Συνέντευξη στην Αφεντουλίδου Άννα .Μια σπάνια συνέντευξη του ολιγογράφου Κερκυραίου ποιητή.
Ζήσατε σε μιαν εποχή, σχεδόν, μυθική για τους νεότερους ποιητές. Με ενεργή την μεταπολεμική γενιά, με διαμορφωμένη τη γενιά του ’70, σε μια Θεσσαλονίκη όπου μπορούσε κανείς να δει τους ποιητές. Τι σκέφτεστε για κείνη την εποχή μετά από τόσα χρόνια;
Ήταν μια καλή εποχή. Κυρίως επειδή συνέπιπτε με τη νιότη μας, αλλά ακόμα επειδή ήταν περίοδος μεγάλης κινητικότητας από όλες τις απόψεις. Η Ελλάδα αυτά τα χρόνια τα μετά τον εμφύλιο, έβαινε με μεγάλες προσπάθειες σε μια κατάσταση πολιτικής ειρήνευσης, παρόλο που το μετεμφυλιακό κράτος προέβαλε μεγάλες αντιστάσεις και μάλιστα με οδυνηρές συνέπειες. Από την άλλη, κοινωνικά εξελίσσονταν το γιγαντιαίο κύμα της μετανάστευσης προς το εξωτερικό, αφού είχε προηγηθεί και η εσωτερική μετανάστευση, πράγμα που σήμαινε πως κάτω από εντελώς σύνθετες συνθήκες έπρεπε να βρούμε τρόπους να συγκροτήσουμε την ταυτότητά μας και μια συνεκτική ύπαρξη. Σ’ αυτή την διαδικασία η παρουσία των ποιητών, τουλάχιστον στην Θεσσαλονίκη ήταν διακριτή. Αναγνωστάκης, Θασίτης, Κύρου, Καρέλη, Ασλάνογλου, Χριστιανόπουλος και τόσοι άλλοι σπουδαίοι ποιητές ήταν μέσα στο κλίμα της πόλης, για να μη πω πως μέχρις ένα σημείο το όριζαν πνευματικά. Τότε, βλέπετε, η Θεσσαλονίκη ήταν πολύ μικρότερη από ό,τι σήμερα και σχεδόν καθόλου χαοτική, έχοντας μάλιστα την δυνατότητα να αφομοιώνει ή να επηρεάζει αποφασιστικά τους ανθρώπους που έρχονταν προς αυτήν. Σε αυτό το κλίμα, όντως υπήρχε μια ευκολία επικοινωνίας ανάμεσα στις ποιητικές γενιές και εξ αυτού υπήρξαν κερδισμένοι οι νεότεροι. Δεν είναι ψέμμα άλλωστε πως εκείνη την εποχή, η πόλη παρήγαγε μια ποίηση που ξεχώριζε, που είχε τα δικά της χαρακτηριστικά, τις δικές της εμμονές θα έλεγα, είτε αυτό αφορούσε τον Πεντζίκη, είτε τον Αναγνωστάκη, είτε τον Χριστιανόπουλο. Οι πνευματικοί άνθρωποι της Θεσσαλονίκης βίωναν το παρελθόν της πόλης, το απώτερο και το πρόσφατο με μιαν εσωτερικότητα, εντελώς αντιρητορικά, για να το πω έτσι, γι’ αυτό και στον χώρο της δεν ευδοκίμησαν σημαντικοί ποιητές στρατευμένοι, με την τρέχουσα έννοια της στράτευσης. Αυτή η εσωτερικότητα, μέχρις ένα σημείο πέρασε στους νεότερους ποιητές κι αυτό νομίζω πως απέβη υπέρ τους.
Εκδώσατε πέντε ποιητικά βιβλία, συμμετείχατε με άρθρα και δημοσιεύσεις στην λογοτεχνική ζωή από τα τέλη της δεκαετίας του ‘ 70 και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’90. Μετά επιλέξατε την σιωπή… Για ποιον λόγο; Την σπάσατε μετά από 20 περίπου χρόνια με μια σημαντική, καινούργια ποιητική συλλογή, Τη σκόνη της εικονοστασίας. Πώς πήρατε μια τέτοια απόφαση;
Ας δηλώσω πρώτα πως ποτέ δεν υπήρξα άνθρωπος του προσκηνίου και ύστερα ας επισημάνω την άποψή μου πως η σιωπή δεν είναι πάντοτε αφατική. Μέσα στις λέξεις, ανάμεσα στις λέξεις, ανάμεσα στους στίχους, ανάμεσα στα ποιήματα, ανάμεσα στις συλλογές υπάρχει πάντα άλλοτε πυκνότερη και άλλοτε όχι μια δυναμική, μια ενεργός θα μπορούσαμε να πούμε, σιωπή.
