Συνέντευξη στον Γιάννη Ν. Μπασκόζο.
Βγαίνει σήμερα στους κινηματογράφους σχεδόν όλης της χώρας η Μικρά Αγγλία, ταινία σε σκηνοθεσία του Παντελή Βούλγαρη πάνω σε σενάριο στο επιτυχημένο ομώνυμο μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη. Η συγγραφέας μιλάει για τις διαφορές και ομοιότητες σεναρίου και ταινίας.
Ιωάννα, πώς αντιμετώπισες το μυθιστόρημά σου όταν αποφασίστηκε να γυριστεί ταινία;
Ήθελα να το αποφύγω, εν μέρει φοβόμουν μήπως είμαι δέσμια της αρχικής μυθιστορηματικής αφήγησης μου. Τελικά είπα να πάρω το ρίσκο. Είχα να αντιμετωπίσω πολλές δυσκολίες, έπρεπε να κρατήσω μέσα μου – που αντέχει ακόμα από την εποχή της έρευνας και της συλλογής στοιχείων – το στοιχείο της αύρας και της δύναμης των κορυφαίων αισθημάτων, που είναι και ο ιστός του βιβλίου και από την άλλη μεριά έπρεπε να συνειδητοποιήσω ότι ένα σενάριο απαιτεί εντελώς διαφορετικούς τρόπους γραφής από ότι ένα μυθιστόρημα. Έτσι, έκλεισα το βιβλίο. Είναι άλλες οι δυσκολίες να σεναριοποιήσεις ένα βιβλίο που η υπόθεσή του εξελίσσεται σε ένα τρίμηνο ή ένα εξάμηνο κι άλλες αν η υπόθεσή του εξελίσσεται σε διάστημα δύο σχεδόν δεκαετιών. Με βασάνισε αν έπρεπε να κρατήσω όλη τη διάρκεια του βιβλίου, μήπως έπρεπε να το αρχίσω από τη μέση ή να σταθώ σε μερικές κορυφαίες συναντήσεις που επηρεάζουν την πλοκή.
Και τελικά τι επέλεξες;
Ο κινηματογράφος χαρακτήρων είναι ένα πολύ στέρεο και δύσκολο είδος γιατί πρέπει διαρκώς να συντηρείς την εξέλιξη της πλοκής σε συνάφεια με την εξέλιξη των χαρακτήρων. Ακολούθησα τον εξής δρόμο: έγραψα και ξανάγραψα πολλές φορές το σενάριο, δοκίμασα κάποιες ανατροπές μέσα στο χρόνο, περισσότερα φλας μπακ… με πρόθεση να τα απορρίψω . Ένοιωθα μια ανασφάλεια, έτσι δοκίμαζα πολλά και μετά απέρριπτα. Για να σου δώσω ένα παράδειγμα: για τις σκηνές που ήταν απαραίτητες στο σενάριο έγραφα και δυο – τρεις σκηνές πριν κι άλλες τόσες μετά, τις οποίες δεν χρειαζόμουν απλώς για να μπορέσω να τραβήξω από εκεί το νεύρο και τον ανθό για να φωτίσω καλύτερα την απαραίτητη σκηνή.
Τελικά κράτησες όλο τον χρόνο;
Ναι, τον κράτησα όλον γιατί τα προηγούμενα φωτίζουν τα επόμενα. Ο παρατακτικός χρόνος που πρέπει να επεκταθεί σε 17 χρόνια θέτει το ερώτημα αν θα είναι δεμένο το σενάριο, αλλά οι δοκιμές με πείσανε ότι αυτός είναι ο πιο σοβαρός τρόπος να αντιμετωπίσω την ιστορία μου.
