Η φιλοσοφία της σκηνής και η σκηνή της φιλοσοφίας (της Καίτης Διαμαντάκου)

0
1566

Της Καίτης Διαμαντάκου (*). Η φιλοσοφία της σκηνής και η σκηνή της φιλοσοφίας: Η ανάγκη και η γοητεία της όσμωσης. 

 

Εάν θέλαμε να σχηματοποιήσουμε το θεατρολογικό πεδίο και τους διαφορετικούς επιστημολογικούς και εφαρμοστικούς τομείς του, θα μπορούσαμε να φανταστούμε ένα συμπαγές ισοσκελές τρίγωνο, στις τρεις γωνίες του οποίου εδράζουν η κριτική, η ιστορία και η θεωρία του θεάτρου, με την πρώτη να αποτελεί την πιο εμπειρικά εστιασμένη βαθμίδα και την τρίτη να αποτελεί την πιο αφαιρετική βαθμίδα στην κλίμακα των θεατρολογικών μελετών. Αυτό το θεατρολογικό τρίγωνο, το οποίο είχε παλαιότερα προτείνει ο Γιώργος Πεφάνης[1]  –και μεταξύ των τριών γωνιών του οποίου ο εν λόγω μελετητής μετακινείται με ισότιμη μέριμνα και σπάνια συνδυαστική άνεση τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια, ανατροφοδοτώντας τη θεατρολογική και θεατρόφιλη κοινότητα με βιβλία, άρθρα και κριτικές του, που αποτελούν ισάριθμα σημεία ακαδημαϊκής αναφοράς– έρχεται τώρα να το αναδιαμορφώσει ο ίδιος και να το εγκλείσει σε έναν ευρύτερο περιγεγραμμένο κύκλο, αυτόν της φιλοσοφίας του θεάτρου, στο τελευταίο βιβλίο του, Θιασώτες και φιλόσοφοι. Σκιαγράφηση μιας θεατροφιλοσοφίας, Παπαζήσης, Αθήνα, 2016. Οι διαφορές μεταξύ της θεωρίας και της φιλοσοφίας του θεάτρου, που καθορίζουν και τη διαφορετική γεωμετρική διάταξή τους στο παραπάνω σχήμα, είναι λεπτές μεν, ωστόσο ευκρινείς και εύλογες, όπως συνοψίζονται περιεκτικά από τον Πεφάνη στο πρώτο κεφάλαιο του νέου βιβλίου του («Φιλοσοφίες της σκηνής /Σκηνές της Φιλοσοφίας»), που αποτολμούμε να σκιαγραφήσουμε εδώ: «Απεναντίας, η φιλοσοφία του θεάτρου βρίσκεται εκτός αυτής της κλίμακας, αλλά μπορεί να επιδράσει σε όλες τις βαθμίδες της. Η θεωρία του θεάτρου είναι αδιανόητη έξω από το θεατρολογικό τρίγωνο, καθώς αποτελεί συνάρτηση τόσο της ιστορίας όσο και της κριτικής του θεάτρου. […] Δεν ισχύει ακριβώς το ίδιο με τη φιλοσοφία του θεάτρου, η οποία ενδέχεται μεν να διαποτίζει κάθε σχέση του θεατρολογικού τριγώνου, ωστόσο δεν εγκλείεται σε αυτό, καθώς τα ερωτήματα που θέτει και τα ζητήματα με τα οποία καταπιάνεται […] όχι μόνο υπερβαίνουν τις σχέσεις αυτές, αλλά προσέτι αντλούνται από περιοχές πέραν του θεάτρου (ηθική, γνωσιολογία, πολιτική φιλοσοφία κτλ.)» (σ. 28-29).

