Ευριπίδης Γαραντούδης.
( ή η αρχή ενός ατελείωτου ταξιδιού*).
Προσπαθώντας να ιχνηλατήσω τα ορατά και ίσως τα κρυμμένα σημάδια της πορείας της ποιήτριας Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ μέσα στον χρόνο, ανέτρεξα στις αρχές αυτής της πορείας, στο πριν από 50 χρόνια εκδομένο πρώτο βιβλίο της Λύκοι και σύννεφα (1964). Η προσοχή μου αγκιστρώθηκε στον πρώτο στίχο της πρώτης ενότητας εκείνου του βιβλίου, της ενότητας «Βύτος και Αλιείη», και στην αφιέρωση της ενότητας. Ο στίχος είναι «Το σώμα μου έγινε η αρχή ενός ταξιδιού» και η αφιέρωση είναι «Του Νίκου Καζαντζάκη». Στο ποίημα ο στίχος εκφέρεται από την ποιητική περσόνα, όπως λέμε, την περσόνα του Βύτου. Κατά μία μυθολογική παράδοση ο Βύτος είναι σύζυγος της Θεάς του έρωτα και της γονιμότητας, της Αφροδίτης. Ο Βύτος και η σύντροφός του, η Αλιείη, η γυναικεία περσόνα, συμπλέκονται στο ποίημα με τον κρητικό μύθο του Μινώταυρου. Τόσο τα μυθολογικά πρόσωπα του ποιήματος όσο και η αφιέρωση της ενότητας στον εκλεκτό και αγαπημένο νονό της Αγγελάκη-Ρουκ, τον Νίκο Καζαντζάκη, σκέφτηκα ότι λειτουργούν ως πρόδηλα σήματα της σύνδεσης της τότε εικοσιπεντάχρονης αλλά και τόσο ώριμης ήδη ποιήτριας με τις πατρογονικές ρίζες του τόπου της και των ανθρώπων του. Από εκεί και πέρα άρχισε η κυοφορία του ποιητικού έργου της και το ρίζωμά του μέσα στον χρόνο με 15 ποιητικά βιβλία – το πιο πρόσφατο, Η ανορεξία της ύπαρξης, εκδόθηκε πριν τρία περίπου χρόνια, το 2011.
Ξαναγυρίζω όμως στην αρχή της πορείας και ξαναπιάνω το νήμα του πρώτου στίχου, «Το σώμα μου έγινε η αρχή ενός ταξιδιού», επειδή μου φαίνεται ότι ο στίχος αυτός είναι η άκρη του κουβαριού που μπορεί να μας οδηγήσει έξω από τη σπηλιά του Μινώταυρου, στο φως της ζωής και της ποίησης που διανύθηκαν με την επίγνωση ότι το σώμα είναι η αρχή ενός ταξιδιού ή, για να το πω αλλιώς, ότι «κατά βάθος ο ποιητής έχει ένα θέμα: το ζωντανό σώμα του», σύμφωνα με την πολύ γνωστή ρήση του Σεφέρη από τις Μέρες 1945-1951, που η Αγγελάκη-Ρουκ έβαλε ως επιγραφή στο βιβλίο της Μαγδαληνή το μεγάλο θηλαστικό (1974). Από αυτό το βιβλίο παραθέτω ένα από τα καλύτερα και χαρακτηριστικότερα, κατά τη γνώμη μου, ποιήματα της Αγγελάκη-Ρουκ, «Το σώμα είναι η νίκη και η ήττα των ονείρων»:
Το σώμα είναι η Νίκη των ονείρων
όταν ασύστολο σαν το νερό
σηκώνετ’ απ’ τον ύπνο
με κοιμισμέν’ ακόμα τις βούλες
τις ουλές, τα τόσα τα σημάδια
τους σκούρους ελαιώνες του
ερωτευμένους
δροσερούς μέσα στη χούφτα.
Το σώμα είναι η Ήττα των ονείρων
σαν κείται μακρύ κι αδειανό
–να φωνάξεις μέσα ακούς την ηχώ–
με τις αναιμικές τριχίτσες του
ανέραστο απ’ το χρόνο
βογκάει, πλήγεται
μισεί την κίνησή του
ξεθωριάζει σταθερά
το αρχικό του μαύρο
ξυπνώντας ζεύεται την τσάντα
από δαύτη κρέμεται μαρτυρικά
ώρες μέσα στη σκόνη.
