Ιστορίες του δρόμου

0
537

Της Ρέας Γαλανάκη. 

 

Η συλλογή διηγημάτων του Κώστα Λογαρά Ιστορίες του Δρόμου,*  που εκδόθηκαν με τον γνωστό καλαίσθητο τρόπο των εκδόσεων Γαβριηλίδης, απαρτίζεται από δέκα ασύνδετα αναμεταξύ τους διηγήματα. Όπως αναφέρεται στο οπισθόφυλλο, το γραμμένο από τον συγγραφέα συνήθως, πρόκειται για ιστορίες ανθρώπων που ζουν ανάμεσά μας ηττημένοι, ταλανισμένοι από τα πάθη τους, κινούμενοι σε οριακές καταστάσεις,  διατηρώντας όμως κάποιοι, όχι όλοι, ίχνη  ανθρωπιάς κι ευαισθησίας. Τρία από αυτά τα διηγήματα έχουν δημοσιευτεί πρώτη φορά σε έγκυρα λογοτεχνικά περιοδικά, στο αθηναϊκό Το Δέντρο και το θεσσαλονικιώτικο Εντευκτήριο.

Η δική μου ανάγνωση συμφωνεί, ασφαλώς, με τα παραπάνω. Θα ήθελα  απλώς να σταθώ περισσότερο σε κάποια θέματα, λόγου χάριν ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι, ποια είναι αυτά τα πάθη, με ποιο τρόπο γίνεται η αφήγηση.

Οι άνθρωποι στα διηγήματα του Κ. Λ. είναι όλοι τους   άνθρωποι λαϊκοί, ταπεινοί, μεροκαματιάρηδες, αγράμματοι ή χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση (εκτός από  την περίπτωση μιας γυναίκας που δουλεύει προσωρινά με το πτυχίο της)  ούτε κατέχουν  επιφανείς θέσεις στο Δημόσιο, στην πολιτική, στις τέχνες. Οι νέες γυναίκες είναι πολύ συχνά πόρνες ή περίπου πόρνες, υπάρχουν όμως και γυναίκες με ένοχα μυστικά, τρυφερές και ανεκτικές, όσο και  κάποιες ηλικιωμένες, ή συγγενείς του κεντρικού προσώπου, που καλούνται να  υποστηρίξουν ή να  φωτίσουν με βίαιο τρόπο αποσιωπημένα  ερωτικά  μυστικά. Από τα  παιδιά, τα αγόρια   χάνονται νωρίς,   ενώ το μοναδικό κορίτσι που υπάρχει στο διήγημα Μαχάλ Γιουνανία αντεπεξέρχεται λίγο-πολύ στο ασυμβίβαστο να έχει τον ίδιο νεαρό Άραβα εραστή με την ώριμη μητέρα του.

Όσο για τα πάθη, έγινε φανερό, νομίζω, ποιο είναι το κυρίαρχο. Εκτός από την πρώτη ιστορία Ο κανονιέρης, ο Μάγος και ο σκοτεινός Πρίγκιπας, που σχετίζεται με το πάθος των αγοριών, και των ανδρών αργότερα, με το ποδόσφαιρο, οι υπόλοιπες ιστορίες είναι όλες ερωτικές, με μια ευρύτερη αίσθηση του έρωτα κάποτε, όπως π.χ. στο διήγημα Η τελευταία επιθυμία. Οι περισσότερες ιστορίες αφορούν   έρωτες σκοτεινούς, απαγορευμένους, αποσιωπημένους, ή ανολοκλήρωτους, ενώ  υπάρχουν κι έρωτες στο φως της μέρας με στεφάνι και παπά, που τους τρώει ωστόσο ένα κρυφό σαράκι και καταλήγουν τραγικά. Έρωτες άμεσα δοσμένοι, ή έρωτες που ανακαλούνται   από τα θύματα μιας ναυαγισμένης ερωτικής ένωσης. Με άλλα λόγια από κάποιους συγγενείς ή από τα παιδιά,  που  αργά ή γρήγορα βουλιάζουνε κι αυτά, όπως αναφέρθηκε, στα απόνερα των αταίριαστων ερώτων των γονιών τους. Ενώ το φιλικό, το υποστηρικτικό χέρι που καμιά φορά απλώνεται προς  τη μεριά τους, δεν αρκεί  για να τα σώσει.

