Της `Αννας Αφεντουλίδου.
Το άρθρο του κ.Λευτέρη Ξανθόπουλου με τίτλο “Albert Camus: από την Πτώση στον Ξένο του Βισκόντι” έχει ενδιαφέρον τόσο για τις πληροφορίες που περιέχει όσο και για τα σχόλια και την ερμηνεία που δίνει σε πλευρές του έργου του μεγάλου λογοτέχνη και στοχαστή. Συσχετίζεται ο Καμύ και το έργο του με τον Τσέλαν και μέσω αυτού με τον Μάντελσταμ, τον Βισκόντι, βεβαίως για την περίφημη ταινία του, τον Κάφκα αλλά και τον Καββαδία, την θέση της Μεσογείου και την αναζήτηση του πατέρα. Θα ήθελα να προσθέσω μιαν παράμετρο που συνήθως περνά απαρατήρητη στο έργο του, τουλάχιστον όσον αφορά τον Ξένο. Και ταυτόχρονα να διαφοροποιηθώ ως προς τα σχετικά με το βιβλίο αυτό, συμπεράσματα του κ.Ξανθόπουλου.
Ο Καμύ, όπως σωστά επισημαίνεται στο Επίμετρο του άρθρου, πανηγυρίζει θριαμβικά αλλά για τον ακριβώς αντίθετο λόγο από αυτόν που αναφέρεται. Γι’ αυτό εξάλλου και δεν αυτοσυντρίβεται: γιατί διεκδικεί το δικαίωμα του καθενός μας στην διαφορετικότητα, αποκαθηλώνοντας την αυθεντία της συνήθειας, την μονοδιάστατη αντίληψη του αποδεκτού. Ο καθένας, όσο παράλογος κι αν φαίνεται στην κοινή αντίληψη, έχει το δικαίωμα να περιφρουρήσει την μοναδικότητά του, απορρίπτοντας ή και χλευάζοντας τα στερεότυπα. Λέει ο Μερσώ στην κατακλείδα του Ξένου:
Για να φτάσουν όλα σε μια τελείωση, για να αισθάνομαι λιγότερο μόνος, δεν μού μένει παρά να ευχηθώ να έρθουν πολλοί θεατές τη μέρα που θα εκτελεστώ και να με υποδεχτούν με κραυγές μίσους[1]
Αν προσέξουμε τον λόγο των προσώπων του Καμύ, ιδιαίτερα του πρωταγωνιστικού προσώπου στον Ξένο, θα δούμε ότι η θέαση του κόσμου, η οπτική του πάνω στην επικοινωνία και την αλληλεπίδραση των ανθρώπων, είναι πράγματι εντελώς διαφορετικά από ό,τι έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε μέσον όρο. Ο Μερσώ στον Ξένο, είναι ένας άνθρωπος που αισθάνεται ότι δεν ανήκει πουθενά, σαν να προέρχεται από έναν άλλον κόσμο, όπου όλα είναι απλά, εξηγήσιμα, κυριολεκτικά, όπου όλοι λένε ακριβώς ό, τι σκέπτονται χωρίς τα φίλτρα του κοινωνικού συναισθήματος, όπου η σκέψη για την σκέψη είναι πολύ πιο εύκολη από την σκέψη για την δράση, όπου ο χρόνος έχει τους δικούς του εσωτερικούς ρυθμούς, όπου οι άνθρωποι μιλούν μόνο όταν είναι ανάγκη ή μιλούν μόνο για ό, τι πραγματικά επιθυμούν… Όπως ο Ηλίθιος του Ντοστογιέφσκι είναι ένας αφελής, “αθώος” άνθρωπος, ένα “αιώνιο παιδί”, που η κοινωνική σύμβαση δεν δύναται να αλλοιώσει και που το περιβάλλον του τον θεωρεί ανόητο, παράλογο και εν τέλει ξένο, έτσι και τον Μερσώ τον θεωρούν αδιάφορο και εχθρικό, γιατί δεν μπορούν να τον κατανοήσουν.
