«Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν» (του Αριστοτέλη Σαΐνη)

0
1153

 

 του Αριστοτέλη Σαΐνη.

 

Πολλές φορές ένα ίσον κανένα, αφού ένα βιβλίο μπορεί να είναι αποτέλεσμα τύχης ή μιας σπάνιας συναστρίας, έλεγε ο Ουμπέρτο Έκο. «Ένα πρώτο βιβλίο όλοι γράφουν», «ένα ακόμα καλύτερο δείχνει πως είσαι συγγραφέας», θυμάται κάπου ο Αλέξης Πανσέληνος, τα λόγια του πατέρα του. Όπως και να ’χει, είναι γνωστό ότι η δεύτερη εμφάνιση ενός πεζογράφου είναι αποφασιστική. Στην πρώτη περίπτωση ένα νέο βιβλίο αναζητά τον χώρο του στη λογοτεχνική σειρά, στη δεύτερη ένας συγγραφέας αναζητά τον δικό του λογοτεχνικό χώρο.

Ο Δημήτρης Τερζής (Κατάκωλο Ηλείας, 1974) μας συστήθηκε Με το τέλος μιας τέλειας μέρας (Ιβίσκος, 2013) και φέτος επέστρεψε με τον Θερισμό, επιμένοντας στη μικρή φόρμα. Και σωστά. Σε αντίθεση με τη λανθασμένη εντύπωση, που διακατέχει κάποιους από τους νέους πεζογράφους, η ενασχόληση κάθε (επίδοξου) συγγραφέα με το συγκεκριμένο είδος δεν προοικονομεί το πέρασμά του στο μυθιστόρημα. Το διήγημα δεν αποτελεί σκαλοπάτι για τη μεγάλη φόρμα. Αντίθετα, διατηρεί την αυτοτέλειά του, έχει τους δικούς του κώδικες, απαιτεί κινήσεις χειρουργικής ακρίβειας και μακρόχρονη μαθητεία στη μεγάλη παράδοση του είδους. Η προσπάθεια να εκφραστείς με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια για την πολυπλοκότητα του κόσμου είναι η μοναδική έντιμη και χρήσιμη στάση, έλεγε ο Ίταλο Καλβίνο.

Όπως και να ΄χει, ο Δημήτρης Τερζής, με τη δεύτερη συλλογή του, υπό την σκέπη των ανανεωμένων εκδόσεων Ιωλκός, πραγματοποιεί το δεύτερο μεγάλο βήμα. Τα διηγήματα του τόμου, γραμμένα, εικάζω, τα τελευταία χρόνια, αποπνέουν όλη αυτή την απάνθρωπη και δυσκίνητη καθημερινότητα που ζούμε καιρό τώρα. Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς! Μαχόμενος δημοσιογράφος ο συγγραφέας τους, ευαίσθητος πάντα στους κραδασμούς μιας κοινωνίας που δοκιμάζεται.

Άλλο ένα βιβλίο για την κρίση, λοιπόν; Θα απαντούσα, ναι, αλλά θα πρόσθετα, όχι μόνο. Γιατί η κρίση, ή, η χώρα που βυθίζεται στην κρίση μαζί με τους κατοίκους της στις δέκα ιστορίες του Τερζή είναι μια δεδομένη κατάσταση, πλέον, στο βάθος του πεδίου του. Ο συγγραφέας δείχνει, δεν αναλύει. Η κρίση είναι πανταχού παρούσα στις ζωές και τις συμπεριφορές των ηρώων. Επηρεάζει, καθορίζει, δεσπόζει, πλην, δεν είναι μόνη της.

«Με την πατρίδα τους δεμένη στα πανιά και τα κουπιά στον άνεμο κρεμασμένα

Οι ναυαγοί κοιμήθηκαν ήμεροι σαν αγρίμια νεκρά μέσα στων σφουγγαριών τα σεντόνια»

Νίκος Γκάτσος, Αμοργό

Γιατί αυτό που δοκιμάζεται στα διηγήματα του Τερζή είναι η ανθρώπινη συνείδηση, αυτά που διακυβεύονται είναι οι διαπροσωπικές σχέσεις που χειμάζονται στο σφαγείο του έρωτα και στο σφαγείο της οικογένειας. Αυτά ακριβώς που αποτελούν ταυτόχρονα και το μεγαλείο της ανθρώπινης συμβίωσης, αυτά δοκιμάζουν τις αντοχές των ανθρώπων σε κάθε εποχή. Η εποχή της κρίσης δεν θα αποτελούσε εξαίρεση. Και ο αφηγηματικός φακός εστιάζει σε κρίσιμους ηλικιακά πρωταγωνιστές, ευάλωτος τόσο στην αθώα παιδική ή εφηβική ματιά όσο και στην ώριμη…

