Λίλυ Εξαρχοπούλου.
«Ο πρωταγωνιστής των ιστοριών μου… είναι ψηλός και λιγνός. Ένας ουράνιος πρίγκιπας, που σαγηνεύει όποιον τον συνατήσει και τον αναγκάζει να τρέχει ξοπίσω του. Ό,τι αγγίζει ο πρωταγωνιστής των ιστοριών μου μετατρέπεται σε αντικείμενο πόθου, που δεν αφήνει κανέναν να ησυχάσει.» από το «Πέραν του παιχνιδιού»
Αυτός είναι ίσως ο καλύτερος τρόπος για να συνοψιστεί ο κόσμος της Έλενας Νούσια: ο κόσμος της συγγραφέως, οι ήρωες των ιστοριών της, τα παιχνίδια τους με τους αναγνώστες αλλά, συχνά, και με την ίδια τη συγγραφέα. Στην Νούσια, συγγραφέας και πρωταγωνιστής είναι ισότιμοι ρόλοι, αλληλοσυμπληρούμενοι και αλληλοαμφισβητούμενοι. Οι ήρωές της συχνά ταλαιπωρούν τη συγγραφέα κι άλλο τόσο τους ταλαιπωρεί κι αυτή. Πρόκειται για το λεγόμενο «παιχνίδι της συγγραφής», που φαντάζομαι ότι όλοι γνωρίζουμε πως δεν πρόκειται για «παιχνίδι» αλλά σκληρή πνευματική εργασία, στην αποθέωσή του.
Στο διήγημα «Πέραν του παιχνιδιού» ο συγγραφέας ξεκινά την ιστορία δηλώνοντας απροκάλυπτα: «Είχα τόσο αηδιάσει και με την τέχνη και την πραγματικότητα, που άρχισα να ξερνάω ακατάσχετα.» Επειδή όμως μια τέτοια δήλωση δεν μπορεί να μην προκαλέσει ταραχή, ερωτηματικά ή ανταπάντηση, βρίσκει τον εαυτό του να εμπλέκεται σε ένα ποδοσφαιρικό ματς με ένα χωμάτινο πυγμαίο ον και μαγικά να μεταφέρεται από το γραφείο του σε μια τσιμεντένια αλάνα. Το ον αυτό βρίσκεται εκεί για να τον βασανίσει με τις απαιτήσεις του. Πρόκειται δηλαδή για τη στιγμή που οι συγγραφείς συχνά ισχυρίζονται πως ένας χαρακτήρας μέσα στο έργο τους «παίρνει κεφάλι», ανυψώνει το ανάστημά του κι απαιτεί να βρεθούν λύσεις που ο/η συγγραφέας δεν είχε, αρχικά τουλάχιστον, φανταστεί ή σκεφτεί. Αυτή η ώρα εδώ παρουσιάζεται ανάγλυφα μια και το ον «εξαναγκάζει τον συγγραφέα να το ακολουθήσει». Ο συγγραφέας ωστόσο αναγνωρίζει, όπως η μάνα το παιδί της, ότι πρόκειται περί του «πρωταγωνιστή των ιστοριών» του, παρά την τεράστια αλλαγή στην εμφάνισή του, και συνομιλεί μαζί του προσπαθώντας να αποκρούσει τη αντίληψη του όντος ότι κι ο ίδιος παρασύρεται από τις επιθυμίες του δημιουργήματός του. Με τη μορφή αποφθέγματος μάλιστα του απαντά: «Άλλο πράγμα το ν’ σ’ αρέσει κάτι κι άλλο το να μην μπορείς να κάνεις αλλιώς. Το να σ΄αρέσει κάτι δεν γίνεται να το ξορκίσεις, μα το να μην μπορείς να κάνεις αλλιώς γίνεται.» Μετά όμως το απόφθεγμα περί ελεύθερης βούλησης το όν χάνει το ενδιαφέρον του για τον συγγραφέα, σαν να «Αποσκοπούσε σε κάτι πέραν του παιχνιδιού», σε μια ύστατη προσπάθεια να καθορίσει το ίδιο την τύχη του ή τη διακοπή της συγγραφής εκ μέρους του συγγραφέα. Από την πάλη δημιουργού και δημιουργήματος κερδισμένο μοιάζει να βγαίνει το δημιούργημα διότι η ταύτισή τους είναι τέτοια που ο συγγραφέας υποχωρεί, δίνοντας χώρο στην ανάπτυξη του δημιουργήματός του∙ ο συγγραφέας μπορεί πρόσκαιρα να «ηττηθεί» όμως δεν μπορεί να σταματήσει να γράφει.
