Κάρβουνο βραδυφλεγούς φωτιάς . . .  Σκέψεις για τα ποιήματα σε πεζό του Κ. Γ. Παπαγεωργίου (της Μαρίας Ν. Ψάχου)

0
677

 

της Μαρίας Ν. Ψάχου

Αν, παραφράζοντας τον στίχο της Έμιλι Ντίκινσον «Hope» is the thing with feathers,[1]  δεχτούμε την άποψη του Max Porter ότι η θλίψη είναι ένα πράγμα με φτερά,[2]   τότε η ποίηση του Κ.Γ. Παπαγεωργίου  το επιβεβαιώνει στο σύνολό της. Aνθίζει γενναία και αναστοχαστικά κάτω από τον ίσκιο του υπαρξιακού πένθους και της λύπης βαθαίνοντας ιδιαίτερα τα όρια της αισθαντικότητας των αναζητήσεών του και μέσα από τα ποιήματά του  σε πεζό, ειδολογική επιλογή από το ξεκίνημά του ήδη, στην οποία επανέρχεται σταθερά. Η συμβολή του στην  διαμόρφωση των ιδεολογικών και αισθητικών χαρακτηριστικών του ποιήματος σε πεζό στην ελληνική μεταπολεμική ποίηση είναι αναμφισβήτητα καθοριστική για την ανάδειξη του είδους στο μπωντλερικό θαύμα που έχει την εγγενή δύναμη «να προσαρμόζεται στα λυρικά κινήματα της ψυχής, στους κλυδωνισμούς της ονειροφαντασίας, στα ξέφρενα τινάγματα της συνείδησης»[3].

Ήδη, από τη δεύτερη ποιητική του συλλογή με τίτλο Συλλογή (1970) προτείνει μια ποιητική σύνθεση που αναπτύσσεται σταδιακά και κατά το μεγαλύτερο μέρος της με ποιήματα σε πεζό τα οποία έπονται ποιημάτων μικρής φόρμας. Συγκροτούν μιαν ιδιαίτερη ενότητα μέσα στη συλλογή, με διακριτικά εξομολογητική διάθεση, δίκην εσωτερικού μονολόγου, του πρωτοπρόσωπου ποιητικού υποκειμένου, που συχνά επιλέγει και την τριτοπρόσωπη, ειρωνικά αποστασιοποιημένη, γραφή, αλλά και τη δευτεροπρόσωπη αποστροφή, υποβάλλοντας αδρά την πρόθεση μιας λανθάνουσας θεατρικότητας και προτείνοντας μιαν σύνθετη και εναργή αφηγηματική προσπέλαση στην προσέγγιση και διαχείριση της αλήθειας.  Στον ποιητικό του λόγο, που συντονίζεται στον ρυθμό της ανθρώπινης ομιλίας, χτυπάει ο παλμός της ανθρώπινης αναπνοής ποιητικά μετουσιωμένος, κάτι που χαρακτηρίζει γενικότερα την ποίηση του Κ.Γ. Παπαγεωργίου, αφού, όπως ομολογεί, επιδέξιος θηρευτής λέξεων των ανθρώπων, «προσπαθώ πολλές φορές να κλέψω λέξεις, όπως εφάπτονται στην ακοή μου περαστικές, βγαλμένες από χείλη που ποτέ δεν είδα κι ούτε φίλησα…».[4]  Κάποια χρόνια αργότερα, στη συλλογή του Ιχνογραφία (1975), στο πλαίσιο της διαλεκτικής  που συνέχει το έργο του, θα το επιβεβαιώσει. Τον ενδιαφέρει « όχι ο λόγος που μας είπανε παιδιά/ με το μεγάλο Λάμδα/ που στήριζε τα δυο του πόδια στο κενό/ σίγουρος κι ακατάδεχτος·/ ο άλλος/ της ανάσας/ που ήταν πρώτα κλάμα ξόρκι και ρυθμός/ για το κουπί για τη σπορά και την αγάπη/ κι ύστερα νόμισμα στα χέρια των τρελών». Για να ακριβολογούμε, στην ποίησή του, στοχαστική κι ανθρώπινη, θα γεφυρωθούν οι αποστάσεις κι ο ακατάδεχτος κι  απρόσιτος Λόγος θα συναντηθεί με τον λόγο της καρδιάς των ανθρώπων μέσω της ποίησης και με καθοριστική τη συμβολή του ποιήματος σε πεζό.  Συχνά μάλιστα  ασφαλέστερα διαφυλαγμένος στα εντός εισαγωγικών αποσπάσματα ως ευθύς  λόγος δίπλα στην ποιητικό αφηγηματοποιημένο μονόλογο φωτίζει πολύπλευρα τον  ποιητικό στοχασμό  και αυξάνει τη συγκινησιακή φόρτιση, τεκμήριο ποιητικότητας κατά τον  Ν. Βαγενά.[5] Λειτουργώντας προδρομικά, τα ποιήματα σε πεζό αυτής της συλλογής, επιχειρούν ήδη τη μυθοποίηση της πραγματικότητας μέσω της αφαίρεσης και της  ποιητικής μνημείωσης  του βιώματος  κατά την μεταφορά του από το φυσικό περιβάλλον της ανθρώπινης πραγματικότητας στον μυθικό ποιητικό χώρο. Είναι αυτονόητο για τον Κ. Γ. Παπαγεωργίου ότι η μορφή του ποιητικού λόγου προσδιορίζεται από την ιδεολογική και αισθητική πρόθεση. Δεινός υποβρύχιος κολυμβητής υποτελής μιας βιαστικά κρατημένης ανάσας κυκλωμένος από φως ιλαρό πετρωμάτων ασύνταχτων [6] προβάλλει το βίωμα  του υπαρξιακού πένθους, που η εμπειρία της ζωής γεννά,  στην ποιητική γλώσσα, αποτυπώνοντάς το στη φόρμα της γραφής. Έτσι, η επιλογή του ποιήματος σε πεζό, στο πνεύμα κι ενός  ιδιότυπου ποιητικού ρεαλισμού, λειτουργεί ως το αισθητικό σύστοιχο της ποιητικής ιδέας και συντίθεται άλλοτε ως μια αλληγορία εικαστικής μορφολογίας κι άλλοτε ως δραματικός μονόλογος με χαρακτηριστικά απολόγου.

