Συνέντευξη στην Σταυρούλα Τσούπρου
Η Ιστορία της Γερμανικής Λογοτεχνίας, με τον υπότιτλο Από τις αρχές της ώς σήμερα, η οποία εκδόθηκε στην ελληνική γλώσσα από τον οίκο University Studio Press (βασιζόμενη στην έβδομη έκδοση (2008) του πρωτοτύπου), σε μετάφραση της Κυριακής Χρυσομάλλη–Henrich, πλούσια εικονογραφημένη, όπως και στο πρωτότυπο, και «με το βλέμμα αδιάκοπα στραμμένο στη συνάρτηση λογοτεχνίας και κοινωνίας», αποτελεί επί δεκαετίες ένα, ήδη κλασικό, εγχειρίδιο, το οποίο εκσυγχρονίζεται και επανεκδίδεται για το γερμανόφωνο κοινό κάθε πέντε περίπου χρόνια.
Ο τόμος απαρτίζεται από 15 κεφάλαια, γραμμένα από τον εκάστοτε καθ’ ύλην αρμόδιο ειδικό επιστήμονα, τα οποία, πιο συγκεκριμένα, έχουν ως εξής: Bernd Lutz, «Η Μεσαιωνική Λογοτεχνία», Wolfgang Beutin, «Ανθρωπισμός και Μεταρρύθμιση», Volker Meid, «Η Λογοτεχνία του Μπαρόκ», Inge Stephan, «Διαφωτισμός» και «Εποχή της Τέχνης», Peter Stein, «Προ-Μάρτιος» (πρόκειται για τον Μάρτιο του 1848, έτους συνδεόμενου με την αστική επανάσταση), Klaus Ehlert, «Ο Ρεαλισμός και η Εποχή τής Ίδρυσης Βιομηχανιών», Christine Kanz, «Ο Λογοτεχνικός Μοντερνισμός (1890-1920)», Inge Stephan, «Η Λογοτεχνία στη Δημοκρατία τής Βαϊμάρης», «Η Λογοτεχνία στο “Τρίτο Ράιχ”» και «Η γερμανική Λογοτεχνία τής Εξορίας», Ralph Schnell, «Η γερμανική Λογοτεχνία μετά το 1945», Wolfgang Emmerich, «Η λογοτεχνία στη Λαϊκή Δημοκρατία τής Γερμανίας», Ralph Schnell, «Η λογοτεχνία στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία τής Γερμανίας» και Michael Opitz/ Carola Opitz–Wiemers, «Τάσεις στη σύγχρονη γερμανόφωνη λογοτεχνία».
Αναλογίζεται, βέβαια, κανείς το τιτάνιο έργο τής μεταφράστριας, η οποία κλήθηκε να μεταφέρει στην ελληνική, μόνη εκείνη, το έργο 11 συναδέλφων της, το οποίο σε έκταση, τελικά, λίγο υπολείπεται των 1000 σελίδων. Ήταν απολύτως (και δικαίως) αναμενόμενο, λοιπόν, ο Βάλτερ Πούχνερ, ο οποίος προλογίζει την έκδοση–«άθλο», να πλέξει το εγκώμιο της λέκτορος των νεοελληνικών στο Πανεπιστήμιο του Κιέλου Κυριακής Χρυσομάλλη–Henrich, η οποία, επιπλέον, πέραν του άθλου τής ίδιας τής μετάφρασης ενός ποικίλου, υφολογικά, πρωτοτύπου με, επιπροσθέτως, ειδική γερμανική ορολογία αλλά και όρους θεωρίας τής λογοτεχνίας, εφοδίασε την ελληνική έκδοση (καθιστώντας την με αυτόν τον τρόπο πληρέστερη και πολύ προσιτή στον αναγνώστη), αφ’ ενός, με επεξηγηματικές υποσημειώσεις και, αφ’ ετέρου, με Συγκριτικούς Πίνακες της ελληνικής και γερμανικής λογοτεχνίας και ιστορίας, όπως και με ένα πολύτιμο Ευρετήριο Όρων και Εννοιών. Ο Βάλτερ Πούχνερ, ως επαΐων, είναι, φυσικά, σε θέση να γνωρίζει (και να τεκμηριώσει) το ότι η συγκεκριμένη μετάφραση καλύπτει ένα επείγον επιστημονικό desideratum και, αντίστοιχα, ένα κενό πληροφόρησης για το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό ενδιαφερομένων, φοιτητών και μελετητών, ενώ, παράλληλα, η ίδια δύναται και να διορθώσει ορισμένα κλισέ στην ιστορία τής νεοελληνικής, αυτήν την φορά, λογοτεχνίας.
