Συγγραφέας: Μανόλης Πρατικάκης
Κιβωτός
Εκδόσεις: Τυπωθήτω – Λάλον ύδωρ 2012, σσ. 98.
Πιστός του οράματος μιας αναγεννητικής νέκυιας
Πριν από δύο χρόνια, στο βιβλίο μου Η αντοχή του λυρισμού. Αναφορά στην ποίηση του Μανόλη Πρατικάκη (Αθήνα, Εκδόσεις Gutenberg 2011) προσπάθησα να περιγράψω, να σχολιάσω και να κρίνω την πορεία του έργου του Πρατικάκη μέσα στον χρόνο ως μια πλούσια, σε ποσότητα και ποιότητα, ποιητική κατάθεση που, παρά τις επιφανειακές αλλαγές της στα θέματα, τις μορφές και τους εκφραστικούς τρόπους, κατά βάθος συνέχεται από τον ενοποιητικό άξονα του λυρισμού. Διαπίστωσα, επίσης, ότι στην πορεία του χρόνου ως στοιχείο συνοχής του έργου λειτούργησε το φιλοσοφικοποιητικό του σύστημα που σηματοδοτεί τη ροπή προς μια μεγαλειώδη και ουτοπική θεώρηση του κόσμου, ανάλογη της λειτουργίας του Πρατικάκη ως ποιητή-οδηγού. Κρινόμενη με τα μέτρα της σύγχρονης σκέψης, η κοσμοθεωρία αυτή, που προφανώς αντιστοιχεί στην ψυχοδιανοητική εξέλιξη του ίδιου του ποιητή, θα μπορούσε να θεωρηθεί αφελής, στην ουσία της, όμως, υλοποιημένη μέσα από την ποίηση, διεκδικεί το δικαίωμα να υπάρχει και να γράφεται σε μια γλώσσα αποκαλυπτική της μυστηριακής σχέσης του ανθρώπου με τον έρωτα, τον θάνατο, τη βαθύτερη, πρωταρχική του φύση.
Στο πεζογράφημα του Γιώργου Χειμωνά Ο εχθρός του ποιητή, μια από τις ηρωίδες, η Κυβέλη, λέει ότι «η τέχνη είναι ό,τι απέμεινε από τον Θεό».[1] Αν το έργο του Πρατικάκη ανακαλεί την παραπάνω φράση είναι επειδή η σχεδόν ιδεαλιστική πίστη του στην ποίηση, πολλαπλά εκφρασμένη στα ποιήματά του, αλλά και σε δοκιμιακά κείμενά του, επουλώνει την πληγή της απουσίας οποιασδήποτε μεταφυσικής λύσης στο ανθρώπινο οντολογικό πρόβλημα.[2] Ο Χειμωνάς κατάφερε να αναπληρώσει το κενό της προϊούσας απουσίας ή και της απώλειας του ανθρώπινου κόσμου στη συνείδησή του με τις λέξεις που άρθρωσαν τον λόγο στα όρια του ανεκτού της γλώσσας για να εκτραγωδήσει την αέναη ανθρώπινη περιπέτεια του πάθους και της συγκίνησης μπροστά στα μεγάλα θέματα-δράματα της ανθρώπινης ύπαρξης, όπως ο έρωτας και ο θάνατος. Ο Πρατικάκης, αντίθετα, το ίδιο πιστός με τον Χειμωνά στη γλώσσα, λυρικός κατά βάση ποιητής, έφτιαξε και φτιάχνει με την ποιητική γλώσσα έναν ύμνο στην αέναη παρουσία του ανθρώπου στον κόσμο, στη γήινη αίγλη του, στην αμετάθετη λειτουργία του ως στοιχείου της φύσης στις κορυφαίες στιγμές της ζωής του, όταν αναμετριέται με τον έρωτα, τον θάνατο, την αρρώστια, την τρέλα. Το έργο του χαρακτηρίστηκε οντολογικό, ανθρωπολογικό και κοσμολογικό. Πιστεύω ότι είναι πρωτίστως ανθρωποκεντρικό.
