Κουμπί (διήγημα του Χρίστου Ρ. Τσιαήλη)

0
514

του Χρίστου Ρ. Τσιαήλη (*)

Το πρώτο κουμπί που αφαίρεσες ήταν ραμμένο στην ετικέτα ενός παλιού πουκαμίσου. Θα το έβαζες, είπες, σε ένα κουτί παπουτσιών ξεχασμένο στο ερμάρι κάτω. Για χρόνια νόμιζες πως το κουτί εκείνο είχε ένα ζευγάρι παπούτσια μαύρα, λουστρίνι. Δεν το άνοιγες, δεν ήθελες να ντυθείς ποτέ τόσο καλά που να καταλαβαίνανε. Κι ύστερα είπες να ξηλώσεις όλα τα κουμπιά από το πουκάμισο εκείνο. Θα έκανες το ρούχο ξεσκονόπανο, της είπες. Ίσως δεν άκουσε, ίσως δεν νοιάζονταν.

Το άλλο πρωί βρήκες κι άλλα πουκάμισα παλιά πάνω στη βικτωριανή καρέκλα στη γωνιά του σαλονιού. Ξανάραψες τρομαγμένος όλα τα κουμπιά στο πουκάμισο εκείνο και το πρώτο, το ανταλλακτικό στην ετικέτα.

Ξεπάστρευε.

Το κουτί, το κουτί με τα παλιά παπούτσια, φώναζα, δεν άκουγες, ασφαλώς. Δεν ήξερα πως ήταν άδειο. Ούτ’ εκείνη δεν γνώριζε. Εσύ ήσουνα σίγουρος πως τα παπούτσια ήταν εκεί. Τη ρώτησες κιόλας, πώς θα χωρούσανε όλα εκείνα τα κουμπιά; Εβδομήντα-οκτώ παλιά πουκάμισα είχε ξετρυπώσει. Σου είπε το αυτονόητο, να βγάλεις τα παπούτσια από ‘κει μέσα επιτέλους. Βεβαίως αρνήθηκες. Επιδεικτικά. Έκλεισες και το ερμάρι με κρότο.

Κι όλα άρχισαν εκεί. Όταν ξεθάρρεψες ξανά και τράβηξες το κουμπί από το πουκάμισο εκείνο… Ήταν το τρίτο κουμπί από το μπλε πουκάμισο, το τριακοστό στη σειρά που είχες αγοράσει. Παλιά, τότε που την γνώρισες πρώτη φορά. Για το πρώτο ραντεβού. Για κάποιο λόγο που μόνο εσύ γνώριζες, άρχισες από ‘κει – το έβγαλες πρώτο, ήταν το πιο χαλαρό πάνω σ’ εκείνο το πιο παλιό σου πουκάμισο με τα τρία εξ και το λάμδα, μεγαλύτερο δεν είχες βρεις στο κατάστημα μα πάλι δεν χώραγες μετά από δυο μήνες μαζί της. Μα το φόραγες συνέχεια. Δεν το έβγαζες με τίποτα. Όσο εκείνη σε πίεζε, και σε πίεζε πολύ, έτσι που η κοιλιά σου τέντωνε τόσο το ύφασμα εκεί στο σημείο που το κουμπί κόρδωνε τόσο που την απειλούσε σαν σφαίρα ανά πάσα στιγμή. Κι όσο την παρατηρούσε πείσμωνες. Εκείνη στεκότανε πάντα μακριά σου και το κοίταζε, το τρίτο κουμπί, ακριβώς στο ύψος του ομφαλού σου, τεντωμένο στις μοίρες του αμφιλεγόμενου τόξου, εκείνου που διακριτικά και ανεπαίσθητα μπορεί να αφαιρέσει μια ζωή – και ήταν κάθε μέρα έτοιμο να την αποτελειώσει. Δεν θα το επέτρεπες. Έκανες τα πάντα. Φύλαξες το πουκάμισο, έκοψες το ποτό, άλλαξες τα πάντα για να μην τεντώνεις εκείνο το τρίτο κουμπί στα πουκάμισά σου. Όλα. Κάθε μέρα. Κάθε πρωί έτοιμος για τη δουλειά, ο δοκιμασμένος δολοφόνος με το σπασμένο κουμπί.