Το βράδυ ήρθε και με βρήκε η Μαρί και με ρώτησε αν ήθελα να την παντρευτώ. Είπα ότι μού ήταν αδιάφορο κι ότι θα μπορούσαμε να το κάναμε αν ήθελε. Τότε θέλησε να μάθει αν την αγαπούσα. Απάντησα όπως το είχα κάνει άλλη μια φορά, ότι αυτό δεν σήμαινε τίποτε αλλά ότι δεν υπήρχε αμφιβολία πως δεν την αγαπούσα. Τότε γιατί να με παντρευτείς; είπε. Τής εξήγησα ότι αυτό δεν είχε καμιά σημασία κι ότι αν το ήθελε πολύ, μπορούσαμε να παντρευτούμε. Εξάλλου εκείνη ήταν που το ζήτησε κι εγώ είπα ευχαρίστως. Τότε εκείνη παρατήρησε πως ο γάμος είναι κάτι σοβαρό. Εγώ απάντησα: Όχι. Για μια στιγμή έμεινε αμίλητη και με κοίταξε σιωπηλά. Μετά μίλησε. Ήθελε απλώς να ξέρει αν θα δεχόμουνα την ίδια πρόταση από μιαν άλλη γυναίκα που θα είχα μαζί της έναν παρόμοιο δεσμό. Είπα : Φυσικά. Τότε εκείνη αναρωτήθηκε αν μ’ αγαπούσε κι εγώ δεν μπορούσα να ξέρω τίποτα πάνω σ’ αυτό το σημείο. Μετά από μια στιγμή σιωπής, μουρμούρισε ότι ήμουνα παράξενος, ότι δίχως αμφιβολία μ’ αγαπούσε γι’ αυτό ακριβώς, αλλά ίσως μια μέρα θα την κούραζα για τον ίδιο λόγο.
και ξαφνικά διαπιστώνει πως βρίσκεται ανάμεσα σε όντα που “άλλα λένε και άλλα εννοούν”· που οι λέξεις τους ως κύριο μέσο επικοινωνίας, αλλάζουν σημασίες ανάλογα με τον επιτονισμό και την χροιά της φωνής τους, το βλέμμα ή την έκφραση του προσώπου, τις χειρονομίες και την στάση του σώματος· που η επικοινωνία τους καθορίζεται από το πού βρίσκονται, ποιος είναι ο σκοπός, το μέσον, ο αποδέκτης του μηνύματος, που θα πρέπει να καθορίζουν το ύφος του επικοινωνιακού τους οργάνου από τις κάθε φορά περιστάσεις. Ένας κόσμος τόσο πολύπλοκος, για να ειπωθεί ακόμα και το πιο απλό πράγμα…Τι μέλλον έχει σ’ έναν κόσμο τόσο διαφορετικό, που τους κανόνες του δεν μπορεί να κατανοήσει, πόσο μάλλον να αφομοιώσει, που τον αισθάνεται παράλογο κι εκείνος τον αντιμετωπίζει ως Ξένο;
Δεν βρήκα τον καιρό να σκεφθώ. Με πήραν, με ανέβασαν στην κλούβα και με οδήγησαν στην φυλακή όπου έφαγα. Σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, εκεί που άρχιζα να νιώθω την κούρασή μου, ήρθαν πάλι και με πήρανε. Όλα ξανάρχισαν και βρέθηκα μέσα στην ίδια αίθουσα, μπροστά στα ίδια πρόσωπα. Η ζέστη ήταν πολύ πιο δυνατή… Εγώ ήμουνα ζαλισμένος από την ζέστη και από την κατάπληξη…Το απόγευμα οι μεγάλοι ανεμιστήρες ανατάραζαν συνέχεια την πνιγηρή ατμόσφαιρα της αίθουσας κι οι μικρές πολύχρωμες βεντάλιες κινούνταν όλες προς την ίδια κατεύθυνση. Η αγόρευση του δικηγόρου που είχα μού φάνηκε ότι δεν θα τελείωνε ποτέ…Κάθε τι το άχρηστο που έκανα εκεί πέρα, μού ανέβηκε στο λαιμό και δεν ανυπομονούσα για τίποτε άλλο, παρά για το πώς θα τελειώναμε , ώστε να ξαναβρώ το κελί μου μαζί με τον ύπνο…
Κατ’ ουσίαν όμως δεν υπάρχει παρα-λογισμός και α-λογία. Υπάρχουν πολλές διαφορετικές λογικές, με διαφορετικούς τρόπους έκφρασης και διαφορετικές οδούς προσέγγισης.
