Κατάδυση στην Ανατολή (του Χρίστου Κυθρεώτη)

0
381

 

του Χρίστου Κυθρεώτη.

Με το τελευταίο της βιβλίο, τη συλλογή αφηγημάτων «Με θέα στο Λεβάντε» , που κυκλοφορεί εδώ και μερικές εβδομάδες από τις εκδόσεις Κέδρος, η Νίκη Τρουλλινού επιχειρεί μια κατάδυση στον κόσμο της Ανατολής. Με τη γνωστή από το μέχρι σήμερα πεζογραφικό της έργο γλαφυρότητα της γλώσσας της, τις ζωντανές περιγραφές και τη συναισθηματικά φορτισμένη γραφή της, η συγγραφέας στήνει μπροστά στα μάτια μας το ολοζώντανο διόραμα ενός κόσμου που μας είναι τόσο ξένος, όσο ακριβώς μας είναι και οικείος. Από τα παζάρια της Βηρυτού μέχρι τους βράχους της Καππαδοκίας και από την Κοιλάδα των Κέδρων και τα οδοφράγματα του Λήδρα Πάλας στην Κύπρο μέχρι την Κωνσταντινούπολη των παραμονών της αναρρίχησης του Ερντογάν στην εξουσία, κι ύστερα πάλι δέκα χρόνια αργότερα, όταν το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού της Τουρκίας έχει αναπτύξει πια τη δυναμική του και έχει αποκαλύψει τις αυταπάτες του και τη σκοτεινή του πλευρά – σε όλα αυτά τα μέρη και σε όλες αυτές τις καταστάσεις, τα πάντα μας ξαφνιάζουν και τα πάντα κάτι μας θυμίζουν: όλα είναι αυτό που βλέπουμε και ταυτόχρονα είναι κάτι άλλο ή παραπέμπουν σε κάτι άλλο.

Η Τρουλλινού ολοκλήρωσε την περιήγησή της μέσα σε περίπου είκοσι χρόνια – ένα διάστημα που πάνω κάτω ταυτίζεται και με τη δική της πορεία στη γραφή, όπως τονίζει και η ίδια στο επιλογικό σημείωμα του βιβλίου. Στην περιπέτεια αυτή προσήλθε αποφασισμένη να αποφύγει κάθε εκδοχή του τουρισμού: ως ταξιδιώτρια, η πεζογράφος εμπλουτίζει τις περιγραφές και τις εντυπώσεις της με μια ποικιλία ιστορικών και πολιτισμικών αναφορών που θα τις αδικούσαμε αν τις χαρακτηρίζαμε απλώς πληροφορίες: είναι με τέτοιο τρόπο ενσωματωμένες στην αφήγηση και εσωτερικευμένες στο βλέμμα της, ώστε αποτελούν στην ουσία αναπόσπαστο κομμάτι του τοπίου περιγράφει. Ο χρόνος, ο ιστορικός χρόνος, φιλτραρισμένος ως μνήμη μέσα από το συλλογικό ασυνείδητο, του οποίου η συγγραφέας γίνεται συχνά φορέας και εκφραστής μέσα σε αυτά τα αφηγήματα, αποτελεί στην πραγματικότητα την τέταρτη διάσταση των τοπίων που αναπαριστά – μαζί με τις μυρωδιές, τα χρώματα, τις φωνές, η συγγραφέας μας μεταφέρει και το ιστορικό βάθος του τοπίου, τις μνήμες που αυτό κουβαλά. Πέρα από το βλέμμα και το ταξιδιωτικό ήθος της αφηγήτριας, ίσως αυτό να οφείλεται και στον ίδιο τον τόπο – στη μακρά ιστορία του και στις μνήμες που έχουν συνυφανθεί με τις γραμμές του. Όπως θα το έθετε και ο ποιητής: «Κάποτε –δεν μπορώ να το εξηγήσω– η μνήμη σ’ αυτό το φως γίνεται πιο σκληρή, μια ζύμη που τη στεγνώνει ο ήλιος».

