλακα προς χάριν μας, οι φασιανοί ηρεύνων τας πυγολα-/ μπίδας και αι μοιχαλίδες εσπάθιζαν τις πτυχές των δεξαμενών. Και έως εδώ/ καλά. Πέραν τούτου όμως εβόα ο συρφετός των σωματοφυλάκων και τα/ ιπποφορβεία εγαλουχούσαν τας εκ δευτέρου τοκετού δεσποινίδας. Ο διαγώνιος/ δρόμος ήτο μεστός από αλαβουργίδας και το επανωφόρι της δενδροστοιχίας/ προωθούσε την πολίχνην μέχρις ότου περιεπλάκη εις τους μαστούς τής/ αγελάδος. Πολλοί διηρωτώντο εάν το κλειδί τού περιφερειακού συγκροτήματος/ θα ανελάμβανε την εξουσίαν ή εάν η διασκέδασις των ζητιάνων θα συνωδεύετο/ από ελιγμούς αναμνήσεων και παραστρατημένας ηλεκτροπυξίδας. Επήλθεν/ όμως το πρωΐ και το προαύλιον της οπτασίας περιεπλάκη με τους θυσάνους/ των χρεωπιστώσεων έως ότου απέκαμαν να γελούν αι στρουθοκάμηλοι και/ εσταμάτησαν να συνουσιάζωνται επιχαρίτως οι δολιχοκέφαλοι.

«Υψικάμινος» του Α. ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΥ

 

II

Όταν ο Γεδεών, τον οποίον υποκοριστικώς ωνόμαζον Ζαρζαβάτην, περιεπλέ-/ χθη στα δίχτυα της βροχής και οι λαβίδες του ασυρμάτου διήνοιξαν την/ πορεία τους διά μέσου μιας εφοδιοπομπής αποτελουμένης από δεκαέξ κυλίβα-/ ντας και πέντε (αριθμός 5) αργίτικα πεπόνια, τότε εννόησα καλώς ότι επέστη/ η τελευταία στιγμή μου. Εσυγχώρησα νοερώς τους δολοφόνους μου και/ αφέθηκα να πέσω στον πυθμένα του μεταλλείου, το οποίον κατασκευάζει/ λεκάνες από πορσελάνην και άλλα είδη τυροκομίας. Επηκολούθησε σύγχυσις/ μεταξύ των ψαριών και ηνοίχθη κατάλογος εράνων υπέρ της φθισιώσης/ φοιτητρίας της Νομικής, της καλουμένης Ευαγγελίτσας. Εγώ όμως, ο/ οποίος είχα πεθάνει εκ της πτώσεως, μετεφέρθην διά της αεραντλίας εις το/ δωμάτιόν μου και επέθεσα κρύο νερό στο μέτωπό μου μέχρις ότου ανεκάλυψα/ ότι ο Γεδεών, ο επικαλούμενος Ζαρζαβάτης, περιεφέρετο εις τον προθάλαμον/ και κατέγραφε τους σταλακτίτας – έ ν α  π ρ ο ς  έ ν α.

«Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν» του Ν. ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΥ

 

IV

Ουδόλως μ’ ενδιαφέρει/ αν/ αύριον/ ή και μεθαύριον/ η σεμνή Κοραλία/ – κατόπιν ειδικής/ αδείας των αρχών –/ περιέλθη την πόλιν/ συνοδεία ενός/ πρωταθλητού βαρών/ και/ δύο πινάκων/ ζωγραφικής.// Ο/ Ισίδωρος Ducasse/ κ’ εγώ/ εκρατήσαμεν θέσεις/ στο θωρηκτόν «Ξιφολόγχη»/ και φεύγομεν αύριον/ διά/ το/ Βαλπαραΐζο/ όπερ στην αρχαιότητα/ εκαλείτο Σινώπη.// Εκεί μας αναμένουν/ τα σείστρα της σιωπής/ και δύο/ ξανθαί στρουθοκάμηλοι/ των οποίων τα μάτια/ είναι παράθυρα/ χωρίς τζάμια.// Εκεί μέσα σε γλάστρες/ υάλινες/ ανθίζουν/ τα πράσινα ψάρια/ ανεμίζουν σεντόνια/ στις καπνοδόχους/ και/ ρόδινες, γαλάζιες φλόγες/ συργιανούνε στους κήπους/ δύο με δύο…// Εμείς/ – όμως –/ με μία ανεμόσκαλα/ δύο ποδήλατα/ και μία προβοσκίδα/ θα κατεβούμε/ στο ΣΠΗΛΑΙΟ/ όπου/ μας αναμένει/ η Μπέλλα Ντόννα.// Και/ τότε/ θα γίνουμε μικρά παιδιά/ θ’ απολύσουμε χαρταετούς/ και θα ξυπνήσουμε/ μέσ’ στην κοιλιά/ ΤΗΣ/ ενώ πάνω μας/ και γύρω μας/ θα κυματίζουνε/ οι ρομφαίες του ήλιου/ και θα ηχούν/ ακατάπαυστα/ τα κλειδοκύμβαλα/ των εγκεφάλων.

«Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής» του Ν. ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΥ

 

  Εκτός των παραπάνω ποιημάτων, ο Ουράνης συνέθεσε ένα, τουλάχιστον, ακόμη «υπερρεαλιστικό – και άχρηστο –», σύμφωνα με την διατύπωσή του, «κατασκεύασμα», στο πλαίσιο ενός κειμένου του με τον ενδεικτικό τίτλο: «Ζητώντας ένα θέμα…». Έγραφε εκεί, μεταξύ άλλων, ο Κώστας Ουράνης:

«Πετάω αγαναχτισμένος την πέννα μου κι αναστενάζω:

»― Α, αυτή η τυραννία του θέματος!… Τι καλά που έκαναν οι μοντέρνοι ζωγράφοι, που το εξοστράκισαν από τους πίνακές τους! Τι καλά που κάνει ο Τζόϋς, να γράφει ό,τι του περνάει από το κεφάλι! Τι καλά που κάνουν οι υπερρεαλιστές γράφοντας χωρίς κανέναν ειρμό! Γιατί να μην έχει καθιερωθεί αυτός ο τρόπος τού γραψίματος! Τι εύκολα, τι γρήγορα που θα τελείωνα τη σημερινή αυτή αγγαρεία! Θα ’παιρνα έναν οποιοδήποτε τίτλο – ας πούμε «Εμποροπανήγυρις» – και θ’ άφηνα το χέρι μου να γράφει, όπως ο Εμπειρίκος στην «Υψικάμινό» του:

»«Τα πεζούλια της ακακίας άνοιξαν τις ομπρέλες τους και οι ήχοι των μοτέρ ανάγκασαν τον ουρανόν να τραπεί προς άγνωστον διεύθυνσιν. Μία δεσποινίς εκάθησε κατά γης και η γάτα τής αντικρυνής κατοικίας επέδωκε τελεσίγραφον διά του οποίου ανεκλήθησαν εις τα ψυγεία οι διαφυγόντες αιώνες και ήνοιξαν τα κατάστιχα των λατομείων. Εις το έρεβος που διεχύθη, τα νήματα της υφαντουργίας παρεξετράπησαν και καμμία ηχώ συγκεκριμένης καταγωγής δεν άνθισε από τα ανοιχτά κιβώτια των τραυματιοφορέων. Μόνον ότι οι λαιμοδέτες άργησαν να συνέλθουν από την κόπωσιν και ότι το ψύχος υπέστη σοβαράς ζημίας εις το χρηματιστήριον. Άναυδοι τότε οι προσκεκλημένοι επέβησαν της διερχομένης οδοντογλυφίδος, ενώ ο ψίθυρος των τηλεβόλων μετέβαλλε την ουσίαν των λίκνων εις κάτι το φαιόν και το ρόδινον – παραλλήλως και διαγωνίως…».

»Μια νέα ματιά στο ρολόϊ με κάνει να σταματήσω το υπερρεαλιστικό – και άχρηστο – αυτό κατασκεύασμά μου και να ξαναγυρίσω… στην απόγνωσή μου:

»― Τι να γράψω! Τι διάβολο να γράψω!…

»Άξαφνα μου έρχεται μια ιδέα: Αφού δεν μπορώ να γράψω τίποτα σήμερα, γιατί να μη γράψω γι’ αυτό ακριβώς; Γιατί, δηλαδή, να μην κάνω θέμα την ακεφιά μου, την αδυναμία μου να συγκεντρωθώ, ό,τι μου πέρασε από το μυαλό ώς αυτή τη στιγμή; Θα γέμιζα, έτσι, χωρίς στίψιμο του κεφαλιού μου, τα τρία χειρόγραφα που περιμένει το τυπογραφείο και, αν όχι τίποτ’ άλλο, θα ’δινα στους αναγνώστες μου κάτι που θα ’χε την αξία ενός «ντοκουμέντου»…

»Κι αυτό έκανα – όπως βλέπετε…».[15]

 