Σωστά επισημάνθηκε από την Άννα Κατσιγιάννη ότι «εκκρεμεί προσώρας μια μελέτη για τις ρομαντικές καταβολές του Πρατικάκη, τη σχέση του με τον Schiller, αλλά και με τους γάλλους συμβολιστές και νεοσυμβολιστές ποιητές».[3] Η εκλεκτική συγγένεια του Πρατικάκη με την ελληνική, αλλά και την ξένη, ρομαντική ποιητική παράδοση εδράζεται στη βαθιά ρομαντική αντίληψη της πραγματικότητας. Η δυσαρμονική σχέση με το παρόν, εκφρασμένη ήδη από τα πρώτα βιβλία του, ώθησε τον Πρατικάκη προοδευτικά να καταφύγει στη μνήμη. Η μνήμη αυτή καταστάλαξε και αγκιστρώθηκε στον παραδείσιο χωροχρόνο της παιδικής και εφηβικής ηλικίας στην Κρήτη, γεωγράφησε τα μήκη και τα πλάτη του βιώματος της ιθαγένειας, ανέσκαψε το υπέδαφος του τόπου και της φυλής, με σταθερό γνώμονα να εντοπιστεί το αρχέγονο κοίτασμα της αυθεντικότητας και της αγνότητας. Έτσι εδραιώθηκε μια μόνιμη πηγή τροφοδοσίας της ποίησης και της βιοθεωρίας της, ένα αντίμετρο στη θλίψη του παρόντος, ένα αντίδοτο στη συνειδητοποίηση του χαμένου παραδείσου, ένα παρηγορητικό ανάχωμα σε όσα σωρεύει ο χρόνος, δείχνουν τη φθορά και βεβαιώνουν τον θάνατο. Η ενοραματική φανέρωση ενός αρμονικού, καλύτερου κόσμου, όπου ο άνθρωπος ενωμένος με τη φύση καταργεί τη δυναστική ατομικότητά του και βιώνει την αίσθηση του αδιαίρετου χρόνου, είναι η άλλη όψη της ασυμβίβαστης μα και αναπόδραστης σχέσης με τη σκληρή πραγματικότητα του υλικού, του ιστορικού και του σύγχρονου κόσμου.
Μετέφερα στο κείμενο αυτό τις συμπερασματικές σκέψεις του βιβλίου μου Η αντοχή του λυρισμού. Αναφορά στην ποίηση του Μανόλη Πρατικάκη, επειδή πιστεύω ότι σε γενικές γραμμές ισχύουν και για το πιο πρόσφατο ποιητικό έργο του Πρατικάκη, την Κιβωτό. Καρπός της ποιητικής και βιολογικής ωρίμανσης του δημιουργού της η Κιβωτός, αν εξεταστεί από τη σκοπιά της σχέσης της με το ήδη συντελεσμένο έργο του, μπορεί να κριθεί ως επιστέγασμά του και ως απολογιστική σύνοψή του. Η Κιβωτός είναι ένα αρκετά εκτενές, για τα δεδομένα της σύγχρονης ποίησης, ποιητικό σύνθεμα (στην έκδοση των εκδόσεων «Τυπωθήτω» η έκτασή του φτάνει τις 98 σελίδες) γραμμένο κατά βάση σε πεζόμορφα μέρη, ενώ υπάρχουν και μερικά τμήματα συνθεμένα σε ελεύθερο στίχο. Παρά τη χαλαρή σύνδεση μεταξύ των μερών ή και τη νοηματική αυτοτέλειά τους ως ποιητικών κειμένων που μπορούν να διαβαστούν αυτόνομα, παράλληλα είναι ευδιάκριτη η συνεκτική λογική και η αφηγηματική ανάπτυξη του συνθέματος. Το κύριο συνεκτικό στοιχείο είναι η σχέση του ανθρώπου με τον τόπο, όπως αυτή εξελίσσεται μέσα στον χρόνο. Συγκεκριμένα, ο τόπος στην Κιβωτό είναι η γενέτειρα του Πρατικάκη, το Μύρτος, η παραλία, η ενδοχώρα και η περιφέρεια του χωριού, αλλά και η ευρύτερη περιοχή της Ιεράπετρας Κρήτης. Ο άνθρωπος πάλι δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον εμφανώς αυτοβιογραφούμενο ποιητή-αφηγητή που μνημονικά ανατέμνει μια ιστορικά προσδιορισμένη περίοδο, από τα χρόνια της γερμανικής Κατοχής μέχρι σήμερα. Πρόκειται, βέβαια, για το χρονικό διάστημα που εξισώνεται με τη διάρκεια του βίου του ποιητή-αφηγητή. Ο προσδιορισμένος χωροχρόνος και η αυτοβιογραφική διάσταση της Κιβωτού έλκουν στο εσωτερικό της αφήγησης γεγονότα του δημόσιου χώρου στον αξεδιάλυτο δεσμό τους με τις προσωπικές ιστορίες-βιώματα, όπου συμπλέκονται τα πρόσωπα της οικογένειας, η μάνα, ο πατέρας, οικείοι και μακρινοί συγγενείς, όπως και πολλά άλλα αγαπητά πρόσωπα των συγχωριανών.
