Κώστας Λογαράς.
Από την ιερή πόρνη στο έπος του Γκιλγκαμές ως τις ιεροτελεστίες για τη γονιμότητα στην Περσία, τη Λυδία, την Αίγυπτο ή αλλού, κι από την πολυθρύλητη Φρύνη αντικείμενο πόθου μιας ελευθεριάζουσας κοινωνίας (αλλά και μοντέλο, καθώς λένε, του Πραξιτέλη) ως τους Εταιρικούς διαλόγους του Λουκιανού η γυναίκα-πόρνη έχει δεσπόζουσα θέση στο χώρο της Τέχνης. Στη λογοτεχνία, κυρίως. Η Νανά του Ζολά, η μαντάμ Ορτάνς του Καζαντζάκη, η λαίδη Τσάτερλι του Λόρενς ή η Μαργαρίτα Γκωτιέ του υιού Δουμά ως τις Θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου του Μαρκές είναι μερικές από τις πιο διάσημες λογοτεχνικές ηρωίδες. Ο χώρος της καλλιτεχνικής δημιουργίας εν γένει είναι ο μόνος όπου τιμάται η γυναίκα-πόρνη, η δε πορνεία αντιμετωπίζεται ανυπόκριτα: πότε με δέος αμφίσημο ή εξόχως υμνητικά, κι άλλοτε με τρυφερότητα ή με λαγνεία. Χωρίς ποτέ να παραγκωνίζεται το γεγονός της εκμετάλλευσης της γυναίκας, ή να απουσιάζει η καταγγελία για τη μετατροπή του ανθρώπινου σώματος σε εμπόρευμα.
Ωστόσο, το άρθρο μου ανιχνεύει, με κοινωνιολογικό και λογοτεχνικό ενδιαφέρον, την εντυπωσιακή αλλαγή της ανδρικής συμπεριφοράς στο χώρο των πορνείων, παρακολουθεί με κλεφτές ματιές τον ‘μετασχηματισμό’ της αντρικής περσόνας στους χώρους της αναμονής. Όπου, περισσότερο από οπουδήποτε αλλού ίσως, απεκδύεται κανείς κατ’ ανάγκην τα στερεοτυπικά σχήματα, εγκαταλείπει το φαντασιακό του «Εγώ» και τις ψευδαισθησιακές του εμμονές*. Παρουσιάζεται πια ως ένα πρόσωπο πραγματικό, πιο μετρημένο και συγκινητικά ανθρώπινο, με εσωτερικές ρωγμές και προσωπικές αλήθειες :
«…Κανένας εδώ μέσα δεν μιλά· είναι γυμνοί και απροστάτευτοι, θαρρείς, χωρίς την έπαρση του ερωτικού τους δήθεν οίστρου, απογυμνωμένοι από το ψέμα τους και την ψευδαίσθηση του κατασκευασμένου μύθου. Το πρόσωπό τους το σκιάζει εδώ μια υποψία αγωνίας, ένας φόβος θα ’λεγα – λυσιμελής – που φτάνοντας πολλές φορές ως τα κατάβαθα τού είναι τους τούς φέρνει πάλι πίσω, στην πρώτη αβεβαιότητα του κόσμου. Τίποτα δεν μπορούν να κρύψουν την ώρα αυτή της Κρίσης – την πιο αληθινή τους ίσως ώρα. Έτσι κι αλλιώς, στους Οίκους Ανοχής δεν έρχεσαι να κρύψεις τίποτα αλλά να δείξεις· ό, τι κι αν κρύψεις εδώ μέσα θα φανεί, γιατί γυμνός κι ενώπιος ενωπίω, βρίσκεσαι πια κοντά, πολύ κοντά στον άλλον εαυτό σου: εκείνον που έξω από τα Σπίτια αυτά της Ανοχής κανένας δεν θα τον παραδεχτεί, τη μυρωδιά του και το βάρος του δεν το ανέχεται κανείς και προπαντός εσύ.