Για την ανά χείρας ιδιαίτερα σημαντική έκδοση και για τα συναφή με αυτήν ζητήματα είχαμε την ευκαιρία να συνομιλήσουμε με την μεταφράστρια.
Κυρία Χρυσομάλλη, κρίνοντας από τον όγκο τού μεταφράσματος αλλά και από τις συγκεκριμένες δυσκολίες, τις οποίες σχολιάζετε εκτενώς στον Πρόλογό σας (ειδικά το φαινόμενο της πολυτυπίας των προς μετάφραση τίτλων πρέπει να σας βασάνισε κυριολεκτικά), θα χαρακτηρίζατε την ανά χείρας έκδοση έργο ζωής;
Κατά κάποιον τρόπο, ναι, θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει το βιβλίο αυτό “έργο ζωής”. Ωστόσο, δίπλα του θα τοποθετούσα οπωσδήποτε και τη μετάφραση της Θεωρίας της αφήγησης του Φραντς Στάντσελ (University Studio Press, 1999). Βλέπετε, τα δύο έργα αλληλοσυμπληρώνονται, το ένα ως εντονότερα θεωρητικό και το άλλο ως εργασία η οποία συναδελφώνει τον θεωρητικό με τον ευρύτερο ιστορικό και κοινωνικό χαρακτήρα της λογοτεχνίας.
Φυσικά, έργο ζωής ενός ανθρώπου μπορεί σπάνια μόνο να είναι ένα, αποκλειστικά, πόνημά του. Θα πρέπει πάντοτε να συνυπολογίζουμε το πρωτότυπο ερευνητικό έργο του/της, αλλά και τις μεταφραστικές προσπάθειες, οι οποίες, στην περίπτωσή μου, περιλαμβάνουν τόσο θεωρητικά όσο και λογοτεχνικά κείμενα· στα τελευταία ανήκουν και τα βιβλία των Κρίστα Βολφ και Ζίγκφριντ Λεντς, από τον ίδιο πάντα εκδοτικό οίκο.
Ο κύριος Πούχνερ στον Πρόλογό του σημειώνει ότι το ενδιαφέρον τού αναγνωστικού κοινού για τη γερμανική λογοτεχνία δεν έχει μειωθεί σημαντικά, παρ’ όλη την δυσμενή κατάσταση, η οποία έχει διαμορφωθεί εξαιτίας τής οικονομικής κρίσης. Εσείς, μόνιμη κάτοικος Αμβούργου και παντρεμένη με τον ομότιμο Καθηγητή Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φιλολογίας τού Πανεπιστημίου τής Λιψίας Günther Henrich (την συμβολή τού οποίου στην παρούσα έκδοση δεν παραλείπετε να τονίζετε), πώς βιώνετε αυτήν την ακανθώδη πνευματική σχέση μεταξύ των δύο πολιτισμικών χώρων;
Η ακανθώδης σχέση αφορά τη σφαίρα της πολιτικής και της οικονομίας. Στους τομείς αυτούς υπήρξαν, κατά την περίοδο της όξυνσης της ελληνικής κρίσης, δυσάρεστες έως επονείδιστες αντιδράσεις ορισμένων μέσων μαζικής επικοινωνίας – κυρίως μερικών ακραίων (ακροδεξιών) εφημερίδων, τις οποίες μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει κίτρινο τύπο και οι οποίες ντρόπιασαν τη Γερμανία. Οι καθαρά πνευματικές σχέσεις, όμως, εκείνες που αφορούν το ενδιαφέρον για την ιστορία, την αρχαιολογία, τη λογοτεχνία της Ελλάδας δεν υπέστησαν, κατά τη γνώμη μου, ρήγματα. Το βλέπει κανείς στους αριθμούς των Γερμανών που επισκέπτονται την Ελλάδα, αλλά και στο γεγονός ότι στα Τμήματα Νεοελληνικών Σπουδών των γερμανικών Πανεπιστημίων προσέρχονται ακόμη νέοι άνθρωποι και σπουδάζουν τη γλώσσα και τη λογοτεχνία μας, παρά το γεγονός τής μετέπειτα δύσκολης πρόσβασής τους