Στην κατηγορία της φανταστικής μυθοπλασίας οι ιστορίες της συγγραφέως συχνά παίρνουν τη μορφή παιγνιωδών διηγημάτων ή κάποιας αλληγορίας, πάντοτε όμως μέσα σε έναν πολύχρωμο κόσμο, εμφορούμενο από μπάλες, φτερά, μάγους, λιοντάρια, φανταστικά παπούτσια. Πάντως άμα ξύσεις λίγο το περίβλημα ανακαλύπτεις ότι όλα έχουν άμεση σχέση με τη συμβατική μας ζωή που συχνά καταδικάζεται εξαιτίας των λανθασμένων απόψεων ή στόχων μας, ή και μιας πιο γενικευμένης λανθασμένης κατεύθυνσης που αφορά είτε στη μανία με την καλοπέραση, στον πλουτισμό και στην κατανάλωση, είτε στην καταστροφή της φύσης. Η αναζήτηση του ανοίκειου, του διαφορετικού, του θαύματος πραγματοποιείται κυρίως από «περιθωριακές» ομάδες ανθρώπων όπως ένας οδηγός σχολικού λεωφορείου, μια καντινιέρισα, ένας φορτηγατζής αλλά κυρίως από την ίδια/τον ίδιο την/τον συγγραφέα που συχνά αλλάζει ρόλο με τους πρωταγωνιστές της.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και το ότι ο συγγραφέας, πανταχού παρών σε όλα τα διηγήματα, είναι συχνά τρόπον τινά άφυλος, ήτοι δεν βαρύνεται από τα θεωρούμενα ως παγιωμένα χαρακτηριστικά του φύλου του. Γνωρίζοντας από το ονοματεπώνυμο που αναγράφεται στο εξώφυλλο ότι είναι γυναίκα, ο αναγνώστης ξεκινά υποθέτοντας ότι ο συγγραφέας είναι γυναίκα, πράγμα που ως επί το πλείστον αποδεικνύεται ψευδές, ελάχιστες οι εξαιρέσεις. Η δήλωση του φύλου του ή του φύλου της δείχνει περιττό σε ιστορίες που αφενός κινούνται στη σφαίρα του φανταστικού και αφετέρου του πανανθρώπινου. Βεβαίως κάθε προσπάθεια αποτίμησης ενός έργου είναι μια ερμηνεία, πόσο δε μάλλον στην περίπτωση της Έλενας Νούσια όπου το παιχνίδι με τον χωροχρόνο και τις διαθέσεις των χαρακτήρων της αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα γραφής.
