Του Ευριπίδη Γαραντούδη.
Η σταδιακή καταξίωση στην Ελλάδα, τα τελευταία περίπου σαράντα χρόνια, της ποίησης του Κυριάκου Χαραλαμπίδη (γεννήθηκε το 1940 στην Άχνα της επαρχίας Αμμοχώστου και το 1996 τιμήθηκε με το ελληνικό κρατικό βραβείο ποίησης για το βιβλίο του Μεθιστορία, αφού είχαν προηγηθεί τρία κρατικά βραβεία ποίησης της Κύπρου) ίσως είναι η άλλη όψη της συγκαταβατικής αποδοχής ενός Κύπριου ποιητή που κατόρθωσε να γίνει αποδεκτός από την ελλαδική λογοτεχνική και κριτική κοινότητα, κοινότητα που κατά κανόνα στάθηκε επιφυλακτική απέναντι στους Κύπριους λογοτέχνες. Η γνώμη μου είναι ότι η υψηλή αισθητική αξία της ποίησης του Χαραλαμπίδη τον αναδεικνύει σε έναν από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές της μεταπολεμικής και της μεταπολιτευτικής περιόδου. Ειδικότερα, η εκτίμηση της μεγάλης αξίας της ποίησής του και η διακρίβωση της θέσης της πιστεύω ότι συναρτώνται κατά βάθος με όλα εκείνα τα διακριτικά γνωρίσματά της που την κάνουν να διαφέρει αισθητά, αν όχι να βρίσκεται στους αντίποδες, σε σύγκριση με τις κυρίαρχες τάσεις της σύγχρονης ελληνικής ποίησης.
Από τη συλλογή Αχαιών ακτή (1977) και σε όλα σχεδόν τα επόμενα βιβλία του Χαραλαμπίδη (Αμμόχωστος Βασιλεύουσα [1982], Θόλος [1989], Μεθιστορία [1995], Δοκίμιν [2000], Αιγιαλούσης επίσκεψις – ένα ποίημα και ένα σχόλιο [2003], Κυδώνιον μήλον [2006], Ίμερος [2012] και Στη γλώσσα της υφαντικής [2013]), κεντρικό θέμα της ποίησής του είναι οι τραγικές, άμεσες και έμμεσες, συνέπειες της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο από το 1974 μέχρι σήμερα. Η ελλαδική λογοτεχνία μετά το 1974 και μέχρι τις μέρες μας αναφέρθηκε λίγο, σχεδόν ελάχιστα, στην κυπριακή τραγωδία. Στην ελλαδική ποιητική παραγωγή των τελευταίων σαράντα χρόνων η συγκομιδή των αναφερόμενων στην Κύπρο και στα γεγονότα του 1974 μεμονωμένων ποιημάτων ή ποιητικών συνθέσεων δεν υπερβαίνει τον μικρό διψήφιο αριθμό, όσο για εκείνα τα ποιήματα που είναι γραμμένα από συνομήλικους του Χαραλαμπίδη ελλαδίτες ποιητές μετριούνται στα δάχτυλα.[1] Η εθνική βαρύτητα του γεγονότος της τουρκικής εισβολής και κατοχής ήταν και παραμένει τόσο μεγάλη ώστε αυτή καθεαυτή η επιλογή των ελλαδιτών λογοτεχνών, και ιδίως των ποιητών, της μεταπολιτευτικής εποχής να μην αναφερθούν στην κυπριακή τραγωδία θέτει το ζήτημα μιας ηθικής επιλογής τους. Με άλλα λόγια, τίθεται το ερώτημα αν η στάση της αγνόησης ή της αποσιώπησης της κυπριακής τραγωδίας υποκρύπτει το αίσθημα της ενοχής των ελλαδιτών λογοτεχνών έναντι του κυπριακού ελληνισμού για τα γεγονότα του 1974.
Αρκετά ποιήματα του Χαραλαμπίδη έδωσαν θετική απάντηση στο ερώτημα αν υπάρχουν ευθύνες για την κυπριακή τραγωδία, στην αρχή και στην εξέλιξή της, και, επίσης, υπαινίχθηκαν σε ποιους αυτές οι ευθύνες αποδίδονται. Παραθέτω ως παράδειγμα το σύντομο ποίημά του «Περί κλάδου ελαίας», αρθρωμένο σε δύο ενότητες:
Έχοντας στη φαρέτρα του
θέσφατα νομικά
με κλάδο ελαίας παρμένο από
το νεκροκράββατο της ιστορίας,
παρόντος του εχθρού προ των πυλών,
η πολυτέλεια, έλεε, της τιμωρίας παρέλκει.
