Της Ρέας Γαλανάκη.
Το μυθιστόρημα του Γιώργου Μπράμου “Το ψέμα του λύκου” είναι μάλλον το πιο τολμηρό και απαιτητικό του έργο, τόσο για το ίδιο το θέμα του, όσο και για τον τρόπο της λογοτεχνικής του επεξεργασίας. Αν η λέξη «ωριμότητα» εκφράζει ακόμη κάποια πράγματα, μεταξύ των οποίων και μια δαιδαλώδη προσπάθεια κατανόησης του εξ ορισμού αντίπαλου, τότε το τελευταίο μυθιστόρημα του Γιώργου Μπράμου ανήκει στην εσωτερική αλλά και τη συγγραφική του ωριμότητα, καταστάσεις που δεν συμβαδίζουν πάντοτε αρμονικά στους δρόμους της λογοτεχνίας.
Το βιβλίο παρακολουθεί την ιστορία δυο ανθρώπων, του μηχανικού Ξενίδη, φοιτητή επί δικτατορίας, που για δεκαετίες έχει εξαφανιστεί στην ερημιά μιας επαρχιακής πόλης, της Κοζάνης, και ενός κατά πολύ νεαρότερου αστυνόμου στην Αθήνα, του Τσάκωνα. Η δολοφονία ενός ισχυρού οικονομικού παράγοντα, του Μενέλαου Λαμπρόπουλου, έξω από το σπίτι του στην Κηφισιά, θα φέρει αίφνης σε επαφή όχι μόνο τις ζωές των δυο παραπάνω ηρώων, αλλά και τις πληγές, τους έρωτες και τα φαντάσματα του καθενός τους. Ο συγγραφέας επιτρέπει έτσι στο μυθιστόρημά του, που θα μπορούσε να ορισθεί ως αστυνομικό – κι εν μέρει είναι αστυνομικό -, να ανοιχτεί στο ψυχολογικό, αλλά κυρίως στο πολιτικό μυθιστόρημα, δηλαδή στις πληγές και τα φαντάσματα της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας, με άλλα λόγια της πολιτικής. Για να το εξειδικεύσω, να ανοιχθεί στην παράλληλη μελέτη ενός ηττημένου αγωνιστή εναντίον της δικτατορίας, κι ενός νεαρού αστυνόμου γόνου αστυνομικού των Σωμάτων Ασφαλείας και βασανιστή επί δικτατορίας. Η προβολή στον σημερινό χρόνο με το εύρημα της διερεύνησης ενός φόνου, επιτρέπει στον συγγραφέα να δει από πολλές σκοπιές την περίπλοκη σχέση θύτη-θύματος, που φυσικά ξεπερνά το δίπολο Ξενίδη-Τσάκωνα.
Προς το παρόν θα ήθελα να μείνω στον τρόπο που ο Γιώργος Μπράμος περιγράφει, και παρακολουθεί, τους δυο του ήρωες. Ο τρόπος του είναι όχι απλά στενός, μα ασφυκτικός : ένα μικρό – και θαυμαστό στη λιτότητά του – κεφάλαιο για τον καθένα τους, με αυστηρότατη εναλλαγή του ενός και του άλλου ήρωα, με αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο και για τους δυο τους. Αυτός ο αγχωτικός βηματισμός διατηρείται σε όλο το έργο, εφόσον οι δυο ήρωες τραβούν ο καθένας τη δική του οδό, τον δικό του μονόλογο, χωρίς να συναντιούνται ο ένας με τον άλλο. Συμβαίνει, ωστόσο, να συναντηθούν δυο φορές, την πρώτη προς τη μέση του βιβλίου, τη δεύτερη προς στο τέλος του βιβλίου. Είναι βέβαια ήθελημένη, και εντυπωσιακή, η αλλαγή ύφους στην αφήγηση, καθώς ο συγγραφέας σ’ αυτές τις δυο μοιραίες πρόσωπο με πρόσωπο συναντήσεις του θύτη και του θύματος, χρησιμοποιεί αναμεταξύ τους τον διάλογο. Ας προσέξουμε όμως, αυτός ο διάλογος είναι προσχηματικός, καθώς στην πρώτη περίπτωση, που είναι μια ανάκριση, ο αναγνώστης διαβάζει όχι μόνο τα ειπωμένα αλλά και τις ανείπωτες διαλογικές σκέψεις των δυο αντιπάλων, ενώ την τελευταία φορά ο αναμεταξύ τους διάλογος (περισσότερο μια επιθυμία ξεκαθαρίσματος και οριστικής κατανόησης του ενός από τον άλλο) είναι, κατά τη γνώμη μου, εντελώς φανταστικός. Μέσα από λόγια που δεν ακούστηκαν, λόγια που δεν θα ήταν δυνατόν να ειπωθούν στην πραγματικότητα, ο συγγραφέας κυριολεκτικά μπλοφάρει με σκοπό να υπαινιχθεί ότι, παρά τις περιπέτειες του βίου, παρά τις εσωτερικές αλλαγές των ηρώων του, ο διάλογος των δυο τους είναι τελικά ανέφικτος. Αυτή είναι η προσωπική μου ανάγνωση, ο δε μικρός επίλογος που ακολουθεί, ενισχύει μάλλον την άποψή μου περί φανταστικού διαλόγου, καθώς προτείνει διάφορες πιο ρεαλιστικές λύσεις για την τελευταία τους συνάντηση.