Οι χαρακτήρες των ιστοριών της διακατέχονται από εμμονές, ανεκπλήρωτες επιθυμίες, αναγνώριση και αποδοχή της διάστασης του φανταστικού. Ένα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, αποτελεί ο οδηγός σχολικού λεωφορείου στον περιφερειακό, στην «απόλυτη ομορφιά», που πάει να παραλάβει παιδιά από το σχολείο. Το βλέμμα του αντικρύζει μια πινακίδα που τον καθηλώνει «σαν αίφνης να περιείλθε στο μαγνητικό της πεδίο». Αντιμέτωπος με το απροσδόκητο προσπαθεί να ανακαλύψει τι γράφει, αλλά «Η γραφή …έμοιαζε άσχετη μ’ όλες τις γνωστές του γλώσσες, τόσο τις ομιλούμενες όσο και τις αρχαίες.» «…τα ψηφία ήταν εκπληκτικά ωραία» και τον ελκύουν τόσο που θεωρεί πως «Πω, πω, αν κατόρθωνα να διαβάσω την πινακίδα … θ’ αποκρυπτογραφούσα την απόλυτη ομορφιά!» Η έλξη του δε είναι τέτοια, που μένει κολλημένος στο σημείο που βρισκόταν, χωρίς να συνετιστεί από τα «οστά ομοιοπαθών του, που είχαν ξεχαστεί εκεί κοιτάζοντας μέχρι εσχάτων». Για να δώσει κάποια εξήγηση για το συμβάν που τον κρατά καθηλωμένο αναφωνεί έναν σιβυλλικό χρησμό:
«Εάν υπάρχουν κείμενα,/ωραία και χωρίς να τα διαβάσεις,/
σίγουρα βρίσκονται και μέρη,/ όπου έχεις πάει χωρίς να φτάσεις»
Ο χρησμός υπενθυμίζει με κάποια υπόγεια διασύνδεση τον «Οζυμανδία», δηλαδή το γνωστό ποίημα του Πέρσυ Μπις Σέλλεϋ, όπου ο ποιητής χρησιμοποιώντας το ελληνικό όνομα του Ραμσή του 2ου, αναφέρει πως έμαθε από έναν ταξιδιώτη για τη μοίρα του αγάλματος. Κείτεται πλέον κατεστραμμένο στην έρημο, δίπλα στις επίσης κατεστραμμένες αρχαίες Θήβες της Αιγύπτου. Ωστόσο η επιγραφή που υπάρχει στη βάση του: «Το ονομά μου Οζυμανδίας, Βασιλεύς των Βασιλέων/δείτε τα έργα μου Ισχυροί κι απελπιστείτε», έχει πλέον δίσημη/ειρωνική λειτουργία. Στην εποχή του βασιλιά εξέφραζε την αλλαζονεία του για το φιλόδοξο κατασκευαστικό του πρόγραμμα στην Αίγυπτο που υπερείχε των προγραμμάτων των Ισχυρών του τότε κάσμου, ενώ σήμερα που τα πάντα είναι ερείπια, ακόμη και το άγαλμα του ίδιου είναι σπασμένο -διακρίνονται μόνο τα κομμάτια του-, λειτουργεί ως υπόμνηση της τύχης των Ισχυρών της γης αλλά και της προσπάθειας κατασκευής της απόλυτης ομορφιάς. Έτσι και ο χρησμός της συγγραφέως:
«Εάν υπάρχουν κείμενα,/ωραία και χωρίς να τα διαβάσεις,/
σίγουρα βρίσκονται και μέρη,/ όπου έχεις πάει χωρίς να φτάσεις»
λειτουργεί ως υπενθύμιση των δεινών που μπορεί να σου συμβούν εάν επιδιώξεις να βρεις το απόλυτο υψιπετές και δημιουργεί πολυεπίπεδες σκέψεις που άπτονται της ατομικής και συλλογικής εμπειρίας.