Σ’ αυτό το ευρύ –«απέραντο»– γνωστικό και εμπειρικό πεδίο, όπου η φιλοσοφία του θεάτρου αφενός διαποτίζει και φωτίζει το θεατρολογικό τρίγωνο  και αφετέρου τροφοδοτείται η ίδια από τους νοηματικούς ορίζοντες της θεατρικής (ιστορικής, κριτικής, θεωρητικής) σκηνής  μάς εισάγει ο Γιώργος Πεφάνης στο τελευταίο βιβλίο του, προ(σ)καλώντας τους θιασώτες του θεάτρου να παρακολουθήσουν και να εντάξουν στη θέασή τους τον φιλοσοφικό τρόπο σκέψης και, από την άλλη, τους θιασώτες της φιλοσοφίας να συνειδητοποιήσουν την εγγενή (εννοιολογική όσο και σωματική, διανοητική όσο και φαντασιακή, γλωσσική όσο και παραστασιακή) θεατρικότητα του φιλοσοφικού λόγου και Λόγου. Υπερκεράζοντας την (ανα)κατασκευασμένη αντιπαλότητα μεταξύ πράξης και θεωρίας, δράσης και σκέψης, φαίνεσθαι και είναι, υποκριτικής και αλήθειας, σώματος και νόησης, παράστασης και αναπαράστασης, φιλοσοφίας και θεάτρου, το βιβλίο επιχειρεί και κατορθώνει «να διανοίξει κάποια μονοπάτια που συνδέουν τα δύο πεδία [φιλοσοφίας και θεάτρου], που δείχνουν ότι και τα δύο, καθώς διηθούνται αμοιβαία, ανήκουν στην ίδια σφαίρα αναπαράστασης και νοηματοδότησης του κόσμου» (σ. 14). Εξ ου και η επινόηση και (διεθνώς ‘πρώτη’) πρόταση του όρου «θεατροφιλοσοφία», νοούμενη ως «ένα ανοιχτό πεδίο δυναμικών σχέσεων, μια βαλντεφελσιανή διαμεσότητα, ένα ενδιάμεσο γίγνεσθαι, μια ντεριντιανή διαφορική επανάληψη ή ένα μερλω-ποντιανό χίασμα και όχι η γραμμική εφαρμογή ή η επιβολή μιας σκέψης σε μιαν άλλη» (σ. 16), όπως ορίζει τον νεολογισμό του ο συγγραφέας, συμπυκνώνοντας ταυτόχρονα ορισμένες από τις βασικές φιλοσοφικές καταβολές του.

Η αναζήτηση των διατομών και των αλληλεπιδράσεων μεταξύ θεάτρου και φιλοσοφίας είχε αρχίσει για τον Γιώργο Πεφάνη ήδη με το πρώτο του βιβλίο, Το θεατρικό. Σκιαγράφηση μιας φαινομενολογικής θεατρολογίας (1991)[2], μια προδρομική  μονογραφία όπου η νεοσύστατη τότε ακαδημαϊκά ελληνική θεατρολογία συνδεόταν άμεσα και συνομιλούσε ρητά με ένα ορισμένο φιλοσοφικό ρεύμα –είχε προηγηθεί το 1985 η «σημειολογική» επιτομή του θεατρικού φαινομένου από τον Βάλτερ Πούχνερ[3], σταθερό «μέντορα» και, από ένα σημείο και εξής, συνάδελφο του Γ. Π. Πεφάνη στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Τα ερωτήματα «τι είναι το θέατρο», «ποια είναι η σκοπιμότητα και ποια η λειτουργικότητα μιας τέτοιας ερώτησης στην αρχή κάποιας φιλοσοφικής διατριβής», που προέτασσε τότε ο Γ. Π. Πεφάνης στο –χρονικά πρωτόλειο, πλην ώριμο ποιοτικά– βιβλίο του[4], συνέχισε να απασχολεί και να διαστίκτει –επιμέρους ή εν συνόλω, περιστασιακά ή συστηματικά— όλες ουσιαστικά τις μεταγενέστερες δημοσιεύσεις του, που ταλαντεύονταν πάντα μεταξύ των τριών γωνιών του θεατρολογικού τριγώνου και πάλλονταν στην αγκαλιά του περιβάλλοντος κύκλου της φιλοσοφίας. Πιο δυναμική επανακάμπτει η θεωρητικο-φιλοσοφική διαμεσότητα στον αναστοχασμό του θεατρικού γίγνεσθαι και είναι κατά την τελευταία δεκαετία, στη διάρκεια της οποίας ο συγγραφέας επανέρχεται σε ορισμένα βασικά ζητήματα του προβληματισμού του (εαυτότητα, αναπαράσταση, επιτέλεση, ετεροτοπία, μνήμη κ.ά.) σε τρία βιβλία του, ο προσανατολισμός των οποίων είναι ήδη εμφανής μέσω του τίτλου: Σκηνές της θεωρίας. Ανοικτά πεδία στη θεωρία και την κριτική του θεάτρου, Παπαζήσης, 2007⸱ Περιπέτειες της αναπαράστασης. Σκηνές της θεωρίας ΙΙ, Παπαζήσης 2013⸱ Φαντάσματα του θεάτρου. Σκηνές της θεωρίας ΙΙΙ, Παπαζήσης, 2013. Ως συνέχεια και επέκταση των παραπάνω βιβλίων, αλλά και των προβληματισμών που ανέκυψαν στη διάρκεια των ακαδημαϊκών διεπαφών και των πανεπιστημιακών παραδόσεών του κατά τα τελευταία τέσσερα χρόνια,  το παρόν βιβλίο έρχεται πλέον να προσδιορίσει και να εδραιώσει «την ανοικτότητα και τη δυναμικότητα, τη διαμεσότητα και τη διαφορικότητα της θεατροφιλοσοφίας». «Φιλόδοξο σχέδιο, δύσκολο και πολύπλοκο», όπως ομολογεί ο ίδιος ο συγγραφέας (σ. 17), το οποίο θα δρομολογήσει μέσα από την παραδειγματική επεξεργασία συγκεκριμένων «θεατρικών κειμένων και παραστάσεων που αναδεικνύουν ή υποκρύπτουν σημαντικά φιλοσοφικά θέματα (ο θάνατος και το πένθος, η ιστορία και οι ρηγματώσεις της, η μνήμη και το χρέος, ο χρόνος και η ιστορικότητα, η διαμεσότητα των τόπων, το φαγητό και η θνητότητα, η δικαιοσύνη) αλλά και με δοκιμές ανθεκτικότητας και εμβέλειας αυτών των εννοιών και των θεμάτων στα συγκεκριμένα εργαστήρια σκέψης, που είναι … το δραματικό κείμενο και η θεατρική σκηνή» (σ. 17).