Αν εξαιρέσεις το πρώτο διήγημα, που διασχίζει το αστικό τοπίο, όλα τα άλλα διαδραματίζονται, όπως συμβαίνει και σε άλλα σύγχρονα κείμενα, σε ένα επαρχιακό περιβάλλον που το είχαμε ξεσυνηθίσει στην πεζογραφία μας. Δεν ξέρω αν αυτό υπαγορεύεται απλώς από τα βιώματα του συγγραφέων, την κούραση μιας αστικής ηθογραφίας που υπερδιογκώθηκε στις μέρες μας, ή, πάλι για ένα γνήσιο ενδιαφέρον από την εκ νέου επαφή με την επαρχία και την ηρεμία του ημιαστικού ή και επαρχιακού περιβάλλοντος. Είναι γνωστό ότι η κρίση έφερε πολλούς από εμάς, ίσως τους πιο τυχερούς, σε επαφή με τους πατρογονικούς ή συγγενικούς χώρους καταγωγής μας. Στην περίπτωση του Τερζή, εικάζω ότι συμβαίνουν και τα τρία μαζί.

Τα σύντομα πεζά της συλλογής, οδυνηρά και σπαρακτικά ανθρώπινα, άρα γεμάτα κενά και αντιφάσεις, οικοδομούνται πάνω σε ένα θεματικά υλικό, που με άλλους αφηγηματικούς χειρισμούς θα μπορούσε να καταλήξει ανώδυνο ή γραφικό. Ο θάνατος και ο έρωτας, το παράλογο της ύπαρξης, η δυσκίνητη καθημερινότητα, εν ολίγοις, όλη αυτή η μοναχική περιπέτεια που λέγεται ανθρώπινη ζωή. Νομίζω ότι το επίθετο μοναχικός είναι το κλειδί για να μπει κανείς στον κόσμο τους. Μονήρεις και μοναχικοί οι ήρωες του Τερζή πορεύονται τον Γολγοθά τους και σέρνουν τον σταυρό τους, μοναξιώτες, θα έλεγε ο Ψυχάρης, ναυαγοί όλοι στη σχεδία μιας χώρας που χρόνια τώρα πλέει ακυβέρνητη.

Είναι γεγονός ότι η συντομία του διηγήματος έχει παραδοσιακά συσχετιστεί με μια αίσθηση αποξένωσης και βαθιάς ανθρώπινης μοναξιάς (Charles E. May, The Short Story. The Reality of Artifice, Routledge, 2002). Ήδη από τον Λούκατς ο αποσπασματικός χαρακτήρας του διηγήματος συνδέθηκε με τον παραλογισμό της ζωής, πριν ο Frank O’ Connor συσχετίσει για πρώτη φορά το διήγημα με την ανθρώπινη μοναξιά (The Lonely Voice 1963), και ο Bernard Bergonzi ωθήσει την ιδέα στα άκρα: «Ο συγγραφέας ενός διηγήματος οφείλει να δει τον κόσμο μ’ έναν συγκεκριμένο τρόπο, όχι απλώς εξαιτίας της μόνιμης κρίσης κάθε εποχής, αλλά και γιατί η μορφή του διηγήματος τείνει να φιλτράρει την εμπειρία στα πρωταρχικά στοιχεία της ανθρώπινης ήττας και της αποξένωσης» (The Situation of the Novel,1970).

Και επειδή όπως έλεγε ο κορυφαίος των διηγηματογράφων μας «Σαν νά ‘χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια κ’ οι καημοί του κόσμου», οι δέκα πρωταγωνιστές στις ισάριθμες ιστορίες του Δημήτρη πορεύονται εκτεθειμένοι, αβοήθητοι, τσακισμένοι, απογοητευμένοι, ξένοι, μόνοι τους εν τέλει στα τυφλά, αναζητώντας ένα δρόμο για να γλιτώσουν απ’ την αβεβαιότητα της ζωής αλλά και μιας χώρας που βυθίζεται στην κρίση…

Για παράδειγμα, μόνος του είναι ο Πασκάλ το Πορτοκάλι ή Πασκάλ Πορτοκαλί («Οράνζ»), ο οποίος εγκατέλειψε τη γαλλική επαρχία και την πρωτεύουσα του πτι Μπερ για την Αθήνα, ακολουθώντας την ανάμνηση μιας ελληνίδας συμφοιτήτριας του που διάβαζε Ουγκώ. Στο τώρα της αφήγησης ανακαλεί την παρέα και κυρίως το φως αυτής της χώρας: «Πώς να παγώσει η καρδιά σου με τέτοιο φως;» Ωστόσο, ακόμα κι αν για όλα αυτά, ευχαρίστως ο Γάλλος σύντροφος θα μπορούσε να εισηγηθεί να μας δανείζουν επ’ άπειρο, η καρδιά του είναι παγωμένη. Στην εκβολή του διηγήματος εγκαταλείπει την Ελλάδα, και ο ίδιος εγκαταλελειμμένος για έναν σαρανταπεντάρη τραπεζικό με ακίνητα και κοιλίτσα…