Τα φτερά στο «Κατά πόδας» είναι πάντα χρωματιστά. Το χρώμα, πέρα από την ικανότητα της πτήσης που έχουν ως φτερά, τους προσδίδει μια λάμψη, τα κάνει ελκυστικά. Τόσο ελκυστικά που ο ήρωας στα «Χρωματιστά φτερά», κατέχοντας πλέον τα φτερά δεν μπορεί να θυμηθεί ακριβώς τη συναλλαγή με τον καταστηματάρχη, αλλά κάπου θυμάται ότι για να τον πείσει να του τα δώσει «του’ χε τάξει ολόκληρη την περιουσία του … τον εναπομείνοντα χρόνο ζωής του∙ τη γυναίκα του, τα παιδιά του ». Σαν άλλος Αντόνιο αποδέχεται να αποπληρώσει τον έμπορο που εδώ δεν φαίνεται να απαιτεί κάτι όπως ο Σαιξπηρικός Σάυλοκ, στον «έμπορο της Βενετίας», ορίζοντας αυτοβούλως το τίμημα όχι μόνο μια λίβρα κρέας, αλλά την ίδια του τη ζωή, κι επιπλέον της γυναίκας του και των παιδιών του! Η οικογένειά του ξαφνικά γίνεται εμπορεύσιμο αντικείμενο, κάτι που κατέχει και ως εκ τούτου μπορεί να το χρησιμοποιήσει όπως επιθυμεί, να το ανταλλάξει. Το βαρύ θέμα αλαφραίνει όταν τα φτερά τον παρασέρνουν ενώ αυτός δεν μπορεί να τα συγκρατήσει και η σκηνή αποκτά κάτι από τη γοητεία του βωβού κινηματογράφου.
Η επιθυμία για την απόκτηση των φτερών που ξεπερνά και τα έσχατα όρια της καταναλωτικής μανίας, οδηγεί σε ένα απρόσμενο αποτέλεσμα: φτάνοντας στο σπίτι του η γυναίκα του και τα παιδιά του (οι δικοί του που είχε προσφέρει ως αντάλλαγμα) δεν τον αναγνωρίζουν, είναι σαν να βλέπουν έναν άγνωστο και του κλείνουν την πόρτα τους σπιτιού. Γιατί φυσικά τους είναι άγνωστος ο άντρας που τους πούλησε με τέτοια ευκολία παρακάμπτοντας τους δεσμούς αγάπης και αίματος. Αντιλαμβανόμενος το σφάλμα του (όπως κι ο Σάϋλοκ) επιχειρεί να πετάξει τα φτερά που όμως δεν ξεκολλούν από πάνω του. Με μαγικό τρόπο βρίσκεται εκεί ο έμπορος των παιχνιδιών που του λέει το σιβυλλικό: «Υπομονή!… Υπομονή. Για να σας ακολουθήσουν, σημαίνει ότι κατά κάποιον τρόπο τα χρειαζόσαστε.» Ως αναγνώστες λοιπόν επιχειρούμε ερμηνείες: Τα χρειάζεται ως τίμημα της ματαιοδοξίας του; Ως σημείο αναφοράς στην ηθική του κατάρρευση: Ως…. Τα διηγήματα της Νούσια συχνά καταλήγουν σε ένα ανοιχτό τέλος που μπορεί να συνδιαμορφωθεί από τον εκάστοτε αναγνώστη της κι εκεί έγκειται σε μεγάλο βαθμό κι η γοητεία τους.