Το σώμα είναι η Νίκη των ονείρων
όταν βάζει το ένα πόδι μπρος στο άλλο
και κερδίζει τον συγκεκριμένο χώρο.
Ένα τόπο.
Με τράνταγμα βαρύ.
Θάνατο.
Όταν το σώμα κερδίζει τον τόπο του
με θάνατο
στην πλατεία
σα λύκος με ρύγχος καυτό
ουρλιάζει το «θέλω»
«δεν αντέχω»
«φοβερίζω – ανατρέπω»
«πεινάει το μωρό μου».
Το σώμα γεννάει το δίκιο του
και το υπερασπίζεται.
Το σώμα φτιάχνει το λουλούδι
φτύνει το κουκούτσι-θάνατο
κατρακυλάει πετάει
ακίνητο στροβιλίζεται γύρω απ’ την καταβόθρα
–κίνηση του κόσμου–
στ’ όνειρο το σώμα θριαμβεύει
ή βρίσκεται γυμνό στους δρόμους
κι υποφέρει·
χάνει τα δόντια του
τρέμει από έρωτα
σκάει η γη του σαν καρπούζι
και τελειώνει.[1]
Με αφορμή αυτό το χαρακτηριστικό ποίημα επισημαίνω, όπως έκανε κατ’ επανάληψη και η κριτική, τη σωματικότητα ως δεσπόζουσα αρχή ή βασική συνισταμένη της ποίησης της Αγγελάκη-Ρουκ. Σε άρρηκτο δεσμό με τη σωματικότητα συναρτώνται και συλλειτουργούν στην ποίησή της μια σειρά από γνωρίσματα, όπως ο ερωτισμός, η εσωτερικότητα, το αίσθημα της μοναξιάς, η εξύμνηση της υλικής ζωής και η αγωνία του θανάτου. Στερεώνοντας ξανά μέσα στον χρόνο κάποιους οδοδείκτες της ποιητικής πορείας της Αγγελάκη-Ρουκ, ακολουθώ την αντίστροφη πορεία, από το τέλος προς την αρχή, και σταματώ στο τέλος του σύντομου προλόγου της, με τίτλο «Τα αιώνια εφήμερα», στο βιβλίο Επιστολές του Νίκου Καζαντζάκη προς την οικογένεια Αγγελάκη (2013). Εδώ η Αγγελάκη-Ρουκ αναγνωρίζει την πολύτιμη κληρονομιά που της άφησε ο νονός της. Γράφει: «Πολύτιμη για μένα κληρονομιά που μ’ άφησε ο νομός μου ήταν η πίστη-απιστία στον Θεό. Αυτή η σύνθεση ανάμεσα στην έλλειψη ελπίδας για μια προστασία, μια δικαιοσύνη, ακόμα και για μια “μετά θάνατον” ζωή και μαζί μια αδιάκοπη αίσθηση του μυστηρίου που μας έφερε στη ζωή, που φύτεψε τα δέντρα, που στη φλόγα ρίχνει βροχή. Μια αίσθηση ότι η παντοδυναμία της ζωής νικάει την απουσία του Θεού».[2] Από τη σημερινή, λοιπόν, σκοπιά και στη βάση της κληρονομημένης οφειλής της Αγγελάκη-Ρουκ στον Καζαντζάκη μπορώ να αποτιμήσω το ποιητικό έργο της ως ένα ενεργό πεδίο διπολικών εννοιών που διαρκώς συγκλίνουν και αποκλίνουν: πίστη-απιστία, σώμα-πνεύμα, εξωτερικός κόσμος-εσωτερικός κόσμος, έρωτας-μοναξιά, πλησμονή-στέρηση. Αν υπάρχει ένα ζεύγος διπολικών εννοιών που φαίνεται να συνέχει όλα τ’ άλλα, αυτό είναι η αγωνία για τη ζωή που φεύγει, από τη μια μεριά, και, από την άλλη μεριά, η κατάφαση της ποίησης ως λυτρωτικής και καθαρτικής αξίας απέναντι στην αγωνία.
