της Αλεξάνδρας Σαμοθράκη
Το τελευταίο βιβλίο της Αμάντας Μιχαλοπούλου, ‘Μπαρόκ’, λανσάρεται σαν μυθιστόρημα, ουσιαστικά όμως απαρτίζεται από 50 διηγήματα το κάθε ένα εκ των οποίων θα μπορούσε να αποτελεί και μια ‘φωτογραφία’ ή ένα στιγμιότυπο σταθμό από τον κάθε χρόνο της ζωής της συγγραφέως με αντίστροφη όμως φορά ώστε στο πρώτο διήγημα-κεφάλαιο η ηρωίδα να είναι μια ευφράδης μεσήλικας που σταδιακά, χρόνο με το χρόνο, απεκδύεται όλες τις στρώσεις που ο χρόνος έχει συσσωρεύσει πάνω της μέχρι που απομένει ένα λεκτικά ανήμπορο νήπιο.
Η ίδια διαψεύδει κατηγορηματικά πως πρόκειται για αυτοβιογραφία- έχει απλά χρησιμοποιήσει ως ηρωίδα τον εαυτό της, με τρόπο κυριολεκτικά ηρωικό- όπως ένας επιστήμονας που στερείται πόρων κάνει τα πειράματα στο σώμα του. Αγνοώντας τη χρυσή συμβουλή της Alice Munro ότι η συγγραφέας ‘δεν πρέπει να αντλεί υλικό από που πρόσωπα που βρίσκονται εν ζωή εκτός αν δε θέλει να της ξαναμιλήσουν και συγκεκριμένα τις κόρες της να μην τις αναφέρει ποτέ εκτός αν έχει βαρεθεί τα κυριακάτικα οικογενειακά γεύματα’, η Αμάντα Μιχαλοπούλου τα έχει βάλει όλα μέσα: την κόρη της έμβρυο (‘Λώρος’), την κόρη της να δοκιμάζει ένα παιδικό δαντελένιο φόρεμα ( ‘Φόρεμα’), παλιά και νέα φλερτ (‘Κύτταρα’,‘Πρώην’,’Ήττα΄,‘Βότκα’), τις απιστίες του πατέρα της (‘Γρατσουνιές’) ακόμη και τον αφαλό του άνδρα της (‘Υδροβιότοπος’). Κάθε κεφάλαιο-διήγημα συνοδεύεται από μια ασπρόμαυρη φωτογραφία που δένει αριστοτεχνικά με το θέμα (πολλές είναι από το οικογενειακό αρχείο της συγγραφέως). Η παράθεση των φωτογραφιών, όπως και η φροντισμένη σκληρόδετη έκδοση αποτελούν ένα από τα κλειδιά που έχει στη διάθεση του ο αναγνώστης για να μπει στον κόσμο του Μπαρόκ: ένας από τους ορισμούς της λέξης σχετίζεται με την προσοχή και στην παραμικρή λεπτομέρεια και την αφθονία όπως τις ξυλόγλυπτες οπλές λιονταριών στα πόδια των μπαρόκ καρεκλών. Μάλιστα στο κεφάλαιο ‘Μαχαίρι’ όπου η συγγραφέας νεαρή ακόμη επισκέπτεται με δύο φίλες της ένα αριστοκρατικό σπίτι στην Πέμπτη Λεωφόρο στη Νέα Υόρκη με ‘βαριά’ διακόσμηση, εκμυστηρεύεται πως επιτέλους κατανόησε τις φρούδες προσπάθειες των γονιών της να διακοσμήσουν το σπίτι τους με κακέκτυπα καναπέδων με βελούδινες ταπετσαρίες και ανάλογα πόδια καρεκλών.
Η ιδέα του μυθιστορήματος ως οικοδόμημα διατυπώνεται ολοκάθαρα και στο διήγημα-κεφάλαιο ‘Σπίτια’ όπου οι γονείς της συζητούν με τον αρχιτέκτονα για τα σχέδια του μελλοντικού τους σπιτιού στο κτήμα τους στα Βριλήσσια, που σχεδόν εμμονικά επανεμφανίζεται σε διάφορα σημεία του βιβλίου καθιστώντας το κατεξοχήν σπίτι της ηρωίδας παρά τις όσες αναζητήσεις και περιπλανήσεις της ανά την υφήλιο – το οποίο ακολουθεί επίσης την πορεία (από)δομησής της.
Το μοτίβο- εύρημα με το πισωγύρισμα του χρόνου (περιγραφικότατη η λέξη ‘ανηλικίωση’ που έχει εφευρεθεί και διατρέχει όλο το βιβλίο συνδέοντας τα κεφάλαια και εκ διαμέτρου αντίθετη με την παντελή ασημαντότητα του χρόνου στο προηγούμενο, πιο φιλοσοφικό βιβλίο της, ‘Η Γυναίκα του Θεού’) δημιουργεί και ένα πρωτόγνωρο σασπένς τύπου Αλτσχάιμερ- ονόματα και καταστάσεις αναφέρονται ως γνώριμα και πρέπει ο αναγνώστης να ξεπεράσει την πρόσκαιρη αμηχανία που πιάνεται ‘αδιάβαστος’ και να προχωρήσει στο παρελθόν για να τα γνωρίσει και ο ίδιος.
