Καλοκαιριού μνήμες

1
167

Σωτηρία Καλασαρίδου.

 

Τριάντα ένα ποιητικά στιγμιότυπα αναπόλησης ενός έρωτα συναρμόζουν τη   συλλογή της πρωτοεμφανιζόμενης στα ποιητικά μας πράγματα Μέρης Λιόντη που φέρει τον τίτλο Θέρος το Χειμαζόμενον και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν τον Ιανουάριο του 2014. Ανιχνεύοντας με βήμα μετέωρο και με έναν ακαθόριστο προορισμό τις διαδρομές ενός επώδυνου τραύματος το ποιητικό υποκείμενο μας μιλά γι’ αυτό με όχημα την προσωπική μνήμη, που μοιάζει να λειτουργεί ως διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη θλίψη και την ονειροπόληση, το παρελθόν και το παρόν, αλλά και ανάμεσα σε ενδιάμεσες μορφές επαφής και απομάκρυνσης, όπως η απολογία και ο απολογισμός, που είναι συχνά μάλιστα θολές, όπως και η ατμόσφαιρα από την καλοκαιρινή ζέστη. Διαβάζουμε στο ποίημα Και φέτος: «και πάλι/ στον ορίζοντα του πουθενά/ με μια ληγμένη αγάπη/ο οδοιπόρος/ κουβαλά και φέτος/ ένα έκθετο καλοκαίρι/».   

Το καλοκαίρι στα ποιήματα της Λιόντη συμβολοποιείται εν είδει μετωνυμίας μιας μεθυστικής ραστώνης που διεγείρει παράξενα τις αισθήσεις μας μέσα από τις υψηλές θερμοκρασίες και την ξενοιασιά, συνδηλώνοντας ταυτόχρονα την ανάμνηση και την αναβίωση του τραύματος. Με τεμαχισμένο τον χρόνο στα δύο,  σε χαρούμενο δηλαδή παρελθόν και μελαγχολικό παρόν, σε καλοκαίρι και άλλες εποχές, η ποιητική αφήγηση της Λιόντη μοιάζει να αυτοπροσδιορίζεται ως ένα είδος ερωτικού παλίμψηστου που φαίνεται να ενεργοποιείται σταθερά μόλις το θερμόμετρο ανέβει αποπνικτικά. Ειδικότερα, ο Αύγουστος φτάνει αντίστροφα να λειτουργεί αυτός ως υπερώνυμο του καλοκαιριού αλλά και ως σύμβολο απώλειας: Διαβάζουμε στην Έλλειψη: «/μου λείπει ο Αύγουστος / χρόνια τώρα με στοιχειώνει/ η έλλειψή του/ ο αέρας κι οι ανάσες του / μ’ εγκατέλειψαν απροειδοποίητα/ προσπαθώ να μη θυμάμαι πως σε φίλησα/ όταν οι μέρες/ ήταν τόσο  γενναιόδωρες/. (…)».

Η κυριαρχία του πρώτου ενικού προσώπου στην πλειοψηφία των κομματιών προσδίδει στην ποιητική συλλογή έναν χαρακτήρα ιδιότυπης, ποιητικώ τω τρόπω, αφήγησης. Ο εν λόγω ιστός είναι διανθισμένος με ποιήματα που κάποιες φορές αγγίζουν τα όρια της εξομολόγησης ή και της απολογίας, ενώ κάποιες άλλες το ποιητικό υποκείμενο συνομιλεί με τον χαμένο ερωτικό σύντροφο, τον ερωτικό «άλλο», σε μια προσπάθεια επικοινωνίας μαζί του, επιχειρώντας έναν απολογισμό με μια ματαιωμένη αίσθηση απώλειας: «/(…) /άλλοτε/ σε μπάζω απ’ την κρυφή μου / πόρτα/γίνεσαι ο ακριβός μου μάρτυρας /και καμιά φορά/ αφήνω την ψυχή μου / στα χέρια σου απάνω/ (κρυφή πληγή η ψυχή μου/  και συ της στάλαξες αλάτι)/».