Για δες τους! [ ..] ρίχνουν κλεφτές ματιές με το ασπράδι του ματιού τους προς τους άλλους, προσπαθώντας ν’ ανιχνεύσουνε με φευγαλέο βλέφαρο τα μύρια όσα· να υποψιαστούν για άλλα τόσα, να τα συγκρίνουνε με τα δικά τους (προσόντα, μεγέθη και ικανότητες) πότε με ζήλεια φανερή και πότε με ανακούφιση.
Κάποτε- κάποτε συμπάσχεις στην οδυνηρή τους αγωνία για την περιπέτεια της μύησης κι άλλοτε πάλι καθηλώνεις έντρομος το βλέμμα σου πάνω σε πρόσωπα ερεβώδη, μέσα σε βλέμματα της ερημιάς [ ..]
Να, λοιπόν, γιατί συγχώρεσε ένας Θεός την πόρνη! Γιατί το σπίτι της είναι κι αυτό σαν το κορμί της: ένας χώρος του αναθέματος που ταπεινωμένος ο καθένας αφήνει εκεί μέσα τη φτυσιά του, την ντροπή του, τη δυστυχία του ή την ερημιά του· τόπος καθάρσεως σωμάτων και ψυχών» ( από τα Σάββατα δίχως μύθο, Ρόπτρον, 1990 ).
Απ’ αυτή την άποψη η πόρνη γίνεται ένα πρόσωπο συμβολικό. Αποτελεί τη λυδία λίθο πάνω στην οποία δοκιμάζεται το «άτρωτο αρσενικό», η αυτοπεποίθηση τού «ακαταμάχητου κατακτητή», «το κυρίαρχο φύλο» : προσωνυμίες που εύκολα κι ανέξοδα μπορεί κανείς να τις οικειοποιείται και να τις αποδίδει στον εαυτό του, ώσπου:
«[..]Ζυγιάζοντας πάνω στο σώμα της το σώμα του και δοκιμάζοντας στην αιχμηρή λυδία λίθο του κορμιού της το δικό του το κορμί, αναζητά την κρίση μες στο βλέμμα της, που χωρίς περιστροφές και λόγια πέφτει επάνω του σαν μια ταφόπλακα ή σαν θεμέλια πέτρα» (ό. π. )
Πάντως δεν είναι ευεξήγητη, με ορθολογικά κριτήρια, η ανακόλουθη– για να μην πω διχαστική– συμπεριφορά απέναντι σ’ αυτό το θέμα-ταμπού. Πώς γίνεται να υμνείται και συγχρόνως να λοιδορείται η πόρνη και ο χώρος του πορνείου. Γιατί συμβαίνει άραγε να αντιμετωπίζει ένας άντρας με δέος απ’ τη μια, σχεδόν λατρευτικά, το πορνικό σώμα και στη συνέχεια να το βδελύσσεται ;
( Μέχρι να το επιθυμήσει πάλι). Και τέλος πάντων δεν είναι εύλογο να αποστρέφεται κανείς το σώμα που του προσφέρει ευχαρίστηση – έστω αμειβόμενη, πάντως ευχαρίστηση– αντί να εκδηλώνει την απροκάλυπτη ευαρέσκειά του**.
Η αντρική αυτή «συμπεριφορά» αντικατοπτρίζει τις αντιφάσεις μιας κοινωνίας και ερμηνεύει –αν δεν καθορίζει – τις σχέσεις των φύλων και τις κοινωνικές (αν)ισορροπίες μεταξύ τους, τη θέση της γυναίκας στο κοινωνικό περιβάλλον, αλλά και τη συγκρότηση τής προσωπικότητας τού άντρα, τη φαντασιακή εικόνα που έχει για τον εαυτό του και τους ρόλους που επωμίζεται. Τις δοξασίες, τα στερεότυπα και τα κλισέ, ένα πλέγμα ιδεοληπτικών καταναγκασμών και μηχανισμών ενοχοποίησης.