Στην ενότητα ποιημάτων σε πεζό «Έρανα» της συλλογής Επί πυγήν καθίσαι (1972) ο παντογνώστης ποιητικός «αφηγητής» λειτουργεί ως παρατηρητής και αυτοπαρατηρούμενος μέσα από το παιχνίδι των προσώπων συμβάλλοντας στην διεισδυτική ψυχογράφηση του ποιητικού υποκειμένου, η παρουσία  του οποίου είναι ουσιώδες προσδιοριστικό του πεζού ποιήματος του Κ. Γ. Παπαγεωργίου. Φωτίζεται ο εσωτερικός μετεωρισμός του, συχνά στα όρια ενός προσωπικού συνειδησιακού απολογισμού, και αποτυπώνεται εναργέστερα με τις ευθείες ερωτήσεις που καταθέτουν μεγαλόφωνα την εσωτερική αγωνία. Στην συλλογή Κάτω στον ύπνο (1986) η δομική διάρθρωσή της  ως μιας σύνθεσης 34 ενοτήτων  στις οποίες εναλλάσσονται στροφικά οργανωμένα ποιήματα με πεζόμορφες ποιητικές «παραγράφους» προτείνεται μια διαφορετική ρυθμική συνύπαρξη ειδολογικής διαλεκτικής ανταπόκρισης. Βασικό χαρακτηριστικό της ποιητικότητας των πεζόμορφων ενοτήτων εδώ η διατάραξη της κανονικότητας της συντακτικής δομής της πρότασης ή της περιόδου, η αποσπασματικότητα ή το ανολοκλήρωτο των νοημάτων που ενισχύεται από τη λειτουργία της στίξης είτε με την απουσία της στο τέλος κάθε ενότητας είτε με την απροσδόκητη τοποθέτηση της ως τομής σε σημεία του λόγου που η συνειρμική ροή θα θεωρούνταν αναπόφευκτη. Μ΄ αυτόν τον τρόπο η εκφορά του ποιητικού λόγου συντονίζεται με τον ονειρικό χαρακτήρα της ποιητικής γραφής που ξανοίγεται πλέον σ΄ ένα  υπερρεαλιστικό πεδίο αναφοράς, με τους ιδιαίτερους, προσωπικούς όρους της σύγχρονης πρόσληψής του και οπωσδήποτε όχι ως αυτοσκοπός, υπενθυμίζοντας ωστόσο την άποψη του Ν. Εγγονόπουλου σύμφωνα με την οποία ο υπερρεαλισμός είναι το μοναδικό αντίδοτο στο παράδοξο της ζωής.[7] Επιπλέον, σύμφωνα με τον Ζάχο Σιαφλέκη, θα πρέπει «να τονιστεί ιδιαίτερα ο ρόλος των πεζών ποιημάτων στην υπερρεαλιστική δημιουργία. Αυτού του τύπου η ποιητική έκφραση δίνει τη δυνατότητα στο δημιουργό να χρησιμοποιήσει μια ποιητική γραφή με τη μεγαλύτερη δυνατή ελευθερία τόσο στην έμπνευση όσο και στο ποιητικό αποτέλεσμα». [8]Πράγματι, σταδιακά όλο και περισσότερο θα αποκαλυφθεί και στις επόμενες συλλογές ότι το ποίημα σε πεζό συντίθεται ως αποτύπωση μιας ονειρικής εμπειρίας, έκφραση του ασυνειδήτου και αποκάλυψη της εσωτερικής αγωνίας με τον πλέον αυθεντικό και απροσχημάτιστο τρόπο, υπακούοντας ωστόσο στην αρχή του ισομορφισμού στην  ποίηση που θέλει την μορφή απόλυτα συναρμοσμένη με το περιεχόμενο.