Μονήρης και ο ψαράς στο διήγημα «οι Νεόνυμφοι», ζει απομονωμένος σε μια καλύβα στην άκρη ενός μόλου, απολαμβάνοντας την απόλυτη ηρεμία που χαλούν μόνο οι φωτογραφίσεις των νεόνυμφων στην παραλία. Τίποτε δεν ταράζει, φαινομενικώς, την αρυτίδωτη επιφάνεια του κόσμου του. Είναι πράγματι έτσι όμως;

Στο διήγημα «Η Ντίνα στο μπλε φόρεμα» ένας φανατικός περιπατητής αφήνει τα κουρασμένα του βήματα του να τον οδηγήσουν σε ένα νεκροταφείο μέχρι που περιεργαζόμενος τους τάφους αφεθεί  να παρασυρθεί από το ξόδι μιας νεκρής. Μια κυρία κάποιας ηλικίας τον παίρνει αγκαζέ και η συζήτησή τους ξετυλίγει το βιογραφικό της άγνωστης νεκρής…

Άλλοτε η μοναχική πορεία των ηρώων διαγράφει κύκλους. Μπορεί να φτάνουν ως τα πέρατα του κόσμου αλλά επιστρέφουν στην καταγωγική τους αρχή. Σε ένα απομονωμένο ορεινό χωριό («Οι επισκέπτες») δεμένος σαν σκυλί μεγαλώνει ο αφηγητής στη σκιά ενός αυστηρού πατέρα και μιας υποταγμένης μητέρας. Ακόμα και αν ο πόθος για μια γυναίκα τον βγάλει κάποια στιγμή από την απομόνωση, μεγάλος γυρίζει πίσω, επιστρέφει. Άλλοτε πάλι δεν υπάρχει καμία διέξοδος. Ο καταπιεσμένος δεκαεξάρης νεαρός που ζει τέρμα θεού, στο διήγημα «Αποβροχάρης», και ονειρεύεται να γλιτώσει από την απομόνωση θα ζήσει μια σύντομη καλοκαιρινή ερωτική περιπέτεια αλλά θα τιμωρηθεί αυστηρά από τον πατέρα. Η διέξοδος χάθηκε.

Ακόμα και ο έρωτας, η αγάπη, η συμβίωση είναι δύσκολη υπόθεση. Στο «Αποβροχάρης» η μητέρα είναι μια καταπιεσμένη γυναίκα στη σκιά του αρσενικού, στο «Από πέρα απ΄το ποτάμι» ένα ζευγάρι βγάζει τα λυσσακά του κάθε Δεκαπενταύγουστο. Στο «Ο Κόουελ Πόρτερ τραγουδάει ακόμα», ίσως, το πιο αισιόδοξο διήγημα της συλλογής, το ζευγάρι των ηλικιωμένων πρωταγωνιστών είναι μαζί για 67 χρόνια! Στην απόφαση του κουρασμένου άντρα να φύγει από τη ζωή συγκατανεύει πρόθυμα και η σύζυγος. Στο χωριό τους δεν ενοχλείται κανείς: ένα παιδί συνεχίζει να κυνηγάει φανταστικούς «λαθρομετανάστες», ένας γέρος αγοράζει το γάλα της ημέρας, κάποια νοικοκυρά καθαρίζει σουπιές για το καθημερινό φαγητό. Και η ζωή συνεχίζεται γύρω από το νεκρό αντρόγυνο, όπως στον «Αυτόχειρα» του Μητσάκη.

Μόνος αισθάνεται και ο αφηγητής του διηγήματος «Ρομπέρτο Μπάτζιο», όπου ένα κουβάρι πιτσιρικάδων μαλώνουν στον αυλόγυρο της εκκλησίας που τους φιλοξενούσε από τα μπουσουλήματά τους, μέχρι που μια ερώτηση από το πουθενά παγώνει την ατμόσφαιρα και αποδεικνύεται ικανή να ενώσει πάλι, έστω για λίγο, την παρέα: «Ρε σεις άμα έχεις καρκίνο πεθαίνεις;»

Τέλος στην «Πέτσα», σε ένα απομονωμένο ορεινό χωριό η ετερόκλητη παρέα των θαμώνων του καφενείου ενός παλιού κουμουνιστή έρχεται αντιμέτωπη με τα απόνερα της κρίσης αλλά και το αντιμάμαλο της ξενοφοβίας…

Γραφή απλή, ενίοτε στοχαστική. Πιο δυνατή όταν δεν ενδίδει στον πειρασμό του διδακτισμού και της υπερανάλυσης. Υποβλητικές, συχνά φιλμικές εικόνες. Ζωντανοί χαρακτήρες στους οποίους άλλοτε η αφήγηση δίνει τον λόγο άλλοτε τους παρακολουθεί διακριτικά άλλοτε τριβελίζει εκ του σύνεγγυς τα μυαλά τους.