Αλλά και η βήμα το βήμα στενή παρακολούθηση των δυο ηρώων από τον δημιουργό τους, στην οποία αναφέρθηκα, κατά κανένα τρόπο δεν τους εξισώνει, όπως με μια πρώτη ματιά θα μπορούσε να φανεί. Παρά τις όποιες, και αναπόφευκτες επιφανειακές τους ομοιότητες, οι διαφορές τους είναι πολλές και βαθύτατες.
Κατ’ αρχάς, οι μονόλογοί τους, παρότι διασταυρώνονται συνέχεια, είναι αλλιώτικοι για τον καθένα τους. Στοχαστικότητα, πίκρα, ευαισθησία, δειλία, αλλά και πεισματική άρνηση να διαφθαρεί ως δημόσιος υπάλληλος στην πολεοδομία Κοζάνης, χαρακτηρίζουν με εύστοχες φράσεις τον αποσυρμένο και κουτσό μηχανικό Κυριάκο Ξενίδη, που έχει λουφάξει μέσα στην ακινησία της επαρχιακής πόλης, προσπαθώντας να λησμονήσει την -επί δικτατορίας- προδοσία ενός πρώην συντρόφου και συναγωνιστή του Λαμπρόπουλου, η δολοφονία του οποίου δίνει αφορμή να ξετυλιχτεί το νήμα του μυθιστορήματος. Ο Ξενίδης φορά πάντα μαύρα γυαλιά, καθώς η αϋπνία που τον ταλανίζει μετά την παλιά προδοσία έχει κάνει τα μάτια του δυο κόκκινα σημεία. Το χειρότερο: η εύκολη, χωρίς καμιά πίεση, προδοσία του συντρόφου του, γιου αστυνομικού, είχε ως συνέπεια τον ακαριαίο θάνατο του πρώτου έρωτά του, της Ελένης, από διερχόμενο φορτηγό στην δικτατορική Αθήνα ενώ η κοπέλα έτρεχε να διαφύγει τη σύλληψή της, επιπλέον όμως και την απώλεια του δικού του ποδιού, καθώς έτρεξε κοντά της. Ο Ξενίδης κουτσαίνει από τότε.
Ο μονήρης αυτός ήρωας, που έχει πάντα στο μυαλό του μιαν οφειλόμενη εκδίκηση, σημειώνει με δυο λόγια κάθε μέρα την ανιαρή ζωή του σε ένα επιστολικό και ανεπίδοτο ημερολόγιο, που απευθύνεται προς τη νεκρή Ελένη, εκτός από την επέτειο του θανάτου της. Η παροδική του σχέση στην επαρχιακή πόλη με τη δασκάλα Ευγενία ή Τζένη, τον ξεσηκώνει λίγο από την ακινησία, στην οποία όμως επιστρέφει όταν αρνείται να προχωρήσει αυτή τη σχέση, ενώ τον αποδιοργανώνει βαθιά και τον οδηγεί σε μια φαντασιακή ερωτική ζωή η νεαρή και ωραία Άνκε, σύντροφος του σπιτονοικοκύρη του στη Σίκινο, όταν, πρώτη φορά μετά από πολλές δεκαετίες, παίρνει άδεια και πάει διακοπές. Ακριβώς το βράδυ που φεύγει για το νησί, δολοφονείται ο παλιός συναγωνιστής του και προδότης Λαμπρόπουλος, η δε είδηση του φόνου, σαν ένα μαγικό ραβδί, αμέσως μεταμορφώνει τον Ξενίδη, ξαναδίνοντάς του τα χαμένα νιάτα και τη δύναμη της νιότης. Κατά τη σύλληψή του αποδέχεται με ευχαρίστηση τον φόνο που δεν είχε διαπράξει, ακριβώς διότι επιθυμούσε τον θάνατο του προδότη επί τόσα χρόνια. Δραπετεύει ωστόσο και μετατρέπεται σε άστεγο.