στην επαγγελματική απασχόληση. Δυστυχώς, η λογοτεχνία μας, ιδίως η νεότερη, δεν εκπροσωπείται επαρκώς στον γερμανόφωνο χώρο, κάτι το οποίο είναι πολύ άδικο, βέβαια, επειδή έχουμε να επιδείξουμε σοβαρή και υψηλή λογοτεχνία. Καζαντζάκης και Καβάφης είναι τα δύο ονόματα που επικρατούν. Ένας λόγος είναι σίγουρα η αδικαιολόγητη έως παράλογη επικράτηση της αγγλόφωνης λογοτεχνίας, η οποία, καθώς ξέρουμε, δεν παράγει μόνον διαμάντια… Τον τελευταίο καιρό, το Τμήμα Νεοελληνικών Σπουδών τού Πανεπιστημίου του Βερολίνου, που ανέλαβε τις Εκδόσεις Ρωμιοσύνη, κάνει σημαντική προσπάθεια, αφ’ ενός, ανατυπώνοντας με νέα επιμέλεια παλιές μεταφράσεις και, αφ’ ετέρου, φροντίζοντας να υπάρξουν νέες. Επί παραδείγματι, μεταφράσεις των έργων τού Θανάση Βαλτινού, η ευρύτερη απουσία τού οποίου από τον γερμανόφωνο χώρο αποτελεί ανεπίτρεπτο κενό· κυκλοφορεί μόνον η μετάφραση του Αντρέα Κορδοπάτη. Τουλάχιστον, μπορεί κανείς να εγγραφεί στην ιστοσελίδα του Ελεύθερου Πανεπιστημίου και να διαβάσει εκεί ηλεκτρονικά, και δωρεάν, τις υπάρχουσες μεταφράσεις, μια δυνατότητα η οποία, σε βάθος χρόνου, θα συμβάλει στην ευρύτερη γνώση της ελληνικής λογοτεχνίας.
Από την άλλη πλευρά, βέβαια, η γερμανική λογοτεχνία μεταφράζεται σήμερα στην Ελλάδα από πολλούς εκδοτικούς οίκους, με τους συνηθισμένους από άλλοτε ρυθμούς, και πάντως όχι λιγότερο από ό,τι πριν την οικονομική κρίση. Συμπερασματικά, η καθαρά πολιτισμική κίνηση μεταξύ των δύο λαών διατηρείται σε σταθερά επίπεδα, παρ’ όλες τις οικονομικές και πολιτικές δυσκολίες.
Πέραν του εκπαιδευτικού έργου σας και των ερευνητικών σας μελετών, έχετε μεταφράσει στα ελληνικά, εκτός τής πολύ σημαντικής Θεωρίας της αφήγησης του Franz Stanzel, και έργα τής Christa Wolf και του Siegfried Lenz, όπως και εσείς μας προαναφέρατε. Με ποιους τρόπους θα λέγατε ότι επηρεάζεται η νεοελληνική λογοτεχνία από τη γερμανική, δεδομένου ότι η παρουσία άλλων ξενόγλωσσων λογοτεχνιών υπήρξε παραδοσιακά ισχυρότερη;
Πράγματι. Η γαλλική λογοτεχνία, από τη μία πλευρά, επικρατούσε στην Ελλάδα τον 19ο και σε μεγάλο μέρος τού 20ού αιώνα. Μεταπολεμικά, ωστόσο, άρχισε να ενισχύεται η παρουσία τής αγγλόφωνης λογοτεχνίας, η οποία, βέβαια, έχει, πλέον, σίγουρα καταλάβει την πρώτη θέση. Η γερμανική λογοτεχνία, πάντως, κατείχε κι αυτή κατά καιρούς εξέχουσα θέση, κάτι το οποίο σήμερα έχει διαφοροποιηθεί. Οι Γερμανοί κλασικοί, Γκέτε, Σίλερ, και πολλοί ρομαντικοί, Σλέγκελ, Χέλντερλιν, Κλάιστ, Νοβάλις, Χόφμαν (για να περιοριστώ σε ορισμένα μόνο ονόματα) μεταφράστηκαν πολλαπλώς και άσκησαν οπωσδήποτε επίδραση στα αντίστοιχα λογοτεχνικά ρεύματα της Ελλάδας. Προκειμένου να καταδειχθεί η διαχρονική παρουσία τής γερμανικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα καλό παράδειγμα αποτελεί η μετάφραση ολόκληρου του