Κεκλεισμένων των αιώνων (της Ελευθερίας Δημητρομανωλάκη)

0
674

 

της Ελευθερίας Δημητρομανωλάκη.

    

 

 

«Σώμα στη βιτρίνα». Σώμα εκτεθειμένο στο βλέμμα. Και δεν είναι μόνο ένα. Ατέλειωτα τα σώματα στη βιτρίνα. Τα αποκαλύπτει η Αργυρώ Μαντόγλου σ’ ένα μυθιστόρημα γεμάτο δέος για το δράμα που μπορεί να κρύβεται σ’ αυτόν που αθεράπευτα κοιτάζει, σ’ αυτόν που αναπόδραστα επιδεικνύεται.

Ανθρώπινη σάρκα σ’ ένα τζάμι βιτρίνας ή σε φωτογραφίες στο διαδίκτυο. Σώμα γραπτού κειμένου από λέξεις, ανοιγμένο διαδικτυακά, ανοιχτό στο πρόχειρο σαρκοφάγο βλέμμα αυτών που θέλουν να δουν λαθραία και διαγώνια, κι όχι να διαβάσουν. Και κάπου ανάμεσα, τελείως αναπάντεχα, ένα σώμα εργαζόμενου που καλοντυμένος στήνεται στη βιτρίνα και δουλεύει, προσφέροντας την εικόνα του για να βρει εργοδότη. Καλοσιδερωμένα πουκάμισα ανδρών και γυναικών στήνονται στις τζαμαρίες ως ζωντανές αγγελίες, μα ναι, τελευταία οι χώρες του Βορά στήνουν σώματα στη βιτρίνα, εργαζόμενα σώματα για να δείξουν τι υπηρεσίες μπορούν να προσφέρουν στο πιθανό αφεντικό. 1 Σαν κούκλες που με το πάτημα κουμπιού τραγουδάνε και κουνάνε τα χεράκια όπως επιθυμεί ο εν δυνάμει αγοραστής. Κούκλες για παιδιά και για ενήλικες. Πλαστική σάρκα για ενήλικες που μοιάζει αληθινή, αντίγραφο ζωής, αντίγραφο ηδονής, ρομποτοποιημένες ρέπλικες που τα κάνουν όλα, μόνο για ιδιαίτερα κι ακριβά γούστα. Σώμα προς πώληση, σώμα προς αγορά. Σε μια κοινωνία που πουλά και αγοράζει τα πάντα. Χωρίς οίκτο, χωρίς αιδώ.

Αλήθεια νοιάζεται κανείς για τον άνθρωπο που κουβαλά βαρύ το σώμα του στη βιτρίνα;

Η Αργυρώ Μαντόγλου νοιάστηκε. Με το δικό της «Σώμα στη βιτρίνα» οδηγεί σ’ ένα ταξίδι στην ενοχή και την ενοχοποίηση του σώματος, ιδίως σε κοινωνίες κρίσης στις οποίες οι ισχυροί βρίσκουν πάντα νέους τρόπους για να καπηλεύονται τις σωματικές ανάγκες και τις βαθιές επιθυμίες των ανθρώπων. Τακτική αιώνων, αφού η όποια εξουσία πατά στο ευάλωτο σώμα για να πειθαναγκάσει, να καταναγκάσει και εν τέλει να κυριαρχήσει. Είναι προφανής η συνειδητή επιλογή της συγγραφέως να διασταυρώνει το χώρο και το χρόνο και να ενώνει τα πρόσωπα μέσα από τα ίχνη που αφήνουν τα πάθη τους, σ’ ένα κείμενο όπου το σύγχρονο συναντά το διαχρονικό, το εντόπιο συναντά το παγκόσμιο, το προσωπικό συναντά το συλλογικό. Πως αλλιώς θα μπορούσε να αναδειχθεί το μαρτύριο και η καπηλεία του σώματος ανά τους αιώνες; Και πως αυτό να μην έχει ακραία πολιτική διάσταση στον 21 αιώνα που το πέρασμα από τη βιοτεχνολογία στη βιοπολιτική δείχνει τα άγρια δόντια της εξουσίας, όπως είχε επισημάνει ο Foucault 2 ήδη από τη δεκαετία του ’70 και όπως ο Agamben 3 αναδεικνύει, ξεσκεπάζοντας τις πιο ακραίες μορφές εξουσίας οι οποίες, δια μέσου μιας καθολικής επιβολής, στοχεύουν στο να απογυμνώσουν τον άνθρωπο από ό,τι τον καθιστά άνθρωπο.

