της Αγάθης Γεωργιάδου
Το βιβλίο αυτό αποτελεί μια επεξεργασμένη μορφή της διδακτορικής διατριβής της φιλόλογου Δέσποινας Παπαστάθη με θέμα την ποίηση και την ποιητική της πολυβραβευμένης ποιήτριας και ακαδημαϊκού Κικής Δημουλά, με ιδιαίτερη εστίαση στη θεματική του πένθους.
Στην Εισαγωγή, που αποτελείται από πέντε κεφάλαια, η συγγραφέας κάνει μια ιστορική αναδρομή στην ελεγειακή ποίηση, από την αρχαιότητα ως τον 20ο αιώνα, περιγράφοντας αναλυτικά τα χαρακτηριστικά της και εντάσσοντας την ποίηση της Κικής Δημουλά σ’ αυτό το ποιητικό είδος. Σημαντική επισήμανση, που αποδίδει συνοπτικά και τον πυρήνα της ποιητικής της Δημουλά, αποτελεί η διαπίστωση ότι «η αμφισημία, ο ελλειπτικός λόγος, η χρήση αντί θετικών εννοιών, η ανατροπή των καθιερωμένων κανόνων της σύνταξης και της γραμματικής, η χρήση σημείων στίξης, όπως τα αποσιωπητικά, αποτελούν εκφραστικούς τρόπους που χρησιμοποιούνται από τους ελεγειακούς ποιητές του 20ου αιώνα και αισθητοποιούν στη μοντέρνα ποίηση του πένθους την ελλειπτική φύση της ζωής, το εφήμερο της ανθρώπινης ύπαρξης.» (σελ. 28).
Στην Εισαγωγή γίνεται ακόμα εκτεταμένη αναφορά στα γνωρίσματα των ποιητών της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, στην οποία οι μελετητές τοποθετούν χρονικά τη Δημουλά, ιδίως στην κατηγορία των υπαρξιακών ποιητών, που εμφανίζουν στην ποίηση τους έντονο τον φόβο της φθοράς και του θανάτου. Τονίζεται, ωστόσο, από την συγγραφέα η ιδιαιτερότητα της ποιητικής της φωνής, η οποία δυσκολεύει την όποια κατάταξή της. Η Εισαγωγή κλείνει με μια περιοδολόγηση στο έργο της Δημουλά με στόχο την κατανόηση της εξέλιξης της ποιητικής της γραφής υπό το πρίσμα «ενός αέναου θρήνου για το εφήμερο της ανθρώπινης ύπαρξης», που ουσιαστικά την εντάσσει κατά τη συγγραφέα στη μοντέρνα εκδοχή της ελεγείας, την αντι-ελεγεία. Μέσα από ποικίλα θεματικά μοτίβα, όπως τη γήρανση του σώματος, τη ματαίωση του ερωτικού βιώματος, το πένθος κ.ά., καθώς και έννοιες όπως ο χώρος, ο χρόνος, η φθορά, αναδεικνύονται τα κύρια γνωρίσματα της ποιητικής της: ο ειρωνικός τρόπος, η σάτιρα, το πικρό χιούμορ και η μελαγχολική, σχεδόν πένθιμη, διάθεση.
Στο πρώτο κεφάλαιο η Δέσποινα Παπαστάθη ιχνηλατεί το μοτίβο του θανάτου και της σωματικής φθοράς στην ποίηση της Δημουλά από τις νεανικές συλλογές της μέχρι τις ώριμες (από το Έρεβος, 1956, ως τα Εύρετρα, 2010). Ιδιαίτερη αναφορά δίνεται στην ποιητική συλλογή Χαίρε ποτέ (1988), στην οποία κορυφώνεται το πένθος και η οδύνη του θανάτου, αφού το ατομικό βίωμα αποκτά υπαρξιακές διαστάσεις και μετατρέπεται σε συλλογικό βίωμα. Η όλη πραγμάτευση του θέματος γίνεται και μέσα από τις γλωσσικές επιλογές της ποιήτριας: τις λεξιλογικές συνάψεις, τον ρυθμό και τους εκφραστικούς τρόπους (την πρωτοπρόσωπη ποιητική αφήγηση, την ειρωνεία, την παράφραση καθημερινών εκφράσεων με την προσθήκη της έκπληξης, τα ομόηχα, την αστιξία, το στοιχείο του παράλογου, τις εικόνες κ.ά.). Για να υποστηρίξει η συγγραφέας τη θέση της για τον πένθιμο χαρακτήρα της ποίησης της Δημουλά, κάνει ξεχωριστή μνεία στη χρήση της νεκρικής τελετουργίας και των δακρύων (του κλάματος) στις συλλογές της, καθώς και στη γενικότερη τοπιογραφία του θανάτου (σπίτι, άστυ, φύση, αρχαιολογικοί χώροι). Παράλληλα με τις αναφορές στους χώρους θανάτου και φθοράς, στο ίδιο κεφάλαιο αναπτύσσεται και η διαβρωτική επενέργεια του χρόνου στην ποίηση της Δημουλά.
