Κατασκευάζοντας τη μνήμη

0
440

της Λίλας Κονομάρα.

 

«Μην πάτε να με συμπονέσετε λέγοντάς μου ότι κι εσείς γνωρίζετε τον Κόρσακοφ, το Capriccio Espagnol του, τις αριθμημένες συμφωνίες του, το κύρος του τον καιρό που ήταν αρχιμουσικός του ρωσικού στόλου. Σφάλλετε. Εκείνος ο Κόρσακοφ λέγεται Ρίμσι-Κόρσακοφ και ο κόσμος του χρωστάει ευγνωμοσύνη για την ομορφιά των συνθέσεών του, τις οποίες θα μπορούσα να σας σιγοτραγουδήσω αν το μυαλό μου… Ο Κόρσακοφ που έχει καταλάβει τα στρατηγικά σημεία του εγκεφάλου μου είναι άλλου είδους καλλιτέχνης. Θα βάλει τόση ψυχή για να ροκανίσει τη μνήμη μου όση έβαλα εγώ για να την φτιάξω απ’ την αρχή».

Στα σαράντα τρία του χρόνια, ο γιατρός Φρανσουά Σινιορέλλι, ο κεντρικός ήρωας του ομώνυμου μυθιστορήματος του Ερίκ Φοτορινό διαγιγνώσκει ότι πάσχει από το σύνδρομο Κόρσακοφ το οποίο επιφέρει δαταραχή της μνήμης. Τι είναι ένας άνθρωπος χωρίς μνήμη; «Ένα σώμα δίχως ιστορία». Καταγράφοντας την πορεία της ασθένειας και της σταδιακής απώλειας των αναμνήσεών του ήρωά του, ο Φοτορινό συνθέτει ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον μυθιστόρημα για τη μνήμη και τη λήθη.

Διακεκριμένος γιατρός που ειδικεύεται σε ζητήματα λειτουργίας του εγκεφάλου, ο Φρανσουά παρουσιάζει το μηχανισμό του συνδρόμου: τα πρώτα συμπτώματα, την προσωρινή εγρήγορση και ανάκτηση όλων των παλαιότερων γνώσεων πριν από την οριστική λήθη, το ρόλο του συναισθήματος στη λειτουργία της μνήμης, την ενεργοποίηση πολύ παλιών αναμνήσεων που νομίζαμε ότι δεν διατηρούμε πια ή ότι έχουμε καταφέρει να τις ξεφορτωθούμε, τη σταδιακή απώλεια των σημείων αναφοράς και την αναπλήρωσή τους από το φανταστικό, την αυξανόμενη τάση για μυθοπλασία και επινόηση ενός άλλου εαυτού.

Μνήμη σημαίνει τόποι και χρόνοι. Ο συγγραφέας θα χωρίσει τη ζωή του ήρωά του σε δύο μέρη, την παιδική του ηλικία μέχρι τα δέκα στο Μπορντώ και τη μετέπειτα ζωή του. Ο μικρός Φρανσουά είναι το νεότερο μέλος της οικογένειας Αρντανουί, μιας οικογένειας ξεπεσμένης, με ματαιωμένα όνειρα, που κουβαλάει μέσα στο όνομά της τη νύχτα (nuit σημαίνει νύχτα στα γαλλικά) και της οποίας «η άρνηση της ευτυχίας είναι το σήμα κατατεθέν». Ζει με μια μητέρα τη Λίνα που θα μπορούσε να είναι και αδελφή του και το φόβο ότι οι εραστές της θα την πάρουν μακριά του. Με μια γιαγιά που τρέφεται από τα βάσανα των άλλων και που έχει τη λέξη «θυσία» καραμέλα. Με ένα θείο ομοφυλόφιλο και καταθλιπτικό. Με έναν πατέρα που τον λένε Μαμά και που δεν έχει δει ποτέ. Με πολλές απορίες που κανείς δεν του λύνει πράγμα που δημιουργεί μέσα του δεκάδες παρερμηνείες καθώς μπερδεύει συχνά το νόημα των λέξεων, την κυριολεξία με τη μεταφορά και δυσκολεύεται να υπάρξει σε έναν κόσμο όπου δεν έχει βρει τη θέση του. Στα δέκα του χρόνια η μητέρα του παντρεύεται τον Μαρσέλ Σινιορέλλι, «με τα μεγάλα  χέρια και το γλυκό βλέμμα» και πηγαίνουν να ζήσουν στο σπίτι του στη Λοζιέρ. Πλάι σ’ αυτόν τον άνθρωπο ο Φρανσουά νιώθει να ξαναγεννιέται. Αποκτάει έναν πατέρα, ένα όνομα, «αρχίζει να υπάρχει όπως κάθε τι που έχει όνομα», γνωρίζει τη χαρά της ζωής και τις μαγικές διηγήσεις του παππού Φόσκο Σινιορέλλι που έχει έρθει με την οικογένειά του από την Τυνησία και κουβαλάει μαζί του την έρημο, «τα τσακάλια και τις γυναίκες με τα γαλαζοπράσινα μάτια που σχεδιάζουν τον Γαλαξία κάτω από τα πέλματά τους», τη χαύνωση των καυτών καλοκαιριών , τις μυρωδιές του κουσκούς, του κύμινου, του γλυκάνισου και του αγριοκόλιαντρου. Για πρώτη φορά, κάποιος του μιλάει καθαρά, του εξηγεί, οι λέξεις «γαντζώνονται» μέσα του «μεταμοσχεύοντάς» του αναμνήσεις.