Συναρπαστικό διήγημα το «Αφροί, Αφρική» όπου ένας μάγος εμφανίζεται στη μπανιέρα με τους αρωματικούς αφρούς της, μάλλον γένους θηλυκού αυτή τη φορά, συγγραφέως και την οδηγεί στην Αφρική. Εκεί μια Διεθνής Εταιρεία εμπορίας κατοικιδίων έχει προσκαλέσει τον μάγο για να δαμάσει τα λιοντάρια με το αμίμητο σκεπτικό ότι: «Αρκετό καιρό στερήθηκαν τα αστικά κέντρα τα λιοντάρια. Έφτασε πλέον η ώρα να κοσμήσουν κι αυτά τη ζωή των πόλεων.» Η συγγραφέας λοιπόν ωθούμενη από τον μάγο βρίσκεται να οδηγεί «σαν ποιμένας τα θηρία» και να εκπληρώνει το δικό της ποθούμενο, να διασχίσει τα σύνορα φαντασίας και πραγματικότητας. Αυτή η πορεία συνεχίζεται με τη μεταφορά τους με μαγικό τρόπο στην πόλη. Μόνο που οι κάτοικοί της αντιδρούν ρίχνοντας πέτρες στα λιοντάρια θεωρώντας ότι η Εταιρεία, την οποία είχαν πληρώσει, τους ξεγέλασε επειδή τα λιοντάρια δεν είναι πια άγρια! Νομίζω ότι δεν υπάρχει πιο επιτυχημένος τρόπος περιγραφής της περιβαντολλογικής καταστροφής που διεξάγεται ενώπιον των οφθαλμών μας με καθαρά αποικιοκρατικές μεθόδους και αφορούν από τη δική μας χώρα, μέχρι τις αναδυόμενες οικονομίες και την Αφρική. Η αλληγορία της εξημέρωσης των λιονταριών από το Διεθνές Τραστ για τα κατοικίδια, αναδεικνύει με διαυγή τρόπο τη λεηλασία και την καταστροφή του φυτικού και ζωικού βασιλείου του πλανήτη με αποκλειστικό σκοπό τον προσπορισμό κέρδους. Το ότι η συγγραφέας καλείται εδώ να λάβει μέρος σ’ αυτή την εκστρατεία μια και στις μέρες μας συχνά κάποιες εταιρείες μάρκετιγκ και προώθησης προϊόντων, δελεάζουν κάποιους «οργανικούς» διανοούμενους ή καλλιτέχνες να συμμετέχουν στα σχέδιά τους, νομιμοποιώντας έτσι το επικίνδυνο έργο τους. Η μαγεία και το αναπάντεχο εδώ προοιωνίζονται από τον ίδιο τον τίτλο του διηγήματος: «Αφροί, Αφρική».
Το διήγημα «Από τ’ άγραφα» μας προσγειώνει. Η συγγραφέας, και θεωρώ ότι πρόκειται για γυναίκα μια και στη συνέχεια πιάνονται αγκαζέ με τον πρωταγωνιστή, μια κίνηση περισσότερο γυναικεία παρά αντρική, περιχαρής μας ανακοινώνει ότι συνάντησε τον πρωταγωνιστή της, κάτι που εκ προοιμίου, θεωρούσε «από τ’ άγραφα». Από μόνη της η συνάντηση αυτή αποπνέει μια μαγεία διότι κανένας μας δεν περιμένει ότι θα μπορούσε ποτέ ο Ντοστογιέφσκι να συναντήσει τον Ρασκόλνικοφ από το «Έγκλημα και τιμωρία» ή ο Παπαδιαμάντης την Φραγκογιαννού από τη «Φόνισσα», αν και σίγουρα κάποια στιγμή θα είχαν συναντήσει αντίστοιχους τύπους που τους ενέπνευσαν. Η ήσυχη βόλτα τους όμως και η κουβέντα τους, προβληματίζει κι αρχίζει να θυμώνει τη συγγραφέα διότι θεωρεί αδιανόητο να γνωρίζει γι’ αυτήν ο πρωταγωνιστής της, συνήθως οι συγγραφείς είναι αυτοί που πλάθουν το ιστορικό του χαρακτήρα τους και πιθανότατα σκέφτονται και την εξέλιξή του μετά το πέρας του έργου. Τούτος εδώ όμως της μιλά για τη ζωή και τα ταξίδια του και να την εξοργίζει με