Στη συλλογή Ραμμένο Στόμα (1990) και στην ενότητα «Ημερολόγιο», αλλά και σε άλλα ποιήματα («Συρραφή ονείρων», «Εκδοχές αϋπνίας»), προτείνεται η ειδολογική διερεύνηση της σχέσης πεζού ποιήματος και ποιημάτων που συντίθενται με στίχους verset, ωστόσο η Κλεμμένη ιστορία (2000) που θα ακολουθήσει αποτελεί τομή για τον ειδολογικό αυτοπροσδιορισμό του είδους από τον Κ.Γ. Παπαγεωργίου. Πρόκειται για μια ονειρική, οραματική υπαρξιακή περιπέτεια προσωπικής αναζήτησης, γραμμένη όλη με τη μορφή εκτενούς πεζού, διαρθρωμένου σε άτιτλες ενότητες, μια Ιστορία που δηλώνεται ως ποίημα ήδη στο εξώφυλλο, με προφανή μιαν ειρωνική πρόθεση ανοικείωσης προς ό,τι συμβατικά καθορίζει την ποίηση και ταυτόχρονα ως ειδολογική πρόταση. Ένα ποιητικό, αφήγημα φαινομενικά, που ανατρέπει συμβατικές θεωρήσεις περί των ειδών και αποκαλύπτει ότι και η μορφή είναι λόγος και μάλιστα ποιητικός. Η πολυεπίπεδη σημαντικά ποιητική γλώσσα συνειρμικών καταβολών, η ανατρεπτική παρέμβαση στη συντακτική δομή της πρότασης, της περιόδου και εν προκειμένω όλου του αφηγήματος με χαρακτηριστικά την αποσπασματικότητα και τον λυρισμό της εικαστικής και μεταφορικής γλώσσας, έκφραση της μεταφυσικής προσπέλασης της εσωτερικότητας που λειτουργεί πολυσήμαντα και ως καταβύθιση στο συλλογικό ασυνείδητο του σύγχρονου ανθρώπου, αποτελούν τεκμήρια ποιητικότητας εναρμονισμένα με έναν εσωτερικό ρυθμό που δεν καθορίζεται από τομές στροφικής ή στιχικής διάταξης, αλλά από μετρικές ενότητες λόγου που αναδύονται νοηματικά και συγκινησιακά.

