του Μιχ. Γ. Μπακογιάννη.
(εικαστικό : Waterhouse J.W., Η Πηνελόπη υφαίνοντας)
Οι ματιές που ρίχνει ακόμα και ο πιο υποψιασμένος αναγνώστης στο εργαστήρι ενός ποιητή δεν μπορεί παρά να είναι πλάγιες, ελλειπτικές. Θα είναι τυχερός εάν, από χαραμάδες του εργαστηρίου αυτού, όπως είναι, ας πούμε, οι λέξεις του τίτλου μιας συλλογής, καταφέρει κάποτε να διακρίνει την ιστογραμμή που συνέχει τον νεότερο ποιητικό λόγο με την παράδοσή του.
Η Κούλα Αδαλόγλου συγκέντρωσε σαράντα εννέα ποιήματα, δημοσιευμένα πολλά από αυτά σε περιοδικά και ιστολόγια στο διάστημα 2010-2013, και τα συσσωμάτωσε στην έκτη ποιητική της συλλογή, με τίτλο Οδυσσέας, τρόπον τινά. Ο τίτλος αυτός αναπόφευκτα ανακαλεί στον αναγνώστη την αφήγηση της Οδύσσειας, τις περιπέτειες του πολυμήχανου βασιλιά στο ταξίδι της επιστροφής του, τη στρατηγική και την αποτελεσματικότητα που επέδειξε στην αποκατάσταση της εξουσιαστικής του ισχύος και της συζυγικής του σχέσης με την Πηνελόπη, που έχει καταστεί πολιτισμικό πρότυπο πίστης και αφοσίωσης. Καθώς, όμως, οι υποδηλώσεις και οι μετωνυμίες που συνοδεύουν τα ονόματα του Οδυσσέα, της Πηνελόπης και της Ιθάκης έχουν γίνει αναμφίβολα ένα είδος κοινού τόπου για την παγκόσμια λογοτεχνία, ο τίτλος της συλλογής ανακαλεί και τις μεταγενέστερες επιστρωματώσεις του ομηρικού μύθου, με κορυφαίες, ίσως, περιπτώσεις, τον γέροντα βασιλιά Οδυσσέα του ποιήματος που έγραψε το 1842 ο βικτωριανός ποιητής Lord Alfred Tennyson· την Ιθάκη του Καβάφη· τον ιρλανδό επιχειρηματία Leopold Bloom και την πολυδαίδαλη αφήγηση μέρους της ζωής του από τον James Joyce το 1922· τον Οδυσσέα στα σεφερικά ποιήματα «Οι σύντροφοι στον Άδη» και «Πάνω σ’ έναν ξένο στίχο» ή ακόμα και τον Οδυσσέα του Καζαντζάκη, στο περιώνυμο επικό ποίημα. Ωστόσο, στη συλλογή της Αδαλόγλου ο Οδυσσέας όχι μόνο δεν είναι πρωταγωνιστής αλλά είναι ελλείπων· ή, καλύτερα, δεν είναι παρών παρά ως νοητός παραλήπτης των μηνυμάτων τα οποία του γράφει, και άλλοτε του αποστέλλει και άλλοτε όχι, μια Πηνελόπη που ζει στο παρόν μας.
Τα είκοσι ένα αυτά μηνύματα, συναρθρωμένα στην ενότητα «Μηνύματα στον Οδυσσέα», εκκινούν από την ατελή ερωτική εμπειρία που έχει βιώσει η ηρωίδα ή από το εντελές ερωτικό συναίσθημα, το οποίο, όμως, ανήκει σε ένα οριστικά χαμένο παρελθόν ή και στη σφαίρα της φαντασίας. Εκκινούν, επίσης, από την ανάγκη για ουσιαστική ανθρώπινη επικοινωνία και από την αγωνία που προκαλούν το πέρασμα του χρόνου, η μοναξιά και ο θάνατος. Για να απαντήσει στα μείζονα αυτά ατομικά και συλλογικά ερωτήματα και προκειμένου να συγκρατήσει το στιγμιαίο διά μέσου του ανεξίτηλου μνημονικού λόγου, η Πηνελόπη δείχνει να εμπιστεύεται τη γραφή: Γράφω/ ημερολόγιο/ γράφω μηνύματα/ γράφω./ Τι θα ’κανε η Πηνελόπη χωρίς γράψιμο;/ Μ’ αυτό παλεύει τη φθορά, τον χρόνο,/ τη λαγνεία, τον φόβο, την απόγνωση («Γράφω…», σ. 19).