Πρόκειται φυσικά για στίχους του Σεφέρη, από το Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ΄. Ο συγκεκριμένος ποιητής, μαζί με τον Καβάφη και τον Τσίρκα, όπως αναφέρει η συγγραφέας στο επιλογικό σημείωμα, αποτελούν για την Τρουλλινού ένας είδος λογοτεχνικής πυξίδας που τη βοηθάει να πλοηγηθεί μέσα στο σύμπαν της Ανατολής. Δεν είναι λίγες οι στιγμές που δημιουργείται στον αναγνώστη η εντύπωση πως η συγγραφέας περιφέρεται μέσα στον χώρο με τα ποιήματα και τα ημερολόγια του Σεφέρη ανά χείρας σαν να κρατάει κάποιο εγχειρίδιο – και δεν αναφέρομαι φυσικά μόνο στην παράθεση στίχων από το έργο του ποιητή, αλλά στην ίδια τη ματιά της, που έχει ουσιωδώς επηρεαστεί και ζυμωθεί μέσα από αυτά τα διαβάσματα. Και δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς: η ταξιδιωτική λογοτεχνία, πέρα από «ταξιδιωτική» είναι και «λογοτεχνία», και κατά συνέπεια δεν αναδύεται εν κένω μέσα από τα πράγματα, αλλά βγαίνει κι αυτή μέσα από άλλη, προγενέστερη λογοτεχνία, μέσα από επιρροές και διάλογο μεταξύ των κειμένων.

Αυτό συμβαίνει και με το βιβλίο της Τρουλλινού. Τα κείμενά της αποδεικνύονται πολυστρώματα – ξεκινώντας συνήθως από ένα οπτικό ή ακουστικό ερέθισμα, εκτυλίσσονται σπειροειδώς, για να συμπεριλάβουν έναν πλούτο δεδομένων, ιστορικών, πολιτικών, λογοτεχνικών. Έτσι μια παρέα πολιτικοποιημένων νεαρών στην Κωνσταντινούπολη του 2002 γεννά μια σειρά από συνειρμούς για την τύχη των ελληνικών οραμάτων της Μεταπολίτευσης, όπου είναι φανερή και η προσωπική συναισθηματική εμπλοκή της συγγραφέως. Αλλού πάλι τα ξύλινα τσόκαρα ενός χαμαμτζή στο Προκόπι γίνονται αφορμή για την αναφορά σε μια ξεματιάστρα στο Αϊδίνι, ενώ το βλέμμα της αφηγήτριας ψάχνει παντού –σε τοίχους, σε δρόμους, σε σκαλοπάτια– για ίχνη: ίχνη που θα της επιτρέψουν να ξεκινήσει μια σύντομη περιπλάνηση στην ιστορία του τόπου, ή να εκφράσει μια πολιτική σκέψη, ή ένα συναίσθημα.

Και αυτό ακριβώς, το συναίσθημα, είναι που δίνει τελικά τον κυρίαρχο τόνο στο βιβλίο. Παρά την πληθώρα όλων των αναφορών που προανέφερα, η Τρουλλινού δεν πέφτει ποτέ στην παγίδα να γίνει υπερβολικά εγκεφαλική σε ένα κείμενο στο οποίο κάτι τέτοιο προφανώς δεν θα ταίριαζε. Στη γραφή της κυκλοφορεί διαρκώς ένα συγκινησιακό ρευστό, που ποτέ –και σε αυτό έγκειται η επιδεξιότητα με την οποία χρησιμοποιείται– δεν εκτονώνεται κάπου θεαματικά, αλλά διαποτίζει όλο το βιβλίο, με μικρές μόνο, χαμηλότονες κορυφώσεις, όπως στο εξαιρετικό αφήγημα  «Αριθμός στο χέρι»  – όπου μετά από μια παράσταση στο θέατρο η αφηγήτρια παρατηρεί τον αριθμό (από το στρατόπεδο συγκέντρωσης) στο χέρι μιας γριάς που κάθεται δίπλα της. Ή όπως στη φράση «…και ξέρουμε πως σήμερα ζήσαμε και είπαμε πράγματα που δεν θα ξεχαστούν», με την οποία κλείνει το αφήγημα που είναι αφιερωμένο στη μνήμη της Νίκης Μαραγκού, της Κύπριας ποιήτριας και πεζογράφου που επίσης αγαπούσε πολύ τα ταξίδια.

 

 

info: Νίκη Τρουλλινού, Με θέα στο Λεβάντε, Κέδρος

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΤ. Ρίφκιν, Ρ. Μπρέγκμαν: νέοι ουτοπιστές ή νέοι πραγματιστές; (του Γ.Ν.Μπασκόζου)
Επόμενο άρθροΗ Κωνσταντινούπολη του Λιβανελλί (του Θωμά Κοροβίνη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