τις «συναντήσεις του» με «ζωγραφιές, ποιήματα, μελωδίες, που τον είχαν σαγηνέψει τόσο ακατανίκητα, ώστε θέλησε να πάει και να κατοικήσει μέσα τους για πάντα.» Η ζήλια κι ο θυμός της συγγραφέως είναι έκδηλοι διότι δεν μπορεί να πιστέψει ότι ο δικός της, ο καταδικός της ήρωας, εμφανίζεται και σε άλλα καλλιτεχνικά δημιουργήματα. Ο ίδιος της ανταπαντά ότι κάθε φορά που προσπαθεί να εισχωρήσει εκ νέου σε δικά της δημιουργήματα, όπως πλειστάκις συμβαίνει στο «Κατά πόδας», αυτή αντιδρά και κάνει τα αδύνατα δυνατά ώστε να τον πετάξει απέξω. Η «κατοχή», το κόπιράιτ του έργου της διαψεύδονται, μια και δεν φαίνεται να λαμβάνει καθόλου υπόψη της τη γνωστή Σεφερική ρήση: «Δεν υπάρχει παρθενογέννεση στην τέχνη»∙ το δημιούργημα, το παιδί, ο ήρωάς της αυτοβούλως εμπνέουν και άλλους δημιουργούς. Η γέννηση ενός ήρωα, όπως και η γέννηση ενός παιδιού, τουλάχιστον στις μεσογειακές κουλτούρες, συχνά πυκνά λαμβάνει τον χαρακτήρα κτήσης, κτήματος που οφείλει ευπείθεια στον γεννήτορα/δημιουργό∙ το πρόβλημα πάντα δημιουργείται τη στιγμή της χειραφέτησής του, όταν η υπέρβαση δεν είναι πια του δημιουργού αλλά του δημιουργήματος.
Στη «Σχιζοφρένεια» που θα μπορούσε να διαβαστεί και αντιστικτικά με το «Από τ’ άγραφα», ο/η συγγραφέας κατατρύχεται ως δημιούργημα από το δημιουργό του/της που στην παρούσα φάση είναι ο πραγματικός γεννήτορας, η μητέρα. Στο φανταστικό και συμβολικό τοπίο του/ της συγγραφέα που ξεκινά να γράψει μια από τις ιστορίες του/της εμφανίζεται αίφνης ένα άνοιγμα, «σαν φινιστρίνι», απ’ όπου βλέπει τη μάνα του/της, «να τρώει τον σκύλο μου!». Η τρομακτική σκηνή συνοδεύεται από το τραγούδι «Σχιζοφρένεια» που τραγουδά συνεχώς η μητέρα, σε μια αλληγορία που φωτίζει εν παραλλήλω τις γονεϊκές με τις συγγραφικές εμμονές που συχνά μας ταλανίζουν. Ο/η συγγραφέας λοιπόν θεωρεί πως πρέπει να βάλει τέλος σ’ αυτή την επίμονη κατάσταση: «η αποκατάσταση του τοίχου αποτελεί [ούσε] απαρέγκλιτη προϋπόθεση για την επιστροφή μου στην πραγματικότητα». Μια και δεν καταφέρνει όμως να κλείσει τον τοίχο, αναγκάζεται να κάνει δεύτερες –και σοφώτερες- σκέψεις: « … όσο δεν ανακάλυπτα τον τρόπο να αντιμετωπίσω το πρόβλημα, τόσο πιο ολόψυχα ευχόμουν να μη σταματήσει εκείνο το τραγούδι, που με πετούσε από πραγματικότητα σε πραγματικότητα. Διότι χωρίς αυτό θα μου ήταν αδύνατον να συνεχίσω την αναζήτηση και ίσως, κάποτε, να ελευθερωθώ.» Οι λαιστρυγόνες και οι κύκλωπες δεν μπορούν να σταματήσουν το ταξίδι για την «Ιθάκη» που πρέπει να συνεχιστεί, ει δυνατόν, απρόσκοπτα. Εξάλλου και στο «Μακάρι να υπήρχαν άλλοι τόποι» ο/η συγγραφέας αποπαίρνει έναν παλιό του/της ήρωα που αίφνης παρουσιάζεται χωρίς να το επιθυμεί εκείνος/η, που του ανταπαντά «Τί πάει να πει αλλού;… Μακάρι να υπήρχαν άλλοι τόποι.», οδηγώντας σε συνειρμούς με την Καβαφική «Πόλη» αυτή τη φορά.