Στο δεύτερο κεφάλαιο η συγγραφέας εξετάζει την απέκδυση της μεταφυσικής και του παραμυθητικού συναισθήματος στην ποίηση της Δημουλά, την ποιητική αντι-θεολογία της, που συνίσταται στην ειρωνική αντιμετώπιση του εφήμερου της ανθρώπινης ύπαρξης. Ως τεκμήρια αυτού παρουσιάζει τη διάχυτη θρησκευτική τελετουργία στο έργο της Δημουλά, το εκκλησιαστικό λεξιλόγιο, την εμμονή της στις χριστιανικές γιορτές, ιδίως στα πάθη του Χριστού και την Ανάσταση κ.ά.. Στο ίδιο κεφάλαιο γίνεται λόγος και για τον ρόλο του αρχαιοελληνικού μύθου στο έργο της ποιήτριας.
Το τρίτο και τελευταίο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στον διάλογο της Δημουλά με τις τέχνες, ο οποίος κορυφώνει και τους υπαρξιακούς προβληματισμούς της ποιήτριας, αφού, κατά την Παπαστάθη, η τέχνη «καλείται να διαδραματίσει τον ρόλο του διαμεσολαβητή ανάμεσα στη ζωή και την απώλεια, ως άλλο τελετουργικό πένθος» (σελ. 261). Στο κεφάλαιο αυτό, η συγγραφέας, χωρίς να απομακρύνεται από την οπτική της ελεγειακής διάστασης της ποίησης της Δημουλά, απλώνεται και σε άλλες πτυχές της, όπως τη θεματική της μνήμης και της λήθης, την αποκλίνουσα ποιητική γραμματική της, τη σχέση της με τον πατέρα και τη μητέρα, τις φωτογραφίες, τα όνειρα κ.ά.
Συνολικά, η μονογραφία της Δέσποινας Παπαστάθη αποτελεί μια ενδελεχή μελέτη στην ποίηση της Δημουλά μέσα από την οπτική του πένθους, το οποίο και την καθιστά «αχθοφόρο μελαγχολίας». Αυτό που προβάλλεται σε όλο το βιβλίο είναι η ποιητική συνύφανση της θλίψης με τη μοναξιά και τον θρήνο. Θα πρέπει, ωστόσο, να επισημάνουμε ότι το πένθος είναι κυρίως διάχυτο στις ποιητικές συλλογές της Δημουλά από το Χαίρε ποτέ (1988) ως και τον Ήχο απομακρύνσεων (2001), όπου το ατομικό βίωμα της απώλειας και του θανάτου αναδεύει τους υπαρξιακούς προβληματισμούς της ποιήτριας και τονίζει την προσωρινότητα της ανθρώπινης ζωής, συναίσθημα που την κατατρύχει, άλλωστε, ήδη από το Λίγο του κόσμου (1971). Στις ποιητικές συλλογές της έκτοτε, από το 2005 ως το 2016 (Χλόη θερμοκηπίου, Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως, Τα εύρετρα, Δημόσιος καιρός, Άνω τελεία), χωρίς να εγκαταλείπει τις αγαπημένες θεματικές της (τη μελαγχολία, την αποθέωση του απτού και καθημερινού, το αίσθημα της απουσίας, τη νοσταλγία για το παρελθόν, την ανία του παρόντος, τα όνειρα για το μέλλον, τη θλίψη για τη φθορά και τον θάνατο κ.ά.), η ποιήτρια ανοίγεται και σε νέες θεματικές περιοχές που τη μετατοπίζουν από τη θρηνητική προς την προκλητική και σαρκαστική θεώρηση του θανάτου και αναδεικνύουν έντονα την τάση της να γαντζωθεί από τη ζωή και να διεκδικήσει σ’ αυτήν περισσότερο χώρο και χρόνο. Οι θεματικές αυτές έχουν σχέση με την ποιητική της (τη βάσανο της γραφής, τη διαβρωτική αυτοκριτική της και τη συνείδηση του «όσο υπάρχω, γράφω»), την καυστική θέαση του σύγχρονου φενακισμένου και επιτηδευμένου πολιτισμού κ.α.. Συνυφασμένη με τις νέες αυτές θεματικές είναι και η εξέλιξη της ποιητικής της, που γίνεται πιο λιτή, πιο απολογητική, πιο φιλοπαίγμων, πιο αιχμηρή και λιγότερο ελεγειακή.
Παρόλα αυτά, το βιβλίο της Παπαστάθη αποτελεί μια αξιέπαινη διεξοδική μελέτη στον ευάλωτο και κατατρυχόμενο από την αγωνία του θανάτου ποιητικό κόσμο της Κικής Δημουλά, το οποίο διευρύνει τη γνώση μας για την ποιητική του πένθους στον 20ο αιώνα και εμπλουτίζει την ευαισθησία μας γι’ αυτή την τόσο σημαντική ποίηση.
info: Δέσποινα Παπαστάθη, Κική Δημουλά «Αχθοφόρος μελαγχολίας». Ποίηση και ποιητική του πένθους, Gutenberg, 2018