Τόσο κατά την πρώτη φάση ζωής του «μοναχικού λύκου», δηλαδή του μηχανικού Ξενίδη στην πολεοδομία της Κοζάνης, όσο και κατά την εντελώς αντίθετη με τούτη δεύτερη, τη φάση δηλαδή μετά την είδηση για τον φόνο του προδότη, που τον ωθεί σε μια ζωή περιθωριακού αστέγου (χαρίζοντας του, ωστόσο ό,τι πιο πολύτιμο, δηλαδή την εσωτερική του ελευθερία και την ατομική του αξιοπρέπεια), ο συγγραφέας θέλει τον ήρωά του έναν σκεπτόμενο κι ευαίσθητο άνθρωπο, έστω κι αν συχνά ακροβατεί στα όρια της παράνοιας. Τόσο η ήττα του Ξενίδη, όσο και η μετά από τόσα χρόνια, δανεική έστω, εκδίκηση, άρα και νίκη του, δίνουν αφορμή στον συγγραφέα Γιώργο Μπράμο να διατυπώσει την προβληματική του για τα δημόσια αλλά και για τα άκρως ιδιωτικά.
Δεν θα παρέλειπα να επισημάνω τη διάσταση του χαμένου χρόνου στην περί τον Ξενίδη αφήγηση του Μπράμου. Η ιστορία του ξεκινά από τις διακοπές του, για να κάνει και να ξανακάνει μεγάλες, τεμαχισμένες, και όχι πανομοιότυπες αναδρομές. Τέσσερεις τραυματικές αναδρομές είναι οι πιο επίμονες :
Α) Στο κύριο τραύμα (την εύκολη προδοσία του συντρόφου, τον σκοτωμό της Ελένης στη δικτατορία και το δικό του κούτσαμα), αλλά και στην κατά καιρούς διαχείριση του τραύματος από τον ίδιο.
Β) Στη σύλληψή του από τον βασανιστή Καλαποθράκο.
Γ) Στους έρωτές του. Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι η ερωτική ζωή του κυμαίνεται έντονα από την απραγματοποίητη επιθυμία και την εμμονή του φαντάσματος στη ζωή του (η περίπτωση της Ελένης) στις σκληρές ερωτικές φαντασιώσεις της αρχής των γηρατειών του (η περίπτωση της Άνκε), περνώντας από την ενδιάμεση άρνησή του να ολοκληρώσει μια κανονική, πραγματική σχέση (η περίπτωση της Ευγενίας στην Κοζάνη).
Δ) Η τέταρτη, όχι τόσο επίμονη, αναδρομή του Ξενίδη αφορά στην εσωτερικευμένη πίκρα του από την ήττα και των ταπεινών γονιών του, αριστερών μιας προηγούμενης απ’ αυτόν γενιάς, που είχαν κάνει πολλά όνειρα για το μέλλον του παιδιού τους όταν μπήκε στο Πολυτεχνείο. Ο Ξενίδης τιμά αυτούς τους ταπεινούς ανώνυμους αριστερούς γονείς, και τα ματαιωμένα τους όνειρα γι’ αυτόν, όταν ως δραπέτης, σχεδόν «αλήτης» στη σημερινή Αθήνα, πάει να τους επισκεφτεί στο νεκροταφείο στο οποίο είχαν θαφτεί.
