συνέντευξη στον Γιάννη Ν.Μπασκόζο
O Θωμάς Μοσχόπουλος ανέβασε φέτος το έργο “Καντίτ” του Βολταίρου, ένα συμβολικό και πολύ σπουδαίο έργο. Μυθιστόρημα του Διαφωτισμού που σαρκάζει τις κοινωνικές συμβάσεις, την υποκρισία της αριστοκρατίας και του κλήρου, την ιδεολογική ακαμψία της αυθεντίας, το Κακό, τον έρωτα, τις συμβάσεις. Με την ευκαιρία της παράστασης δόθηκε η συνέντευξη που ακολουθεί.
Τι είναι για σας η έννοια του Κακού, που ο Καντίντ, φαίνεται να μην αντιλαμβάνεται; Μια μεταφυσική ανησυχία ή μια απτή πραγματικότητα;
Ο Βολταίρος –αντίθετα με την εικόνα που ηθελημένα προφανώς διαδόθηκε από τους εχθρούς του γι αυτόν- δεν ήταν άθεος. Ήταν Ντεϊστής. Πίστευε δηλαδή στην ύπαρξη του Θεού, απλώς δεν του έδινε τα ανθρωπομορφικά χαρακτηριστικά που τείνει μεγάλο μέρος των θρησκειών να προσδίδει στηνθεϊκή νομοτέλεια. Ούτε βέβαια υπάρχει κανενός είδους «πελατειακή» σχέση ανάμεσα στον Θεό και τον άνθρωπο (είμαι καλός πιστός κι εσύ δε με τιμωρείς και με προστατεύεις). Ο Θεός δεν δείχνει- κατά τον Βολταίρο- να ανακατεύεται στις υποθέσεις των ανθρώπων. Απλώς γίνεται κατάχρηση του ονόματός Του από ανθρώπους που θέλουν να ασκήσουν εξουσία ως λειτουργοί Του. Αντίστοιχα ο διαχωρισμός μεταξύ Καλού και Κακού δεν είναι τόσο προφανής, καθότι χρειάζεται κάθε φορά επανεξέταση με νηφάλιο νου μιας και αυτός ο διαχωρισμός μπορεί να γίνει εύκολα εργαλείο στα χέρια ενός άκριτου δογματισμού. Το Κακό, λοιπόν, είναι για τον Βολταίρο μια πολύ απτή πραγματικότητα που συνδέεται αναπόσπαστα με την ίδια τη φύση του ανθρώπου και τα πιο «πρωτόγονα» κομμάτια του και μετριάζεται ή χαλιναγωγείται μέσα από την λογική και την κριτική σκέψη. Όσο για μένα, νιώθω πολύ πιο ισορροπημένος, όταν μπορώ να έχω μια τέτοια ξεκάθαρη αποστασιοποιημένη και νηφάλια θεώρηση των πραγμάτων, ώστε να θεωρώ ότι τίποτε ανθρώπινο δεν είναι «αμιγές». Συχνά όμως παρασύρομαι από συναισθηματικές εκρήξεις, όταν θίγομαι προσωπικά. Άρα είμαι σε μια διαρκή αναζήτηση των ισορροπιών που θα απαλύνουν τις συγκρούσεις μέσα μου. Οπότε δεν μπορώ να δώσω καμιά οριστική απάντηση και σε κανένα απολύτως φιλοσοφικό ερώτημα χωρίς αυτομάτως να δημιουργηθεί ταυτοχρόνως μέσα μου κι ο αντίλογος σ’ αυτήν μου την θέση. Ίσως και αυτό να αποτελεί την απάντηση στο γιατί επιλέγω την «δραματική» έκφραση μια και στη σκηνή πάντοτε εκτίθενται και τίθενται προς διαπραγμάτευσιν αντιγνωμίες.
Η ιδεοληψία είναι μια αρρώστια της εποχής μας;
Ναι…δυστυχώς πιστεύω πως είναι μια χρόνια νόσος του ανθρώπινου πνεύματος που άλλοτε βρίσκεται σε ύφεση κι άλλοτε σε έξαρση αλλά που χρειάζεται πολλή μα πολλή προσοχή, ώστε να μην υποτροπιάζει επικίνδυνα.
