Του Γιώργου Λίλλη.
Για την πρώτη ποιητική συλλογή της Κατερίνας Ηλιοπούλου με τον τίτλο ο Κύριος Ταυ είχα γράψει πως μέσα στη γόνιμη σιωπή, εκεί όπου η απάτη του κόσμου και η απάτη των ειδώλων έρχονται να τον εκσφενδονίσουν στην αγκαλιά της ποίησης, στην παραμυθία της, και στην ομορφιά της, σ΄ όλα αυτά που δεν φαίνονται με το πρώτο μάτι, η ποιήτρια μεταφέρει το αρχαίο αρχέτυπο της ανθρώπινης υπόστασης.
Ακολούθησε το βιβλίο Άσυλο ως χώρος θεραπείας. Ένας μυστικός τόπος όπου μπορεί κάποιος να καταφύγει για να σωθεί από κάτι αόρατο που τον κυνηγά. Ίσως να είναι και ο ίδιος ο εαυτός μας μερικές φορές αυτός που απεχθανόμαστε. Που φοβόμαστε να έρθουμε σε σύγκρουση μαζί του. Για την Ηλιοπούλου το προσωπικό της Άσυλο είναι ένας φανταστικός (ιδεατός) κήπος που απορροφά τις φωνές της και τις αναμεταδίδει ξανά, υποδεικνύοντάς της έναν δρόμο, καθοδηγώντας την να ανακαλύψει την ουσία των πραγμάτων, την ομορφιά της ζωής και τον ρόλο της ίδιας μέσα στις διαστάσεις του παρόντος.
Με το πρόσφατο βιβλίο της Μια φορά κάθε τοπίο κι ολότελα ολοκληρώνει πιστεύω αυτή την άτυπη τριλογία που είχε ξεκινήσει με το πρώτο της βιβλίο. Η Ηλιοπούλου έρχεται αντιμέτωπη σε αυτό το βιβλίο με την φθορά. Επιλέγοντας το πεζό ποίημα, μας ταξιδεύει μέσα στο χρόνο και το χώρο για να διαπιστώσουμε τι είναι τελικά αυτό που σώζεται, τι διαρκεί στην ζωή μας. Το βιβλίο της είναι ένα ταξίδι στην Ελλάδα του 20 αιώνα. Οι ήρωες των ποιημάτων έρχονται αντιμέτωποι με την ιστορία, με τον πόλεμο, τον εμφύλιο, και κατ΄ επέκταση την απώλεια και το θάνατο. Εκείνο το σπίτι που στο κατώφλι της έζησαν κάποτε μακρινοί συγγενείς και που η ποιήτρια με γλαφυρό τρόπο επισκέπτεται, είναι ένας τόπος προσκυνήματος, αλλά και μια συνειδητοποίηση πόσα χάθηκαν μέσα στο πέρασμα του χρόνου:
Δεν θέλω να μπω στο δωμάτιο του χρόνου. Εκεί μέσα υπάρχουν θέσεις, αλλά καθετί δεν βρίσκεται στην θέση του.
Δεν είναι εύκολο εγχείρημα αυτή η επιστροφή. Οι στίχοι της ποιήτριας με λυρικό βάθος και αμεσότητα μας μεταφέρουν την αγωνία των ανθρώπων που έπαιξαν και έχασαν. Από τηνΑσήμαντη βιογραφία μακρινού συγγενή, ενός μακροσκελούς ποιήματος, που πειραματίζεται με την πεζολογική φόρμα παρατηρούμε τον χρόνο πως επιδρά στους ανθρώπους. Το μυθικό στοιχείο είναι διάχυτο παντού, σε εποχές που υπήρχε η πίστη και η ίδια η φύση σε έντασσε στην δική της μεταφυσική απλά, μιας οι άνθρωποι τότε ήταν απόλυτα συνδεδεμένοι μαζί της. Γι΄ αυτό και δεν ξαφνιάζει στην αφήγηση που το κορίτσι κατάπιε μια σαλαμάνδρα, ή όταν σε παρασέρνει όπως γράφει, το ρεύμα του ποταμού και ξεχνάς το όνομά σου. Ο Μάρκος, ο πρωταγωνιστής που ούτε πουλί δεν έχει σκοτώσει φεύγει για τον πόλεμο, αργότερα επιστρέφει στο χωριό, προδίδοντας την μοναδική του αγάπη, προτιμώντας να παντρευτεί μια πλούσια κοπέλα και το κορίτσι με τις μαύρες πλεξούδες που τον αγαπούσε τον καταριέται έτσι ώστε αυτός να παίρνει τα βουνά, σαν αγρίμι, κάνοντας υπαινιγμό η ποιήτρια για την περίοδο του εμφυλίου. Στα ποιήματά της Ηλιοπούλου υπάρχει μοναξιά. Μια μοναξιά που δεν έχει εξημερωθεί:
Όλη μέρα στο χωράφι, στα μελίσσια, το απόγευμα στο σπίτι του μεγαλύτερου αδερφού του, στο καφενείο, στην ταβέρνα, τη νύχτα μόνο μεθυσμένος, αρκούντως αναισθητοποιημένος, επιστρέφει στην εστία, πέφτει στο κρεβάτι με μιαν άγνωστη. Σιγά σιγά φεύγει και από το κρεβάτι, κοιμάται σ΄ ένα ντιβάνι δίπλα στη στόφα μέσα στη μικρή κουζίνα.
