Ευσέβεια Χατζηχαραλάμπους (*).
«Τα έργα μου ήξερα ότι εκφράζουν τα δικά μου ερωτηματικά, τους δικούς μου υπαινιγμούς και τις δικές μου σκιές, χωρίς να δίνουν απαντήσεις. Κι αυτό ποτέ δεν πίστεψα –κι εξακολουθώ να μην πιστεύω- ότι είναι κάτι που οι άλλοι αποζητούν», εκμυστηρεύεται ο Γιοχάνες. ( Το παράθυρο αριστερά, σελ. 97.)
«Το παράθυρο αριστερά» της Βασιλικής Παππά, είναι το αποτέλεσμα του «διαλόγου» της με τον ζωγράφο που της ενέπνευσε τον ήρωα της ιστορίας (1). Η καταβύθισή της στον κόσμο (του πραγματικού προσώπου) του σπουδαίου ζωγράφου (του οποίου η ταυτότητα δεν αποκαλύπτεται, αν και είναι εύκολα αναγνωρίσιμος), προχωρά σε μεγάλο βάθος: Στο λογοτεχνικό σύμπαν που πλάθει η Βασιλική Παππά, καθοδηγεί τον αναγνώστη της στον εθελούσιο «εγκλεισμό» του εντός του σκοτεινού θαλάμου(2) της συνείδησης του καλλιτέχνη, απελευθερώνοντάς τον, στο τέλος, λυτρωτικά. Χωρίς αμφιβολία ξέρει πώς να αφηγηθεί μια ιστορία.
Το συγγραφικό έργο και τα ενδιαφέροντα της Βασιλικής Παππά μοιράζονται ανάμεσα στο επιστημονικό πεδίο της ψυχολογίας και στη λογοτεχνία: Ποίηση ( Γ΄ βραβείο ποίησης της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, 1992) και Πεζογραφία.
«Το παράθυρο αριστερά» είναι το δεύτερο μυθιστόρημά της, μετά το «Ρινόκερος και ελέφαντας» (εκδ. Οκτώ, Δεκέμβριος 2014). Ανάμεσα στα δύο βιβλία υπάρχουν κοινά θέματα αλλά και διαφορές ως προς την τεχνική και τη σύνθεση. Χωρίς να εγκαταλείπει πλήρως την υπαινικτική (έως και κρυπτική) γραφή του «Ρινόκερου και ελέφαντα», η συγγραφέας στο «Παράθυρο αριστερά» επιλέγει την αφήγηση σε α΄ πρόσωπο και την εσωτερική εστίαση, στοιχείο που προωθεί τη συναισθηματική προσέγγιση του κεντρικού ήρωα από τον αναγνώστη. Ο ρυθμός του κειμένου ποικίλλει. Η ποιητική της Βασιλικής Παππά προσανατολίζεται σε νέους δρόμους εκφραστικής ελευθερίας. Ο λόγος της είναι άλλοτε κοφτός, στακάτος, δραματικός κι άλλοτε ξετυλίγεται σε μακριές «κορδέλες» που μοιάζουν με την ταινία του Μόμπιους: σε οδηγούν σε μιαν απώλεια προσανατολισμού, αρχής και τέλους, σε προσκαλούν/ προκαλούν να ακολουθήσεις τους απρόσμενους ελιγμούς τους, θυμίζοντάς σου ότι ο Λόγος είναι πέρα απ’ οτιδήποτε άλλο ένα μυστήριο το οποίο ολοκληρώνεται με τη συμμετοχή του εκάστοτε αποδέκτη. Το αποτέλεσμα είναι ένα συνεκτικά δομημένο κειμενικό σώμα που οι ανάσες του είναι βαθιές και αβίαστες ταυτόχρονα.
Το ύφος προσαρμόζεται στην ιδιοσυγκρασία του ζωγράφου –αφηγητή: ο Γιοχάνες ζωγραφίζει με τις λέξεις σχηματίζοντας εικόνες που απευθύνονται σε όλες τις αισθήσεις –όπως και η ζωγραφική του. Θέλει με ηρεμία και συγκρότηση (όπως συμβαίνει και με τους πίνακές του), να μιλήσει: «Θέλω επιτέλους να μιλήσω. Όχι με κραυγές, αλλά με λέξεις καλά βαλμένες στη σειρά» (σελ. 9). Οι χαμηλοί τόνοι και οι προσεκτικά επιλεγμένες λέξεις «ζεσταίνονται» από την κρυφή παράφορη φύση του που σαν υπόκαυστο διατηρεί τη θερμοκρασία υψηλή και δίνει εικόνες μεγάλης εσωτερικής δύναμης.