Παρατήρησα παραπάνω ότι η σωματικότητα συναρτάται και συλλειτουργεί στην ποίηση της Αγγελάκη-Ρουκ με τον ερωτισμό και την εσωτερικότητα. Αυτή η διαπίστωση μπορεί να σχολιαστεί και να φωτιστεί καίρια αν ληφθούν υπόψη ορισμένες παρατηρήσεις της ποιήτριας σε σύντομό κείμενό της περιλαμβανόμενο σε τομίδιο όπου πέντε ποιήτριες –εκτός της Αγγελάκη-Ρουκ, η Άντεια Φραντζή, η Ρέα Γαλανάκη, η Αθηνά Παπαδάκη και η Παυλίνα Παμπούδη– απάντησαν στο ερώτημα Υπάρχει, λοιπόν, γυναικεία ποίηση; (1990). Γράφει εκεί η Αγγελάκη-Ρουκ, σχολιάζοντας τον όρο «γυναικεία γραφή»: «Οι γυναίκες που δέχονται τον ορισμό “γυναικεία γραφή” δεν τον βλέπουν σα μια μονολιθική κατάταξη, όπου πρέπει, σώνει και καλά, να ενταχθούνε αυτές και τα γραφτά τους. Αντίθετα, το γένος είναι ένα πολυσύστημα, μια πλειονότητα από ιδέες και τρόπους ύπαρξης, που, όλα μαζί, αποτελούν το θηλυκό. Τονίζονται οι διαφορές και εκτίθεται η ποικιλία της γυναικείας εμπειρίας από την ταξική, εθνική, ζωγραφική, πολιτική ή σεξουαλική πλευρά».[3]
Υπενθυμίζω ότι το ζήτημα της σχέσης ανάμεσα στην γυναικεία ταυτότητα και την ποιητική λειτουργία προέκυψε στην ελληνική ποιητική σκηνή από το γεγονός ότι στη δεκαετία του 1970 εμφανίστηκε ή και εδραιώθηκε μια πολυπληθής ομάδα καλών ποιητριών (εκτός από την Aγγελάκη-Pουκ, αναφέρω ενδεικτικά τις Pούλα Aλαβέρα, Φραγκίσκη Aμπατζοπούλου, Pέα Γαλανάκη, Bερονίκη Δαλακούρα, Mαρία Kυρτζάκη, Mαρία Λαϊνά, Tζένη Mαστοράκη, Παυλίνα Παμπούδη, Aθηνά Παπαδάκη, Aλεξάνδρα Πλαστήρα, Aλόη Σιδέρη, Άντεια Φραντζή, Nατάσα Xατζιδάκι, Έλενα Xουζούρη και Δήμητρα X. Xριστοδούλου). Οι ποιήτριες αυτές επαναπροσδιόρισαν κυρίως ως προς το περιεχόμενό της τη γραμμένη από γυναίκες ποίηση και επομένως αναβάθμισαν τη σχέση των αναγνωστών μαζί της. Αποτέλεσμα ήταν η άμβλυνση σε σημαντικό βαθμό της συμβατικής, αλλά λανθανόντως αξιολογικής (εις βάρος των γυναικών) διάκρισης της ποίησης και γενικότερα της λογοτεχνίας σε ανδρική και γυναικεία. Ήδη στη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 και στα επόμενα χρόνια, έγινε μια αρκετά ευρεία συζήτηση γύρω από τον όρο «γυναικεία λογοτεχνία» ή «γυναικεία γραφή». Κατά τη γνώμη μου, όταν ο όρος αυτός χρησιμοποιείται προκειμένου να προσδιοριστεί η λογοτεχνία των γυναικών σε θεωρητικό επίπεδο και κυρίως σε διάκριση ή αντιδιαστολή από τη λογοτεχνία των ανδρών αποβαίνει άστοχος και έχει ως αποτέλεσμα να αναβιώνει, μετασχηματισμένη έστω ή λανθάνουσα, η διαβάθμιση της λογοτεχνίας των γυναικών σε περιφερειακή ή και περιθωριακή, σε σχέση με την κεντρική ή κυρίαρχη λογοτεχνία των ανδρών. Συμφωνώντας με την Αγγελάκη-Ρουκ, παρατηρώ ότι ο όρος «γυναικεία λογοτεχνία» (εν προκειμένω «γυναικεία ποίηση») έχει νόημα μόνο όταν προσδιορίζει το πλαίσιο της αναζήτησης ορισμένων (θεματικών, μορφολογικών ή εκφραστικών) χαρακτηριστικών τα οποία εντοπίζονται στο έργο συγκεκριμένων ποιητριών και συμβάλλουν στον σχηματισμό του προσωπικού ποιητικού στίγματός τους. Όσον αφορά ειδικά στο ποιητικό έργο της Αγγελάκη-Ρουκ, πιστεύω ότι η διαφορετικότητά της, προσδιορισμένη από την αυτοσυνειδησία του γυναικείου φύλου, μπορεί να ανιχνευτεί σε πολλαπλά και αλληλοτεμνόμενα επίπεδα της θεματικής και της έκφρασής της.