‘Άλλο λάιτμοτιφ ίσως λιγότερο εντυπωσιακό αλλά πιο ουσιώδες, η αγωνία του συγγραφέα να εκφράσει όσα κατανοεί και να κατανοήσει όσα εκφράζει με μόνιμα εμπόδια την ανασφάλεια που προκαλείται από την αναμέτρηση με τα τεράστια ονόματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και τις ναρκισσιστικές εξάρσεις που αποτελούν την άλλη όψη των συγγραφικών αδυναμιών. Ταξίδια, υποτροφίες, γνωριμίες ξετυλίγουν το νήμα της εξέλιξης της καριέρας της Μιχαλοπούλου. Στο διήγημα-κεφάλαιο ‘Άλογο’, η σχεδόν ενήλικη συγγραφέας φαντασιώνεται να τη σώζει καβάλα στο άλογο της η Λογοτεχνία, όμως όταν έρχεται μια πρώτη αναγνώριση με τη νίκη στο διαγωνισμό διηγήματος των ‘Ρευμάτων’ το μόνο που νιώθει είναι λύπη για τη σημασία της νίκης της σε σχέση με την κατάσταση της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Στο διήγημα-κεφάλαιο ‘Voices’ στην αρχή του βιβλίου μεσήλικη πλέον δειπνεί ανάμεσα σε άλλους με τον Ρούσντι, τον ΜακΓιουαν, τον Έκο και νιώθει ανάξια σε σχέση με αυτούς. Ίσως οφείλεται στο μικροεπαρχιωτισμό μας ως Έλληνες ή ίσως στο γεγονός πως επωμίστηκε μικρή το άχθος της τέχνης (4 χρονών κέρδισε σε ένα διαγωνισμό ζωγραφικής και στην εγκυκλοπαίδεια που της δόθηκε ως έπαθλο είχαν γράψει: ‘ Η Α.Μ. θα προσφέρει πολλά στην Τέχνη’.)
Στην πραγματικότητα όμως δεν έχει κάτι να ζηλέψει από τους σούπερ σταρ συνδαιτημόνες της. Χιλιόμετρα (ή μάλλον ‘χρονό’μετρα) μακριά από τη νεαρή, μαζεμένη δημοσιογράφο σε αμφιβόλου ποιότητας εφημερίδες, η Μιχαλοπούλου γράφει το ίδιο καλά με το Ρούσντι, το ίδιο εύστοχα με τον Έκο, το ίδιο ειλικρινά με τον ΜακΓιούαν (μπορώ να πω ‘καλύτερα’ χωρίς να με λιθοβολήσουν για βλασφημία;). Οι αναμνήσεις της μπορεί να είναι πλαστές είναι πλασμένες όμως από την ύλη των ονείρων, έχουν την οικεία επίγευση των δικών μας αναμνήσεων, κατά κάποιο τρόπο η Μιχαλοπούλου έχει γράψει την αυτοβιογραφία των πάντων, εντοπίζοντας χειρουργικά τους κοινούς παρανομαστές στη ζωή του καθενός είτε μιας μητέρας που επιθυμεί διακαώς τον επαναπατρισμό της οικογένειας της από το εξωτερικό, είτε μιας κόρης που πενθεί το γονιό της, είτε ενός δίχρονου κοριτσιού που του χάλασε η αγαπημένη του κούκλα, είτε ενός δημιουργού που θεωρεί τον εαυτό του χρυσή μετριότητα ακόμη και αν έχει πιάσει το στόχο που έθεσε- ενδεικτικά η ψαρωμένη νέα συγγραφέας φαντασιώνεται μια κριτική από τον Χατζηβασιλείου ο οποίος στην πραγματικότητα ήδη έχει γράψει διθυραμβική κριτική για το ‘Μπαρόκ’.
Στην εισαγωγή η Μιχαλοπούλου σημειώνει πως Μπαρόκ είναι να ‘ζεις αποφασιστικά, δραματικά, να τεντώνεσαι σε ξέστρωτα σεντόνια’ φέρνοντας κατά νου τη σημείωση του Σταύρου Ζουμπουλάκη στο επίμετρο του ‘Ημερολόγιο ενός Επαρχιακού Εφημέριου’ του Ζωρζ Μπερνανός για τις γυναίκες που η ζωή τους είναι η εναντίωση στην κάθε μορφή μιζέριας. Απ’όλες αυτές τις απόψεις το βιβλίο είναι όντως Μπαρόκ. Από την άποψη του Μπόρχες, ότι Μπαρόκ είναι το στυλ που εξαντλεί τις δυνατότητες του, όμως όχι. Ίσως για κάτι νεκρό όπως το προαναφερθέν σπίτι της 5ης Λεωφόρου. Όμως για μια εν ζωή συγγραφέα και μάλιστα τη συγκεκριμένη, σε ένα σύμπαν που διαρκώς διαστέλλεται, το πιθανότερο είναι πως οι δυνατότητες της είναι απείρως ελαστικές.