Ίσως αυτό το τελευταίο δείγμα τής στάσης τού Ουράνη απέναντι στον υπερρεαλισμό, ως συνδυασμός θεωρητικής, έστω και υπαινικτικής, κριτικής αντιμετώπισης και pastiche, να συμπυκνώνει την άποψή του, την οποία, πέρα από το αν συμφωνούμε ή διαφωνούμε, οφείλουμε, πάντως, να σεβαστούμε. Για τον ποιητή του ελληνικού Spleen, ο υπερρεαλισμός δεν θα μπορούσε, όπως και τίποτε άλλο δεν θα μπορούσε, να είναι κίνημα απελευθερωτικό και δημιουργικό. Οι άλυτοι συναισθηματικοί κόμποι στην ψυχή τού Κώστα Ουράνη μάταια αποζητούσαν Ουρανό[16]. Άλλοι, ανάμεσά τους και οι Εμπειρίκος – Εγγονόπουλος, ίσως να τον αξιώθηκαν μέσω της υπερρεαλιστικής οδού. Μια τέτοια συγκριτική έρευνα, όμως, θα μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο μίας πολύ μεγαλύτερης εργασίας. Εδώ επιχειρήσαμε απλώς μία Εισαγωγή.

   

Σημειώσεις

[1] Βλ. στο άρθρο του Κώστα Στεργιόπουλου, «Κώστας Ουράνης. Ο ποιητής κι ο ταξιδιώτης», στο ένθετο Βιβλιοθήκη της εφημ. Ελευθεροτυπία, 1 Αυγούστου 2003, σσ. 12-15.

[2] Για τα παραπάνω βλ. στο λήμμα «Κώστας Ουράνης», υπογεγραμμένο από τον Αλέξη Ζήρα, στο Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα – Έργα – Ρεύματα – Όροι, Πατάκης, Αθήνα, 2007.

[3] Τόσο το δοκίμιο όσο και οι επιστολές, τα οποία είχαν αρχικά εκδοθεί από τον Δίφρο (1958), περιλαμβάνονται στην έκδοση: Πάνου Καραβία, Οκτώ Μορφές. Σολωμός, Καβάφης, Ουράνης, Καρυωτάκης, Δραγούμης – Καζαντζάκης, Παράσχος, Θρύλος. Επίμετρο: 19 γράμματα του Κ. Ουράνη, Ίκαρος, 1979 – το δοκίμιο εκτείνεται στις σσ. 89-119 (και οι Σημειώσεις του στις σσ. 235-239) και οι επιστολές (ως «Επίμετρο») εκτείνονται στις σσ. 181-226 (και οι Σημειώσεις τους στις σσ. 241-245).

[4] Για όσα παρατίθενται εδώ βλ. στο Οκτώ Μορφές, ό.π., σσ. 98-102.

[5] Πρόκειται για μία φράση τής Marie Léneru, «L’ ennui est une inquiétude, et non pas une apathie», την οποία ο Καραβίας, κατά την ανάλυσή του (ό.π., σ. 99), αντλεί από μία επιστολή του Ουράνη (ό.π., σ. 196).

[6] Σε σημείωση εδώ ο Καραβίας αναφέρει και την επίδραση, κυρίως μετά το 1930, από την «καθαρή ποίηση» των Valéry και Eliot, όπως και ο Ζήρας τον οποίο παραθέσαμε νωρίτερα εδώ, προσθέτοντας, πάντως, το όνομα του «τελευταίου μεγάλου συμβολιστή, του Mallarmé»· βλ. στο Οκτώ Μορφές, ό.π., σ. 236/ σημ. 4.

[7] Βλ. σχετικά στο Πάνος Καραβίας, Η Διάρκεια του Υπερρεαλισμού, Σειρά: Μονόκερως, Γαβριηλίδης, 2006.

[8] Βλ. στο Η Διάρκεια του Υπερρεαλισμού, ό.π., στην Εισαγωγή εκεί του Ζ. Ι. Σιαφλέκη, σ. 14. Αξίζει, πάντως, να αναφερθεί ότι στο αφιερωματικό 4ο τεύχος τού περιοδικού Ηριδανός (Φεβρ. – Μάρτιος 1976) για τον Υπερρεαλισμό, δεν έχουν συμπεριληφθεί τα κείμενα του Πάνου Καραβία μεταξύ αυτών που συναπαρτίζουν την ενότητα «Υποδοχή του Υπερρεαλισμού και κριτική διαμάχη (1931 – 1945)».

