«Και, γράφοντας, σκέπαζε το κενό με λέξεις» (του Γιώργου Κατραούρα)

0
1250

 

 

του Γιώργου Κατραούρα (*)

Πέρυσι κυκλοφόρησε ξανά το «Τελευταίο αντίο» από τις εκδόσεις Διάπλαση. Και με  γεγονός αυτό, ιδού ένα κείμενο ανάξιο όπως κάθε κείμενο, το οποίο πάει να σταθεί συμπληρωματικά, ερμηνευτικά, επεξηγηματικά δίπλα του. Αφού πρόκειται για ένα έργο που δεν επιδέχεται κριτικής, βράβευσης ή παρουσίασης, ένα βιβλίο ψυχικό μούδιασμα. Δεν μπορείς τίποτα άλλο παρά να το διαβάσεις και να το ακολουθήσεις εκεί που σε πάει, όπως μάλλον πήγε και τον ίδιο τον Βασιλικό για να το γράψει. Βαρύ, ενδέχεται να μην το τελειώσεις. Μπροστά στο κενό και στην προσπάθεια κάλυψής του, με σύμμαχο τις λέξεις, μένεις να κοιτάς αποσβολωμένος. Ο συγγραφέας δεν αυταπατάται και φροντίζει να μην πέσει σε αυταπάτες και αυτός που τον διαβάζει. Γι’ αυτό ίσως –ειρωνικά- γράφει αυτήν την τελευταία φράση στην πρώτη ενότητα «Η περίπτωσή του» που είναι και ο τίτλος του παρόντος κειμένου.

Το κενό οι λέξεις οι ίδιες, που δεν οδεύουν κάπου, απρόσκοπτα επιβεβαιώνουν και ενισχύουν, στις 21 μικρές ενότητες αυτού του σπονδυλωτού μυθιστορήματος την παρουσία της απουσίας. Η οποία είναι μαζί του κάθε στιγμή και λεπτό. Κάνει είσοδο άλλες φορές μαλακά ενώ τις περισσότερες μπουκάρει. Τότε το μυαλό κάνει τραμπολίνο στις μαύρες σκέψεις σαν παιδάκι που σε κοροϊδεύει και σου βγάζει τη γλώσσα. Δεν τρελαίνεται κανείς μέσα στις ιστορίες, (κάποιες πιο κοντά μεταξύ τους και άλλες πιο μοναχικές) μόνο βάσανο φριχτό. Χωρίς ο Βασιλικός να μας δίνει το δώρο της κάθαρσης, μας πηγαίνει στις παρυφές και στις πιο μύχιες σκέψεις ενός ανθρώπου τσακισμένου που δεν έχει φτάσει απλώς στον πάτο αλλά τον σκάβει, για να θάψει και τον ίδιο του τον εαυτό αν πάλι δεν τα καταφέρει, έστω να σκεπαστεί με τις λέξεις, να αγαπήσει το κενό της απώλειας μιας και δεν μπορεί να βρει τον τρόπο ή τη δύναμη να απαλλαγεί από τη δυστυχία που τον κατακλύζει.

Ως εκ τούτου η απώλεια, όταν ακούγεται το τελευταίο αντίο μα πιο πολύ όταν συνειδητοποιείται, κάνει τα πρόσωπα τόσο του βιβλίου όσο και της πραγματικής ζωής να βρίζουν θεούς και δαίμονες, να λυπούνται, να κλαίνε, να παραλογίζονται, να αρνούνται τη ζωή, να κλείνονται μέσα στο καβούκι της θλίψης και της ματαίωσής τους, να μην τρώνε, να ξεχνάνε πόρτες και κουδούνια, να μην σηκώνουν τηλέφωνα και παρέα με φίλους, να μένουν χωρίς να πλένονται (βλ.: Dirty Bill). Δηλαδή γίνονται ζωντανοί νεκροί βρίσκονται στα επίγεια, στη ζωή αλλά ταυτόχρονα και αλλού.