Αυτή δεν είναι λογικά διαχειρίσιμη και ούτε μπορεί κανείς με βεβαιότητα να προβλέψει πού θα οδηγηθεί και πού θα οδηγήσει. Η εικοσάχρονη εκδοτική απουσία μου, νομίζω πως έχει σχέση και με μιαν σιωπή αφατική, μια κατάσταση δηλαδή κατά την οποία δεν έχεις τίποτα να πεις, δεν έχεις καμιά ικανή εσωτερική πίεση, για να εκφραστείς ποιητικά, αλλά και πιθανόν με μια δυναμική σιωπή που δεν σου βγαίνει να την διαχειριστείς. Για να μην πω το πιο απλό και ίσως το πιο αληθινό, πως στα περισσότερα από αυτά τα χρόνια είχα κόψει το κάπνισμα, πράγμα που έκανε αδύνατη σχεδόν κάθε επαφή μου με χαρτί και με μολύβι. Η εξάρτηση ήταν παντοδύναμη, τόσο που μου επιτρέπει να καταλήξω στο εντελώς αντιποιητικό αλλά πλήρες πάθους συμπέρασμα πως τελικά έγραφα, για να καπνίζω. Τώρα, μέσα στα 20 αυτά χρόνια, ήρθαν πολλά πράγματα: ήρθαν τα κομπιούτερ, ήρθαν τα ηλεκτρονικά τσιγάρα, ήρθε και η Θεσσαλονίκη στην οποία μετοίκησα από την Κέρκυρα για ένα διάστημα 2 χρόνων και να το νέο βιβλιαράκι με τον τίτλο “στη σκόνη της εικονοστασίας”. Η απόφαση λοιπόν, για την έκδοση αυτή προέκυψε από την διασταύρωση πολλών παραγόντων.
Σήμερα ζούμε σε μια εποχή δύσκολη, ανακατατάξεων, συγκρούσεων και αλλαγών, μια εποχή, όπως παραδέχονται όλοι, κρίσης. Ποια είναι η θέση της τέχνης σε μια τέτοια εποχή;
Αν υποθέσουμε πως όλη αυτή η φασαρία δεν είναι μια απλή αναμόχλευση των δεδομένων καταστάσεων και πραγμάτων, αλλά είναι το σύμπτωμα μιας κυοφορίας, τότε η τέχνη μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο. Και όταν λέμε τέχνη, φυσικά εννοούμε όλες τις μορφές και τις εκφάνσεις της. Και επειδή η τέχνη στην καλύτερη περίπτωση δεν αναπαράγει την πραγματικότητα αλλά με έναν αργό, όχι προφανή και καθόλου εύκολο τρόπο παράγει πραγματικότητα, έχω την αισιοδοξία πως μέσα στην γενικότερη κίνηση που προκαλεί η ίδια η κρίση, το μερτικό της τέχνης σε αυτή την παραγωγή θα είναι μεγάλο και το αποτέλεσμα σοβαρό και μακροπρόθεσμο.
Πώς βλέπετε τη σύγχρονη λογοτεχνική πραγματικότητα; Το μέλλον της;
Δεν νομίζω πως εποπτεύω με επάρκεια την σύγχρονη λογοτεχνική πραγματικότητα. Αν μου πέφτει κάποιος λόγος θα μπορούσα με πολλές επιφυλάξεις να κάμω κάποιες παρατηρήσεις για την ποίηση. Έχω την εντύπωση πως η ποίηση, ολοένα και πιο δυνατά λειτουργεί ως η άμυνα της γλώσσας απέναντι σε μια ανυπόφορη λογοκρατία. Το άφατο, το μεταεννοιολογικό περίσσευμα, το ασαφές και σκοτεινό ενίοτε εσώτερό μας, έχουν εξοβελιστεί βαναύσως από μια λογική που ό,τι δεν μπορεί να ενσωματώσει το καταργεί από την ημερήσια διάταξη της ζωής μας. Αυτά όλα και την “αντικειμενικότητά μας”, φαίνεται πως τα υιοθετεί η ποίηση ως έκθετα και τα περισώζει μέσα στην ανεξάντλητη δυνατότητα της γλώσσας. Απ αυτή την άποψη, η ποίηση είναι μια προμελέτη, ένας συνεχής πειραματισμός, μια ατελείωτη αγωγή για την δημιουργία και τον ενστερνισμό ενός τρόπου επικοινωνίας, ανάμεσα σε διακριτικές υπάρξεις που δεν αντιμετωπίζουν την ιδιαιτερότητά τους ως οντολογικό ατύχημα και ως έκπτωση. Τώρα, όσον αφορά την λογοτεχνική πραγματικότητα γενικά, δεν είμαι απαισιόδοξος. Μπορεί η φιλοδοξία για μια σκοπιά καθολικής εποπτείας να έχει εκ των πραγμάτων ηττηθεί και συνεπώς σήμερα να μην παράγονται έργα ανάλογου “μεγαλείου”, αλλά είμαι σίγουρος πως ό,τι χάνεται σε έκταση κερδίζεται σε βάθος.