Οι ποιητικές συλλογές που θα ακολουθήσουν, Το μαύρο κουμπί (2006), Η λύπη των άλλων (2009), Εγώ το μαύρο θα κρατάω έως θανάτου (2016)  και το Έκτακτο Δελτίο Καιρού (2017) συνιστούν πλέον την ουσιαστική μετάβαση στο ποίημα σε πεζό, το οποίο διαμορφώνεται ευκρινέστερα και ωριμότερα. Αν στο Μαύρο κουμπί υπάρχει ακόμα η συνύπαρξη πεζόμορφων ποιημάτων με  ποιήματα πεζόμορφων στίχων, στις επόμενες συλλογές θα συναντήσουμε μόνο ποιήματα σε πεζό με την έκτασή τους, φαινομενικά, εξωτερικό διαφοροποιητικό χαρακτηριστικό το οποίο συναρτάται άμεσα με τα χαρακτηριστικά της μακροδομής και τη μικροδομής του ποιητικού λόγου της κάθε συλλογής, η οποία σταδιακά γίνεται όλο και πιο σύνθετη.

Στο Μαύρο κουμπί το πεζό ποίημα προβάλλει πολύμορφο. Αντλώντας άλλοτε από τη γλώσσα και τη μορφολογία του παραμυθιού ξετυλίγεται ως αλληγορία ποιητικής σύλληψης στην οποία υπονομεύεται ο ρεαλισμός και η πλοκή μέσω της  ποιητικής γλώσσας και των συμβόλων που αξιοποιούνται πρωτότυπα καταργώντας κάθε πρόθεση επιμυθίου υποστηρίζοντας την λυτρωτική, γενναία αλλά και ανθρώπινη αντιμετώπιση κι ομολογία της αλήθειας,  όπως για παράδειγμα στο πεζό ποίημα «Τα ψάρι που φοβόταν το νερό». Άλλοτε πάλι το ποίημα σε πεζό καταγράφει ένα όνειρο ή γίνεται το όνειρο μέσω μιας τρυφερής περιγραφής στην οποία συντίθεται η υπερπραγματικότητα των γήινων επιθυμιών, όπως προβάλλονται στους πόθους των ονείρων,  με κυρίαρχο χαρακτηριστικό το μαγικό και αποκαλυπτικό  στοιχείο της νέας ποιητικής πραγματικότητας που προκύπτει.  Επιλογή ιδιαίτερα αποτελεσματική αν συνυπολογίσουμε ότι σ΄αυτά τα ποιήματα πρωταγωνιστικό ρόλο έχει η μνήμη και η συμπαρουσίαση- «Ανίερη ένωση»[9] άραγε;- , σε μια αξεδιάλυτη νέα πραγματικότητα, των προσώπων της ποίησης του Κ. Γ. Παπαγεωργίου, όσων έχουν αποδημήσει – είναι οι «Ζητιάνοι του ουρανού»[10] καθώς  «ο θάνατος μια φήμη για το πέρασμα ενός ίσκιου το πολύ»[11] – κι όσων έχουν μείνει και θυμούνται. Καταργούνται τα όρια γης και ουρανού, επαναπροσδιορίζονται τα όρια όντος και μη όντος, σε μια νέα σύνθεση ζωής την οποία  προτείνει η εικαστική αποτύπωσή της στο ποίημα σε πεζό μέσα από μια νέα ρυθμική ανάγνωσή της που  επιτρέπει στην ποίηση να υπάρξει χάρη στην πολυτονία της φράσης.[12] Το ποίημα «Ευχή» είναι αποκαλυπτικό: «Αποδημητικά φτερά κεντούν μ΄ εξαίσιους ελιγμούς πτυχές τ΄ ουρανού. Ν΄ ανασάνει επιτέλους το χώμα στο στερέωμα του ύψους. Ν΄ ακουστούν φωνές, ασυλλόγιστες έστω, με λυμένους τους κόμπους που δέσμιες τις κράτησαν τόσο καιρό νοημάτων νεκρών και χειλιών αχαλίνωτων στον αέρα»[13].