Υπάρχουν «σκηνές» του κειμένου, αλλά και ολόκληρα κεφάλαια στα οποία η αναπαραστατική εκφραστικότητα των εικόνων σε συνδυασμό με την αλληλοδιαδοχή τους συνθέτουν μια έντονα κινηματογραφική ατμόσφαιρα. Ενδεικτικά αναφέρουμε: α) «Το χρίσμα», το ιδιαίτερα απολαυστικό στην ανάγνωση δεύτερο κεφάλαιο, που με την παράδοξα υποβλητική σκηνοθεσία του και το σουρεαλιστικό χιούμορ, στα όρια της ειρωνείας, φέρνει στο μυαλό τον «Εξολοθρευτή Άγγελο» του Λουίς Μπουνιουέλ . β) Το 13ο κεφάλαιο με τον τίτλο «Λιούενχουκ» (κεφ.13) θυμίζει βωβό κινηματογράφο, καθώς η αφήγηση μοιάζει να μονοπωλεί την όραση, δίνοντας την ψευδαίσθηση της εστίασης στον προσοφθάλμιο φακό ενός μικροσκοπίου. γ) «Το έγκλημα», το καταληκτικό κεφάλαιο του βιβλίου, όπου η ονειρική μεταθανάτια εμπειρία που αφηγείται ο Γιοχάνες, όπως και η ανατριχιαστικής ομορφιάς και ποιητικότητας κορύφωση του τέλους, φέρνει στο νου την ευφάνταστα μακάβρια τρυφερότητα του Τιμ Μπάρτον.
Καθώς η αφήγηση προχωρά, οι παύσεις αποκτούν μεγαλύτερη διάρκεια ενώ οι ενότητες του λόγου γίνονται πιο σύντομες –με εξαίρεση το τελευταίο κεφάλαιο. Είναι η κούραση που καταβάλλει σταδιακά τον εξαντλημένο αφηγητή, είναι η θλίψη του; Ανάμεσα στα μικροσκοπικά «κεφάλαια-ποιήματα» ξεχωρίζουμε το 15 με τίτλο «Τα αντικείμενα».
Ο Γιοχάνες ξεκινά την αφήγησή του από το παρόν, προχωρά σε αναδρομική αφήγηση του βίου του (όχι απολύτως γραμμικά), επανέρχεται στο ενδοκειμενικό παρόν, προχωρώντας τελικά προς το μυστηριώδες ά-χρονο που έπεται του θανάτου. Τα όρια της «ζωής» του τοποθετούνται εντός του 17ου αιώνα. Το ιστορικό πλαίσιο χρησιμοποιείται ισορροπημένα, και όσο χρειάζεται για να προσδιορίσει έναν άνθρωπο που η ζωή του είναι κυρίως «εσωτερική», που ωστόσο δεν μπορεί να ξεπεράσει τους περιορισμούς που του θέτει η «εξωτερική» πραγματικότητα. Το βάρος της αφήνεται να εννοηθεί ότι τον συντρίβει, διαπερνώντας τα πολλαπλά προστατευτικά στρώματα του «μέσα» και του «έξω» χώρου-χρόνου που ο ήρωας έχει παρεμβάλει ανάμεσα σ’ αυτήν και την ψυχή του, επιθυμώντας –μάταια- να διασφαλίσει την ακεραιότητα και την ελευθερία του. Οι ιστορικοί προσδιορισμοί ολοκληρώνουν την αφήγηση μιας βαθιά ανθρώπινης ιστορίας, λειτουργώντας ως συνθήκες που ορίζουν την αρχή, το τέλος, την ιστορικότητα της ύπαρξης, της οποίας η περιπέτεια λίγο φαίνεται να αλλάζει από εποχή σε εποχή.
Η εξομολογητική ανάγκη του κεντρικού ήρωα, η περιδίνηση γύρω από την Τέχνη που προτείνεται ως τρόπος έκφρασης, ζωής, αλλά και αυτογνωσίας, η συνάντηση και αλληλεπίδραση με τον Άλλο, το υπό διερεύνηση νόημα των επιλογών που καθορίζουν τη ζωή, η ματαίωση, ο θάνατος ως τέλος αλλά και ως τελική ευκαιρία, η υστεροφημία: είναι θέματα που η συγγραφέας εισήγαγε με το πρώτο της μυθιστόρημα («Ρινόκερος και ελέφαντας») και αναδιατυπώνει στο «Παράθυρο αριστερά» με περισσότερη ευθύτητα, καθαρότητα αλλά και εκφραστική τόλμη.