Ευδιάκριτος είναι ο χωρισμός του αφηγηματικού ιστού της Κιβωτού σε τρία διαδοχικά στάδια. Το πρώτο, στην αρχή του συνθέματος, είναι ο ευδαιμονικός χωροχρόνος του παρελθόντος και της παιδικής και εφηβικής ηλικίας, όταν το Μύρτος ήταν ένας επίγειος παράδεισος, μια ανόθευτη Εδέμ, όπου φυτά, ζώα, πουλιά και αγαθοί άνθρωποι συνυπήρχαν αρμονικά, παρά τις ανοικτές πληγές, που άφησε πίσω της η Κατοχή, και τη μεταπολεμική ανέχεια. Το δεύτερο στάδιο, στο κέντρο του συνθέματος, είναι η έρημη χώρα του παρόντος και της ενήλικης ζωής, η φάση της αποκοπής από την ατέρμονη διάρκεια του φυσικού παραδείσου και η έκπτωση στη σύγχρονη κατάσταση, όταν η ευρύτερη περιοχή της Ιεράπετρας μετατράπηκε και παραμένει μια έρημος θερμοκηπίων, επιφέροντας την ψυχοσυναισθηματική και ηθική αποξένωση του ποιητή-αφηγητή από τον τόπο του και τους ανθρώπους του. Το τρίτο στάδιο, στο τέλος του συνθέματος, είναι εκείνο της συναίρεσης και εντέλει της υπέρβασης της δραματικής αντίθεσης ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, την παιδική ηλικία και την ενήλικη ζωή. Πρόκειται για το στάδιο της επιστροφής στον τόπο, της επανασύνδεσης με το παρελθόν και της συμφιλίωσης με το παρόν. Η επιστροφή ολοκληρώνεται, στις δύο τελευταίες ενότητες του βιβλίου, πρώτα με την καταγραφή ή καταλογογραφική απαρίθμηση όλων όσα κλείνει μέσα της οριστικά η μνημονική κιβωτός του ποιητή-αφηγητή, τα ταπεινά και πολύτιμα, πρόσωπα, πράγματα, αισθήσεις και βιώματα της παρελθούσας ζωής. Και στη συνέχεια, στην τελευταία ενότητα του βιβλίου, η επιστροφή συντελείται με το όραμα της μεταμόρφωσης ενός χερσότοπου σε έναν μικρό εύφορο Αμαζόνιο, όπου θα συνυπάρξουν και θα καρπίσουν όλα τα δέντρα της γης. Αφού ο ποιητής-αφηγητής έχει διατρέξει τον χρόνο της ζωής του και έχει ταξιδέψει στα μήκη και τα πλάτη της υφηλίου επανέρχεται στο μικρό του τόπο, συναντά τους προγόνους του και συνεχίζει τον δικό τους μόχθο με το χώμα. Έτσι η Κιβωτός εντέλει φέρει μέσα της ό,τι διασώζεται από έναν κατεστραμμένο κόσμο για να αποτελέσει τον σπόρο της αναγέννησής του. Θεωρημένο το σύνθεμα από τη σκοπιά της περιπέτειας του ποιητή-αφηγητή μπορεί να θεωρηθεί ως το όραμα μιας αναγεννητικής νέκυιας: επιστρέφοντας στη γη του και ριζώνοντας σ’ αυτήν ο ποιητής-αφηγητής επανασυνδέεται με τους προγόνους του, συμφιλιώνεται με τον θάνατο και τον υπερβαίνει, χάρη στην νέα καρποφορία της ζωής. Για να θυμηθώ τον εμβληματικό στίχο του Σεφέρη, «Είμαστε ο σπόρος που πεθαίνει».
Διατηρώντας ζωντανές τις μνήμες ενός χαμένου παραδείσου, μετά από την καταστροφή του, η ποιητική κιβωτός του Μανόλη Πρατικάκη διασώζει την επαγγελία του μέλλοντος, την επιστροφή στη στέρεα γη της αναγέννησης. Σε αυτό το ποίημα-εύφορο ποταμό της ελληνικής γλώσσας, με ιδιαίτερο γνώρισμά της την αξιοποίηση του γλωσσικού πλούτου της Κρήτης, και της ποιητικής παράδοσης συρρέουν και συνενώνονται σε ένα οργανικό σύνολο η λυρικότητα, η αφηγηματικότητα, ο ιδεαλισμός, ο ρεαλισμός και η σάτιρα. Επίσης συνδυάζονται η αυτοδιακειμενικότητα, μέσω της ανάκλησης και της ενσωμάτωσης στην Κιβωτό πολλών παλαιότερων ποιητικών γραπτών του Πρατικάκη, και η διακειμενικότητα, μέσω του διαλόγου, άλλοτε κρυπτικού κι άλλοτε άμεσου, με πλήθος κείμενα της ελληνικής και της ξένης ποιητικής παράδοσης. Πολλές είναι επίσης οι αναφορές σε μουσικά και εικαστικά έργα, συναρτημένες με την εικονοπλαστική εφευρετικότητα του Πρατικάκη. Ακόμη, το μεγάλο δέντρο που υψώνει αυτό το ποιητικό σύνθεμα μπολιάζεται, ή η γη που μας κληροδοτεί ως έσχατη δωρεά αρδεύεται από τη στέρεα φιλοσοφική σκευή ολόκληρου του έργου του Πρατικάκη, τη φιλοσοφία των προσωκρατικών και τη διδασκαλία του ταοϊσμού. Μεταφέρω εδώ ένα παράθεμα ενδεικτικό της σύνθεσης του τρυφερού λυρισμού με τον κυνικό ρεαλισμό, που βάλει ευθύβολα τη δημόσια σήψη που οδήγησε στην ηθική, κοινωνική και οικονομική κρίση:
Κι από του Ευγενούς Πήτερ Ουώρεν τις ανασκαφές ο ωραίος
σφραγιδόλιθος, σαν αποφάι στον σκουπιδοτενεκέ, ριγμένος κάτω
απ’ το τραπέζι, με τ’ άλλα, από ένα ζοφερό φαγοπότι,
κόκκαλα και κόκκαλα μικρών ζώων, ξεχασμένων ύμνων.
