Κλάουντιο Μάγκρις: “Όλη η ανθρώπινη ιστορία είναι μια απόξεση της συνείδησης” (της Δήμητρας Ρουμπούλα)

0
1306
Claudio Magris, M¸nchen, 2007 [*** "Mindesthonorar 50 Euro. Gilt auch f¸r die ausschliefllich digitale Nutzung jeglicher Art, maximale Laufzeit Internet: 1 Jahr. Keine Nutzung als PR-Bild" ****** "Minimum fee 50 euros. Fee also applies for digital use only, of all kinds. Maximum duration for use in Internet: 1 year. Image not for use in PR" ***] (Bildtechnik: Farbraum AdobeRGB, Bildgrˆfle: 10.06 MByte vorhanden)

 

 

της Δήμητρας Ρουμπούλα.

 

«Ο θάνατος ταιριάζει στα μουσεία. Σε όλα τα μουσεία, όχι μόνο σ΄ ένα Μουσείο Πολέμου. Κάθε έκθεση – πίνακες, γλυπτά, αντικείμενα, μηχανήματα – είναι μια νεκρή φύση και οι άνθρωποι που συνωστίζονται στις αίθουσες, γεμίζοντάς τες και αδειάζοντάς τες σαν σκιές, εξασκούνται στην μελλοντική οριστική διαμονή τους στο μεγάλο Μουσείο της ανθρωπότητας, του κόσμου, όπου ο καθένας είναι μια νεκρή φύση».

Ο Κλάουντιο Μάγκρις, αυτός ο διανοούμενος, ο μελετητής της ευρωπαϊκής κουλτούρας και ταυτότητας, ο συγγραφέας που συνταιριάζει τη μυθοπλασία με το δοκίμιο, την Ιστορία καλύτερα, επιστρέφει με ένα έργο που ταράζει τα ήσυχα νερά της ευρωπαϊκής συνείδησης. Ένα έργο που θέλει να πολεμήσει όχι «ενάντια στη λήθη, αλλά ενάντια στη λήθη της λήθης. Ενάντια στην ένοχη ασυνειδησία ότι λησμονήσαμε, ότι θελήσαμε να λησμονήσουμε». Σαν ένα ανεξάντλητο αρχείο πολέμου και καμένης σάρκας, το «Υπόθεση αρχείου» (εκδ. Καστανιώτη), όπως τιτλοφορείται, έρχεται σε μια περίοδο που η άνοδος της ακροδεξιάς σε διάφορες χώρες της γηραιάς ηπείρου επαναφέρει τους εφιάλτες του ευρωπαϊκού 20ού αιώνα και χτυπά συναγερμό στη συνείδησή μας.

Κεντρικός πρωταγωνιστής είναι ένας άνθρωπος, ο οποίος με μανιώδη επιμονή συλλέγει κάθε λογής όπλα και ίχνη φρίκης, από όλο τον κόσμο, ακόμη και από τα πιο απίθανα μέρη, με σκοπό να δημιουργήσει ένα Μουσείο Πολέμου, αναδεικνύοντας έτσι την ίδια την ειρήνη. Συγκεκριμένα, ένα πλήρες «Μουσείο του Πολέμου για την έλευση της Ειρήνης και τον αφοπλισμό της Ιστορίας». Πίσω από τον πρωταγωνιστή χωρίς όνομα κρύβεται ένα αληθινό πρόσωπο, το οποίο ο συγγραφέας αποκαλύπτει στο σημείωμά του και είναι ο καθηγητής Ντιέγκο ντε Ενρίκες,  ο οποίος αφιέρωσε τη ζωή του (1909-1974) στη συλλογή όπλων και κάθε είδος πολεμικού υλικού για να στήσει ένα πρωτότυπο Μουσείο Πολέμου, στην Τεργέστη, το οποίο, προβάλλοντας τα εργαλεία θανάτου, θα υπηρετούσε την ειρήνη. Το όνειρό του έγινε πραγματικότητα στη σημερινή Τεργέστη, πολλά χρόνια μετά από τον φρικτό και ανεξιχνίαστο θάνατό του, καθώς βρέθηκε αποτεφρωμένος στην αποθήκη, ανάμεσα στα αντικείμενα της συλλογής του, από μια μυστηριώδη πυρκαγιά. Συνήθιζε να κοιμάται εκεί, με μια μάσκα σαμουράι στο πρόσωπο, μέσα σε ένα αναπαυτικό φέρετρο. Η έρευνα και η δίκη που ακολούθησαν κατέληξαν σε μια τρύπα στο νερό, όπως σχολιάζει ο Μάγκρις.