Αν σκεφτούμε ότι το έργο είναι μια απάντηση στο «αισιοδοξία θα πει το να λες παθιασμένα πως όλα πάνε καλά τη στιγμή που όλα πάνε κατά διαόλου», πολλοί θα το ερμήνευαν και ως ένα πολιτικό σχόλιο στο σήμερα της Ελλάδας. Ή όχι;
Καθώς ζούμε σήμερα στην Ελλάδα, έτσι θα το εκλάβουμε πιθανότατα. Αν ζούσαμε τον δέκατο όγδοο αιώνα στην Γαλλία θα θεωρούσαμε ότι το σχόλιο αφορά το Κράτος των Βουρβόνων.
Ο Καντίντ είναι ένα λογοτεχνικό μυθιστόρημα. Υπάρχει μια τάση τα τελευταία χρόνια να διασκευάζεται η λογοτεχνία στο θέατρο. Δίνεται έτσι η εντύπωση ότι το θεατρικό έργο εκλείπει (και ειδικά το νεοελληνικό). Συμφωνείτε;
Δυστυχώς, συμφωνώ. Οι λόγοι πολλοί και αντικείμενο μεγάλης συζήτησης…αλλά ας σκεφτούμε ότι και πολλά μεγάλα έργα του παρελθόντος υπήρξαν «διασκευές» ή «δραματοποιήσεις» άλλων λογοτεχνικών ειδών…οπότε γιατί να μην δεχτούμε κι αυτήν την τάση σα μια νέα μορφή δραματουργίας; Μια πρόταση έστω που απαντά σε συγκεκριμένες ανάγκες.
Η διασκευή του Καντίντ σε θεατρικό έργο έχει την δική του φαντάζομαι ειδική συνταγή. Ποιες οι δυσκολίες και οι ιδιαιτερότητες μιας τέτοιας δουλειάς;
Θα μιλήσω για τα θέματα που απασχόλησαν εμένα, δε μπορώ να μιλήσω γενικά. Ο «Καντίντ» είναι ένα κείμενο που το ύφος του είναι απόλυτα συνυφασμένο με το περιεχόμενό του. Ο σχολιαστικός και κριτικός τόνος του αφηγητή του αναγνώσματος και η λεπτή του ειρωνεία επί παντός επιστητού δεν προτάσσει μια ξεκάθαρη «θέση», ώστε αυτή να «προσωποποιηθεί» σε ένα και μόνο δραματικό πρόσωπο. Είναι επίσης προφανές, ότι ο Καντίντ ως πρόσωπο είναι ένα τέχνασμα, ένα σύμβολο και όχι ένα αληθοφανές πρόσωπο με ικανή ψυχολογία. Οπότε το αφηγηματικό πλαίσιο χρειαζόταν μια επαρκή αποστασιοποίηση και μια «πολυφωνία», η οποία όμως θα έπρεπε να έχει και αρκετή δόση θεατρικότητας, ώστε να δικαιολογεί και την επί σκηνής μεταφορά του κειμένου. Τη λύση μου την έδωσε το ίδιο το κείμενο. Το μεσαίο κεφάλαιο του αφηγήματος – εκεί που κατά τον Ίταλο Καλβίνο ο Βολταίρος από μυθιστοριογράφος γίνεται δημοσιογράφος- η επίσκεψη δηλαδή του Καντίντ στο Παρίσι του Βολταίρου και το Φιλοσοφικό Σαλόν της Μαρκησίας ντε Παρολινιάκ έγινε το κατάλληλο πλαίσιο μέσα στο οποίο θα μπορούσε να συντελεστεί η αφήγηση των περιπετειών του ήρωα και ταυτοχρόνως να βρουν χώρο τα σχόλια, η ειρωνεία, το φλέγμα και οι αντικρουόμενες απόψεις, που είναι αναπόσπαστα στοιχεία του έργου του Βολταίρου. Ένας χώρος, όπου το κουτσομπολιό συνδυάζεται με τη Φιλοσοφία και η ψυχαγωγία με την πνευματικότητα, και το πνευματώδες με τον ηδονισμό, μπορούσαν να αποτελέσουν μια πρόσφορη Σκηνή όπου θα δραματοποιηθούν αλλά και ταυτόχρονα θα αποδραματοποιηθούν οι περιπέτειες του Καντίντ, διατηρώντας έτσι την αμφισημία του βολταιρικού κειμένου δημιουργώντας και λεπτές αναγωγές σε ένα σύγχρονο τηλεοπτικό πάνελ με τον ανάλογο χαοτικό χαρακτήρα.