Ο Γιοχάνες, φημισμένος ζωγράφος του 17ου αιώνα από το Ντελφτ της Ολλανδίας, με βεβαρημένη υγεία, λίγο πριν τον θάνατό του, αισθάνεται τη βαθιά ανάγκη να ελευθερώσει την ψυχή του από αυτό που θεωρεί πως υπήρξε το (ιδιότυπο) «έγκλημά» του. Με την εξομολόγησή του, αποφασίζει να αναλάβει μια σειρά ευθυνών που ανέβαλε να επωμιστεί στη διάρκεια της ζωής του. Με την απόφασή του αυτή αποχαιρετά την παρατεταμένη παιδικότητά του. Τον ενδιαφέρει η υστεροφημία, και όχι η θεολογικού χαρακτήρα «σωτηρία της ψυχής του», γι’ αυτό εκ των προτέρων ζητά τη μακροθυμία, τη συγκατάβαση, την επιείκεια όσων θα έχουν τη διάθεση να τον ακούσουν. «Το παράθυρο» βρίσκεται ακριβώς στο όριο ανάμεσα στο «έξω» και στο «μέσα». Ο ίδιος, που παρουσιάζεται ως ένας σιωπηλός και εσωστρεφής άνθρωπος, αισθάνεται ασφάλεια στον κλειστό χώρο. Η ζωγραφική είναι ο μόνος τρόπος που διαθέτει για να συμμετέχει στον κόσμο και να εξωτερικεύει όσα συσσωρεύονται μέσα του. Είναι ο τρόπος του για να μεταστοιχειώνει την ψυχή του, να της δίνει υλική υπόσταση. Είναι ένας ζωγράφος της ψυχής (σελ.81 και 89), ξεκινάει από το εσωτερικό και ψάχνει τα όρια των μορφών (σελ. 98) -και των συναισθημάτων. Οι πίνακές του χρωστούν την ύπαρξή τους στο παράθυρο (που συνήθως απεικονίζει στ’ αριστερά)· από εκεί εισέρχεται το φως που κάνει δυνατή την ενατένιση όλων όσων βρίσκονται στον εσωτερικό χώρο, που δίνει σχήματα, χρώματα, διαστάσεις και υπόσταση στα πρόσωπα και στα αντικείμενα. Το καλά μανταλωμένο παράθυρο της ψυχής του, ανοίγει ξαφνικά εκείνο το πρωί. Το «ανοίγει» ο απρόσμενος, όσο κι ευπρόσδεκτος χειμωνιάτικος ήλιος για να φωτίσει ό,τι μέχρι τότε βρισκόταν στο σκοτάδι, ό,τι απέφευγε να κατονομαστεί.
Η Βασιλική Παππά, καθοδηγεί τον Γιοχάνες σε βαθιά και ουσιαστική αυτοανάλυση. Παρακολουθούμε τον μικρό Γιαν να διεκδικεί χαμηλόφωνα αλλά και απαρέγκλιτα τη θέση και την ταυτότητά του στον κόσμο της τέχνης ως Γιοχάνες. Θα μας συστήσει ένα-ένα, τα πρόσωπα που τον σφράγισαν και εν μέρει διαμόρφωσαν την πορεία της ζωής του. Οι αναφορές στα παιδιά του, είναι λίγες και κατά κανόνα ενοχικές με εξαίρεση, ίσως το τελευταίο κεφάλαιο. Ενοχική διαγράφεται, τελικά, η σχέση του και με τα σημαντικά πρόσωπα της ζωής του: τον πατέρα του, τον μέντορά του Φαμπρίσιους, τη σύζυγό του Καταρίνα, τον μοναδικό μαθητή του, και κυρίως ενοχικός στέκεται απέναντι στον καθρέφτη της ψυχής του. Ζει και ζωγραφίζει ως ηδονοβλεψίας της καθημερινότητας των άλλων –την οποία εξιδανικεύει. Ζει κρατώντας αποστάσεις από τους ανθρώπους. Κρατώντας αποστάσεις και από τους φίλους του που είναι ομότεχνοί του. Διατείνεται ότι είναι μοίρα του καλλιτέχνη να προσπαθεί να κάνει την τέχνη μόνο δική του (σελ. 54) – ο καλλιτέχνης είναι ένας «κλέφτης» «που προσπαθεί να οικειοποιηθεί ό,τι ωραίο και πολύτιμο με όποιο κόστος» (σελ. 54). Προετοιμάζει έτσι τον αναγνώστη, για το βαρύ μυστικό του που έρχεται στο τέλος του βιβλίου.