Αναπλάθοντας τη ζωή του και συσχετίζοντας παρελθόν με παρόν, ο ενήλικος πλέον Φρανσουά προσπαθεί να καταλάβει γιατί τον έπληξε η συγκεκριμένη ασθένεια καθώς πιστεύει ότι ίσως δεν είναι τυχαίο ποια αρρώστια εκδηλώνει ο καθένας μας. Οι εξηγήσεις που δίνει είναι πολλές. Άλλοτε θεωρεί πως ήταν «ο ιδανικός υποψήφιος για το σύνδρομο Κόρσακοφ, σε αυτήν την πάλη σώμα με σώμα ανάμεσα στη νύχτα των Αρντανουί και το εκτυφλωτικό φως των Σινιορέλλι» και νιώθει ότι πληρώνει το αντίτιμο επειδή «σφετερίστηκε» τις αναμνήσεις μιας άλλης οικογένειας. Είναι σαν να κυοφορούσε από τότε την ασθένεια αφού επινόησε έναν άλλο εαυτό μετά το γάμο της μητέρας του. Άλλοτε πάλι πιστεύει πως η ασθένεια αποτελεί «αντίδωρο», «θεραπεία», «διάσωση» από τις θλιβερές αναμνήσεις της ζωής του με τους Αρντανουί ή από την αποτυχία της προσωπικής του ζωής και την απομάκρυνση του γιου του. «Μνήμη, σημαίνει να συγκρατείς,. Εγώ, δεν κράτησα ποτέ κανέναν. Ούτε τον πατέρα μου ούτε τον γιο μου. Ούτε τη γυναίκα μου». Στην αναζήτηση του εαυτού του επιχειρεί να συνδεθεί και με τον πραγματικό του πατέρα, όμως, όπως θα ανακαλύψει, όλα έχουν την ώρα τους και η απουσία πατρικού προτύπου την κατάλληλη στιγμή θα στιγματίσει για πάντα τη ζωή του γιατί πώς να γίνεις καλός πατέρας αν δεν έχεις υπάρξει γιος; «Μετά είναι πολύ αργά όπως και για τα παιδιά που δεν κατάφεραν να αρθρώσουν ούτε μια λέξη επειδή δεν είχαν ζήσει μαζί με ανθρώπινα όντα στην ηλικία που ο εγκέφαλος είναι έτοιμος να δομηθεί με λέξεις».

Αυτές τις λέξεις που του λείπουν, αυτά τα σημεία αναφοράς θα τα αναζητήσει στη μυθοπλασία. Η ασθένεια που κατατρώει τις αναμνήσεις του θα του δείξει το δρόμο. Αν η γραφή είναι μια ερμηνεία του κόσμου και της προσωπικής μας ιστορίας, η λύση για εκείνον είναι να επινοήσει μια εναλλακτική βιογραφία και να ανακατασκευάσει τον εαυτό του και το παρελθόν του. Στο τρίτο μέρος του βιβλίου, ανασυνθέτει τη ζωή του «παππού» του Φόσκο τους τελευταίους μήνες πριν από την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Τυνησίας, στις αρχές της δεκαετίας του ‘60 και την αναχώρησή του για τη Γαλλία. Το θέμα της ταυτότητας αποκτάει ευρύτερες διαστάσεις καθώς συσχετίζεται πλέον με ιστορικά γεγονότα και εθνικές ταυτότητες. Ποια είναι όμως η αλήθεια για τον εαυτό μας; Ποια η αλήθεια της Ιστορίας; Τα γενεαλογικά δέντρα; Οι τόποι που γεννιόμαστε και οι βιολογικοί μας γονείς; Τα σύνορα που χαράζουμε ανάμεσα σε δυο λαούς; Αυτό που επιλέγουμε να είμαστε; «Θηριοδαμαστής λέξεων», ο Φρανσουά που δεν μπόρεσε να κρατήσει κανέναν και τίποτα, ανακαλύπτει την δύναμη και την παρηγορία της γραφής απέναντι στο ασύλληπτο μυστήριο της ύπαρξης και γίνεται αυτό που ήθελε πάντα να είναι.

Βαθιά ανθρώπινος, με χιούμορ και οξυδέρκεια, ο Φοτορινό σκιαγραφεί αδρούς χαρακτήρες, μας μεταφέρει το άρωμα των συγκεκριμένης εποχών, πόλεων και πολιτισμών με τους οποίους καταπιάνεται, απαντώντας στα διλήμματα που θέτει με μία ελεγεία στη χαρά της ζωής και τη δύναμη της αγάπης.

 

INFO:

Ερίκ Φοτορινό, Κόρσακοφ, μετάφραση: Στέργια Κάββαλου, Εκδ. Πόλις

Προηγούμενο άρθροΟ Τομ κι ο Μανωλάκης
Επόμενο άρθροΟ χώρος του βιβλίου και η διαφθορά

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