Στο μυθιστόρημα της Αργυρώς Μαντόγλου οι διαστάσεις της πολλαπλής χρονικότητας και χωρικότητας, που η μία συμπληρώνει και ερμηνεύει την άλλη, συγκροτείται μια εύστοχη πολιτική αλληγορία της κρίσης χωρίς ποτέ να γίνεται λόγος απ’ ευθείας για την κρίση. Η ιστορία της μικρής, έντιμης κι ανυπεράσπιστης Έλσε, όπως μας την αφηγείται η συγγραφέας, μπορεί ν’ αναγνωσθεί και ως μια αλληγορία πάνω στην ελληνική κρίση, μια αλληγορία που ακολουθεί απόλυτα ρεαλιστικούς όρους μέσα στην ιστορική διαχρονία. Η Έλσε του τότε είναι μια μεταφορά, μια μετωνυμία της Ελλάδας του τώρα. Η Έλσε επιθύμησε ένα φόρεμα που θα την έκανε κυρία και χρεώθηκε στον τοκογλύφο για να δείχνει κυρία, κι η Ελλάδα ενέδωσε στη σαγήνη της ύλης χωρίς εφεδρείες και τυφλωμένη από ένα ολύμπιο προσκήνιο δε διαπραγματεύτηκε, ξέχασε φαίνεται πως πάντα ήταν και θα είναι στο προσκήνιο, όχι λόγω πολιτικών, αλλά λόγω πολιτισμού. Αντίστοιχα, η Δανή μετανάστης Έλσε διασώζεται στους αιώνες όχι από έναν πολιτικό, αλλά από το Ρέμπραντ που πρωτοπόρα ανέδειξε τη μοναξιά του ανθρώπου μέσα στο σκοτάδι του απείρου. Το κορμί της, πλασμένο ξανά από το άγρυπνο μάτι του, υποστασιοποιημένο από την ιερή πείνα του να ξαναδεί την πραγματικότητα μέσα από το νέο βλέμμα της εποχής του, αυτό είναι που την άφησε στην ιστορία, κι όχι το ταφταδένιο φόρεμα.

Ο 17ος αιώνας αποτέλεσε αιώνα κοσμογονικών αλλαγών, φιλοσοφικών και τεχνολογικών 4, και οι άνθρωποι κλονίστηκαν συθέμελα έτσι όπως αναγκάζονταν να κατανοήσουν το άπειρο του σύμπαντος. Παρά το κάψιμο του Τζορντάνο Μπρούνο 5 στην πυρά από την Ιερά εξέταση, ακριβώς στην αυγή του 17ου αιώνα, το 16ο0, η επιστήμη προχωρούσε ραγδαία. Παρά τις διώξεις και τη δίκη του Γαλιλαίου 6, οι ερευνητικές αποκαλύψεις σταδιακά εξώθησαν τον κόσμο του μπαρόκ ν’ αρχίσει να συνειδητοποιεί τη σφαιρικότητα και την κινητικότητα της γης σ’ ένα ηλιοκεντρικό πλανητικό σύστημα, επηρεάζοντας τόσο τις καθημερινές πρακτικές, όσο και την τέχνη 7. Και όμως γυρίζει φέρεται να είπε ο Γαλιλαίος με το πέρας της δίκης του.

Και όμως γυρίζει.