Έλεγε ο εισαγγελέας ότι στην πραγματικότητα δεν είχα καθόλου ψυχή και τίποτα το ανθρώπινο και πως ούτε μια από τις ηθικές αρχές που διασώζουν την ανθρώπινη καρδιά δε μού ήταν προσιτή…ότι εγώ δεν είχα καμιά θέση σε μια κοινωνία της οποίας περιφρονούσα τους πιο βασικούς κανόνες, ότι δεν μπορούσα να επικαλεστώ την ανθρώπινη καρδιά, αφού αγνοούσα τις στοιχειώδεις αντιδράσεις της…
Παράλογος είναι ο άνθρωπος που αδυνατεί να κατανοήσει αυτήν την διαφορετικότητα και να την αποδεχθεί ως υπαρκτή, αναμενόμενη και φυσιολογική. Παράλογο είναι το μονοδιάστατο σύμπαν που διαμορφώνουν οι βεβαιότητες της μιας αλήθειας, του ενός και μόνου Λόγου.
Σας ζητώ, είπε ο εισαγγελέας, την κεφαλή αυτού του ανθρώπου και σάς τη ζητώ ελαφρά τη καρδία…από τη φρίκη που αισθάνομαι μπροστά σ’ ένα ανθρώπινο πρόσωπο όπου δεν διαβάζω τίποτε άλλο παρά κάτι το τερατώδες…θα πω ότι ο άντρας που κάθεται σ’ αυτό το εδώλιο είναι επίσης ένοχος και για τον φόνο που αυτό το δικαστήριο θα πρέπει να δικάσει αύριο…
Ο Καμύ έχει δημιουργήσει έναν (αντι)ήρωα-σύμβολο του ανθρώπου που καταδικάζεται, γιατί δεν τηρεί τους κανόνες, ενός που είναι Ξένος στην κοινωνία όπου ζει:
Ο ήρωας του βιβλίου καταδικάζεται, γιατί δεν τηρεί τους κανόνες. Με την έννοια αυτή είναι ξένος στην κοινωνία που ζει. Ζει στο περιθώριο, στα περίχωρα της ιδιωτικής, μοναχικής αισθησιακής ζωής. (Αλμπέρ Καμύ, Πρόλογος στην αγγλική έκδοση του Ξένου)
Ο “απροσάρμοστος” στις συλλογικές συμβάσεις κινεί στην πρώτη ευκαιρία τους διωκτικούς μηχανισμούς της κοινωνίας, η οποία εφαρμόζει μιαν εξοντωτική στρατηγική έναντί του, που εξυπηρετεί, σύμφωνα με τα πρωτογονικά ακόμη, στο στοχαστικό τους πυρήνα, ένστικτά της, την αυτοπροστασία της. Όποιος δεν εφαρμόζει τον Κανόνα εξοντώνεται: ας παραδειγματιστούν όσοι υποψιάζονται πως η θεσμική αυτή λογική, κάπου χωλαίνει.