Γλώσσα σύγχρονη, που συνομιλεί ωστόσο με το λαϊκό ιδιόλεκτο και τις ντοπιολαλιές, λίγο παραπάνω, ίσως, λυρική και εμπλουτισμένη με παλαιοδημοτικά στοιχεία, αντλώντας από εκείνο το ρεύμα του ελληνικού μοντερνισμού που χρησιμοποιώντας την ανεξάντλητη νερομάνα του λαϊκού πολιτισμού κατάφερε να γίνει κοινό κτήμα: Σικελιανός, Σεφέρης, Ελύτης και κυρίως Γκάτσος, στίχοι του οποίου διασχίζουν το βιβλίο και αποτελούν την επιγραφή του τόμου.

Προοδευτική ανάπτυξη του θέματος μετά την απότομη αρχή στη μέση μιας ιστορίας, κορύφωση συχνά, όπως αρμόζει στο είδος, με κάποια έκπληξη στην κατάληξη, πάντα με μια αίσθηση στυφής επίγευσης. Πολλά επίσης θα μείνουν στη σκιά: ποιον θρηνεί, για παράδειγμα, το ζευγάρι στο «Από πέρα απ΄ το ποτάμι»; Στο ίδιο διήγημα, που μου αρέσει ιδιαίτερα, η αλλαγή παραγράφων σηματοδοτεί και την έντεχνη εναλλαγή οπτικής και φωνής, ενώ στο «Ρομπέρτο Μπάτζιο» μόνο στην κατάληξη ο πρωταγωνιστής θα βγει από τον τραγικό χορό των πιτσιρικάδων για να δηλώσει: «Τρεις μήνες μετά έχασα τη μάνα μου. Αλλά ξέρεις κάτι. Ήταν όλοι τους εκεί…»

Συχνές, τέλος, οι απευθύνσεις και οι αποστροφές σε πρώτο πρόσωπο. Σε έναν φανταστικό ακροατή;

Σε αυτό το ερώτημα θα απαντήσει ο αναγνώστης μόνος του, όταν διατρέξει το εισαγωγικό «Πρελούδιο», που ανοίγει χρωματισμένο έντονα κίτρινο και γαλάζιο, σαν να χάνεται κανείς σε πίνακα του Βαν Γκογκ, ίσως σε κάποιο από εκείνα τα δεκάδες σιταροχώραφα που ζωγράφισε σε περίοδο θερισμού με τα στάχυα να πάλλονται κάτω από ένα συννεφιασμένο, απειλητικό ουρανό, ενώ πάνω τους πετούν μαύρα κοράκια…

Αρκεί, επίσης, εδώ, να σημειώσω τη σχέση με τον Εικονογραφημένο άνθρωπο του Μπράντμπερι. Οι δερματόστικτες εικόνες που ζωντανεύουν μπορεί να τοποθετούνται από τον αμερικανό συγγραφέα στο μέλλον δεν παύουν να αποτελούν όμως οραματικές ιστορίες της ανθρώπινης μοίρας. Όπως και εκεί έτσι κι εδώ είναι κεντημένες ανεξίτηλα πάνω στο πετσί μας…

Το πρελούδιο μαζί με το «φινάλε» αποτελούν ουσιαστικά τη δέκατη ιστορία και πλαισιώνουν τη συλλογή. Ένα εύρημα που δένει τα διηγήματα της συλλογής, αν και ίσως μη αναγκαίο. Εκεί θα αποκαλυφθεί το αφηγηματικό στάτους των υπόλοιπων διηγημάτων, η ταυτότητα και το τέλος του αρχικού αφηγητή, ο οποίος μόλις στη δεύτερη σελίδα, ξορκίζει με βρισιές τον φόβο του θανάτου. Η δική του γραφή είναι η «σπορά» και «θερισμός» η εκ νέου ανάγνωσή τους, το «ταξίδι» που θα προκαλέσουν. Ίσως έτσι ερμηνεύεται και ο πολύσημος τίτλος του βιβλίου, «Θερισμός»: «Είναι η εποχή του θερισμού μας… Η εποχή όσων σπείραμε…»

 

 

info: Δημήτρης Τερζής, Θερισμός, Ιωλκός 2017

Προηγούμενο άρθροΖαν Μορώ, η πρωταγωνίστρια που παθιάστηκε με τη λογοτεχνία (του Θανάση Αγάθου)
Επόμενο άρθροΛουτρά Υρμίνης (διήγημα του Νεοκλή Δημόπουλου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