Είναι η γραφή, λοιπόν, που λειτουργεί σχεδόν ως φάρμακο νηπενθές για τη μακροχρόνια απουσία του Οδυσσέα και για τη βασανιστική και επίμονη παρουσία και επενέργεια του χρόνου, του φόβου και της φθοράς. Είναι τα γράμματα και οι λέξεις των ποιημάτων αυτής της ενότητας που αναπαριστάνουν τον φαντασιακό διάλογο της Πηνελόπης με τον απόντα από την οικογενειακή εστία σύντροφό της. Είναι η γραφή που μιλά ξεκάθαρα και χωρίς ψιμύθια για την ειλικρίνεια ή τη σκληρότητα των συναισθημάτων. Αλλά η γραφή φαίνεται να γίνεται και το μέσον με το οποίο η Πηνελόπη θα οικοδομήσει την έμφυλη ταυτότητά της, φτάνοντας στο σημείο να αντικρίσει με μια διάθεση ειρωνείας και αυτοσαρκασμού την απουσία του Οδυσσέα, υπονομεύοντας ταυτόχρονα τη στερεοτυπική απεικόνιση του μυθικού εαυτού της: Λείπεις. Αλλά τι Οδυσσέας θα ’σουν αν δεν έλειπες;/ Γίνεται Οδυσσέας σπιτικός; («Να ξέρεις ότι…», σ. 20). Η ελαφρά ειρωνεία που υποφώσκει στα τελευταία αυτά ρητορικά ερωτήματα επιβεβαιώνει παρά ακυρώνει την τραγικότητα της μοναξιάς που νιώθει η ποιητική φωνή· επαυξάνει τα ρήγματα που έχει διανοίξει η ελλείπουσα ερωτική και συναισθηματική ζωή, με συνέπεια η Πηνελόπη να νιώθει ευάλωτη όσο και φοβισμένη μπροστά στην επέλαση του Άλλου, που δεν κατονομάζεται αλλά αναγνωρίζεται εύκολα από τον αναγνώστη: Έρχεται ο Άλλος/ επέλαση ασυγκράτητη.// Γεύομαι στάχτη. («Εισχωρεί στις ρωγμές που άφησε η μοναξιά μου…», σ. 29)
Μήπως, λοιπόν, ο πολυαγαπημένος μα μονίμως ανέστιος σύζυγος δεν είναι ο πιο πιστός σύντροφος της Πηνελόπης; Μήπως είναι η ίδια η γραφή, που με τον διαμεσολαβητικό της ρόλο, κρυσταλλώνει μια ενσυνείδητη πράξη διαλόγου με τον εαυτό αλλά και μια απάντηση σε διαχρονικά και βασανιστικά ανθρώπινα ερωτήματα; Εμπύρετη από την περιπλάνηση στην εσωτερικότητα της ύπαρξής της και έμφορτη από την προσδοκία που γεννά η πίστη στη γραφή, η φωνή της ηρωίδας μοιάζει να μυείται με τόλμη και θάρρος στη δοκιμασία που επιφέρουν η μοναξιά, ο μνημονικός λόγος, ο πόνος και ο θάνατος, ώσπου στο τέλος να νιώσει ανακουφισμένη, σχεδόν απολυτρωμένη.