Υπάρχουν, πιστεύετε, υπερτιμημένοι λογοτέχνες που υπερπροβάλλονται και σημαντικοί που μένουν στο περιθώριο;
Όλοι οι συνδυασμοί είναι δυνατοί. Οι μέθοδοι και τα ήθη της εποχής, φαντάζομαι πως είναι αδύνατο να μην επηρεάζουν και την πραγματικότητα των ανθρώπων που ασχολούνται με τα γράμματα. Έτσι: υπάρχουν πάντα οι διάττοντες καθώς και εκείνοι που γίνονται αντιληπτοί …μετά θάνατον. Για να μην πω πως υπάρχουν κι εκείνοι που δεν γίνονται ποτέ αντιληπτοί. Αυτό το τελευταίο ενδεχόμενο το σκέφτομαι κάποτε με λύπη. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι έχει χαθεί δια παντός.
Λογοτεχνία και Διαδίκτυο. Θετική ή αρνητική η σχέση αυτή;
Πρόκειται για μια νεότευκτη σχέση που είναι πρώιμο να αποτιμηθεί. Όπως υπάρχει η μεγάλη ευκολία, μέσω διαδικτύου να έρθει κανείς σε επαφή με σημαντικά λογοτεχνικά δημιουργήματα, έτσι υπάρχει και η ίδια ευκολία να σκοντάψει σε μέτρια πράγματα. Και επίσης όπως είναι δυνατό να πέσεις πάνω σε έναν επαρκή αναγνώστη, το ίδιο είναι δυνατό να πέσεις και πάνω σε έναν ανεπαρκή. Επειδή ωστόσο στο διαδίκτυο υπάρχει κάποια δυνατότητα επιλογής, συμπερασματικά θα πω πως η σχέση αποβαίνει θετική.
Αν κάνατε έναν απολογισμό της λογοτεχνικής σας πορείας, τι θα λέγατε;
Φαντάζομαι πως δεν είμαι ο πιο κατάλληλος να μιλήσω. Θα μπορούσα με βεβαιότητα να πω ότι έχω γράψει λίγα πράγματα. Παλαιότερα μέσα από διαδικασίες “έντονων καύσεων” του υλικού μου, έτσι που προέκυπταν κομμάτια με αυστηρή δομή, σχεδόν κρυσταλοπαγή. Τώρα και μη σας φανεί παράξενο, με την βοήθεια του παραδείγματος νεότερων ποιητών η γραφή μου νομίζω πως ανασαίνει καλύτερα. Απόκτησε μεγαλύτερη ελευθερία χωρίς να ξέρω αν αυτό είναι αποτέλεσμα σύνεσης ή απώλειάς της. Στην πρώτη μου συλλογή, την “Αντίστηξη” που τα ποιήματα ήταν γραμμένα στην εξορία και δομημένα με μεγάλη αυστηρότητα και με προσήλωση στο “θέμα” το αποτέλεσμα δεν θεωρήθηκε απογοητευτικό. Ύστερα υπήρξε μια δύσκολη φάση που υποκείμενος σε παραδειγματικές επιρροές, προσπάθησα να τις αξιοποιήσω και χωρίς να τις προδώσω σιγά-σιγά να απομακρυνθώ από αυτές. Δεν ξέρω πόσο τα κατάφερα. Στις τελευταίες μου συλλογές, τέλος, η ανησυχία μου επικεντρώθηκε στα θέματα της ύπαρξης και της μοίρας των ανθρώπων, στα αδιέξοδά τους, στην τραγωδία της απώλειας και στην αναλλοίωτη σχέση μας με τον χρόνο.
Κάποια ισχυρή ανάμνηση από την σχέση σας με την ποίηση;
Υπάρχουν τέτοιες αναμνήσεις. Αυτή που θα σας αναφέρω αφορά ένα συνδυασμό εντυπώσεων. Η πρώτη ήταν η εντύπωση από την Θεσσαλονίκη, όταν πρωτοέφθασα σ’ αυτήν για να δώσω εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο. Ήταν προχωρημένο απόγευμα και το σκηνικό, τα χρώματά της, η ανάσα της θα έλεγα, με έκαναν να σκεφτώ μέσα μου: ναι, αυτή είναι η πόλη μου. Λίγο καιρό αργότερα όταν διάβασα ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη μέσα στο ίδιο κλίμα αναπάντεχης οικειότητας είπα πάλι μέσα μου: ναι, αυτός είναι ο ποιητής μου.
Γράφετε τώρα; Θα συνεχίσετε να γράφετε; Υπάρχει κάποια «πρόγνωση»;
Μετά την έκδοση της τελευταίας μου συλλογής, πες από κεκτημένη ταχύτητα, έχω γράψει κάτι ακόμα. Το αν θα υπάρξει συνέχεια δεν μπορώ να το ξέρω. Λειτουργεί μια ώση κυρίως, λόγω του επείγοντος από την ελάττωση του διαθέσιμου χρόνου. Αυτό σχετίζεται με το πρόβλημα των απωλειών: του χρόνου όπως είπαμε, των φίλων, της σωματικής έκπτωσης και εν γένει της φθοράς. Με άλλα λόγια του θανάτου που πια, με διαδικασίες γρήγορες, πρέπει να τον καταστήσουμε θέμα επί του οποίου θα στηριχτεί μια αγωγή αποδοχής και αποδραματοποίησης του.
Σας ευχαριστώ θερμά.