Τι αλλαγές έγιναν σε σχέση με το βιβλίο;
Η λεπτομερής ανάπτυξη του χρόνου στο μυθιστόρημα δεν σχετίζεται με την ανάπτυξη στο σενάριο. Αλλαγές έγιναν και στη διακύμανση του χρόνου και στο ταξίδι από χώρο σε χώρο και φυσικά στο θέμα των διαλόγων. Ένα μυθιστόρημα μπορεί να εξελιχθεί χωρίς διαλόγους, μια ταινία όμως τέτοια, όχι. Σπάνια ένα σενάριο κατορθώνει να μιλήσει δια της σιωπής. Άλλο θέμα: τι γλώσσα θα μιλούσαν οι ήρωες μου. Ήμουν υποχρεωμένη από το θέμα μου – μια ιστορία που διαδραματίζεται σε ένα νησί όπου κυριαρχεί το ναυτικό επάγγελμα – να σκεφτώ τι γλώσσα έπρεπε να βάλω; τα παλιά ελληνικά σε συνδυασμό με το ναυτικό γλωσσάρι; Θα ήταν δύσκολο και θα φαινόταν γραφικό και εξεζητημένο. Προσπάθησα να υπάρχει μια απλότητα και αμεσότητα στη γλώσσα εντάσσοντας σε αυτήν αιχμηρές απολήξεις, κάποιες φρασούλες που να διατηρούν το άρωμα της ιδιαιτερότητας της γλώσσας της εποχής για να μπορέσει και ο θεατής να καταλάβει τον ρόλο της γλώσσας, της νοοτροπίας, των συνηθειών κλπ.
Στους ήρωες έκανες αλλαγές;
Όταν γράφεις επηρεάζεσαι από τον δεδομένο χρόνο. Όταν έγραψα τη Μικρά Αγγλία ήμουν κοντά στη μέση ηλικία των πρωταγωνιστριών μου , όταν έγραφα το σενάριο ήμουν κοντά στην ηλικία της μάνας τους. Με περισσότερη εμπειρία ζωής και μια επιθυμία να συγκεντρώσω σε 2,5 ώρες με σαφήνεια ή υπαινικτικότατα αυτή την αυστηρότητα ή την επιείκεια που ήθελα να δείξω σε κάποιους χαρακτήρες. Άλλη αλλαγή : στο μυθιστόρημα μπορείς να αντιμετωπίσεις περισσότερους θανάτους π.χ. στο βιβλίο ο θείος Αιμίλιος πεθαίνει, ο γιος του Σάββα στην Αργεντινή σκοτώνεται….άρα έκανα αλλαγές και στο στόρι. Στην αρχή είχα γράψει σχεδόν 400 σκηνές, τις οποίες συνεχώς λιγόστευα, έγραφα εκτεταμένους διαλόγους με διαφορετικές λαλιές για να κρατώ αυτό που τελικά θα χρειαζόταν. Μπορεί κάπου να είχα γράψει τρεις σελίδες διάλογο και τελικά να αποφάσιζα η σκηνή να γυριστεί με σιωπή. Τελικά έμειναν περίπου 115 σκηνές.
Στην πεζογραφία αντιλαμβάνεσαι τις εκατοντάδες σκηνές που διαμορφώνουν την αφήγηση, στο θέατρο μπορεί να υπάρχουν δυο τρεις σκηνές που είναι όμως πολύ αναλυτικές και προχωρούν το θέμα, στο σενάριο όμως όλα είναι διαφορετικά. Πρέπει επιπλέον να βρεις τρόπους να μην καταλάβει ο θεατής πώς θα εξελιχθεί.
Ο Παντελής Βούλγαρης παρενέβη στο σενάριο;
Όχι, διαβάζαμε το σενάριο κι εγώ έκανα αλλαγές. Η ιστορία δεν είναι δαντελίτσα, είναι καραβόπανο, το υλικό της είναι τραχύ. Ήθελα να το μη χάνω αυτό από το μυαλό μου, κάθε φορά που το διάβαζα με τον Παντελή ή άλλους συνεργάτες. Από την άλλη σκεπτόμουν ότι έπρεπε να είμαι υποταγμένη στους κανόνες της παραγωγής, όπου το επίκεντρο της ιστορίας είναι στο νησί και από την άλλη να βγάλουμε τα γυρίσματα σε 9 εβδομάδες. Ως εκ τούτου δεν θα είχαμε την πολυτέλεια να γυρίζουμε μία σκηνή όλη την ημέρα, έπρεπε να γυρίζουμε δύο και τρεις σκηνές σε μια μέρα , άρα έπρεπε να το λάβω υπόψη μου ώστε να χωρούν αυτές (και από άποψη σεναρίου) μέσα σε μια μέρα.