(Όσο για μεταμέλεια ούτε λόγος).
* * *
– Προσέξτε· το κακό φαντάζει αχειροποίητο.
Για να παραγραφούν ανόσιες πράξεις
θα πρέπει να παραγραφεί αυτό το ανόσιον.
Για να παραγραφεί αυτό το ανόσιον
ο χώρος όπου εγένετο πρέπει να μην υπήρξε.
Ψεύτικος σκύλος ψεύτικη μάντρα φυλάγει.
Η Κύπρος δεν υπάρχει· καταργείται
ως χώρος τραγικών συμβάντων.[2]
Το ποίημα αυτό χαρακτηρίζεται από την καταγγελτική οργή και τη βαθιά πίκρα. Αν στην πρώτη ενότητά του σατιρίζεται με δηκτικό τρόπο η κοινότητα των ενδοτικών Ελλήνων πολιτικών, όσοι διαχειρίστηκαν το κυπριακό ζήτημα στο διεθνές πολιτικό σκηνικό, στη δεύτερη ενότητα ο Χαραλαμπίδης ασκεί το δικαίωμα του ποιητή να κρίνει και να αποφαίνεται, ακόμη και σε υψηλούς τόνους και με κυριολεκτική κατά βάση γλώσσα, για την επιλογή της «κατάργησης» της Κύπρου. Θεωρώντας από την απόσταση του χρόνου το ελλαδικό κοινωνικό περιβάλλον της μεταπολίτευσης και το ιδεολογικό κλίμα του, μπορούμε σήμερα να διαπιστώσουμε ότι εξέθρεψαν λογοτέχνες, και ιδίως ποιητές, που επέλεξαν να γράψουν για θέματα περισσότερο ιδιωτικά και λιγότερο επώδυνα απ’ ό,τι η κυπριακή τραγωδία ή, για να αναδιατυπώσω την παραπάνω σκέψη με τους όρους του ποιήματος του Χαραλαμπίδη, επέλεξαν να παραγράψουν το «ανόσιον» και συνεπώς να θεωρήσουν ότι «η Κύπρος δεν υπάρχει». Δυστυχώς, μέχρι σήμερα στον δημόσιο χώρο του τόπου μας εξακολουθεί να εμφανίζεται σποραδικά η άποψη ότι «η Κύπρος δεν υπάρχει».[3]
Ο Χαραλαμπίδης, άνθρωπος που έχει τον καημό της χαμένης πατρίδας και ποιητής με βαθιά ριζωμένη ελληνική εθνική συνείδηση, δεν μπορούσε παρά να επιλέξει –και αυτό συνεχίζει να πράττει μέχρι σήμερα– να υπηρετήσει σταθερά και με συνέπεια μια ποιητική αντίληψη την οποία η ελλαδική μεταπολιτευτική ποίηση εγκατέλειψε στο μακρινό και λαμπρό παρελθόν της. Κάνω λόγο για την αντίληψη της εθνικής ποίησης. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, προσδιορίζω την ποίηση του Χαραλαμπίδη ως εθνική και τον ίδιο, αντιστοίχως, ως εθνικό ποιητή χρησιμοποιώντας τους όρους όχι αξιολογικά, αλλά τυπολογικά, επειδή στην ποίησή του διακρίνω μιαν έγκυρη και κυρίως εκσυγχρονισμένη, διακριτή από το παρελθόν, εκδοχή βασικών γνωρισμάτων που προσδιόριζαν τον τύπο του εθνικού ποιητή στην παλαιότερη ελληνική ποίηση. Τα διακριτικά γνωρίσματα της ποίησης του Χαραλαμπίδη, όπως τα θέματά της, η σχέση της με τη λογοτεχνική παράδοση, το γλωσσικό ήθος της, η προβολή ηθικών αιτημάτων, απορρέουν άμεσα ή συνδέονται με την ιδιότητα του εθνικού ποιητή, αλλά και την πρόθεση να λειτουργήσει ως τέτοιος.