Σε αυτό το σπίτι επιστρέφει η ποιήτρια χρόνια αργότερα. Συναρμολογεί τα παιδικά της χρόνια όταν το σπίτι έσφυζε ακόμα από ζωή, όχι όπως τώρα, εγκαταλελειμμένο. Σε αυτό το σπίτι που συνέβησαν τόσα και που τώρα έχει περιπέσει στην σιωπή. Ανάμεσα σε μια φύση που ακόμα συνεχίζει να σκορπάει την ομορφιά της ενώ όλα τα ανθρώπινα κατασκευάσματα καταρρέουν, πληρώνοντας στην φθορά τον οβολό τους. Διαβάζοντας αυτά τα ποιήματα μου ξύπνησαν μνήμες από το σπίτι της γιαγιάς μου, εγκαταλελειμμένο χρόνια τώρα, μύρισα τις μυρωδιές του ξύλου, της βαριάς μάλλινης κουβέρτας, της φωτιάς και των ζαρζαβατικών όπως τα περιγράφει και η ποιήτρια. Όλοι μας λίγο πολύ έχουμε αναμνήσεις από τα παιδικά μας χρόνια, γι΄ αυτό και δεν είναι τυχαίο πως το επόμενο κεφάλαιο του βιβλίου τιτλοφορείται Νόμοι της παιδικής ηλικίας:
Είσαι το πεδίο των συναντήσεων.
Δεν ψάχνεις αλλά βρίσκεις συνεχώς.
Χωρίς αποτίμηση.
Η συνέχεια δεν σε συνέχει.
Είσαι ασυνεχής χωρίς διακοπή.
Ακολουθούν οι ενότητες, Ποιήματα που βρέθηκαν στην ντουλάπα, το εμβληματικό η Γη του πατέρα, όπως και ο Νότος, όπου το ταξίδι ολοκληρώνεται, η σκυτάλη παραδίδεται, η ζωή συνεχίζεται. Τα ποιήματα της Ηλιοπούλου, ώριμα, λιτά, έρχονται να προσδιορίσουν την ταυτότητα, να κρατήσουν τις μνήμες ζωντανές:
Ένα κάτι απόμεινε να γράφει κύκλους ψηλότερα
και δεν ήταν παρά η απορία,
το να μην ανήκεις πουθενά,
μια διαπεραστική αίσθηση μοναξιάς,
ένα διαπεραστικό ερωτηματικό: “Ποιος είμαι;”
Μια φορά μόνον αποκαλύπτεται ό,τι είναι ζωντανό,
μια φορά κάθε τοπίο και ολότελα.
Αν έπεφτε από κάποιο μακρινό αστέρι
ένα έστω και ταπεινό, αλλά ζωντανό μόρφωμα,
ένα τμήμα κάποιου λουλουδιού,
κάτι λιγοστό από το φλοιό κάποιου δέντρου,
θα επρόκειτο ανυπερθέτως για μήνυμα
που θα μας έκανε να ριγήσουμε.
Ο χρόνος, ο αέρας και ο τόπος είναι το παν.
info:Κατερίνα Ηλιοπούλου, Μια φορά κάθε τοπίο και ολότελα, Μελάνι