Ενώ έφτανε ως τα πόδια μας η θεία ορχήστρα των νερών
της θαλάσσης· οι ευωδιές
κοντίνουο με τα μύρτα και τα γιασεμιά.
Πάνω να ξεφαντώνει η Γκιαούρα,
η Γραικολάνδη, το Ελλαδιστάν, ορχούμενο μες στα σκυλάδικα, με
πρόστυχα σεκλέτια της ανατολής
με λαλιές βαρβαρικές
ως μέσα στη Βακτριανή, ως τους Ινδούς, ξεϋφαίνοντας
όλη τη Λάμψη.
Και κάτω απ’ το τραπέζι
τα άγια των αγίων τοις κυσίν. (σ. 57-58)
Χάρη στον οραματικό χαρακτήρα ιδίως της τελευταίας ενότητάς της, η Κιβωτός επιτυγχάνει, για άλλη μια φορά στην ποίηση του Πρατικάκη, ό,τι σπανίως συμβαίνει στη σύγχρονη ποίηση, την προοδευτική αναγωγή του τοπικού, του ταπεινού, του γήινου και του θνητού σε παγκόσμιο, σε πολύτιμο, σε ουράνιο και σε αιώνιο. Παραθέτω ενδεικτικά το τέλος του συνθέματος:
Ο Αγρός και η όλη η περιοχή του Μύρτου, ακόμη αχαρτογράφητα, με το κέντρο τους παντού και την περιφέρειά τους πουθενά, από Ευφράτη, Νείλο, Γάγγη έως Αμαζόνιο (τα ίδια και τα ίδια ανακυκλούμενα νερά εξατμισμένα ενώνονται στον ουρανό και πάλι επιστρέφουνε στη γη – ψυχών είναι και δαιμόνων πλήρη.) Έτσι μέσα στη γενική απροσδιοριστία των ορίων το Μύρτος ευφυώς επεξέτεινε τον οδικό του χάρτη κι αδιάκοπα κινείται από το ελάχιστο στο Άπειρο. Κι από το ανείπωτο ως τον ουρανό. (σ. 97-98).
[1] Γιώργος Χειμωνάς, Πεζογραφήματα, Εισαγωγή-Επιμέλεια-Χρονολόγιο: Ευριπίδης Γαραντούδης, Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτης 2005, σ. 427.
[2] Βλ. την απάντησή του στο ερώτημα των συντελεστών του περιοδικού Το Δέντρο, «Δύο ερωτήματα από το Δέντρο», Το Δέντρο, τχ. 129-130, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2003, σ. 199-203: 199-201: «Αν η ποίηση –και βέβαια η δική σας ποίηση– ορίζεται από τα στοιχεία της φθοράς και του θανάτου, σε τι μέτρο πιστεύετε πως η αντίδραση (το παίγνιο, η υπέρβαση) της τέχνης επουλώνει, μετακινεί ή αποκρύπτει αυτά τα στοιχεία;».
[3] Βλ. Κατσιγιάννη, «Υδάτινη μήτρα. Το νερό: Η τελευταία ποιητική συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη», Μανόλης Πρατικάκης. Μελετήματα, Αθήνα, Βιβλιοθήκη Τράπεζας Αττικής 2004, σ. 9-19: 10. Βλ., επίσης, Αλέξης Ζήρας, «Η έννοια του ποιητή-οδηγού και το σημερινό της νόημα. Η περίπτωση του Μανόλη Πρατικάκη Πόρφυρας, τχ. 113, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2004, Αφιέρωμα στον Μανόλη Πρατικάκη, σ. 379-382, ο οποίος επίσης συνδέει τον Πρατικάκη με την παράδοση των μεγάλων ποιητών της ελληνικής ρομαντικής παράδοσης.