Στο μυθιστόρημα «Σώμα στη βιτρίνα» αποτυπώνεται αυτή η κίνηση που συμβαίνει στο ίδιο το corpus της ανθρωπότητας μέσα από την αριστοτεχνικά δομημένη ιστορική και κοινωνική πλατφόρμα δύο αιώνων, αφού η συγγραφέας συνενώνει τον 170 και τον 21ο αιώνα όχι τυχαία. Ετούτη η σύζευξη γίνεται απόλυτα στοχευμένα για ν’ αναδυθεί η πολιτική διάσταση μέσα από την προσωπική αγωνία του ατόμου, ιδίως σε εποχές που οι ραγδαίες αλλαγές συνταράσσουν την ανθρώπινη υπόσταση.

Το μυθιστόρημα της Αργυρώς Μαντόγλου συγκροτεί ένα υπαρξιακό αφήγημα για την καταβύθιση των προσώπων στα άδυτα της ψυχής τους σε μια κοινωνία που τα καταβυθίζει ακόμη περισσότερο. Ταυτόχρονα, μέσα από αυτές τις διαδρομές, προκύπτει ένα θρίλερ αγωνίας που ισορροπεί στο όριο του μεταφυσικού, χωρίς ποτέ να προδίδει το ρεαλισμό της πραγματικότητας και την ήδη πραγματωμένη διάσταση της Ευρωπαϊκής Ιστορίας. Είναι αξιοσημείωτο το πως η αφήγηση εξισορροπεί με σταθερότητα και ευφυΐα ετούτες τις πολύπλευρες δυναμικές και συνενώνει σ’ ένα ενιαίο όλον διαφορετικά είδη μυθοπλασίας, που γίνονται ένα σώμα. Το «Σώμα στη βιτρίνα».

Η συγγραφέας αναδεικνύει το εύρος των θεματικών της εστιάζοντας στις ακρότητες που εμφανίζει κάθε εποχή κρίσης – είτε οικονομικής, είτε κοινωνικής, είτε πολιτικής – και στα φανερά ή κρυφά εγκλήματα όλων των μορφών. Μέσα από την υπαρξιακή ανατομία της εγκληματικής πράξης, το μυθιστόρημα κινείται παράλληλα μεταξύ κοινωνικού και φιλοσοφικού στοχασμού δια μέσου της φύσης του εγκλήματος, των αιτίων του και της υπόστασης του προσώπου που το διαπράττει.

Κι εδώ εδράζεται η βασική θεματική παράμετρος που κάνει τόσο επίκαιρο το μυθιστόρημα. Η σχέση μεταξύ κρίσης και βίας, η σχέση μεταξύ σιωπής και βίας, η σχέση μεταξύ κρίσης και σιωπής.

Τα τελευταία χρόνια όλο και συχνότερα πλησιάζει το άγγιγμα της βίας. Ακραία έκφανσή της το έγκλημα που αποτελεί συνεχές αντικείμενο ενασχόλησης και έρευνας έτσι όπως αναδιαμορφώνεται ύπουλα μέσα από την παράνομη χρήση των νέων τεχνολογιών, ενώ την ίδια στιγμή η εγκληματική πράξη γίνεται σαρκοβόρα αναπαράσταση και κακότεχνη μυθοπλασία στα μέσα επικοινωνίας. Από την άλλη, η τέχνη βρίσκει στο έγκλημα πρόσφορο έδαφος για ν’ αναδείξει το ξεπέρασμα των ανθρώπινων ορίων, από την απλή παραβατικότητα μέχρι το φόνο.

Τα εγκλήματα γοητεύουν, το σκοτεινό και το ειδεχθές έχουν μια σαγηνευτική επίδραση πάνω στο σύγχρονο αναγνώστη ή το θεατή που αναμετριέται με τα όριά του. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο είναι που στέκεται εμβληματικά το «Σώμα στη βιτρίνα», αφού επιτυγχάνει να μετατρέψει την ηδονή του σκότους σε υπαρξιακό στοχασμό τόσο για τα πρόσωπα όσο και για την κοινωνία. Το μυθιστόρημα της Μαντόγλου ανατέμνει τον άνθρωπο που παρέβη τα όρια, τον άνθρωπο που εγκλημάτησε και τον στρέφει ως κάτοπτρο στην κοινωνία που τον γέννησε και τον γαλούχησε. Και μ’ αυτόν τον τρόπο θέτει τα ακόλουθα ερωτήματα:

-α- τελικά ποιος πραγματικά εγκληματεί και ποιος ενδύεται την ταμπέλα του εγκληματία;

-β- υπάρχει στ’ αλήθεια δικαιοσύνη;

-γ- που βρίσκεται η συνείδηση;

-δ- τι αλλάζει με το πέρασμα των αιώνων;

 

Οι ήρωες στο «Σώμα στη Βιτρίνα» αγωνιούν μπροστά στην πάλη με τον εαυτό και τους άλλους. Παλεύουν να διεκδικήσουν την επιθυμία τους, την ολοκλήρωση και την πληρότητα που οι άλλοι ασφυκτικά τους στερούν ή που ενδεχομένως υποκριτικά και με απώτερους σκοπούς τους προσφέρουν. Ασφυκτιούν στη μάχη να ξεχάσουν ό,τι τους πονά και την ίδια ακριβώς στιγμή διεκδικούν να θυμούνται για να μη χάσουν το δικαίωμα στη συνειδητότητα. Κι όταν τελικά αποδεχθούν τη μοίρα που τους ταλανίζει, όταν δουν το παρελθόν, τότε βρίσκουν διέξοδο.

Ο υπαρξιστής Sartre στο έργο του «Κεκλεισμένων των θυρών» το ‘χει πει πως «η κόλασή μας είναι οι άλλοι»8 και ο επίσης υπαρξιστής και συμπατριώτης της Έλσε, ο Δανός Kierkegaard λέει πως:

«…οι βαθιές φύσεις ποτέ δε χάνουν τη μνήμη του εαυτού τους και ποτέ δε γίνονται κάτι άλλο απ’ αυτό που ήσαν…» 9

Στο δίπτυχο «πάλη με τους άλλους» και «μνήμη» στηρίζεται η βαθιά υπαρξιακή εξύφανση του μυθιστορήματος της Αργυρώς Μαντόγλου.

Στο «Σώμα στη βιτρίνα» οι ήρωες δε χάνουν τη μνήμη του εαυτού τους, έστω κι αν αυτή η μνήμη συναπαρτίζεται από οδυνηρά γεγονότα και πόνο. Για να μην πέσουν στην ανυπαρξία και τη λήθη, ακολουθούν σα μαγνητισμένοι το κάλεσμα του ακραίου και του σκοτεινού, το οποίο λειτουργεί σα σειρήνα, σαν ο άλλος εαυτός που τους ψιθυρίζει την πραγματική τους ταυτότητα, τα λάθη, τα πάθη, τις αμαρτίες τους. Τα πρόσωπα της ιστορίας πότε συνειδητά, πότε ασυνείδητα, μέσα από συγκυρίες και παιχνίδια της μοίρας, αλλά εν τέλει στον οδυνηρό δρόμο που επέλεξαν ν’ ακολουθήσουν ενίοτε αυτοτιμωρούμενα, εμπλέκονται σ’ ένα σκληρό πόκερ αυτογνωσίας και τιμωρίας, στο οποίο πρωτοστατεί η μνήμη, η ενοχή, η αγωνία, σε μια αγωνιώδη προσπάθεια ν’ ανακτήσουν τον έρωτα, τη ζωή και τη δημιουργία. Ακριβώς γι’ αυτούς τους λόγους τα πρόσωπα του μυθιστορήματος έχουν αστείρευτο βάθος, αφού η συγγραφέας επιτυγχάνει ν’ αναδείξει τις πιο σκοτεινές, αλλά και τις πιο αθώες πλευρές τους μ’ έναν τρόπο σοφό, ανθρώπινο, αντικειμενικό, και γεμάτο κατανόηση.