Μείνατε πιστός στο κείμενο;
Ναι πολύ. Και στο γράμμα αλλά κυρίως στο πνεύμα. Υπήρξε επιπλέον υλικό που χρησιμοποιήθηκε κι αυτό αποτελείται κυρίως από ρήσεις συγχρόνων του Βολταίρου όπως ο Ντιντερό,ο Ρουσσώ, ο Ντ’ Αλμπερ ή η Μαρκησία ντε Πομπαντούρ. Σαφώς, όμως, παρεμβαίνοντας δραματουργικά στην όλη δομή και κυρίως στο τελευταίο μέρος του έργου και τον τρόπο που οδηγούμαστε στο φινάλε, υπήρξε και συγγραφή ενός μέρους εξ ολοκλήρου από μένα. Οπότε θα μπορούσαμε να μιλάμε και για έργο βασισμένο στον Βολταιρικό Καντίντ.
Στο έργο υπάρχει κι ένα σχόλιο για τον τρελό έρωτα και την κατάληξή του. Το πιστεύετε;
Το ότι χρησιμοποιείτε ήδη από μόνος σας τον όρο «τρελός» ενέχει ήδη την απάντηση εν σπέρματι. Αναγκαία «τρέλα» φυσικά…αλλά η εμμονή του «έρωτα» που δεν εξελίσσεται ποτέ σε κάτι λιγότερο «ναρκισσιστικό» είναι κι αυτή ένα είδος δόγματος , ένας μονομανιακός εφηβικός εγωισμός που μάλλον σε μεγαλύτερη μοναξιά και ελάχιστη απόλαυση οδηγεί. Δεν γίνεται να παραμένει κανείς αιώνια ερωτευμένος. Ίσως τελικά ο μόνιμα ερωτευμένος τον καθρέφτη του κοιτάζει κι όχι τον άλλον άνθρωπο και επί της ουσίας φοβάται να συνδεθεί σε πραγματικό επίπεδο. Τον συναρπάζει ο ρόλος του «ερωτευμένου» και από την άλλη ύπαρξη, το αντικείμενο του έρωτα, επιλέγει μόνο όσα τον βοηθούν να διατηρήσει το ρόλο αυτόν. Στονέρωτα αποζητούμε την ταύτιση, το να εξαφανιστεί η ύπαρξη του άλλου μέσα στη δική μας και το αντίστροφο. Αυτό άραγε δεν είναι ενός είδους συναισθηματική δικτατορία; Δεν ευαγγελίζομαι μιαν απουσία συναισθήματος. Το αντίθετο. Μιλάω για έναν σεβασμό στην διαφορετικότητα του άλλου. Μια συναίνεση. Μιαν συνεννόηση. Βέβαια η ντόπα που δημιουργούν οι ορμόνες μας όταν είμαστε ερωτευμένοι είναι τόσο εθιστική! Ας μη μιλήσουμε για το μάρκετινγκ του έρωτα!
Ποιο είναι το μέλλον του Θεάτρου Πόρτα στο μυαλό σας, τι θα πρέπει να περιμένουν οι θεατρόφιλοι;
Το ανέβασμα του τρίτου μέρους της «Τριλογίας της Δυστοπίας» που ξεκίνησε με τον Δίκη του Κ(άφκα) συνεχίστηκε με τον Καντίντ και συμπληρώνεται με μια ακόμα θεατρική διασκευή ενός μυθιστορήματος με θέμα έναν «δύσκολο κόσμο», το οποίο όμως αυτή τη φορά έχει δραματοποιηθεί από τον ίδιο του τον συγγραφέα. Θα σκηνοθετήσω το Φαρενάιτ 451, που θα παρουσιαστεί στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών στην Πειραιώς 260 στις 8-10 Ιουνίου και απ’ το φθινόπωρο στο ΠΟΡΤΑ. Πρόκειται για ένα έργο βασισμένο στη θεατρική διασκευή του έργου του Ρέυ Μπράντμπουρυ.. Το έργο σ’ αυτήν την περίπτωση έχει στο φινάλε του ακόμα πιο ξεκάθαρο «φως στο τούνελ».
To θεατρικό “Καντίντ” τελειώνει τις παραστάσεις του 1/4 και η “Δίκη του Κ “27/3.