Φάουστ (Πρώτου και Δεύτερου μέρους, γεγονός σπάνιο, επειδή συνήθως χρησιμοποιείται μόνον το Πρώτο μέρος) από τον Πέτρο Μάρκαρη: ένα γιγάντιο εγχείρημα, αν συνυπολογίσει κανείς την προσπάθεια του μεταφραστή να αποδώσει τα πολυποίκιλα μέτρα του φαουστικού στίχου. Η παλαιότερη, δε, μετάφραση του Φάουστ από τον Χατζόπουλο είχε την τύχη να παιχτεί πολύ συχνά στο θέατρο και να ασκήσει ανάλογη επίδραση, ενώ του Καζαντζάκη δεν παίχτηκε ποτέ, εξαιτίας τής γλωσσικής της ιδιοτυπίας. Ας μην ξεχνούμε ότι ο Χατζόπουλος, ως ένας από τους πρώτους Έλληνες σοσιαλιστές, μετέφρασε και πολιτικά κείμενα εξαιρετικής σημασίας, όπως π.χ. το Κομμουνιστικό μανιφέστο των Μαρξ και Ένγκελς. Ο γερμανικός λογοτεχνικός μοντερνισμός (1890-1920), ο οποίος υπήρξε και ο πρώτος στην Ευρώπη, άσκησε οπωσδήποτε, με τις διάφορες εκφάνσεις του, τον ντανταϊσμό, τον εξπρεσιονισμό, τον υπερρεαλισμό (που αποτελεί εξέλιξη του ντανταϊσμού στη γαλλική μορφή του με τον Αντρέ Μπρετόν), ακόμη και τον νατουραλισμό, έστω και εκ των υστέρων, σημαντική επίδραση στα αντίστοιχα ελληνικά κινήματα. Αργότερα, είναι ο Κάφκα και ο Μπρεχτ που θα ασκήσουν σημαντική επίδραση στην ελληνική και γενικότερα στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Στις πολιτισμικές σχέσεις παίζουν, άλλωστε, ως γνωστόν, εξίσου σημαντικό ρόλο και κείμενα φιλοσοφίας (π.χ. Χέγκελ, Νίτσε) ή πολιτικής.
Στο πλαίσιο μιας τέτοιας συζήτησης είναι, φυσικά, αδύνατον να υπεισέλθει κανείς σε λεπτομέρειες. Όσα προανέφερα ήταν απλώς μια πρόχειρα ριγμένη πινελιά. Άλλωστε, κυρία Τσούπρου, εσείς που ασχοληθήκατε τόσο εκτεταμένα και σε τόσο βάθος με το μείζον θέμα της διακειμενικότητας στη διατριβή σας, ξέρετε καλύτερα από μένα πόσο δύσκολο είναι να αποδειχτούν άμεσα οι “επιδράσεις” μιας λογοτεχνίας σε μιαν άλλη, ή ενός λογοτέχνη σε κάποιον άλλον. Αυτά όλα κυκλοφορούν στο πνεύμα τής κάθε εποχής και εμφανίζονται πότε ως σαφή διακείμενα και πότε ως ευρύτερη περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Γενικότερα, πάντως, μπορεί να θεωρήσει κανείς πως υπάρχει ένας σταθερός δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ των δύο γλωσσών και πολιτισμών, με ισχυρότερο το ρεύμα από τη Γερμανία προς την Ελλάδα, αφού μεταφράζονται περισσότερα κείμενα από τα γερμανικά στα ελληνικά, από ό,τι αντιστρόφως.
Στον Πρόλογό σας, κυρία Χρυσομάλλη, αναφέρεστε, με την ευκαιρία τής ανάλυσης των ειδικών γλωσσικών/ μεταφραστικών προβλημάτων τα οποία αντιμετωπίσατε, τόσο στον Εμμανουήλ Κριαρά όσο και στην Γραμματική τού Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Καθώς είστε πτυχιούχος τού ΑΠΘ και ο εκδοτικός οίκος έχει έδρα του την Θεσσαλονίκη, θα ήθελα να μας σχολιάσετε την παρουσία των παραπάνω προσώπων και θεσμών στη σύγχρονη ελληνική πολιτισμική πραγματικότητα.