Στο απολαυστικό «Κίτσος και Παγώνα» ο συγγραφέας αφενός δηλώνει απροκάλυπτα ότι είναι «ο συγγραφέας των ιστοριών» τις οποίες ονομάζει «της πλάκας», χρησιμοποιώντας μια ταιριαστή λαϊκώτερη από συνήθως γλώσσα, και αφετέρου επιρρίπτει την ευθύνη γι’ αυτό στον πρωταγωνιστή που από τη στιγμή που τον έφτιαξε έχει ανεξαρτητοποιηθεί, «λύνει και δένει». Εξομολογείται πως στα σχέδιά του ήταν να φτιάξει μια ιστορία για «έναν Κίτσο και μια Παγώνα», ήρωες που θα ΄ταν «βαθιά ριζωμένοι στη δημοτική μας παράδοση… προκειμένου να δίνουν έτσι αφορμή, καιροί που είναι, για καμιά δυο πατριωτικές κουβέντες.»! Η ειρωνεία για τους καιρούς που ζούμε και οδηγούν απευθείας κάποιους σε εθνικοπατριωτικές εξάρσεις, υπερτονίζεται και από τον εσκεμμένο βουκολικό χαρακτήρα που θέλει να δώσει στην ιστορία, δικαιολογώντας το με ιδέες επιστροφής στη φύση, απόρριψης του ορθολογισμού και της τεχνολογίας. Από ένα ρομάντζο όμως ή ένα ροζ πεζογράφημα δεν μπορούν να λείπουν στα πρώτα στάδια το πάθος και, στη συνέχεια, ο τρίτος άνθρωπος, η «γκόμενα», «για να μη λείψει ούτε η συγκίνηση από την ιστορία και όλοι να δίνουν βάση στα λόγια μου.» Η Έλενα Νούσια μας κλείνει το μάτι βάζοντας το δημιούργημά της συγγραφέα, να επιχειρεί να κατασκευάσει ένα έργο για τον κατάλογο των ευπωλήτων, κριτικάροντας ταυτοχρόνως την ατέρμονη προώθηση πολλών τέτοιων κατασκευών. Ευτυχώς όμως παρεμβαίνει ο πρωταγωνιστής που καταστρέφει ανηλεώς όλες τις προσπάθειες του συγγραφέα να αλλάξει ύφος, μέχρι και ο Κίτσος και η Παγώνα ανεξαρτοποιούνται τόσο που όχι μόνον χάνουν τα αρχικά χαρακτηριστικά τους αλλά και τα ίδια τους τα ονόματα! Η Νούσια μέσα από μια ακόμη αλληγορία μας παρουσιάζει την αέναη πάλη της ίδιας και του λογοτεχνικού συναφιού να μην παραδοθεί στις σειρήνες της εμπορευματοποίησης.
Στην καθημερινότητά μας κάποιες φορές η διάκριση μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας είναι ιδιαίτερα εύθραυστη. Στη Νούσια η μαγεία του φανταστικού ξετυλίγεται σαν παζλ με διάφορα κομμάτια που, στο συγκεκριμένο έργο, στο «Κατά πόδας», ενδεχομένως να οδηγήσουν τον καθένα σε διαφορετικές ή και πολλαπλές λύσεις. Ο συνήθης χαρακτηρισμός για ένα έργο και κατά συνέπεια για τον συγγραφέα του, «εγκεφαλικό» ή «συγκινησιακό» (εγκεφαλικός/συγκινησιακός αντιστοίχως), αναμφίβολα καταρρίπτεται∙ τόσο το έργο όσο και η συγγραφέας φλερτάρουν και με τα δύο είδη και τα ενώνουν με περίτεχνο τρόπο. Καλώς ήλθατε λοιπόν στον μαγικό κόσμο της Έλενας Νούσια!
info: Έλενα Νούσια, Κατά πόδας, εκδόσεις Ύψιλον