Καταρχάς, λοιπόν, η άποψη του ίδιου του Χαραλαμπίδη για το πώς μπορεί στις μέρες μας να λειτουργεί ως εθνικός ποιητής είναι ρητά διατυπωμένη. Περιορίζομαι να παραθέσω το τέλος της απάντησης που έδωσε, σε συνέντευξή του, το 2006, στο ερώτημα πώς σχολιάζει τον χαρακτηρισμό του ως «του σύγχρονου εθνικού ποιητή του κυπριακού, αλλά και του ευρύτερου ελληνικού χώρου». Αφού, λοιπόν, ο Χαραλαμπίδης έκανε μια αναδρομή στις «αμιγώς πατριδοκεντρικές» συλλογές του, διακρίνοντάς τις από εκείνες που προσδιόρισε ως «μεικτές» συλλογές (αποτελούμενες από «πατριδοκεντρικά» και μη ποιήματα), κατέληξε: «Η γενική εντύπωση παραμένει: ότι ένας Κύπριος ποιητής, βεβαρημένος με εθνικές ευαισθησίες, εξακολουθεί να λειτουργεί με φόντο την πατρίδα. Η συνείδηση του Έθνους, σύμφωνα με την εκτίμηση των πολλών, παραμένει ως το βασικό λογότυπό μου. Αλλά και εγώ δεν έχω λόγους να το απορρίψω, εφόσον, ούτως ή άλλως, λαχταρώ να προεκτείνω την ειδική πατρίδα Κύπρο σ’ αυτό που θα καλούσαμε “γενική πατρίδα των ανθρώπων”, άλλωστε το πρότυπο το δίνει ο Διονύσιος Σολωμός: μιλά για την Ιδέα, που υψώνεται στο κέντρο και απλώνει βαθμηδόν τους κύκλους της».[4] Ως πυρήνα της παραπάνω άποψης διακρίνω ότι η κυριαρχική στην ποίηση του Χαραλαμπίδη «συνείδηση του Έθνους» στηρίζει την επιθυμία για την αναγωγή της ειδικής πατρίδας, της Κύπρου-Ελλάδας, στη «γενική πατρίδα των ανθρώπων». Είναι, επίσης, φανερό ότι τόσο η συνείδηση όσο και η επιθυμία ανάγονται στον γενάρχη της νεότερης ελληνικής ποίησης και ιδρυτικό εθνικό ποιητή της, τον Διονύσιο Σολωμό.
Θα διατυπώσω σχηματικά στη συνέχεια μια υπόθεση εργασίας για τον τύπο ή το μοντέλο εθνικού ποιητή στην ποίηση του Χαραλαμπίδη, λαμβάνοντας υπόψη τις προκαταρκτικές, αλλά καίριες παρατηρήσεις και διαπιστώσεις του Δ.Ν. Μαρωνίτη για τον τύπο του εθνικού ποιητή στην εποχή της νεότερης ελληνικής ποίησης.[5] Αν η Μικρασιατική Καταστροφή, όπως υποστήριξε ο Μαρωνίτης, επέφερε το τέλος της Μεγάλης Ιδέας κι έτσι τερμάτισε τον μακρόχρονο ρομαντικό κύκλο της εθνικής μας ποίησης, κύκλο που άρχισε περίπου το 1780 με τον Ρήγα Φεραίο και τελείωσε το 1922, με τελευταίο ποιητή του κύκλου τον Σικελιανό, μια νεότερη εθνική τραγωδία, η κυπριακή, σχεδόν μισό αιώνα αργότερα, λειτούργησε ως η ιστορική μήτρα για την αναβίωση του τύπου του εθνικού ποιητή από τον Χαραλαμπίδη. Πρέπει, επίσης, να επισημανθεί ότι ο τύπος του εθνικού ποιητή αναβιώνει στην ποίηση του Χαραλαμπίδη σε απόσταση δεκαετιών από ποιήματα της γενιάς του 1930, όπως του Ελύτη, του Εγγονόπουλου, του Ρίτσου και του Σεφέρη, που μπορούμε να εντάξουμε στην εθνική ή πατριωτική ποίηση.[6] Συγγενικές σχέσεις ανάμεσα στην ποίηση του Χαραλαμπίδη και εκείνη παλαιότερων εθνικών ποιητών δεν είναι δύσκολο να εντοπιστούν. Π.