Ως «ιδιοφυής και απαρασάλευτος Τριεστίνος» ο ίδιος, χαρακτηρισμούς που αποδίδει στον νεκρό καθηγητή,  ο συγγραφέας δίνει στο βιβλίο του πρωταγωνιστικό ρόλο στον άνθρωπο από τον οποίο εμπνεύστηκε αυτό το έργο. Την υλοποίηση του οράματος του πρωταγωνιστή ανέλαβε μια νεαρή γυναίκα, η Λουίζα, όχι τυχαία με αίμα εβραϊκό και αφροαμερικανικό, και στιγματισμένη από οικογενειακά τραύματα ξεριζωμού και σκλαβιάς, η οποία επωμίζεται το καθήκον να ταξινομήσει το υλικό και τις σημειώσεις του εκλιπόντος. Η οικογενειακή ιστορία της Λουίζας ενσωματώνεται κατά κεφάλαια στο βιβλίο, ως ζωντανή τεκμηρίωση του περιεχομένου του.

«Η πένα είναι σκαπάνη, αποκαλύπτει λάκκους, σκάβει και ξετρυπώνει σκελετούς και μυστικά ή τα σκεπάζει φτυαρίζοντας πάνω τους λέξεις πιο βαριές κι από το χώμα. Βουλιάζει στην κοπριά και, κατά περίπτωση, τακτοποιεί τα λείψανα στο σκοτάδι ή στο άπλετο φως, μέσα σε γενικές ζητωκραυγές». Έχοντας πλήρη επίγνωση της βαθειάς αλήθειας αυτών των φράσεων (σελ. 245), ο Κλάουντιο Μάγκρις σκαλίζει την φρικιαστική υπόθεση της «Ριζιέρα του Αγίου Σάββα» της Τεργέστης, κάποτε εργοστάσιο αποφλοίωσης ρυζιού και στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου κολαστήριο των ναζί (το μοναδικό σε ιταλικό έδαφος), όπου στους θαλάμους αερίων έχασαν τη ζωή τους 5.000 Εβραίοι και εξοντώθηκαν χιλιάδες Ιταλοί πατριώτες και Γιουγκοσλάβοι αντάρτες. Πολλοί κρατούμενοι μεταφέρθηκαν από τη Ριζιέρα ντι Σαν Σάμπα στο Άουσβιτς και σε άλλα στρατόπεδα. Τα τεκμήρια του ναζιστικού κρεματορίου, κάηκαν από τον διοικητή του στις 30 Απριλίου του 1945, την ημέρα της αυτοκτονίας του Χίτλερ. Και επιπλέον, αργότερα, «σε ήρεμα, ειρηνικά χρόνια», επιτήδειοι κάλυψαν επιμελώς με ασβέστη ό,τι ήταν από τους κρατούμενους γραμμένο στους τοίχους: ονόματα χαμερπή και υψηλά ιστάμενα, δωσίλογων ή πάντως καλών φίλων των δημίων. «…κι έτσι δεν μπορούσαν πια να διαβαστούν από τους δικαστές των ανθρώπων, σαν εκείνον το δικαστή που είχε αναγκαστεί να κλείσει την έρευνα για τα εγκλήματα της Ριζιέρα παρουσιάζοντάς τα ως μη γενόμενα». Άρα η ανάμνηση όσων είχαν συμβεί εκεί δεν υπάρχει, δεν ξέρει κανείς ό,τι σαρώθηκε, γιατί πήρε μαζί της όλα όσα είχαν συμβεί και επομένως δεν συνέβησαν ποτέ…

