Κακή σπορά (της Γιούλης Αναστασοπούλου)

0
471

 

Της Γιούλης Αναστασοπούλου

Το πρώτο βιβλίο του Ανδρέα Πασσά (*) γράφτηκε στο ημίφως. Ένα πράσινο πορτατίφ βρήκε τη θέση του δίπλα του. Υποθέτω ότι κάπου εκεί υπάρχει και ένα ποτό, με πολλά παγάκια, ικανό να σου προκαλέσει brain-freeze. Κάπου εκεί ξεκινούν οι αρρυθμίες. Αναρωτιέμαι αν ο Ανδρέας Πασσάς γράφει το πρώτο διήγημα της συλλογής, το «Αρρυθμίες», κάτω από την επήρεια μιας τέτοιας κατάστασης. Η πρώτη φράση με ενθαρρύνει να το υποθέσω «Το αίμα του έβραζε. Είχε στα σωθικά το διάβολο, φτηνό κρασί και τις στριμμένες μοναξιές να τον κεντρίζουν. Το σπίτι του προκαλούσε ασφυξία.»

Ο Ανδρέας λοιπόν αφήνει ανοιχτό το πράσινο πορτατίφ και κλείνει την πόρτα της ασφυκτικής κάμαρας. Λίγα λεπτά μετά τον βλέπω στο δρόμο να θυμώνει με την αδικαιολόγητη χαρά των περαστικών.

Πόσο προκλητική μπορεί να είναι η αδικαιολόγητη χαρά. Στην πανίδα της πόλης, εκεί που ο ήρωας του Ανδρέα καταλήγει να περιφέρεται, η χαρά είναι μετρημένη. Ο ήρωας μοιάζει να έχει αποφασίσει πως θα δώσει ένα τέλος σε αυτό το φαύλο κύκλο φθοράς της πόλης και των ανθρώπων της που σαπίζουν παραδομένοι σε αυτή, άλλοι μέσα στις σαθρές πεποιθήσεις τους, άλλοι βουτηγμένοι στο ελιξίριο της ελπίδας που είναι ένα τσουκάλι που σώνεται. Η μελαγχολία του και το αδιέξοδό του μού θυμίζει τον ήρωα  του Σιάμαλαν στον Άφθαρτο, ενώ η γλώσσα μοιάζει βγαλμένη από το sin city του Φρανκ Μίλερ. Ανατρέχω στον Μίλερ. Δεν υπάρχει δικαιοσύνη χωρίς αμαρτία, μας λέει.

Δεν είναι τυχαία η επιλογή ταινιών στη συζήτηση. Γιατί ο συγγραφέας γράφει σαν να βρίσκεται πίσω από μια κάμερα, ακούγοντας καλά τους διαλόγους των ηρώων, δυναμώνοντας τον ήχο όπου χρειάζεται και συχνά εκκωφαντικά για να είμαστε σίγουροι ότι θα τον ακούσουμε καλά. Γιατί οφείλει να μας μιλήσει..

Τα διηγήματα του Ανδρέα έχουν πλοκή. Είναι μικροιστορίες με αρχή μέση και τέλος, με διαλογικά μέρη συχνά ανοικονόμητα, όχι από κάποια διάθεση φλυαρίας αλλά γιατί φλύαρη είναι η πραγματικότητα και εκεί μέσα συμβαίνει κάτι το συγκλονιστικό που μας διαφεύγει, περνά και χάνεται όπως στα όνειρα.

Οι ήρωες του Ανδρέα δεν δίνουν σημασία στα όνειρα, όμως μερικά είναι αρκετά ζωντανά και μοιάζουν με πραγματικότητες. Περπατούν στην πόλη πίνοντας γάλα και ουίσκι και βλέπουν αμπέλια στη μεσογείων. Μιλάνε σε κινηματογραφικούς διαλόγους, ακούνε μουσική μόνο για άνδρες. Αλλά παρόλα τα όσα μηχανεύονται δεν μπορούν να ξεχάσουν από που προέρχονται: το άχρηστο γέννημα, η Κακή σπορά.

Τα λένε έξω από τα δόντια, δεν καλλωπίζουν την πραγματικότητα, ίσα ίσα, την ξεβάφουν και τη λερώνουν κι άλλο. Θα τους ακούσεις να τσακώνονται, μερικές φορές τρέχει μπόλικο το αίμα τους, είναι σκυλιά σε κυνομαχίες. Αυτή η αποτύπωση του επιχειρεί ο Ανδρέας τελικά σε αφήνει με τη γεύση μιας σκηνής από ταινία του Γκάι Ρίτσι. Μόνο που το γύρισμα γίνεται στην Πατησίων.

Σκέφτομαι πως είναι αδύνατον να ξεχάσω ότι ο Ανδρέας δούλευε στο μεγάλο κανάλι για τόσα χρόνια. Θέλω να μην υποπέσω στην προθεσιακή πλάνη. Την απάντηση μου δίνει το terror management theory, ο ήρωας του το φτύνει: «δουλεύω στην τηλεόραση, στις ειδήσεις, και δεν υπάρχει κανένα κακό νέο που να μην αντέχει το στομάχι μου».  Ο Ανδρέας δε μου το κρύβει, αντίθετα γίνεται το οικοδόμημα πάνω στο οποίο χτίζει το σύμπαν του, το βλέπω στη ραχοκοκαλιά των ηρώων που αδημονώ να μάθω το πάθημά τους.