Περισσότερη σημασία έχει ότι στο γραπτό της που ανέφερα η Αγγελάκη-Ρουκ διακρίνει ως το κοινό νήμα που ενώνει τα έργα εκ πρώτης όψεως ανόμοιων μεταξύ τους ποιητριών, ελληνίδων και ξένων, την εσωτερικότητα, προσδιορίζοντάς την και συνδέοντας την με τη σωματικότητα: «“Ξέρει αυτή γιατί μόνιμα κατοικεί το τοπίο που αυτός μονάχα επισκέφτεται”, λέει (περίπου) κάπου μια ποιήτρια. Αυτή την αίσθηση του “κατοικώ” που βέβαια φέρνει στο νου τη μήτρα, το σπίτι, το σπιτικό κλπ., την έχει κανείς πολύ πιο έντονα στις νεότερες ποιήτριες, που συνειδητά πια γράφουν, συχνά, μια ποίηση που θα την έλεγα σωματοκεντρική, όπου το σώμα ενδιαφέρει, φυσικά, σαν εσωτερική ορμή κι έκφραση προς τα έξω αυτού που γίνεται μέσα, κι όχι σαν είδωλο στον καθρέφτη. Λέει η Ελέν Σιξούς (Helène Cixous) (γεν. το 1937 και το πρώτο της βιβλίο έχει τον τίτλο “Μέσα”, το 1969): “Γράφτε τον εαυτό σας. Γράφοντας τον εαυτό της η γυναίκα θα γυρίσει στο σώμα που της κατασχέθηκε και μεταμορφώθηκε σε κάτι ξένο που εκτίθεται στη βιτρίνα…”. Και παρακάτω: “Θα πετάξει έτσι από πάνω της την ενοχή (ενοχή για τα πάντα· ένοχη είναι αν έχει επιθυμίες, ένοχη όταν δεν έχει, ένοχη όταν είναι ψυχρή, ένοχη όταν είναι υπερβολικά θερμή, ένοχη όταν είναι και τα δύο. Ένοχη όταν είναι πολύ “μανούλα”, ένοχη όταν δεν είναι αρκετά, όταν έχει παιδιά και όταν δεν έχει, όταν θηλάζει και όταν δεν θηλάζει)”».[4] Στη βάση των παραπάνω επισημάνσεων, παρατηρώ την εξέλιξη της ποίησης της Αγγελάκη-Ρουκ μέσα στον χρόνο με τη σαφή μετάβασή της από μια πρώτη περίοδο, όπου το αντλημένο από ποικίλες περιοχές του αρχαίου και του χριστιανικού μύθου υλικό αποτελούσε τη βάση επάνω στην οποία εγγραφόταν η γυναικεία γραφή της, ως θεματική και ως αναστοχασμός για την ταυτότητα του φύλου, σε μια δεύτερη περίοδο όπου η Αγγελάκη-Ρουκ περιορίζει αισθητά τη χρήση και εκμετάλλευση του μύθου, καθώς πλέον και μέχρι σήμερα γράφει τον εαυτό της, διεκδικώντας τη ρήξη με ένα καθεστώς σιωπής ή αποσιώπησης και την απενοχοποίησή της· δοκιμάζοντας, παράλληλα, τα όρια της ανυπόκριτης ειλικρίνειας, ιδίως απέναντι στον ίδιο της τον εαυτό.