Άλλαξες καθόλου τις προσωπικότητες των πρωταγωνιστών σου;
Υπάρχει η αλλαγή που επέβαλλε ο Παντελής, κάνοντας ξανθιά τη Μόσχα και μελαχρινή την Όρσα. Από κει και πέρα ήθελα να αποφύγω την εικονοποίηση του βιβλίου.
Αυτά τα πρόσωπα που είχες φανταστεί όταν έγραφες το βιβλίο τα είδες τώρα στην ταινία;
Όταν γράφω ένα μυθιστόρημα στην πράξη σκηνοθετώ στο μυαλό μου, στήνω τοπία, πρόσωπα κλπ. Γράφοντας το σενάριο πρέπει να έχεις το μυαλό σου ότι δεν είσαι το αφεντικό, πρέπει να επιτρέψεις στους άλλους να λάβουν τις δικές τους αποφάσεις, να πειραματιστούν με τις δικές τους ιδέες για να μπορέσεις να δημιουργήσεις τις προϋποθέσεις μια άνετης, ελεύθερης συνεργασίας. Το σενάριο δεν είναι η τελευταία λέξη, είναι απλώς το υλικό, οι ηθοποιοί και ο σκηνοθέτης δεν κάνουν διεκπεραίωση αλλά αυτοί δίνουν το τελικό αποτέλεσμα. Έτσι είχα κι εγώ μια αδημονία να δω πώς θα συμπεριφερθούν οι ηθοποιοί και το πώς ο σκηνοθέτης θα στήσει τις σκηνές που είχα εγώ στο μυαλό μου. Πολλές φορές έγραφα μια σκηνούλα που έπρεπε να υπάρχει για να συμπληρώσω κάτι που είχε επιλέξει ο σκηνοθέτης, ήμουν σε συνεχή εγρήγορση. Τελικά νιώθω τυχερή με τις κοπέλες αυτές που ενσάρκωσαν την Όρσα και τη Μόσχα. Σημασία πια έχει τώρα όχι το βιβλίο αλλά η ταινία. Για μένα ταινία και βιβλίο ήταν δύο διαφορετικά πράγματα. Το παν ήταν να βγουν οι ανθρώπινες συγκρούσεις, το πάθος , οι εντάσεις. Και βγήκαν.
Αν έγραφες τώρα το βιβλίο, έχοντας δει την ταινία , θα έκανες κάποιες αλλαγές..
Όταν γράφεις το βιβλίο, βάζεις εκεί μέσα τον εαυτό σου, τις εμπειρίες, τις συγκινήσεις, την ύπαρξη στον κόσμο της εποχής που το γράφεις. Αυτό είναι.
Οι ερασιτέχνες ηθοποιοί είχαν τη δυνατότητα να ακολουθήσουν το σενάριο;
Ο γιατρός, ο μεσίτης, η Μούρενα, όλοι είναι ερασιτέχνες ηθοποιοί με κουλτούρα και ανταποκρίθηκαν πλήρως. Και δεν ήταν εύκολο αν σκεφτείς ότι σε ένα τόσο απομονωμένο νησί που δημιουργεί κλειστούς ανθρώπους η σπίθα του κινηματογράφου θέρμανε όλο τον κόσμο. Αποδείχτηκε πώς οι Ανδριώτες είναι κάτι διαφορετικό…. η συμπεριφορά των κατοίκων, πρόθυμοι να δώσουν έπιπλα, τα σπίτια τους, να βοηθήσουν τεχνικά, να παρακολουθούν υπό βροχή τα γυρίσματα. Ίσως και η κρίση και η στενοχώρια των ανθρώπων να έπαιξε ένα ρόλο στο να κοινωνικοποιηθούν.