Μια ενδιαφέρουσα ερμηνεία, πολυσήμαντη αποτύπωση, της ποιητικής γραφής στο ποίημα «Κείμενο νερό» θα αποκαλύψει τον ποιητικό λόγο ως ελεύθερη, απροσχημάτιστη έκφραση συνειδησιακής ροής και την πράξη της γραφής εμπειρία ζωής που δεν προκαθορίζεται : «Κείμενο λέει νερό σ΄ ένα ποτήρι εγώ με προσοχή πολλή επειδή φοβάμαι κιόλας μεταφέρω αλλά χωρίς να ξέρω πού ακριβώς κι εξάλλου αυτό όλο χύνεται σε κάθε βήμα ή κίνηση που κάνω ελάχιστη έστω./ . . . /».[14] Αν  μάλιστα δούμε το ποίημα σε αντιπαραβολή με την «Ποιητική» τα όρια της πολυσημίας και της πολυμορφίας διευρύνονται:  « Δίχτυ αόρατο απλώνεται η σιωπή κάτω απ΄τον λόγο ενόσω αυτός ακροβατεί επάνω στο επίσης αόρατο της σημασίας σκοινί. Πλεγμένο έτσι ώστε να είναι ολισθηρό· χωρίς δεμένες κάπου οι άκρες του διαρκώς στο κενό να προεκτείνεται»[15]. Οι ποιητικές εικόνες των ποιημάτων σε πεζό του Κ. Γ. Παπαγεωργίου αναδύονται ως καθαρές δημιουργίες του πνεύματος[16] κι όχι ως αναπαράσταση εξωτερικών εμπειριών, σύμφωνα και με τον ορισμό του Reverdy για την ποιητική εικόνα, ενώ η συγκινησιακή τους δύναμη είναι συνάρτηση της ανομοιότητας των πραγματικοτήτων[17] που αξιοποιούν για να συνθέσουν τη νέα καλλιτεχνική- ποιητική πραγματικότητα ένα επιπλέον χαρακτηριστικό της οποίας είναι η έκπληξη.

Αν μάλιστα επιχειρήσουμε να ερμηνεύσουμε την ποίηση σε πεζό και από το στοχαστικό-συγκινησιακό της υπόβαθρο, τότε ο ορισμός της λύπης, την οποία σταθερά υποστηρίζει η ποίηση του Κ.Γ. Παπαγεωργίου- ο τίτλος της συλλογής του «Εγώ το μαύρο θα κρατάω έως θανάτου διερμηνεύεται και μέσα από τη διαλεκτική συνανάγνωσή του με τους τίτλους των υπόλοιπων συλλογών πεζών ποιημάτων και αποτελεί χαρακτηριστική έκφραση του πένθιμου λυρισμού του- ως «σφυγμoύ(ός)με ρυθμό χαλασμένο»[18]  είναι αποκαλυπτικός. Ο ποιητικός λόγος, μακροπερίοδος, πυκνώνει σε συνδηλώσεις, τα υπόγεια νήματα των εννοιών βαθαίνουν  προκαλώντας διαρκείς συγκινησιακές εκρήξεις, επιβεβαιώνοντας ότι η ποίηση του είναι μια υπαρξιακή περιδίνηση βιωμάτων κι ο ποιητής, όπως ο σκεπτόμενος άνθρωπος, « Μετέωρο βάρος που αργά περιφέρομαι στην καρδιά τ΄ ουρανού με σωσίβιο χώμα».[19] Ειδικά σ΄ αυτήν τη συλλογή η επιλογή του αντιστικτικού υπομνηματισμού σε αρκετά ποιήματα με πεζούς στίχους που διευρύνουν το στοχαστικό και συγκινησιακό ποιητικό πεδίο αποτελεί μιαν ακόμη ειδολογική επιλογή διασάλευσής και αλληλοδιείσδυσης των ορίων ποίησης και πρόζας .