Τα κεφάλαια που αφορούν τον νεαρό αστυνόμο Νίκο Τσάκωνα ακολουθούν κατά πόδας τα κεφάλαια που αφορούν τον Ξενίδη. Διώκτης ενός εγκλήματος είναι άλλωστε στο μυθιστόρημα ο Τσάκωνας, γιος αστυνομικού και βασανιστή στα χρόνια της χούντας, ενώ βασικός ύποπτος για τη δολοφονία, όπως τον πληροφορεί ο εκτός υπηρεσίας και οικογενειακός φίλος αστυνόμος Καλαποθράκος, είναι ο μηχανικός Ξενίδης. Και η ζωή του νεαρού Τσάκωνα αναποδογυρίζεται επίσης όσο προσπαθεί, με τον πιο φιλότιμο αστυνομικό τρόπο, να διαλευκάνει τον παραπάνω φόνο. Η ανατροπή της ζωής του, όταν αποπέμπεται από το Σώμα εξαιτίας του Ξενίδη, και σχεδόν ταυτόχρονα ανακαλύπτει τα καλά κρυμμένα μυστικά της καταγωγής του, τον κουρελιάζει και τον οδηγεί κι αυτόν στη μοναξιά, όσο και σε μια άλλου τύπου προσωπική απελευθέρωση. Άνεργος μα επίμονος κυνηγός, έστω και για να προσληφθεί ξανά στην Αστυνομία, εξακολουθώντας να πιστεύει διαισθητικά στην αθωότητα του αλλοπρόσαλλου γι’ αυτόν Ξενίδη, περιφέρεται με το αυτοκίνητό του στην Αθήνα για να συναντηθεί τυχαία μαζί του, μια τελευταία φορά.
Η αφήγηση για τον αστυνόμο ξεκινά, όπως και η αφήγηση για τον Ξενίδη, από τη νύχτα του εγκλήματος και αναπτύσσεται σε γραμμικό μάλλον χρόνο, με τις απαραίτητες φυσικά, αλλά πολύ λιγότερες αναδρομές στα παιδικά του χρόνια και το στίγμα του ως γιου ενός εν ενεργεία «μπάτσου», στίγμα που κατέστρεψε και τη μοναδική ερωτική του σχέση. Παρόλο που η αποκάλυψη των οικογενειακών μυστικών τον οδηγούν σε κάποιες παράτολμες σκέψεις (είναι, άλλωστε, σχετικά μορφωμένος όντας παράλληλα και φοιτητής της Νομικής), περιγράφεται ως άτομο πολύ πιο προσγειωμένο από τον Ξενίδη, ακόμη και όταν ο Ξενίδης ήταν ο απόλυτα τυπικός υπάλληλος στην Κοζάνη.
Ας προσέξουμε τις παραλληλίες στη ζωή του θύματος και του θύτη : Καθένας τους οδεύει στην οδό της φαντασίας του παράλληλα με τα γεγονότα της καθημερινής ζωής του, καθένας τους έχει το μερίδιό του στο δράμα, καθένας τους παλεύει αλλιώς μέσα του τον συγκεκριμένο φόνο, καθένας τους καθρεφτίζεται κάποιες στιγμές μέσα στον άλλο, καθένας τους δεν έχει ουσιαστικά ερωτική ζωή, ούτε εν τέλει οικογένεια, καθένας τους είναι μοναχικός με τον δικό του τρόπο. Ο Τσάκωνας περιγράφεται κι αυτός σαν ένας «μοναχικός λύκος», είναι μάλιστα αξιοσημείωτο το ότι αυτός προπάντων χρησιμοποιεί τις μεταφορές «λύκος» (λέξη που υπάρχει στον τίτλο του μυθιστορήματος) και «αρνί» για να περιγράψει καταστάσεις και ανθρώπους. Εν τούτοις η ζωή του Ξενίδη είναι αυτή που ασφαλώς υπερέχει μέσα απ’ αυτές τις προσεχτικά επιλεγμένες παραλληλίες του συγγραφέα ανάμεσα σε θύτη και θύμα. Κι αυτό συμβαίνει επειδή το δράμα του Ξενίδη συνδέεται με μείζονα υπερπροσωπικά ζητήματα, με ιδεολογίες, σε αντίθεση με τον περιορισμένο μικροαστό αστυνόμο Τσάκωνα (γιατί οι αστυνόμοι στα αστυνομικά είναι πάντοτε μικροαστοί;).
Συνδέεται δηλαδή ο Ξενίδης άμεσα με την ιστορία, με ένα φόνο που είναι πολιτικός φόνος, φέρει για όλη τη ζωή του σιωπηλά τις συνέπειες της πολιτικής προδοσίας και της βίας, και τέλος η εσωτερική του απελευθέρωση, η «αλητεία» του, έχει κι αυτή έναν χαρακτήρα βαθιά πολιτικό όσο κι αν μοιάζει παρανοϊκή. Από την άλλη, η ζωή του Τσάκωνα ναι μεν διαλύεται μεν από την αποκάλυψη ενός οικογενειακού μυστικού, το τραύμα του όμως είναι απολύτως ιδιωτικό και όχι ιστορικό, πολιτικό ή δημόσιο.