Ο υποψιασμένος αναγνώστης αναρωτιέται γι’ αυτό που κρύβεται πίσω από την εμπνευσμένη επινόηση της «υπεξαίρεσης» που εξομολογείται ο Γιοχάνες σχετικά με το αριστούργημά του «Η τέχνη της ζωγραφικής». Όσα θίγονται, είναι κρίσιμα ζητήματα της Αισθητικής. Η προέλευση της έμπνευσης, η πρωτοτυπία του έργου τέχνης, η σχέση της Τέχνης με την Ηθική (επιτρέπεται να «κλέβει» ο ζωγράφος που απεικονίζει την εγκράτεια;), ο προορισμός του έργου τέχνης, η δίψα του καλλιτέχνη για υστεροφημία: Πόσο σημαντικό είναι για έναν καλλιτέχνη η Κλειώ, η μούσα της Ιστορίας, να στρέψει το βλέμμα της στο δικό του;
Κανείς ωστόσο, δεν ζωγραφίζει σε ολόλευκο καμβά. Και κανείς δεν γράφει σε άγραφο χαρτί. Το χέρι που ζωγραφίζει, που γράφει, που καλλιτεχνικά ενεργεί, που με οποιονδήποτε τρόπο ποιεί, κινείται από την ψυχή που πάνω της και μέσα της είναι βαθιά χαραγμένα όσα έχει μάθει και όσα έχει περάσει. Όσα αφηγείται ο Γιοχάνες τελικά, δεν αφορούν μόνο, ή αποκλειστικά τον καλλιτέχνη, μα κάθε άνθρωπο, που διακατέχεται από υπαρξιακή αγωνία, που αναρωτιέται για το προσωπικό στίγμα του σ’ αυτόν τον κόσμο, για τη συνύπαρξή του με τους άλλους, για την Τέχνη της Ζωής. Ό,τι μας ενώνει με τους άλλους είναι ό,τι ταυτόχρονα μας χωρίζει από αυτούς, αφού, μας είναι κάποιες φορές ανυπόφορη η ιδέα ότι μέσα στον ίδιο τον εαυτό μας συνυπάρχουμε με ό,τι είναι δοσμένο ή και κλεμμένο από τους Άλλους. Μας εξοργίζει ότι δεν μπορούμε να υπάρξουμε μόνοι. Συγχρόνως αισθανόμαστε τη βαθύτατη ανάγκη να συν – υπάρχουμε. Κι αυτή είναι ίσως η αναπόφευκτη ριζική αντίφαση της ανθρώπινης φύσης.
Η Βασιλική Παππά κερδίζει με τον ευφυή και διακριτικό τρόπο της, μια αλληλουχία από δύσκολα και τολμηρά στοιχήματα. Απευθύνεται σε όλους και πιο πολύ σε όσους θα επιθυμούσαν να μοιραστούν τα ερωτήματα, τους υπαινιγμούς και τις σκιές της ψυχής ενός καλλιτέχνη. Κυρίως σε εκείνους που ψάχνουν για περισσότερες ερωτήσεις, και δεν αποσκοπούν τόσο στην εξαγωγή συμπερασμάτων, όσο στη διερεύνηση των αλλαγών απόχρωσης μα και ουσίας που θα μπορούσε να επιφέρει στο νόημα η μετατόπιση των προκειμένων ενός συλλογισμού.
info: Βασιλική Παππά, Το παράθυρο αριστερά, Εκδόσεις οκτώ, Ιούλιος 2016
info2: Ο κβαντικός εναγκαλισμός είναι όρος της κβαντομηχανικής, (εδώ, μεταφορικά).
(*) Η Ευσέβεια Χατζηχαραλάμπους είναι φιλόλογος στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση ( 7ο Εσπερινό Επαγγελματικό Λύκειο Χαλανδρίου).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1)βλ. και http://fractalart.gr/vasiliki-pappa-ergastiri/
(2) Camera obscura: είναι μία οπτική συσκευή που προβάλλει το είδωλο του περιβάλλοντος χώρου. Χρησιμοποιείται στη ζωγραφική αλλά και για ψυχαγωγία, και ήταν μία από τις εφευρέσεις που οδήγησαν στη φωτογραφική μηχανή.