χ. σε σύγκριση με τη σολωμική ποίηση συγγενική είναι η κριτική στάση απέναντι στη βασική γραμμή του μοντέλου του εθνικού ποιητή, κριτική στάση κυρίως με την έννοια του προβληματισμού για το ήθος και τους στόχους της εθνικής ποίησης.[7] Σε σύγκριση, πάλι, με τον τύπο του εθνικού ποιητή στο έργο του Σικελιανού, η συγγένεια έγκειται στο ότι ο ελληνοκεντρισμός διαστέλλεται σε κοσμικό μοντέλο, όχι όμως, στον Χαραλαμπίδη, και σε ενοραματικά προφητικό μοντέλο, όπως συμβαίνει στον Σικελιανό.[8] Κατά τη γνώμη μου, ο τύπος εθνικού ποιητή που ανέπτυξε ο Χαραλαμπίδης αντλεί την καταγωγή του από την ποίηση του Σεφέρη και το βασικό γνώρισμα αυτής της καταγωγικής σχέσης μπορεί να συνοψιστεί με τη διαπίστωση του Μαρωνίτη για το τι διακρίνει και ξεχωρίζει τον τύπο εθνικού ποιητή στον Σεφέρη: «Θα τον ονόμαζα “ποιητική μελέτη της ιστορίας”, κριτική δηλαδή και αυτοκριτική της με τα ανυποχώρητα, εμπειρικά και στοχαστικά, μέτρα της ποίησης, που αντιστέκονται στις υπεραισιόδοξες ή τις υπεραπαισιόδοξες προτάσεις της ηρωικής ή της αντιηρωικής ιδεολογίας της εθνικής ή της επαναστατικής επιλογής».[9] Πιστεύω ότι μέσα από μια τέτοιας αντίληψης ποιητική μελέτη του γενέθλιου και εθνικού τόπου του και του ιστορικού καιρού του, ανατρέχοντας διαρκώς και θεμελιώνοντας στο παρελθόν τη θεώρηση του εδώ και του τώρα, ο Χαραλαμπίδης καθοδηγήθηκε και έφτασε στη βαθιά ουμανιστική και υπερεθνική διάσταση της ποίησής του. Γιατί η ποίησή του αποβλέπει σε ένα οικουμενικό νόημα που υπερβαίνει τα όρια της οποιασδήποτε εθνότητας και δεν είναι άλλο από το νόημα της ιστορίας ως του μηχανισμού άσκησης της βίας και της αδικίας εις βάρος των αδυνάτων από την πλευρά των ισχυρών. Έτσι, η διαρκής ενάσκηση και εντρύφηση του Χαραλαμπίδη στο ερώτημα της ελληνικής ταυτότητάς του είναι το μέτρο της αυτοσυνειδησίας του –ελπίζω και του αναγνώστη του– ως πολίτη στη «γενική πατρίδα των ανθρώπων».
Η παραπάνω σχηματική περιγραφή του τύπου του εθνικού ποιητή στην ποίηση του Χαραλαμπίδη απορρέει ιδίως από την ορατότερη όψη της, εκείνη της θεματικής περιοχής της. Αλλά και ειδικότερα, λιγότερο διακριτά, γνωρίσματα της ποίησής του συνδέονται με ένα ποιητικό πρόγραμμα που εγγράφεται στον ανανεωμένο τύπο του εθνικού ποιητή. Συγκεκριμένα, η ποίηση του Χαραλαμπίδη συνέχεται από τη στέρεα λόγια συγκρότηση του δημιουργού της. Γι’ αυτό στα ποιήματά του εξυφαίνεται μια πυκνή διαλογική σχέση με ολόκληρη την ελληνική λογοτεχνική και γραμματειακή παράδοση: με αρχαιοελληνικά, βυζαντινά και νεότερα κείμενα, το δημοτικό τραγούδι, τη νεότερη ποίηση. Π.χ. μια καίρια όψη της σύνθετης διαλογικής σχέσης του Χαραλαμπίδη με την ελληνική ποιητική παράδοση, όψη που αναπτύχθηκε τόσο σε ποιητικά όσο και σε δοκιμιακά κείμενα του, είναι ο διάλογός του με το έργο του Σολωμού. Ποικίλα κρυμμένα ή λανθάνοντα ίχνη αυτού του διαλόγου εικάζονται βάσιμα στη γλώσσα, στα θέματα, στις μορφές και στις βασικές ιδέες της ποίησης του Χαραλαμπίδη και τέτοια ίχνη έχουν ήδη εντοπιστεί και σχολιαστεί από μελετητές της.