Η πεποίθηση του Γάλλου συγγραφέα ότι το άτομο είναι αθώο μπροστά στην πολυπλοκότητα και το παράδοξο του κόσμου, τον οδηγεί στη σκέψη ότι η μοναδική διέξοδος από την εμπλοκή βρίσκεται στο γεγονός της εξέγερσης… Η εξέγερση για τον Καμύ ισοδυναμεί με κατάφαση στο γεγονός της ζωής. Παραπαίοντας, στερημένος καθ’ ολοκληρίαν από την δυνατότητα αναγωγής σε σταθερές αξίες, ο σύγχρονος άνθρωπος αναζητεί κάποιο λόγο συνύπαρξης με τον κόσμο…Οι ελάχιστα ήρωες των έργων του Καμύ ουδέποτε διαθέσιμοι σε περιπέτειες που έχουν ως αυτοσκοπό την δράση αναζητούν απλώς την δικαίωση της καθημερινής τους ζωής. (Αλέξης Ζήρας, “Αλμπέρ Καμύ,Μαθητεία στο Παράλογο” =Θεωρία Μορφών, 1978)
Πόσο δραστικότερα προβάλλουν τα παραπάνω, εάν τα θεωρήσουμε μέσα από την ματιά του ανθρώπου που, αθώος από την συμβατικότητα της κοινωνικότητας, από το ειθισμένο της συνύπαρξης, αναζητά το αποδεκτό, το κατανοητό, που γι’ αυτόν η εξέγερση συνιστά την κατάφαση στο δικαίωμα τού να είναι κανείς διαφορετικός. Γι’ αυτό και για τον Καμύ η επανάσταση γίνεται αποδεκτή, όσο διαρκεί ως πράξη εναντίωσης του ατόμου στο συλλογικά καθιερωμένο και αποδεκτό. Όταν αυτή δημιουργεί μιαν καινούργια νόρμα, όπου η ατομικότητα καλείται να καθυποταχθεί στις επιταγές ενός νέου μαζικού κανόνα, παύει να αποτελεί εξέγερση. Το διαφορετικό άτομο εξακολουθεί να παραμένει ένας παρίας.
Η εμβληματική φυσιογνωμία του Μερσώ στον Ξένο συμπυκνώνει την αναζήτηση του νέου ανθρώπου στο σύγχρονο κόσμο, την δραματική του αντίφαση να θέλει και να αποστρέφεται τους άλλους, να προσπαθεί να αυτοπροσδιοριστεί και να αυτοαναιρείται. Κινείται στα όρια αυτού που συνηθίζουμε να αποκαλούμε «φυσιολογικό», αυτού που έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε αποκλίνον, γιατί είναι διαφορετικό. Ο Καμύ επιθυμώντας να μιλήσει για τον Άνθρωπο, και μάλιστα έναν καθολικό άνθρωπο, όχι ιδιαίτερα τον Γάλλο ή τον Άραβα, αλλά τον άνθρωπο του μεταπολεμικού κόσμου, μίλησε όχι για τον κανόνα αλλά για την εξαίρεση. Αν ξαναδιαβάσουμε τον Ξένο με ένα φίλτρο ψυχολογικής εστίασης, αν παράλληλα με την λογοτεχνική και φιλοσοφική προσπαθήσουμε να κάνουμε και μια ψυχογραφική ανάλυση θα διαπιστώσουμε ότι ο Μερσώ κινείται στα όρια του αυτιστικού φάσματος και του συνδρόμου Asperger. Αυτό που ο μέσος άνθρωπος περιθωριοποιεί, φοβάται ή εχθρεύεται, γιατί δεν μπορεί να κατανοήσει και να αποδεχθεί, αποδεικνύεται ο καλύτερος καθρέφτης του. Μιλώντας για την διαφορετικότητα ο μεγάλος αυτός διανοητής καθοδηγημένος από την αφηγηματική του ευφυία κατορθώνει να μιλήσει για το καθολικό. Η περιπέτεια του ενός είναι η περιπέτεια του ανθρώπου και η μοίρα του η κοινή μας μοίρα.
Ως εκ τούτου ο ελάχιστα ήρωας του Καμύ διεκδικεί στο όνομα όλων μας, αλλά για τον καθένα χωριστά, αυτό που δεν κατάφεραν οι συλλογικότητες μέχρι στιγμής να επιτύχουν: τον σεβασμό στο μοναδικό πρόσωπο, την ατομική ιδιοσυγκρασία, το δικαίωμα να αισθάνεται, να σκέπτεται και να δρα κανείς με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο, σε μια κοινωνία που θα αποδέχεται το διαφορετικό όχι ως δικαίωμα, αλλά ως αναγκαστικό, ως μόνο τρόπο ολοκλήρωσης του Εαυτού.
[1] Τα αποσπάσματα προέρχονται από την έκδοση: Αλμπέρ Καμύ, Ο Ξένος, μτφ Λίλα Παπαδούλη-Γκινάκα, εκδ.γράμματα 1984