Όσο προχωρά η ποιητική γραφή πεζών ποιημάτων, με αποκορύφωμα το δραματικά τραγικό και εξαιρετικά πυκνό Έκτακτο  Δελτίο Καιρού, στο οποίο η ποιητική μυθοποίηση της πραγματικότητας μέσω της πρόζας αποκτά εκπληκτικό εννοιολογικό πλάτος και συναισθηματικό βάθος,  ο λόγος των ποιημάτων σε πεζό, μακροπερίοδος, με κυρίαρχη τη διαδοχική υπόταξη και την πρόταξη ή επίταξη των λεκτικών συνόλων με κριτήριο την συναισθηματική προτεραιότητα που κυοφορούν, χωρίς να καταργεί την κανονικότητα στην αλυσίδα της συνειδησιακής ροής, αλλά εγκαθιδρύοντας νέες σημασιακές συνθήκες, γίνεται όλο και πιο πυκνός και σφιχτός χωρίς να χάνει την ιδεολογική και συγκινησιακή του διαύγεια. Ενδοδιακειμενικές αναφορές στο ποιητικό παρελθόν του ποιητή, ιδωμένες ως επιστροφή στο φλεγόμενο Οικογενειακό δέντρο[20] του αναδεικνύουν τη διαλεκτική της δημιουργίας του μέσω της ποιητικής απόσβεσης του βιώματος. Ένας ήρεμος καταρράκτης σκέψεων και αισθημάτων  υποβάλλεται  μέσα από μιαν φαινομενικά ήρεμη επιφάνεια  πρόζας που συγκρατεί περίτεχνα τα όρια της εσωτερικής έντασης του συχνά πρωτοπρόσωπου ποιητικού αφηγητή σε μια μεγάλη ενότητα 40 αλφαβητικά αριθμημένων ποιημάτων σε πεζό. Η επιλογή του ειδικά σ΄αυτήν τη συλλογή να συμπεριλάβει κάποια από τα ποιήματα σε πεζό ανάμεσα σε αγκύλες, αποτελεί μια ειδολογική πρόταση αισθητοποίησης ενός ιδιότυπου συνειδησιακού ποιητικού πολυγλωσσισμού. Αναπτύσσεται σταδιακά μια σύνθετη, διπλή επικοινωνία του ποιητικού υποκειμένου, με αυτοαναφορικά χαρακτηριστικά, τόσο με τον αναγνώστη όσο και  με το τρυφερό, πολύτιμο πρόσωπο που ενέπνευσε τον ποιητικό του λόγο και είναι διακριτικά παρόν, λόγω της απουσίας του, σε όλη την συλλογή μέσα και από την λανθάνουσα αποστροφή προς αυτό.  Το κινούν αίσθημα και η στοχαστική εξοικείωση με το αναπότρεπτο της οριστικής απώλειας καθορίζουν τη φόρμα σε εικαστικής μορφολογίας και αλληγορικών προθέσεων ποιήματα σε πεζό που υπενθυμίζουν πως ο θάνατος και το πένθος αποτελούν σταθερή ορίζουσα της ποίησης και κυρίαρχη συνθήκη της ζωής.

Μια διαρκής προσπάθεια εξοικείωσης με το άγριο θαύμα του θανάτου[21] , τοπίο απροσπέλαστο στις λυσσώδεις επιθέσεις των λέξεων,[22] η ποίηση του Κ.Γ. Παπαγεωργίου, προσπαθεί να εξημερώσει την οδύνη για όσους αέναα ταξιδεύουν ξοδεύοντας το πένθος μας σε αγγέλων στέκια[23] υπενθυμίζοντας ότι σε όλες τις γλώσσες η σιωπή σημαίνει αγάπη και ηχηρό ξημέρωμα του  πάνω κόσμου.[24]

Τα ποιήματά του σε πεζό, κάρβουνο βραδυφλεγούς φωτιάς στην επιφάνεια ηχηρού χαρτιού,[25] αποτελούν το αισθητικό σύστοιχο της ουσιαστικής έκφρασης της σύγχρονης υπαρξιακής αγωνίας, στοχαστικά και αισθαντικά βιωμένης.

 

 

(*) Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Μικροφιλολογικά, της Κύρπου, τχ. 45, Άνοιξη 2019, σ. 67-72.