[10] Το εργαστήρι του ποιητή Χαραλαμπίδη είναι, επίσης, ένα πολύπτυχο μωσαϊκό κειμένων κάθε είδους, ένα ετερόκλητο υλικό μελέτης που προϋποτίθεται για έναν ποιητή που, όπως ο Καβάφης, θα ομολογούσε: Εγώ είμαι ποιητής ιστορικός. Γιατί ο Χαραλαμπίδης είναι ο ποιητής που ίσως όπως κανείς άλλος ανάμεσα στους συγχρόνους του έχει περιδιαβάσει, με οδηγό του κυρίως κειμενικές πηγές, τα μήκη και τα πλάτη της ιστορίας του τόπου του, της Κύπρου και της Ελλάδας. Ο τύπος του εθνικού ποιητή λανθάνει, αλλά ενισχύεται καίρια, σε εκείνη την περιοχή του έργου του Χαραλαμπίδη που εκ πρώτης (θεματικής) όψεως δεν έχει σχέση με την εθνική ποίηση. Π.χ. με τη συλλογή Ίμερος (2012), το ενδέκατο ποιητικό βιβλίο του, που αποτελείται από τριάντα ένα αυτόνομα και τιτλοφορημένα ποιήματα, ο Χαραλαμπίδης έκλινε προς την πλευρά της ερωτικής ποίησης (υπενθυμίζω, πάντως, ότι το ερωτικό στοιχείο υπάρχει και στην παλαιότερη ποίησή του, αλλά όχι με αυτή την πυκνότητα και την αποκλειστικότητα). Με τον τρόπο αυτό βρήκε έναν άλλον, λιγότερο ορατό, πλάγιο, αλλά εξίσου γόνιμο και πρόσφορο δρόμο για να επιστρέψει στον γενέθλιο τόπο του, που για κάθε σημαντικό ποιητή δεν είναι παρά η μητρική του γλώσσα μεταπλασμένη σε ποιητικό λόγο, και η γραμματειακή μνήμη αυτής της γλώσσας αναγεννημένη στο παρόν της δικής του ποίησης. Στα ποιήματα του βιβλίου Ίμερος ο ίμερος του έρωτα γίνεται ίμερος της ποιητικής έκφρασης κι έτσι η ξενότητα ενός ευφορικού και μαζί βαθιά στοχαστικού ποιητικού λόγου, με σπάνια μεταφορικότητα, με στίλβουσες στη λάμψη τους εικόνες, με καταβυθίσεις στο βάθος της γλωσσικής μας μνήμης και αναδύσεις στο φως της ποιητικής λεξιπλασίας, γίνεται εντέλει η οικειότητα μιας λόγιας ποίησης για όσους την αισθάνονται και την καταλαβαίνουν ακόμα με ουσιαστικό θέμα την αρχαιοελληνική ιδίως ιδέα του έρωτα.
Ενώ θα περίμενε κανείς ότι τα ποιήματά του θα βούλιαζαν κάτω από το βάρος της λογιοσύνης τους, αντιθέτως ο Χαραλαμπίδης κατορθώνει να αποτυπώνει τα ίχνη της ελληνικής γλωσσικής διαχρονίας σε λέξεις ποιητικά ζωντανές. Διακριτικός, πάντως αισθητός, είναι ο χρωματισμός της ποιητικής γλώσσας του με λέξεις και φράσεις εκφραστικής παλαιότητας. Η ενσωμάτωση στη γλώσσα των ποιημάτων του λέξεων και φράσεων από το ποιητικό παρελθόν επιφέρει τη σύντηξη του γενικά σύγχρονου λόγου του με τα ίχνη της εκφραστικής παλαιότητας. Η λειτουργικότητα μιας τέτοιας σύντηξης δοκιμάζεται ιδίως με τον ενοφθαλμισμό στα ποιήματά του λέξεων ή φράσεων του κυπριακού ιδιώματος και του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού με τέτοιο τρόπο ώστε να ανακαλείται η γνωστή σολωμική υποθήκη για την επιλεκτική εκμετάλλευση της λαϊκής γλώσσας από τον λόγιο δημιουργό.