Ο έρωτας  σ’ αυτά  τα διηγήματα του Κ. Λ. συνδέεται πάντα με μια αξεπέραστη τραγωδία. Οι  τραγωδίες τους όμως  δεν  τελειώνουν με μια τυπική κάθαρση, επιμένοντας στη σταθερότητα της ανθρώπινης  ήττας  γι’ αυτούς τους ανθρώπους του δρόμου, στην πλειοψηφία τους. Βαθύτερα όμως, όπως   συμβαίνει κατά κανόνα στο δράμα,  τρεμοσβήνει σε κάποιες περιπτώσεις η ανθρώπινη συμπόνια, η αναγκαστική  κατάφαση, η ανοχή, καταστάσεις που βοηθούν ορισμένους από τους εμπλεκόμενους στο δράμα να επιζήσουν, και καμιά φορά να προχωρήσουν, χωρίς πάντως να δώσουν ένα happy end στην υπόθεση. Αυτά επίσης, δηλαδή η συμπόνια, η αναγκαστική κατάφαση, η ανοχή υπογραμμίζουν  αντιθετικά την σκληρότητα άλλων ανθρώπων και την υποταγή στις καταστάσεις.

Ο Κ. Λ. συνεχίζει, κατά τα φαινόμενα,  τη μακρά και ανεξάντλητη παράδοση ακόμη και στον 20ο αιώνα της νεορεαλιστικής αφήγησης, θα μπορούσα να πω και μιας  υψηλής  ηθογραφίας, όχι μόνο ως προς τα θέματα καθεαυτά, αλλά και ως προς τους αφηγηματικούς του τρόπους. Το διήγημα, άλλωστε, προσφέρεται ιδιαίτερα για τέτοιου είδους  αφηγήσεις,  οι οποίες   σ’ αυτό το  βιβλίο του Κ. Λ. υπηρετούνται από το νυστέρι μιας γλώσσας  κυριολεκτικής και δουλεμένης, εύηχης και  τολμηρής. Η στιλπνότητα αυτής της πολύ δουλεμένης γλώσσας,   πιο πολύ αναδεικνύει τα ανοιχτά τραύματα  παρά που  τα κρύβει με τη λάμψη της.

Πριν προχωρήσω στην γενικότερη συζήτησή μας με τον Κ. Λ., συζήτηση  απαραίτητη και για το βιβλίο αλλά και για το πρόσωπο του συγγραφέα, θα ήθελα να επισημάνω κάτι που θα αποτελέσει και την πρώτη ερώτηση. Τα διηγήματά του, παρόλο που έχουν να κάνουν με τον δρόμο και με συντετριμμένα όντα, δεν  έχουν την παραμικρή σχέση  με την κρίση που τα τελευταία χρόνια  κατέστρεψε πολλές ζωές, βγάζοντας καινούριο κόσμο στους δρόμους (υπάρχει ακόμη και ο όρος νεοάστεγος). Το τονίζω αυτό, γιατί, χωρίς να  εκφράζω καμιά απολύτως αξιολογική  κρίση (εννοώ, δηλαδή, ότι δεν είναι η επικαιρότητα ή το παρελθόν αυτό που κάνει αξιόλογο ένα λογοτεχνικό έργο), η  καταστροφική  κρίση που ζούμε   έχει ήδη εμπνεύσει, και θα συνεχίσει  να εμπνέει  κάποτε με επιπολαιότητα, κάποτε πολύ πιο σοβαρά. τόσο τη λογοτεχνία, όσο και  διάφορα άλλα είδη τέχνης.

 

 

( *Παρέμβαση  στην παρουσίαση των διηγημάτων του Κ. Λ στην Αθήνα, στις εκδόσεις Γαβριηλίδης, 19/2/2014 .)

 

 

Προηγούμενο άρθροΦρανσουάζ Σαγκάν, η «Κοκό Σανέλ της λογοτεχνίας»
Επόμενο άρθροΤο σιδηρούν γένος

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