Ο μινιμαλισμός της φόρμας στα ποιήματα της Λιόντη υπογραμμίζει αντιθετικά την ιδεολογία που διατρέχει συνεκτικά την ποιητική συλλογή. Τα ποιήματα της συλλογής, όλα μικροφυή κομμάτια, με αποσπασματικό χαρακτήρα κάποιες φορές, ενισχύουν με τη μορφή τους τα συναισθήματα της ποιήτριας. Αλλά και η λιτότητα της έκφρασης και η αφαιρετικότητα του λόγου αποκτούν τον χαρακτήρα του αντίβαρου στα φορτισμένα συναισθήματα που αναζωπυρώνονται κατά τη διάρκεια του καυτού καλοκαιριού:  «/ω, ναι ποτέ δεν πυροβάτησα/ κρατήθηκα στην άκρη/ από πληγές και καθαρτήρια νερά/ κι αυτό το κρίμα με βαραίνει/ κυρίως εν μηνί Αυγούστω / εντός κι εκτός σεληνιακού κύκλου/ (…)».

Τον ίδιο σκοπό, την αποφόρτιση δηλαδή της έντασης των συναισθημάτων της δημιουργού και κυρίως του αναγνώστη, υπηρετεί και η στίξη. Η ολοκληρωτική απουσία της τελείας και του κόμματος προικοδοτεί τους στίχους με μια ρευστότητα που δροσίζει τον αναγνώστη, ενώ η συστηματική χρήση των αποσιωπητικών ενισχύει την εικόνα ενός ποιητικού υποκειμένου που παλινδρομεί ανάμεσα στη χαύνωση του καλοκαιριού και την απομάγευση του ερωτικού κόσμου, λειτουργώντας συν τοις άλλοις κάποιες φορές κατευναστικά και κατ’ επέκταση ευεργετικά.

Καταληκτικά, πρέπει να υπογραμμισθεί πως ιδιαίτερα σημαντική είναι στην ποιητική συλλογή και η παρουσία του παρένθετου λόγου, τον οποίο συναντούμε  στο τέλος όλων των ποιημάτων ― κάποιες φορές μάλιστα και μέσα στο σώμα του ποιήματος ― εν είδει επιγραμματικού σχολίου, με χαρακτήρα επεξήγησης στο κύριο σώμα του ποιητικού κειμένου. Διαβάζουμε: (…) / εσείς που γυρεύετε ελπίδα / σταμάτησα πια να πουλώ/ (….) (μικρός πειρατής ο έρωτας / κι ούτε μια φορά δεν έκανε/ ρεσάλτο / στο καράβι μου)/. Ο παρένθετος λόγος στο σύνολο της εν λόγω ποιητικής συλλογής ενισχύει τη διάκριση του αντιθετικού μοτίβου χαράς ― θλίψης που υπονομεύεται και ταυτόχρονα διασώζεται από τη μνήμη και γι’ αυτό τον λόγο ο ρόλος του δεν είναι διακοσμητικός και διεκπεραιωτικός αλλά αναγκαίος και ζωτικής σημασίας για την ολοκλήρωση του νοήματος του εκάστοτε ποιήματος. Λες δηλαδή και το νόημα λανθάνει στο κύριο σώμα του ποιήματος εσκεμμένα προκειμένου να ολοκληρωθεί μέσα από όσα γράφονται στις παρενθέσεις, πυροδοτώντας έναν εσωτερικό διάλογο και αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα στον αναγνώστη ένα ποιητικό υποκείμενο με δύο φωνές που η μια δεν υφίσταται αυθύπαρκτα χωρίς την άλλη.

 

 

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΤο ιδιοσυγκρασιακό αστυνομικό του D.Ε. Westlake
Επόμενο άρθροΤάφος σωμάτων, μήτρα πνευμάτων;

1 ΣΧΟΛΙΟ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