[9] Για όσα παρετέθησαν εδώ βλ. στο Συμεών Γρ. Σταμπουλού, Πηγές της πεζογραφίας του Γιάννη Σκαρίμπα, Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, Αθήναι, 2006, σ. 101. Bλ. επίσης σχετικά και στο Σταυρούλα Γ. Τσούπρου, «Γιάννης Σκαρίμπας και υπερρεαλισμός: αμφιθυμία ή στοιχεία υπερπεζογραφίας; Εισαγωγή σε μία παράλληλη εξέταση με τον Νίκο Εγγονόπουλο», Τετράδια Πολιτισμού, τχ. 3–4, Δεκέμβριος 2008, Υπουργείο Πολιτισμού, σσ. 329-347.

[10] Σχετικά με τις συγκεκριμένες αντιρρήσεις/ παρατηρήσεις τού Κώστα Ουράνη βλ. και το δοκίμιό μου «Ο εσκεμμένος υπερρεαλισμός», περ. Διαβάζω, τχ. 478, Οκτώβριος 2007/ Αφιέρωμα: Νίκος Εγγονόπουλος, σσ. 96-100 [= Σταυρούλα Γ. Τσούπρου, Δοκιμές Ανάγνωσης, Πρόλογος Μ.Γ. Μερακλής, Εκδόσεις Γρηγόρη, 2013, σσ. 43-50].

[11] Για τα παραπάνω βλ. στο Κώστα Ουράνη, Αποχρώσεις, Βιβλιοπωλείον της “Εστίας” Ιωάννου Δ. Κολλάρου και ΣΙΑΣ Α.Ε., Β′ τόμος (1933-1939, 1950), σσ. 230-232.

[12] Βλ. στο Mario Vitti, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδόσεις Οδυσσέας, 2003, σ. 399.

[13] Βλ. στο Αντρέ Μπρετόν, Μανιφέστα του Σουρρεαλισμού, Εισαγωγή – μετάφραση – σημειώσεις: Ελένης Μοσχονά, εκδόσεις «Δωδώνη», Αθήνα – Γιάννινα, 1983, σ. 31. Αυτήν την τη φράση από το πρώτο Μανιφέστο είχαν διαλέξει, παρεμπιπτόντως, τόσο ο Εμπειρίκος όσο και ο Εγγονόπουλος ως μότο των πρώτων ποιητικών συλλογών τους.

[14] Για τα ποιήματα που παρατίθενται στην συνέχεια εδώ βλ. στο Κώστας Ουράνης, Ποιήματα, Βιβλιοπωλείον της “Εστίας” Ι. Δ. Κολλάρου & Σιασ Α. Ε., Αθήνα, 2009, σσ. 197-8 και 200-202 – για το προαναφερθέν «προλόγισμα» βλ. σ. 195. Η ως άνω έκδοση ακολουθεί πιστά την πρώτη, μεταθανάτια, συγκεντρωτική έκδοση των Ποιημάτων, την οποία είχε επιμεληθεί ο Άλκης Θρύλος (Βιβλιοπωλείον της “Εστίας” [1953]). Για κάποιες επιφυλάξεις σχετικά με την μέθοδο της συγκεκριμένης παρουσίασης των Ποιημάτων τού Ουράνη από τον Άλκη Θρύλο βλ. στο Κώστας Στεργιόπουλος, «Κώστας Ουράνης. Ο ποιητής κι ο ταξιδιώτης», ό.π., σ. 12.

[15] Βλ. στο Κώστα Ουράνη, Αποχρώσεις, ό.π., σσ. 296-297.

[16] Ο Πάνος Καραβίας, στο διεισδυτικό δοκίμιό του (βλ. στο Οκτώ Μορφές, ό.π.,/ σ. 116) φθάνει, περισσότερο ασυνείδητα παρά συνειδητά, πολύ κοντά στο να ερμηνεύσει την επιλογή τού ψευδώνυμου «Ουράνης» από τον Κώστα Νέαρχο ή Νιάρχο, βασιζόμενος στους στίχους εκείνους των Spleen: «τον ουρανό εγώ νοσταλγώ, που κάποτε είχα ζήσει,/ δίχως χαρές και συφορές κι ανθρώπους, πάντα Μόνος» (βλ. στο Κώστας Ουράνης, Ποιήματα, ό.π., σ. 30), βασιζόμενος, δηλαδή, στην, ήδη νεανική, νοσταλγία τού ποιητή για το «ύστατο καταφύγιο», την «μοναδική αγκαλιά της γης».

 

 

Προηγούμενο άρθροΛογοτεχνικά βιβλία για παιδιά (το σκεπτικό της Επιτροπής για τα Βραβεία του Αναγνώστη)
Επόμενο άρθροΤο αίνιγμα του κόσμου (του Δημήτρη Σωκιαλίδη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