Έχει ήδη διαπιστωθεί από τους μελετητές ότι ο ποιητικός λόγος του Χαραλαμπίδη ζωοποιείται κυρίως από τον εκλεπτυσμένο διάλογό του με την καβαφική και τη σεφερική ποίηση. Στο κέντρο της σχέσης με την ποίηση του Καβάφη βρίσκεται η ειρωνική ή και σαρκαστική στάση του Χαραλαμπίδη έναντι της Ιστορίας. Στη σχέση του πάλι με τη σεφερική ποίηση εντοπίζονται αφενός το θεματικό και ηθικό επίκεντρο της ποίησής του, ό,τι θα μπορούσε να ονομαστεί, με σεφερικούς όρους, «ο καημός της ρωμιοσύνης», και, αφετέρου, η αναγωγή της Ιστορίας στον χώρο του μύθου. Εννοώ ότι, όπως ο Σεφέρης, έτσι και ο Χαραλαμπίδης προβάλλει και μνημειώνει τη σκληρή μοίρα, τις αντιξοότητες, τις δυσκολίες και τις αδικίες που χαρακτηρίζουν τη διαχρονική πορεία του ελληνισμού, ιδίως του κυπριακού ελληνισμού, μέσα από τις συμπληγάδες της Ιστορίας. Επίσης, όπως συμβαίνει στη σεφερική ποίηση, έτσι και σε εκείνη του Χαραλαμπίδη η έκφραση του «καημού της ρωμιοσύνης» μεταδίδεται στον αναγνώστη επειδή κατορθώνεται ο συγκερασμός της ατομικής με τη συλλογική εμπειρία και του σύγχρονου με το διαχρονικό βίωμα. Θα έλεγα ότι ο Χαραλαμπίδης και ιστορεί όπως ο Καβάφης και μυθολογεί όπως ο Σεφέρης. Αλλά το ενδιαφέρον στην περίπτωσή του δεν έγκειται στο εν μέρει και εν μέρει μιας τέτοιας εκλεκτικής συγγένειας, αλλά στην αφομοίωσή της· με άλλα λόγια, στη δημιουργική σύνθεση των δύο παλαιότερων εκφραστικών τρόπων ή και ποιητικών μεθόδων. Αλλά, ανεξάρτητα από τη θεματική περιοχή των ποιημάτων του ή την ιχνηλασία των διακειμένων τους, η εντρύφηση του Χαραλαμπίδη στη γραμματειακή, μυθολογική και ιστορική μνήμη –σταθερός άξονας του έργου του– μας ενδιαφέρει επειδή η μνήμη αυτή εκβάλλει πάντοτε στο παρόν, το σχολιάζει και το ανατέμνει, το κρίνει και το αποτιμά, με τους υπαινικτικούς τρόπους της ποίησης.
Εν κατακλείδι, ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης εξακολουθεί να γράφει, με βαθιά γνώση και αφομοιωμένη αξιοποίηση της ελληνικής λογοτεχνικής παράδοσης, με ενεργή ιστορική συνείδηση και ηθική εγρήγορση, με σπάνια γλωσσική ευαισθησία και με πρωτότυπο ποιητικό ρήμα, εθνική ποίηση, ενώ οι άλλοι, άξιοι λόγου, σύγχρονοί του Έλληνες ποιητές δεν πράττουν κάτι ανάλογο. Η διαπίστωση είναι κρίσιμη, επειδή η ποίηση του Χαραλαμπίδη θέτει το ερώτημα αν μπορεί να υπάρξει μια εκσυγχρονισμένη εκδοχή του τύπου του εθνικού ποιητή σήμερα, δηλαδή σε μια εποχή και σε έναν τόπο όπου αυτό το μοντέλο έχει καταστεί προ πολλού ποιητικά ανενεργό και ιδεολογικά ύποπτο ή και επιλήψιμο. Η γνώμη μου είναι ότι τη θετική απάντηση στο παραπάνω ερώτημα την δίνει η ίδια η ποίηση του Χαραλαμπίδη με την ειδοποιό διαφορά και το αισθητικό κύρος της.