Γέλασα, γέλασα μέσα στη γωνιά μου εκεί, γέλασα στη σκέψη, γελούσα για χρόνια, μου ακουγότανε σαν τίτλος μιας μπι μούβι, μιας παρωχημένης παρωδίας που ήθελε να γίνει ταινία τρόμου. Γέλασα, μα συνάμα πόναγε η κοιλιά μου, σαν να διαδραματιζότανε μπροστά μου ένα παράξενο ντε ζαβού, εγώ ο ίδιος δεν ήξερα ποιος είμαι, εκείνη ήταν εκείνη, εσύ δεν με γνώριζες τότε.

Και να που σήμερα το έσπασες. Το δάγκωσες τόσο δυνατά που έσπασε. Με μια γερή δαγκωνιά το έκανες δυο κομμάτια. Δυο κομμάτια πανομοιότυπα, σαν δίδυμα, λες και το ένα ήτανε κλωνοποίηση του άλλου. Εκείνο το πρώτο κουμπί που είχες βγάλει από το μπλε πουκάμισο, το πουκάμισο που φόραγες όταν με γνώρισες, ήτανε πια ανίκανο να την σκοτώσει. Κοίταξες τα δύο κομμάτια διεξοδικά. Κάθε λίγο ανασήκωνες το κεφάλι, μια το γύρναγες στην κουζίνα, μια προς τη γωνιά. Μα δεν ξέρεις για μένα. Γιατί κοιτάς μια το κομμάτι και μια προς εμένα; Και μετά προς την κουζίνα; Τι κάνεις; Σταμάτα! Πάω πιο πίσω, κρύβομαι στη σκιά της γωνιάς του ερμαριού με το τελευταίο δίπλωμα της κουρτίνας.

Έβαλες ξανά στο στόμα το ένα από τα δυο κομμάτια. Πικρό. Το έφτυσες αμέσως. Έπεσε στην τεράστια φλοκάτη, χάθηκε στα πυκνά κρόσσια. Σκύβεις στα τέσσερα να το βρεις.  Κρατάς στο δεξί σου το σπασμένο κουμπί και με το αριστερό ψαχουλεύεις το χαλί. Κοντεύεις τα μάτια σου πολύ χαμηλά, περνάς ένα-ένα τα κρόσσια, δεν θα αφήσεις να χαθεί το κουμπί εκείνο. Θα το ξανακολλήσεις. Βάζεις στο στόμα σου το άλλο κομμάτι και ψάχνεις με τα δυο σου χέρια. Φέρε την ηλεκτρική, σου φωνάζει εκείνη από την κουζίνα, μη ψιθυρίζω εγώ, δε ξέρω αν φοβήθηκα μην το βρει – ή το αντίθετο, αν ανησύχησα μην χαθεί για πάντα μέσα στη σακούλα της χούβερ. Άδειασε τη σακούλα πρώτα την άκουσα ανακουφισμένος να φωνάζει και κατάλαβα εκείνη τη στιγμή ότι νοιαζότανε. Λίγο, τυπικά, ή με το σταγονόμετρο, λόγω εγωισμού, λόγω αυτοελέγχου, ποιος ξέρει, άβυσσος η ψυχή, αλλά νοιαζότανε.