Ωστόσο, ο «καθηγητής» είχε καταφέρει να τα αντιγράψει σε ένα σημειωματάριο που όμως κάηκε κι αυτό – «κι αν κάηκε κι ο άνθρωπος που τα είχε μαζί του, ε, κρίμα, είναι μια παράπλευρη απώλεια».

«Όλη η ανθρώπινη ιστορία είναι μια απόξεση της συνείδησης», σχολιάζει ο Μάγκρις. Αυτό είναι το πρόβλημα: Η οικουμενική απολύμανση που κάνει τα πάντα πάλι καθαρά. Το αίτημα δεν είναι μόνο ποιοί ευθύνονται για τις ανθρωποσφαγές, τους βασανισμούς, τις εκτοπίσεις, ποιοί έβαψαν τα χέρια τους με αίμα, αλλά εκείνοι που έσφιξαν εκείνα τα χέρια, που καθάρισαν το αίμα, που φρόντισαν να ξεχαστούν τα εγκλήματα σαν να μην υπήρξαν. Όπως, για παράδειγμα, εκείνα τα δικηγορικά γραφεία που διεκπεραίωναν, χωρίς να αφήνουν ίχνη, την διακίνηση των έργων τέχνης και αγαθών που είχαν κλέψει από τους Εβραίους. Όπως ο μπάτλερ που σέρβιρε κρασί τον διοικητή της Ριζιέρα στα γενέθλια του Χίτλερ στο Κάστρο του Μιραμάρε και δεν μίλησε ποτέ ή ο θαμώνας που πίνει αμέριμνα τη μπύρα του στη μπυραρία του δήμιου. Μια γενική αμνηστία. Αντίθετα παραδείγματα από τον Αυστριακό στρατιώτη, ονόματι Ότο Σίμεκ, ο οποίος όταν έλαβε διαταγή να πυροβολήσει τον άμαχο πληθυσμό στην Πολωνία, αρνήθηκε και θανατώθηκε γι΄ αυτό. Από την άλλη, είναι και η Αντίσταση μια περίπλοκη υπόθεση, καθώς οι αντιστασιακοί όσο περνούν τα χρόνια τόσο πολλαπλασιάζονται… Όλα μια υπόθεση αρχείου, όπως λέει ειρωνικά ο τίτλος του βιβλίου.

Η «Υπόθεση αρχείου» είναι μια τοιχογραφία των εφιαλτικών αμαρτημάτων όλης της ανθρωπότητας, των σιωπών και των ενοχών της. Δεν περιορίζεται φυσικά στην γενέτειρα του συγγραφέα, την Τεργέστη, την πόλη της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας και του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το σταυροδρόμι ανάμεσα στη Δύση και τα Βαλκάνια, το Βορρά και το Νότο, την έδρα της Στρατιωτικής Συμμαχικής Κυβέρνησης και την «Ελεύθερη Ζώνη» (1947-1954). Ούτε στην Ευρώπη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τους Ιταλούς παρτιζάνους, τους Σλοβένους αντάρτες, τους Τιτοϊκούς Γιουγκοσλάβους, τους φασίστες πολιτοφύλακες, τους σταλινικούς εκκαθαριστές αναρχικών στην Καταλονία κλπ.