Έχοντας σχολιάσει αναπόφευκτα μερικά βασικά μόνο γνωρίσματα ενός πολύπτυχου ποιητικού έργου, θα ολοκληρώσω αυτή τη σύντομη ομιλία με την παράθεση του τελευταίου ποιήματος από το πιο πρόσφατο βιβλίο της Αγγελάκη-Ρουκ, Η ανορεξία της ύπαρξης (2011). Επέλεξα το ποίημα «Ποιητικό υστερόγραφο», επειδή το διαβάζω όχι ως υστερόγραφο, αλλά ως μια ποιητική υποθήκη:
Τα ποιήματα δεν μπορούν πια
να ’ναι ωραία
αφού η αλήθεια έχει ασχημύνει.
Η πείρα είναι τώρα
το μόνο σώμα των ποιημάτων
κι όσο η πείρα πλουταίνει
τόσο το ποίημα τρέφεται κι ίσως δυναμώσει.
Πονάν τα γόνατά μου
και την Ποίηση δεν μπορώ πια να προσκυνήσω,
μόνο τις έμπειρες πληγές μου
μπορώ να της χαρίσω.
Τα επίθετα μαράθηκαν·
μόνο με τις φαντασιώσεις μου
μπορώ τώρα την Ποίηση να διανθίσω.
Όμως πάντα θα την υπηρετώ
όσο βέβαια εκείνη με θέλει
γιατί μόνο αυτή με κάνει λίγο να ξεχνώ
τον κλειστό ορίζοντα του μέλλοντός μου.[5]
Με το «Ποιητικό υστερόγραφό» της η Αγγελάκη-Ρουκ χαρίζει στην Ποίηση και στους αναγνώστες της τις «έμπειρες πληγές» της, ως νάρκης του άλγους δοκιμές εν φαντασία και λόγω, όπως έγραψε ο Καβάφης. Αλλά, αν και το ποίημα αρχίζει με την πικρή και δυσοίωνη ομολογία ότι τα ποιήματα δεν μπορούν πια να είναι ωραία, καταλήγει με μιαν άλλη αναπόδραστη ομολογία, την ομολογία πίστης στην ποίηση. Επειδή η παντοδυναμία της ποίησης νικάει και θα νικάει το γήρασμα του σώματος ή και την απουσία της ζωής. Πάνω και πέρα από τους θνητούς, εμάς, υπάρχει μια συλλογή από ρόδα, καθαγιασμένα στον χρόνο, καμωμένα από τα φθαρτά σώματά μας, στη μικρή τους διαδρομή.
* Το κείμενο αυτό αναγνώστηκε κατά την παρουσίαση του βιβλίου Επιστολές του Νίκου Καζαντζάκη προς την οικογένεια Αγγελάκη, Επιμέλεια-εισαγωγή-σχόλια Θανάσης Αγάθος, Πρόλογος Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Ηράκλειο-Μυρτιά, Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη 2013, στη Στοά του Βιβλίου (Αθήνα, 21 Ιανουαρίου 2014).
[1] Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Μαγδαληνή το μεγάλο θηλαστικό, Αθήνα, Ερμής 1974, σ. 27-28.
[2] Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, «Πρόλογος. Τα αιώνια εφήμερα», στο βιβλίο Επιστολές του Νίκου Καζαντζάκη προς την οικογένεια Αγγελάκη, Επιμέλεια-εισαγωγή-σχόλια Θανάσης Αγάθος, Πρόλογος Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Ηράκλειο-Μυρτιά, Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη 2013, σ. 13-14: 14.
[3] Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, «Με πραγματικά βατράχια μέσα», στο βιβλίο Α. Φραντζή – Κ. Αγγελάκη-Ρουκ – Ρ. Γαλανάκη – Α. Παπαδάκη – Π. Παμπούδη, Υπάρχει, λοιπόν, γυναικεία ποίηση;, Αθήνα, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Ιδρυτής: Σχολή Μωραΐτη 1990, σ. 23-33: 26.
[4] Αγγελάκη-Ρουκ, «Με πραγματικά βατράχια μέσα», ό.π., σ. 32-33.
[5] Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Η ανορεξία της ύπαρξης, Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη 2011, σ. 48.
Εξαιρετικό.