Άσχετα με το τι πιστεύει κάποιος για όλα αυτά και γενικά για τη διαχείριση του πένθους, είναι αδύνατον να μην καταλάβει τις παραπάνω αντιδράσεις. Και φυσικά τίποτα απ’ όλα αυτά δεν θεωρείται περίεργο ένεκα του ότι το μούδιασμα του αναγνώστη, είναι πρώτα μούδιασμα των ηρώων απόρροια του αδιεξόδου. Ασχέτως αν η πρόσληψή του έργου εν συνόλω είναι περίεργη έως επώδυνη.

Αν ήταν τραγούδι θα ήταν το ποιητικό “Love is losing game” της Amy Winehouse.

Σχεδόν εμμονικά παραλληλίζω τα διαβάσματά μου με άλλα έργα. Καθρεφτίζονται κάπως μέσα μου. Οπότε αν μιλούσαν με ποιήματα, είτε οι δυο αγαπημένοι νέοι που ζούσαν στην Αιώνια Πόλη είτε ο γεράκος και η γριούλα στο «παράξενο ζευγάρι» θα είχαν να πουν τα εξής:

Ένα κάποιο στείλε μου σήμα

Με τ’ όνομά σου να σε φωνάζω πια δεν μπορώ.

Πλην όμως ένα κάποιο στείλε μου σήμα.

Διότι είμαι μόνος
σαν τον καπνό μετά το φονικό στην κάννη του πιστολιού
και σαν την αγριοσυκιά
που φύτρωσε ξάφνου μες στη μαυρίλα της πυρκαγιάς.

Όπως το κουταλάκι της μετάληψης
αποβραδίς στο στόμα του πρωινού μελλοθανάτου
και όπως μια βαλανιδιά σε χώρο εκτέλεσης,
είμαι μόνος και σε περιμένω.

Με τις αισθήσεις μου τεντωμένες
όπως οι γάτες στο προσκλητήριο του ταβερνιάρη.
Με ένα μάτι που το οπτικό του νεύρο
είναι ο ουρανός ο ίδιος σε μικροσκόπιο
και με ένα αυτί που το τύμπανό του
δεν είναι παρά τσιγγάνων αντίσκηνο.

Με λέξεις που σκορπίζονται πανικόβλητες
όπως τα κατσίκια στην ξαφνική θέα του τραίνου,
καθώς και με μια ψυχή σκοτεινή που όμως βλέπει πολλά
όπως το ένα, κλεισμένο στο φακό, μάτι των ρολογάδων,
είμαι μόνος.

Είμαι μόνος και σε περιμένω.

 

Γιώργος Μαρκόπουλος, (Κρυφός κυνηγός)

 

 

                                     Δ’ Θριαμβικό

 

                                                          Love is not love
which alters when it alteration finds
or bends with the remover to remove

Σαίξπηρ, Sonnet 116

 

Αν κάποτε πεθάνω,

μην ακούσεις ποτέ πως τάχα «κείμαι ενθάδε»:

εσύ θα με βρεις στην αναπνοή του αγέρα

στο φευγαλέο, παιδικό χαμόγελο.

 

Αν κάποτε πεθάνω,

μη διαβάσεις ποτέ τ’ όνομά μου σε πέτρα:

εσύ θα ξέρεις να μ’ ακούσεις στον αχό της άνοιξης

και στην επιμονή του ήχου της βροχής.

 

Αν κάποτε πεθάνω,

μην πιστέψεις ποτέ πως η αγάπη μου τελείωσε:

σκέψου πως θα σε περιμένει,

σ’ άλλες αισθήσεις περιγράφοντας την ομορφιά σου.

 

Μαρία Λαϊνά, (Επέκεινα)

 

(*) Ο Γιώργος Κατραούρας είναι ποιητής. Το βιβλίο του “Οι τρίτοι Σιδώνιοι” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εκάτη

 

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΤο υγρό υπόγειο (του Νικόλα Σάπο)
Επόμενο άρθροΦιρντάους: ανατολικά του φεμινισμού (της Κωνσταντίνας Κορρυβάντη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