Πιο ώριμη πλέον μετά την ενστάλαξη στο χαρτί της περιπέτειας της, η ποιητική φωνή μπορεί τώρα, στα είκοσι οκτώ ποιήματα της δεύτερης ενότητας, των «Διαδρομών», να ψαύσει τη διαρκώς ενεργή ανάγκη της να διαφεύγει από το παρόν και το παρελθόν της και να θέλει να εγκατοικήσει σε ένα άλλο «εδώ», που συχνά εξεικονίζεται με τα άτονα χρώματα και τη μουντή τοπιογραφία της Αγγλίας: Παίρνω το «εδώ» μου και φεύγω./ Πηγαίνω εκεί, όπου το λέτε «εκεί» μακριά»/ και «ξενιτιά»./ Όμως το «εκεί» σας έγινε δικό μου εδώ./ Το «εδώ» σας μίζερο και ξένο. («Παίρνω το “εδώ” μου και φεύγω…», σ. 40).
Στα περισσότερα από τα ποιήματα αυτά, η επιθυμία του υποκειμένου να αναζητήσει στον νέο τόπο εγκατοίκησής του ένα ισχυρό αντίδοτο στην αλλοτριωμένη σχέση του με το «εδώ», το δικό του και των άλλων, είναι τόσο ισχυρή, που είναι διατεθειμένο να συμβιώσει με τη μνήμη. Αλλά το ποιητικό υποκείμενο βιώνει σταδιακά έναν ιδιότυπο εγκλεισμό ανάμεσα στην επιθυμία και στη μνήμη, κάτι που εντείνει την ανάγκη του να ανακαλύψει ένα εστιακό σημείο το οποίο θα εκφραστεί από την ποιητική γραφή και στο οποίο θα συναιρούνται θεραπευτικά η συναισθηματική πληρότητα, η ταυτότητα της ύπαρξης και η μνήμη. Καθώς, όμως, η ανάγκη δεν ικανοποιείται και το εγχείρημα δεν τελεσφορεί, οι τόποι διαφυγής του καθίστανται απλές διαδρομές, εφήμερες αποδράσεις που επιβεβαιώνουν το ανέφικτο της επιθυμίας και τον ρόλο του ανέστιου εμιγκρέ, γι’ αυτό και η επαναφορά στο προσκήνιο του γενέθλιου τόπου της Θεσσαλονίκης δείχνει να είναι εξίσου ανακουφιστική όσο και οδυνηρή.
INFO: Κούλα Αδαλόγλου, Οδυσσέας, τρόπον τινά, εκδόσεις Σαιξπηρικόν, Θεσσαλονίκη, 2013, σελ. 70[*]
Ο τόπος αυτός, όμως, δεν είναι όπως παλαιά, ενδεχομένως, ένα προνομιακό πεδίο, όπου το υποκείμενο θα μπορούσε να ανακαλεί ανέξοδα τη χαμένη ρώμη της νεότητάς του, ή τουλάχιστον δεν είναι μόνον αυτό. Ο λόγος της μνήμης μπολιάζεται τώρα συχνά με εικόνες από τη σύγχρονη κοινωνική ιστορία της πόλης, όπως είναι η μικρή Ρίτα των φαναριών που σκοτώνεται βίαια ή η εικόνα εξαθλίωσης της ζωής στο άστυ όπου μισοσκότεινα κινείται το χέρι που χώνεται στον πράσινο κάδο. («Van Gogh», σ. 62). Υπό αυτήν την έννοια, η ακύρωση της επιθυμίας να υπάρξει ένας χώρος διαφυγής αφυπνίζει αντί να πλήττει, οξύνει αντί να αμβλύνει, διαστέλλει αντί να συστέλλει την ποιητική συνείδηση και τη ματιά της. Και είναι ακριβώς η αναβαπτισμένη ποιητική συνείδηση που αναλαμβάνει τον δύσκολο ρόλο να εγκιβωτίσει και να ανασυνθέσει, μέσα από την ενάργεια του λόγου της, σπαράγματα από εικόνες, διαθέσεις και βιώματα που συνδέονται με τον γενέθλιο τόπο και συναπαρτίζουν την οδυνηρή αναψηλάφηση του παρελθόντος και τη διάθλαση του παρόντος, με τρόπο που μαρτυρεί υψηλού βαθμού κοινωνική ευαισθησία.