Σε απασχόλησε το πώς θα αποδοθεί η εποχή που υπάρχει στο βιβλίο;
Γενικότερα στα σκηνικά δεν δώσαμε την εικόνα της πλήρους και λεπτομερούς αποκατάστασης της εποχής. Θέλαμε να επικεντρωθούμε στους χαρακτήρες, να μην καταπλακωθούν αυτοί κάτω από τις λεπτομέρειες της εποχής. Αλλά σκέψου ότι και οι ήρωες της εποχής έμπαιναν στα σπίτια τους για να κάνουν κάτι, να κοιμηθούν, να φάνε, να αγαπήσουν, δεν μπαίνανε σε ένα λαϊκό μουσείο. Το παν είναι οι ήρωες και τα συναισθήματα τους. Από την άλλη δεν είχαμε τις δυνατότητες να κάνουμε υπερπαραγωγές. Π.χ. μας απασχόλησε πώς θα αποδώσουμε τις σκηνές στα πλοία. Τα πλοία που χρησιμοποιήσαμε είναι το Liberty – από τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο- στον Πειραιά, και αυτού του καπετάν Σάββα το θαλής στον Φλοίσβο. Επιλέξαμε οι σκηνές στα βαπόρια απλώς να είναι κάτι σα σφήνα στα μυαλά των γυναικών. Υπήρχε πάντα ο κίνδυνος να καταλήξουμε σε ένα ντοκιμαντέρ με νεκρές φύσεις.
Είχατε σκεφτεί να είναι πιο σύντομη η ταινία;
Υπήρχε κίνδυνος η ταινία να είναι ένα πολυβολητό των βασικών εικόνων και να μην καταλάβεις σε ποια κοινωνία ζούνε αυτοί οι άνθρωποι. Χρειαζόταν να δώσουμε τον περίγυρο. Βλέπε τη σκηνή που μαζεύονται οι γυναίκες, ενώνουν τη μοναξιά τους και αυτή πολλαπλασιάζεται. Πώς αλλιώς να το παρουσιάσεις; Υπάρχουν λεπτομέρειες που αξίζουν, π.χ. έγραψα εξαρχής τα πάντα, όπως όλα τα καυστικά τετράστιχα που λένε τα κορίτσια, το εμβατήριο ή το ρωσικό τραγούδι το έχω γράψει επί τούτου.
Δεν θεώρησαν οι Ανδριώτες ότι τους βγάζεις τα άπλυτα στη φόρα….
Μπορεί και να ένοιωσαν μια ανακούφιση όταν αυτά τα πράγματα μέσω της τέχνης μεταφέρονται, με ωραίο και όχι καταγγελτικό τρόπο. Εμείς θέλαμε να πλησιάσουμε τους καημούς των ανθρώπων όταν εγκλωβίζονται σε κοινωνικές νόρμες. Πάρε τη Μίνα, μόνη της, χωρίς άντρα, γίνεται βασιλικότερη του βασιλέως για να αποδείξει ότι μπορεί να κουμαντάρει την οικογένεια και όπως γίνονται στραβοτιμονιές στη θάλασσα, γίνονται και στη στεριά. Μπορεί τελικά η ταινία να τους ελευθέρωσε τους Ανδριώτες μιας και είδανε στιγμές που σε κάτι τους αφορούσαν. Η ταινία βάζει τους ανθρώπους να ξανασκεφτούν για τις σχέσεις τους. Κλαίγανε στις προβολές στο νησί. Δεν κλαις για τα παθήματα, κλαις γιατί κάτι σου θυμίζει , μια αδικία, ένα πένθος, αν έπρεπε να αφεθείς στην αγάπη , αν αγαπήθηκες, πώς ρυθμίζονται οι αδελφικοί δεσμοί κ.ά.
Και κάτι τελευταίο: o πυρήνας της αρχικής ιστορίας είναι πραγματικός;
Είναι συμπίλημα πολλών ιστοριών, παλιές και νεότερες ιστορίες αλλά και δικών μου βιωμάτων και φαντασίας. Στόχος είναι να μη συνδέεσαι με μια αληθινή ιστορία αλλά και για να μπορέσεις να την απογειώσεις, να βάλεις δικά σου ερωτήματα. Γιατί δικά μου ερωτήματα βάζω στην ταινία: για τις επιλογές, για την υποταγή στις συνθήκες, για το ερωτικό πάθος, για τις προτεραιότητες στη ζωή μας.