Η Γραμματική τού Μανόλη Τριανταφυλλίδη αποτελεί ένα θεμελιακό έργο, χωρίς το οποίο κανένας φιλόλογος δεν μπορεί να εργαστεί. Φυσικά, έχουν γραφτεί και νεότερες Γραμματικές της δημοτικής, οι οποίες, όμως, σε ορισμένα σημεία δεν αποφεύγουν κάποιες δυσάρεστες αναμνήσεις από την καθαρεύουσα, ενώ σε μερικούς χρήστες της γλώσσας παρατηρείται μια, ίσως νοσταλγική, “παλινώδηση”, κάθε άλλο παρά ευκταία.
Ο Εμμανουήλ Κριαράς, τον οποίο ευτύχησα να έχω δάσκαλο στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, στάθηκε στυλοβάτης της δημοτικής, διδάσκοντας και ενεργώντας στο πνεύμα του Μανόλη Τριανταφυλλίδη, ενώ τώρα τον ρόλο αυτό πρέπει να αναλάβουν οι μαθητές και οι μαθήτριές του και, φυσικά, οι γενιές των τελειόφοιτων, στηριζόμενες στο έργο τού ακραιφνούς δημοκράτη και δημοτικιστή.
Το Αριστοτέλειο υπήρξε, καθώς ξέρετε, από την ίδρυσή του προπύργιο του δημοτικισμού. Δίδαξαν εκεί προσωπικότητες όπως ο Λίνος Πολίτης και ο Γιώργος Σαββίδης, κοντά στους οποίους μαθήτευσα επίσης. Και σήμερα, δίπλα στους άξιους ομότιμους, διδάσκει μια πλειάδα νεότερων επιστημόνων, που ανανεώνουν τη γλώσσα, χωρίς να ξεχνούν τη σταθερή βάση της δημοτικής. Στο έργο τους υποστηρίζονται και από το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη, το οποίο καλλιεργεί αυτήν την παράδοση με εκδόσεις και λεξικά, όπως το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, που χρησιμοποίησα κι εγώ ως κύριο βοήθημα κατά τη σύνταξη της μετάφρασης, για την οποία συζητούμε. Το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο δεν είναι απλώς ένα ακόμη εκπαιδευτικό ίδρυμα, αποτελεί σπουδαίο πολιτιστικό κέντρο με εντελώς ξεχωριστή θέση στην Ελλάδα.
Όσον αφορά τους εκδοτικούς οίκους, στη Θεσσαλονίκη υπάρχουν αρκετοί αξιόλογοι εκδοτικοί οίκοι. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει το University Studio Press, για τις ιδιαίτερα φροντισμένες εκδόσεις του, οι οποίες, ανάλογα με το θέμα του βιβλίου, έχουν κάποτε γνήσιο καλλιτεχνικό χαρακτήρα. Ειδικοί όλων των κλάδων του Πανεπιστημίου εκδίδουν τα βιβλία τους στο University Studio Press, που αποτελεί ήδη θεσμό στη Θεσσαλονίκη, την οποία κοσμεί με τη σοβαρή του παρουσία. Άλλωστε, οι διευθύνοντες δέχονται με ανοιχτό πνεύμα προτάσεις και δεν φείδονται κόπων και εξόδων, ακόμα κι αν το εγχείρημα φαίνεται “απόκοτο”.
Πόσο έτοιμη είστε τώρα, κυρία Χρυσομάλλη, μετά την ευτυχή κατάληξη του «απόκοτου εγχειρήματός» σας, λοιπόν, το οποίο σας κόστισε τόσο σε κόπο και χρόνο, να ξεκινήσετε κάτι νέο;
Πιστεύοντας ότι η δουλειά μού χαρίζει ενέργεια και ζωή, σκοπεύω να εξακολουθήσω να δουλεύω, όσο θα το επιτρέπουν οι δυνάμεις μου. Υπάρχουν ήδη σχέδια στο University Studio Press για κάποιες προσεχείς εργασίες.
Σας ευχόμαστε Καλή Συνέχεια σε όλες τις ενασχολήσεις σας και σας ευχαριστούμε πολύ
Κι εγώ σας ευχαριστώ.