Στο μυθιστόρημα υπάρχει μια ενδιαφέρουσα, ειρωνική θα έλεγα, αναφορά σε άλλες φόρμες αφήγησης. Για παράδειγμα, ο αστυνόμος αρνείται ότι έχει παρασυρθεί από τις αστυνομικές ταινίες του Χόλυγουντ κι έτσι «ξέρει τις γυναίκες», ενώ ταυτόχρονα θεωρεί ότι οι δικές του ερωτικές φαντασιώσεις με την εντυπωσιακή χήρα του Λαμπρόπουλου δεν ανήκουν στην επιτυχημένη εμπορικά λογοτεχνία που αρέσει στις γυναίκες, ούτε αυτήν που γράφεται από ερασιτέχνες συγγραφείς. Ο Ξενίδης, από την άλλη μεριά, μονολογεί ότι γι’ αυτόν τον ίδιο, που δυστυχώς δεν είναι ήρωας κάποιου ταλαντούχου μελοδραματικού συγγραφέα, τα θέματα είναι πιο πεζά. Αυτές οι πλάγιες και ευφυείς αναφορές από τον συγγραφέα διευρύνουν τα όρια του στερεοτυπικού αστυνομικού μυθιστορήματος και των κλισέ που το βαραίνουν μέχρι σήμερα. Για τον ίδιο μάλλον λόγο ο Μπράμος χρησιμοποιεί και άλλου τύπου κείμενα σ’ αυτό το μυθιστόρημα, βάζοντας τους δυο πρωταγωνιστές όχι μόνο να μονολογούν ή να συνομιλούν φανταστικά, αλλά κυριολεκτικά να γράφουν : Ο Ξενίδης γράφει ένα μεγάλο, εξομολογητικό, όπως λέει ο ίδιος, κείμενο προς τον αστυνόμο και ανακριτή του Τσάκωνα, ενώ αντιστοίχως ο Τσάκωνας γράφει μια μεγάλη αναφορά προς τον διοικητή του, που την ονομάζει μάλιστα στο λαπτοπ Το Ψέμα, λέξη που υπάρχει στον τίτλο του βιβλίου, προκειμένου να δικαιολογήσει την ολιγωρία του. Επίσης, δυο διαφορετικά μικρά κείμενα, τυπωμένα με διαφορετικά στοιχεία και σε κάθετες στήλες, δήθεν από τις εφημερίδες, με τους αντίστοιχους τίτλους Στα τυφλά προχωρά η έρευνα και Έγκλημα κατά λάθος, εισάγουν και επιλογίζουν το μυθιστόρημα. Ιδιαίτερα ο τελευταίος τίτλος αθωώνει τελεσίδικα τον Ξενίδη και δικαιώνει την κρίση του Τσάκωνα, μόνο που όλα έχουν πια παιχτεί. Έτσι κι αλλιώς, ο συγγραφέας ενδιαφέρεται για το ταξίδι θύτη και θύματος, όχι για την ανύπαρκτη Ιθάκη τους.
Συνοψίζοντας, το μυθιστόρημα του Γιώργου Μπράμου Το Ψέμα του λύκου με εντυπωσίασε για πολλούς λόγους. Ανάμεσά τους θα αναφέρω : Την άρτια και επεξεργασμένη δομή του. Την καλή διαχείριση από τον συγγραφέα των κάθε είδους δυσκολιών, ιδιαίτερα μιας περίπλοκης, και διευρυμένης, σχέσης θύτη και θύματος. Την λιτή αλλά ταυτόχρονα επεξεργασμένη, όσο κι ευαίσθητη γλώσσα του. Τους ζωντανούς δευτερεύοντες χαραχτήρες που στοιχίζονται γύρω από τους δυο πρωταγωνιστές επηρεάζοντας τη μοίρα τους. Την κατασταλαγμένη διεύρυνση και μίξη διάφορων αφηγηματικών ειδών. Την διακριτική όσο και σαφή του ειρωνεία. Τα πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης. Κυρίως με εντυπωσίασε εκείνο το βαθύ αίσθημα ανθρωπισμού, που κρύβεται πίσω από τη συγγραφή αυτού του τόσο σύνθετου και απαιτητικού μυθιστορήματος.
Γιώργος Μπράμος, “Το ψέμα του λύκου”, Εκδόσεις Καστανιώτης