Στο σύμπαν της κακιάς σποράς οι άνδρες κακοπερνάνε ή μήπως αυτή είναι η καθημερινότητα απογυμνωμένη απο φιοριτούρες;  Σηκώνουν το σταυρό τους πολλές φορές με μια κάποια αξιοπρέπεια σαν να πρέπει να τιμωρηθούν για αυτό που είναι, το καταραμένο γενεόγραμμα. Οι γυναίκες έχουν τα κιάρο-σκούρο χρώματα των φιλμ νουάρ και θέλουν σώσιμο και πήδημα. Υπάρχει μια μεγάλη αγκαλιά που τις περιβάλλει, ίσως  γιατί ακόμα και στα πιο χαμηλά τους τις συγχωρεί, το κακό το σπόρο τον δίνει ο άνδρας, μοιάζει να λέει.

Το λογοτεχνικό σύμπαν του Ανδρέα Πασσά αποτελείται από εναργείς, σύγχρονες αφηγήσεις της ζωής που βρίσκεται δίπλα, έξω στο δρόμο, στο διπλανό μαγαζί, στο διαμέρισμα του από πάνω. Ένα βιβλίο με ρεαλιστικές αφηγήσεις, γραμμένες ως androtext, έτσι ίσως να αποκαλούσε η κριτικός Elaine Showlter τον τρόπο γραφής του Ανδρέα, ανδρικός τρόπος γραφής, ένας συνδυασμός pop κουλτούρας με νουάρ στοιχεία, όπου επικρατεί η ένταση, η ακραία εκτόνωση, η βία, ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα της άδικης πόλης που ανατρέφει τα παιδιά της. Η επιλογή των θεμάτων είναι αντίστοιχη: κοινωνική αδικία, εκδίκηση, αναζήτηση του πατρογονικού σημαδιού που θα ορίσει τον άνδρα στο παρόν. Ο άνδρας βρίσκεται διαρκώς στο δρόμο και σε ώρα δουλειάς ή αναδουλειάς συναντά κακοτοπιές, κλυδωνίζεται εσωτερικά απο τις επιταγές της κοινωνίας, το γενεόγραμμα, τη φωνή του πατέρα, του αφεντικού, του φίλου, του δήμιου του, του κράτους.

Η δε γλώσσα είναι απολύτως συνεπής στο θέμα που καλείται να υπηρετήσει. Ευφάνταστες ατάκες, τέτοιες που σου μένουν στο σινεμά, σοφές κουβέντες γερόντων ή φτυσιές μεθυσμένων, και κυρίως αυτές που ξεστομίζουν οι ήρωες στα δύσκολα σαν να πρόκειται για ζήτημα ζωής και θανάτου.

Το πολύ ενδιαφέρον των διηγημάτων ειναι η ειλικρίνεια που έχουν. Ο Ανδρέας καταφέρνει να εμπλουτίσει το προσωπικό βίωμα και να παραδώσει ιστορία, να αναδείξει μέσα από τους κλυδωνισμούς τον σύγχρονο άνδρα που ψάχνει να επουλώσει τις πληγές του αλλά δεν τα καταφέρνει γιατί ακόμα και το γυναικείο στοιχείο από το οποίο ζητά φροντίδα υπάρχει αποσπασματικά και ο αποσπασματικός του χαρακτήρας τονίζει αυτήν ακριβώς την αναπηρία του σχετίζεσθαι.

Η κακιά σπορά όμως δεν είναι ζήτημα βιολογικό, ούτε το ψυχογράφημα μένει σε μια αυτιστική χαρακτηριολογική υπαιτιότητα. Κακός ο σπόρος, κακό το άτομο οπότε η κοινωνία απεκδύεται των ευθυνών της;

Όχι, είναι και το χώμα είναι και το λίπασμα. Και τελικά αυτή η μάχη που δίνει ο ήρωας για να μπορέσει να υπάρξει, (και ξαναλέω ήρωας γιατί πιστεύω ότι ο ήρωας στο βιβλίο είναι ένας) καταφέρνει να ενδιαφέρει τον αναγνώστη, να τον παρασύρει στους δρόμους με μια κάμερα στο χέρι που ακολουθεί τους ήρωες του Ανδρέα στα πιο κακόφημα μέρη, αγωνιώντας για την τύχη τους.

 

info: Aνδρέας Πασσάς, Kακή Σπορά, εκδ.Πνοή

 

(*) O Aνδρέας Πασσάς ζει στην Αθήνα και εργάζεται στην ιδιωτική τηλεόραση. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά, στο διαδίκτυο, σε συλλογικούς τόμους και στην εφημερίδα «Εξαρχειώτης». Από τον Ιούνιο του 2016 διατηρεί τη σειρά με χρονογραφήματα «Μέρες και Νύχτες υπό επιτήρηση» στο viewtag.gr. Η συλλογή διηγημάτων «Κακή Σπορά» απο τις εκδόσεις Πνοή, είναι το πρώτο του βιβλίο.

Προηγούμενο άρθροΟι διακειμενικοί διάλογοι του Ντίνου Χριστιανόπουλου (του Θανάση Αγάθου)
Επόμενο άρθροΜπεττίνα Ρέλ: η κόρη της Ουλρίκε Μάινχοφ για το 68 και την RAF (μτφρ: Γιώργος Καρτάκης)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