Σηκώθηκες με νέα ενέργεια. Έπιασες το βάζο από το τραπεζάκι του καφέ και το έβαλες κάτω στο χαλί, περίπου στο σημείο που χάθηκε το κομμάτι του κουμπιού και έτρεξες στο πλυσταριό, στο υπόγειο. Με αγκαλιά την ηλεκτρική σκούπα, το καλώδιο τυλιγμένο στο μπράτσο σου και μια καινούρια σακούλα στο χέρι, στάθηκες μπροστά από το χαλί. Ξέρεις; Της φώναξες. Το ξερό όχι σε πάγωσε. Εναπόθεσες τη σκούπα στο μάρμαρο και άρχισες να επεξεργάζεσαι την παραφουσκωμένη σακούλα. Κοντά τα μάτια σου πάλι, για να βλέπεις τις ενώσεις, άγγιζες προσεκτικά και ξεβίδωνες με βραδύτατο ρυθμό και ισχύ που δοκίμαζε πίεση, αντίσταση και δόνηση ολόκληρου του τεντωμένου ανάγλυφου υφάσματος της σακούλας.

Ξαφνικά έσπασε. Ανατινάχθηκε σαν ένα μπαλόνι γενεθλίων που ξεχάστηκε με τα δώρα στη σοφίτα, σαν ένα αερόστατο που θέλησε να κάνει τον γύρο της γης για τρίτη φορά. Κι όπως σε εκτίναξε προς τα πίσω, προς την πόρτα της εξόδου, μέσα σε εκείνη την άβολη κατάσταση, δεν γέμισε όλος ο εναέριος χώρος του σαλονιού με σκόνη, δεν γέμισε με χνούδια και ψίχουλα από μπισκότα, ούτε με μύτες μολυβιών και μικρά κομματάκια σκισμένου χαρτιού. Όχι. Είδες τον αέρα να γεμίζει με εκείνες, εκατοντάδες εκείνες, και αμέτρητα σπασμένα κουμπιά. Σπασμένα μπλε κουμπιά, κτυπούσανε παντού και εξωστρακίζονταν, επέστρεφαν και κτυπούσαν εκείνες στο κούτελο, εκατοντάδες φορές η ίδια μακάβρια σκηνή, το σπασμένο κουμπί να καρφώνεται στο κούτελό τους. Και το σημάδι από το δάγκωμά σου το ίδιο στο κάθε κομμάτι.

Προσγειώθηκες πλαγίως με την πλάτη στην πόρτα. Δεν κτύπησες. Δεν έτρεξα να βοηθήσω. Δεν φώναξε κάτι εκείνη από την κουζίνα. Όλα στην άρνηση. Όλα στη μουντή κανονιστικότητα. Διέσχισες ανέμελος το σαλόνι, αγνοώντας επιδεικτικά τα κρακ και τα σπλας. Ήταν έτσι κι αλλιώς από μια άλλη ιστορία, από ένα δίπλωμα του χρόνου που δεν σε αφορούσε. Νόμισα ότι είδα τα μάτια σου να περνάνε από κοντά μου, εκεί στη γωνιά, αισθάνθηκα με ρίγος ότι ίσως ήξερες για την ύπαρξή μου, άνοιξες το ερμάρι, άνοιξες το κουτί. Τα παπούτσια; Ακούστηκε η φωνή της από την κουζίνα και χαμογέλασες πονηρά. Επέστρεψες στο  σαλόνι, μάζεψες τα κουμπιά κι εκείνες, έκλεισες το κουτί, έβαλες την καινούρια σακούλα, τοποθέτησες το βάζο στο τραπέζι και πέρασες μια χούβερ το χαλί. Το μοναδικό κλικ που ακούστηκε σου έδωσε ακόμη ένα μειδίαμα και πήγες στην κουζίνα για να της πεις ευχαριστώ. Ζήλεψα για πρώτη φορά.

(*) O Χρίστος Ρ. Τσιαήλης είναι Κύπριος συγγραφέας, καθηγητής Αγγλικών

Προηγούμενο άρθροΠέθανε ο νομπελίστας Β.Σ.Νάιπολ
Επόμενο άρθρο“Πέτρα”, “Κουτσακωτήρες” (δύο κυπριακά διηγήματα από την Μαρία Α. Ιωάννου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