 

[1] The Poems of Emily Dickinson,  Edited by R. W. Franklin, (Harvard University Press, 1999

[2] Βλπ. Max Porter, Η θλίψη είναι ένα πράγμα με φτερά, (μτφ. Ι. Αβραμίδου) Εκδ. Πόλις, Αθήνα,2018

[3] Charles Baudelaire, Μικρά ποιήματα σε πεζό, Εισαγωγή- Μετάφραση-Σημειώσεις Ζ.Δ. Αϊναλής, oposito, Αθήνα 2018, σ.12.

[4] Κ. Π. Παπαγεωργίου, Συλλογή, Εκδ. Οικ. Φέξη, Αθήνα 1970,σ. 38

[5] Κατά τον Ν. Βαγενά «η ποίηση δεν είναι θέμα μορφής, είναι θέμα έντασης» γι΄ αυτό και  «ένα κείμενο είναι ποίημα αν περιέχει ένα μέγιστο βαθμό συγκινησιακής φόρτισης» Βλπ. σχ. Ν. Βαγενά, Η εσθήτα της θεάς. Στιγμή, Αθήνα, 1988 σ.129 και 145 αλλά και  Ποίηση και πραγματικότητα, Στιγμή, Αθήνα,1985,σ. 18-19.

[6] Κ.Γ. Παπαγεωργίου, Έκτακτο Δελτίο Καιρού, Μελάνη, 2017, σ. 15

[7] Βλπ. σχ. Η Ερριέτη Εγγονοπούλου για τον πατέρα της Ν. Εγγονόπουλο 21-10-1907/31-10-1985, περ. Το Δέντρο, τχ.110, Ιούλιος 2000, σ. 9-12.

[8] Σιαφλέκης, Ζ. (2017). Η Ιδιομορφία της Υπερρεαλιστικής Γλώσσας στον Ελύτη: Διακειμενικές Σχέσεις και Μορφικές Διαπλοκές. Σύγκριση, τχ.6, (Ιούνιος 1995),  σ. 41-53. http://dx.doi.org/10.12681/comparison.10727   (τελευταία πρόσβαση 28/1/2019)

[9] Κ.Γ. Παπαγεωργίου, Το μαύρο κουμπί, Κέδρος, 2006, σ. 26

[10] Ο.π., σ.20

[11] Ο.π., σ.24

[12]Βλπ. σχ. Α. Κατσιγιάννη, «Ο Παλαμάς και η πεζόμορφη ποίηση», στο Ν. Βαγενάς (επιμ.) Η Ελευθέρωση των μορφών, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης,, 1996, σ. 112.

[13] Κ.Π. Παπαγεωργίου, Η λύπη των άλλων, Κέδρος, 2009,  σ.38

[14] Κ.Γ. Παπαγεωργίου, Το μαύρο κουμπί, Κέδρος, 2006, σ. 25

[15] Κ.Π. Παπαγεωργίου, Η λύπη των άλλων, Κέδρος, 2009,  σ. 37

[16] Αντρέ ΜΠΡΕΤΟΝ, Μανιφέστα του Σουρεαλισμού, εισαγ.-μτφρ.-σχόλ. Ελένη Μοσχονά, Αθήνα, «Δωδώνη», 1972, σ.23-24.

[17] Ο. π., «Όσο περισσότερο οι σχέσεις των δυο «πλησιασμένων» πραγματικοτήτων θα είναι μακρινές κι ακριβείς, τόσο περισσότερο η εικόνα θα είναι έντονη- τόσο περισσότερο θα έχει δύναμη συγκινησιακή και πραγματικότητα ποιητική»

[18] Κ.Γ. Παπαγεωργίο, Εγώ το μαύρο θα κρατάω έως θανάτου, Κέδρος,  Αθήνα 2016, σ.23

[19] Ο.π. σελ. 12

[20] Κ.Γ. Παπαγεωργίου, Έκτακτο δελτίο καιρού, Μελάνι, Αθήνα 2017,σ.17.

[21] Ο.π., σ.21

[22] Ο.π., σ.34.

[23] Ο.π., σ.57.

[24] Ο.π., σ.26.

[25] Ο.π. 61.

Προηγούμενο άρθροΤο διπλό δίγαμμα του Ευριπίδη Γαραντούδη (της Βαρβάρας Ρούσσου) 
Επόμενο άρθροAναρριχώμενο φυτό  (της Αννίτας Λουδάρου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