Στα ποιήματα της νέας της συλλογής, η Αδαλόγλου υιοθετεί ορισμένες από τις ανανεωτικές τάσεις της σύγχρονής μας ποίησης, όπως είναι η πρόσμειξη του ποιητικού με άλλα είδη λόγου (λ.χ., με τον τελεστικό και σκηνοθετικό λόγο του θεάτρου) ή η επίμονη αυτοαναφορική συστροφή και συνομιλία με το έργο της ίδιας ή και άλλων ποιητών. Ειδικά αυτή η ενδοποιητική συνομιλία κατασκευάζει ένα δεύτερο επίπεδο λόγου, ο οποίος εκφράζεται με τον εμβολιασμό των ποιημάτων με στίχους είτε από την προηγούμενη συλλογή της Αδαλόγλου, τη Διπλή άρθρωση (2009), είτε από σεφερικά ποιήματα.
Στην ανά χείρας συλλογή, διακρίνονται οι σταθερές της γραφής της Αδαλόγλου χάρη στις οποίες η φωνή της είναι αναγνωρίσιμη, προσωπική. Ως τέτοιες θα σημειώναμε ενδεικτικά τη σύμφυση του ιδιωτικού βιώματος με την ιστορική και κοινωνική εμπειρία· την προσφυγή στον μύθο και την πολυδύναμη αναπλαίσιωσή του· την αποσπασματικότητα των εικόνων ως σύστοιχο της θρυμματισμένης σύγχρονης συνείδησης· την υφολογική πρόσμειξη της καθημερινής με την ποιητική γλώσσα· τον σχεδόν υπόκωφο μελαγχολικό λυρισμό που γεννάται από τη διάθεση χαμηλόφωνης εξομολόγησης και διασταυρώνεται με τόνους στοχαστικούς· την πίστη, παρ’ όλα αυτά, στη λυτρωτική επενέργεια της ποίησης και στο ξόρκι του σαρκασμού και αυτο-σαρκασμού ως αντίδοτα.
Η ποίηση της Αδαλόγλου δεν μετεωρίζεται ανερμάτιστα ούτε εκπίπτει σε ατραπούς της ενόρασης και στην παραμυθία της φιλοσοφικής ενατένισης. Αντικρίζει κατά πρόσωπο τις ανθρώπινες ανασφάλειες και τα διλήμματα· τις συναισθηματικές αυταπάτες και τις ανεπάρκειες που μας περιβάλλουν· τη σκληρή και βίαιη αλλαγή που προκαλούν η απώλεια κάθε είδους, η εισβολή μιας ασθένειας ή η αποσταθεροποιητική ιδέα του θανάτου. Ανατέμνει το αφυδατωμένο ανθρώπινο πρόσωπο της σημερινής κοινωνίας και μας μιλά για την επάρκεια της έκφρασης και της γραφής να συντροφεύουν το ταξίδι μας προς την Ιθάκη. Η Αδαλόγλου δεν υποκύπτει στην ευκολία να νοθεύσει τον ψυχικό, σωματικό και κοινωνικό πόνο για να διεγείρει το θυμικό του αναγνώστη· επιλέγει έναν άλλο δρόμο, πιο δύσκολο μα πιο έντιμο: Ενυδατώνοντας τις λέξεις και τις εικόνες της με το απόσταγμα της εσωτερικότητας και της ευαισθησίας της, μας προσφέρει μια ζωογόνο νησίδα στοχασμού, περίσκεψης και ενσυναισθήματος που τόσο έχουμε ανάγκη στην εποχή μας.
[*] Μερικώς επεξεργασμένη μορφή κειμένου ομιλίας που έγινε στην παρουσίαση της συλλογής (Θεσσαλονίκη, Τρίτη 17.12.2013).