* Το κείμενο αυτό διαβάστηκε στην τελετή αναγόρευσης του ποιητή Κυριάκου Χαραλαμπίδη σε επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών (29 Νοεμβρίου 2013). Στο κείμενο, όπου εδώ προστέθηκαν οι υποσημειώσεις, αναπτύσσεται μια υπόθεση εργασίας που πρωτοδιατυπώθηκε στη βιβλιοκρισία μου, «Με τον καημό της χαμένης πατρίδας. Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Κυδώνιον μήλον, Αθήνα, Εκδ. Άγρα 2006», Τα Νέα, 15 Ιουλίου 2006 («Βιβλιοδρόμιο», σ. 10), και στη μελέτη μου, «The Responsibility of Testimony. Literature and History in Contemporary Cypriot Literature», Études Helléniques / Hellenic Studies, τ. 15, αρ. 2, Φθινόπωρο-Χειμώνας 2007, σ. 319-326.
[1] Βλ. σχετικά την πρόσφατη μελέτη της Δώρας Μέντη, «Ποιήματα και πεζά με άξονα την Κύπρο και τον κυπριακό αγώνα: μια ιστορικοφιλολογική επισκόπηση (1893-2009)», Τα Ιστορικά, τ. 27, τχ. 52, Ιούνιος 2010, σ. 175-193, και ιδίως την τελευταία ενότητά της, «Η Κύπρος και το κυπριακό στη νεότερη λογοτεχνία (1974-2009)» (σ. 186-193), όπου αξιοποιείται και η παλαιότερη πενιχρή βιβλιογραφία για το θέμα.
[2] Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Μεθιστορία, Αθήνα, Άγρα 1995, σ. 120. Το ποίημα μετά το τέλος του φέρει την χρονική ένδειξη: Μάης 1993.
[3] Βλ., π.χ., το άρθρο της Λώρης Κέζα, «Κύπρος, μια άλλη χώρα», Το Βήμα, 13 Νοεμβρίου 2013. Βλ. επίσης στην ηλεκτρονική σελίδα του Βήματος τα εκατοντάδες αρνητικά στη μεγάλη πλειονότητά τους σχόλια αναγνωστών.
[4] Αντρέα Κωνσταντίνου, «Κυριάκος Χαραλαμπίδης. Η ευγενής πτωχεία της ποίησης», εφ. Η σημερινή [Λευκωσία], 13 Αυγούστου 2006, σ. 32.
[5] Βλ. Δ.Ν. Μαρωνίτης, «Ο τύπος του εθνικού ποιητή», Οδυσσέας Ελύτης. Μελετήματα, Αθήνα, Εκδόσεις Πατάκη, Γραφή και Ανάγνωση 4 2008, σ. 55-82. Πρώτη δημοσίευση της μελέτης στο περ. Πολίτης, τχ. 32, 1980.
[6] Ως τέτοια ποιήματα ο Μαρωνίτης εξετάζει δειγματοληπτικά τα εξής: του Ελύτη, Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας (1945), του Εγγονόπουλου, Μπολιβάρ (χρόνος σύνθεσης 1942), του Ρίτσου, Η τελευταία προ Ανθρώπου εκατονταετία (χρόνος σύνθεσης 1942-1943), και του Σεφέρη, «Η τελευταία μέρα» (χρόνος σύνθεσης 1939). Στα τρία πρώτα από τα παραπάνω ποιήματα αναγνωρίζεται η εγγραφή, λιγότερο ή περισσότερο, γεγονότων του αλβανικού πολέμου και της Κατοχής.
[7] Για τον τύπο εθνικού ποιητή στο έργο του Σολωμού, Βλ. Μαρωνίτης, ό.π., σ. 64-65.
[8] Για τον τύπο εθνικού ποιητή στο έργο του Σικελιανού, Βλ. Μαρωνίτης, ό.π., σ. 68-69.
[9] Μαρωνίτης, ό.π., σ. 81-82.
[10] Βλ., π.χ., Θεοδόσης Πυλαρινός, Μεθιστορία. Μύθος και ιστορία στην ποίηση του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, Αθήνα, Ηρόδοτος 2007, σ. 23, 71, 86, 95-96 (σημ. 53), 104, 130, 141-142, 192 και 211. Εκτός από την επισήμανση διακειμενικών σχέσεων με σολωμικά κείμενα, ο Πυλαρινός εστιάζει τη συγγένεια του Χαραλαμπίδη με τον Σολωμό στον πυκνό λυρισμό, στην αναζήτηση ενός ηθικού τρόπου ζωής και στην αξιοποίηση της λαϊκής γλωσσικής παράδοσης και ιδίως του δημοτικού τραγουδιού.