Αν τα πράγματα είναι έτσι, στον περιθωριακό πλην αξιοπαρατήρητο χώρο του πορνείου συναντάται (και δοκιμάζεται) η ατομική πραγματικότητα από τη μια, και η κατασκευασμένη κοινωνική αλήθεια από την άλλη. Εδώ, περισσότερο ίσως από οποιονδήποτε άλλον δημόσιο χώρο, μπορεί κανείς να διακρίνει αμυδρά έστω την οριακή γραμμή ανάμεσα στο πραγματικό πρόσωπο και το προσωπείο. Και να χαρτογραφήσει την δυσπρόσιτη αλήθεια της ανθρώπινης ψυχής. Τη βαθιά κρυμμένη.
Η τέχνη του Λόγου, οι εικαστικές τέχνες (γλυπτική-ζωγραφική), η Θεατρική δημιουργία κι ο Κινηματογράφος έχουν χειριστεί το θέμα-ταμπού (της πόρνης και των πορνείων) με ευαισθησία και τη δέουσα προσοχή. Γιατί η Τέχνη αναζητά στα ένστικτα των ανθρώπων και στα πάθη τους την απροσπέλαστη ψίχα της ύπαρξης, η δε κατανόηση και η αποδοχή είναι ένας απ’ τους στόχους της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ενώ ο στιγματισμός και η απόρριψη αποκλειστικό προνόμιο της κοινωνίας.
* Το άρθρο γράφτηκε με αφορμή σχετική ερώτηση που διατύπωσε η κυρία Ρέα Γαλανάκη στην παρέμβασή της για τα διηγήματα Ιστορίες του δρόμου .
** Η αντίφαση αυτή γίνεται οξύτερη κι ακόμα πιο βαθιά, όσο οι μεν κοινωνίες συντηρητικοποιούνται όλο και περισσότερο , ενώ οι εικονικές του διαδικτύου επιτρέπουν την ικανοποίηση κάθε φαντασίωσης και την αποχαλίνωση παντός ενστίκτου.
Συγνώμη, ήταν πόρνη η λαίδη Τσάτερλι; Φ.Φ.
Επιθυμώ να καταθέσω μιά άλλη άποψη που αναπτύχθηκε στο γαλλικό περιοδικό Autrement στη δεκαετία του 90, μου διαφεύγει τώρα ο αριθμός του τεύχους.
Η πορνεία θεωρείται από ορισμένους ερευνητές ως μιά μορφή ομοφυλοφυλίας γιατί οι άνδρες την χρησιμοποιούν για να συναντηθούν διά μέσου του σώματος της γυναίκας. Πρόκειται για τον πελάτη με τον μαστρωπό ή του πελάτη μέ τον προηγούμενο ή τον επόμενο πελάτη.
Αγαπητέ κύριε Φίλιππα Φιλίππου,
η Κοστάνς ήταν μοιχαλίδα, όχι πόρνη. Συμφωνώ, και ίσως γι’ αυτήν θα έπρεπε να μπει η λέξη πόρνη σε εισαγωγικά. Όμως για τα πουριτανικά ήθη της εποχής 1926-1928 – όχι με τα σημερινά δεδομένα, βέβαια – η συμπεριφορά της υπήρξε σκανδαλώδης και πορνική, το δε βιβλίο απαγορεύτηκε ως πορνογραφικό.
Επιτρέψτε μου όμως δύο παρατηρήσεις : α) αν δεχτούμε ότι «πόρνη» θεωρείται η επ’ αμοιβή εκδιδόμενη γυναίκα, θα μπορούσε κανείς να καταλογίσει στην Κοστάνς ότι δεν εγκαταλείπει τον ζάπλουτο άντρα της ,σακάτη κατά τα άλλα, προκειμένου να μη στερηθεί τα λεφτά του και την άνεση που της παρέχει. β) στη λογοτεχνία η έννοια της εκπόρνευσης και της πόρνης εμφανίζεται με πολλές μορφές ( ως μετρέσα και σπιτωμένη, ως πόρνη του δρόμου, σε οίκο ανοχής, ακόμα και ως πόρνη με στοιχεία αγίας στον Ντοστογιέφσκι).
Πάντως, το άρθρο μου αφορά όχι την πορνεία και την πόρνη, αλλά τον θαμώνα των πορνείων.