Επεκτείνεται σε όλο το πλανήτη, από την Αφρική του δουλεμπορίου και τις ΗΠΑ των φυλετικών διακρίσεων, τους Ινδιάνους της Βόρειας και Κεντρικής Αμερικής, μέχρι το Βιετνάμ και τους σαμουράι. Στήνει και συνδέει, με καίριες νύξεις και παραλληλισμούς, κάθε ανείπωτο που είναι κρυμμένο πίσω από πολέμους, περιστατικά βίας, πογκρόμ και δουλεμπορίου, προσφυγιάς και διασποράς. Συνθέτει ανθρώπινες ιστορίες, γιατί από την κάννη δεν βγαίνουν μόνο σφαίρες, αλλά και ιστορίες – οι ιστορίες αυτού που πυροβόλησε, αυτού που χτυπήθηκε, αυτού που άφησε κάτω το όπλο. Περιγράφει και συγκρίνει με χειρουργική ακρίβεια όπλα θανάτου εποχών, τόπων και παραδόσεων, από το τσεκούρι των Τσαμακόκο μέχρι το αντιαρματικό κανόνι των Γερμανών που αντιμετώπισε το σοβιετικό τεθωρακισμένο άρμα Τ-34,  από έναν δηλητηριώδη κάκτο που τον παραλληλίζει με τον Χίτλερ, μέχρι πληθωριστικά χαρτονομίσματα – ισχυρά όπλα είναι κι αυτά (220 εκατομμύρια μάρκα στοίχιζε μισό κιλό ψωμί στη Γερμανία του 1923), οργανώνοντάς τα στις αίθουσες του γκροτέσκο Μουσείου Πολέμου, ο ήρωας-εμπνευστής του οποίου ήθελε να ονομάσει «Άρης για την Ειρήνη», ο θεός του πολέμου που γίνεται απόστολος της ειρήνης.

Όλα αυτά σε ένα πολυεπίπεδο ανάγνωσμα, με συχνές αναφορές σε ανάλογη βιβλιογραφία περί πολέμου (Κλαούζεβιτς, Σουν Τζου, Μακιαβέλι, Μάο Τσε Τουνγκ κ.α.), αλλά και στη Βίβλο και την εβραϊκή Τορά. Ο μεγαλοφυής συγγραφέας του πολυβραβευμένου «Δούναβη», ευρυμαθής καθώς είναι, έχει σκάψει την ιστορία, αποκαλύπτοντας αλήθειες, και μας ταρακουνάει με την πένα του – «Πιο πολλούς σκοτώνει η πένα παρά το σπαθί», γράφει κάπου. Όμως η «Υπόθεση αρχείου» δεν είναι ένα βιβλίο καταγγελτικό. Είναι ιστορία και λογοτεχνία ή η σχέση μεταξύ τους, με το βίαιο θάνατο να παρουσιάζεται ως υπόθεση αρχείου.

Η αφήγηση είναι συναρπαστική, αλλά λαβυρινθώδης, γι΄ αυτό απαιτείται η προσοχή του αναγνώστη για να μην χάσει τον ειρμό μέσα στο πλήθος των ονομάτων, των τόπων και των ιστορικών γεγονότων. Αξιέπαινη η δουλειά της μεταφράστριας Άννας Παπασταύρου, η οποία παραθέτει στο τέλος πάνω από διακόσιες σημειώσεις – εξηγήσεις που βοηθούν τον αναγνώστη ώστε να διαβάσει το αριστούργημα του Μάγκρις ως ένα ιστορικό μυθιστόρημα-ντοκουμέντο ή ένα εγχειρίδιο ειρήνης.

 

 

 

«Υπόθεση αρχείου» Κλάουντιο Μάγκρις, μετάφραση Άννα Παπασταύρου, εκδόσεις Καστανιώτη, σελίδες 464

Προηγούμενο άρθροΟι περιπέτειες του ιδιωτικού στην Ελλάδα (συνέδριο 13 και 14 /10)
Επόμενο άρθροΦυλετικές θεωρίες: Αναζητώντας τις ρίζες της «Χρυσής Αυγής» (του Σπύρου Κακουριώτη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