Η Αργυρώ Μαντόγλου παρασύρει τον αναγνώστη στα μύχια της ανθρώπινης ύπαρξης, τον συγκινεί με την αστείρευτη περιέργεια και την ελπίδα που υπάρχει στην αθωότητα, κλονίζει τις όποιες βεβαιότητές του για τη φύση του εγκληματία δείχνοντάς την οδύνη της αμαρτίας και την ανάγκη του αμαρτωλού για εξιλέωση ή για αυτοτιμωρία αν ακόμη έχει κρατήσει ενεργή τη συνείδηση ή δεν την έχει ακρωτηριάσει τελείως, και εισάγει στον πολιτικό στοχασμό ανατέμνοντας την ατελεύτητη υποκρισία των όποιων εξουσιαστικών μηχανισμών.

Εν τέλει, μπορεί να ειπωθεί πως το «Σώμα στη βιτρίνα» είναι το βιβλίο της αμαρτίας, της τιμωρίας και της αυτοτιμωρίας των ηρώων, που οδηγούν στη συγχώρεση ή πάντως την κατανόηση από πλευράς του αναγνώστη, συνιστώντας ένα αυθεντικά διαλογικό μυθιστόρημα κατά Bakhtin 10, όπου οι φωνές των προσώπων πραγματικά διαπλέκονται, κραυγάζουν και ακούγονται μέσα στην εσωτερικότητά τους, μέσα από την αδυσώπητη σύγκρουση με τον εαυτό και τους άλλους.

 

info: Αργυρώ Μαντόγλου, Σώμα στη βιτρίνα, εκδόσεις Μεταίχμιο, σελ. 404

(*) Η Ελευθερία Δημητρομανωλάκη, είναι συγγραφέας, Διδάκτωρ Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

-1- Συντάκτης: Thinking People.gr, Εκτεθείτε στη βιτρίνα για να βρείτε δουλειά, 27-12-2016, www.thinkingpeople.gr/sections/weirdness/sections/weirdness/article/7361/ektethite-sti-vitrina-gia-na-vrite-doulia/

-2- Michel Foucault: «Η γέννηση της βιοπολιτικής», μτφρ. Βασίλης Πατσογιάννης, 2012, εκδ. Πλέθρον.

Και επίσης:

Michel Foucault: «Ιστορία της σεξουαλικότητας: η χρήση των ηδονών», μτφρ. Τάσος Μπέτζελος, 2013, εκδ. Πλέθρον.

-3- Giorgio Agamben: «Homo sacer. Κυρίαρχη εξουσία και γυμνή ζωή.», μτφρ. Παναγιώτης Τσιαμούρας, 2016. εκδ. Εξάρχεια.

-4- Carlo M. Cipolla: «Η Ευρώπη πριν από τη βιομηχανική επανάσταση. Κοινωνία και οικονομία 1000-1700 μ. Χ.», μτφρ. Πέτρος Σταμούλης, επιστ. επιμ. Βασίλης Παναγιωτόπουλος, 1988, εκδ. Θεμέλιο.

-5- Giordano Bruno: «Περί του απείρου, του σύμπαντος και των κόσμων», μτφρ. Ισιδώρα Στανιμεράκη, 2015, εκδ. Ρώμη

-6- Μαρία Κουτσουδάκη: Ο Γαλιλαίος και η σύγχρονη επιστημονική σκέψη, Περισκόπιο της επιστήμης, τεύχος 213 (Ιανουάριος 1998).

-7- Ελισάβετ Ευδωρίδου: «Τέχνη και επιστήμη: Leonardo da Vinci, Galileo Galilei, Umberto Eco, Italo Calvino», 2013, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Θεσσαλίας.

-8- Jean Paul Sartre: «Κεκλεισμένων των θυρών», μτφρ. Ζωή Σαμαρά, 2011, University Studio Press.

-9-  Sören Kierkegaard: «Φόβος και τρόμος», μτφρ. Άννα Σολωμού, επιμ. Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, 1980, εκδ. Νεφέλη, σελ. 70.

-10- Mikhail Bakhtin: «Προβλήματα λογοτεχνίας και αισθητικής», μτφρ. Γιώργος Σπανός, 1980.

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΚαμιά ζωή δεν αντέχει ένα ακυρωμένο παρελθόν (της Κατερίνας Σχινά)
Επόμενο άρθροΛίγο πριν μάθουμε τα Λογοτεχνικά Βραβεία του Αναγνώστη για το 2017

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