Από την Αντιγόνη του Σοφοκλή και τη διερεύνησή της στη διατομή της διεργασίας του πένθους και της διερώτησης για το δίκαιο και τη δικαιοσύνη (κεφ. 2: «Επιζώντας στο ανεγγύητο της δικαιοσύνης. Επί-σκεψη στην Αντιγόνη του Σοφοκλή) στον Βασιλικό του Αντωνίου Μάτεσι και στη συσχέτιση της φιλοσοφικής οπτικής του Ζακυνθινού συγγραφέα (όπως προβάλλεται κυρίως μέσω του πεφωτισμένου γιου του Ρονκάλα, Δραγανίγου) με την ιστορική οπτική του Ιταλού φιλοσόφου του 18ου αιώνα Giambattista Vico και συγγραφέα της περίφημης La Scienza Nuova (κεφ. 3: «Η αισιοδοξία του Δραγανίγου, οι Philosophes και ο Giambattista Vico»). Από τη Ζάκυνθο του 19ου αιώνα –και τις αφηγηματικές και ιστορικές αναγωγές της στον 18ο αιώνα– στη φιλοσοφική αποκωδικοποίηση του διακειμενικά πυκνού Χλιμιντρίσματος, της τελευταίας θεατρικής κατάθεσης του Μάριου Ποντίκα, αποκωδικοποίηση η οποία ξεκινά με το 60ό απόσπασμα του Ηρακλείτου και καταλήγει με το 30ό (κεφ. 6: «Αντηχήσεις σε ένα χλιμίντρισμα. Ιχνηλατώντας το Χλιμίντρισμα του Μάριου Ποντίκα»). Η κάθετη εστίαση σε συγκεκριμένα κειμενικά δείγματα της ιστορίας του θεάτρου και της φιλοσοφίας, που διενεργείται στα παραπάνω κεφάλαια, γίνεται αλλού μια οριζόντια δυναμική ταλάντωση ανάμεσα σε διαφορετικά δραματικά κείμενα, σκηνικές επιτελέσεις και τις κοινές φιλοσοφικές τους διατομές (κεφ. 7: «Τρέφομαι με τον θάνατο: Η βρώση και οι βροτοί στις σκηνές του Rodrigo Garcia και του Βασίλη Ζιώγα», όπου εξετάζονται πολλά πρόσφατα έργα του πρώτου συγγραφέα και παλαιότερα μονόπρακτα του δεύτερου, και κεφ. 8: Δυστοπίες, ετεροτοπίες, οριοφιλίες και άλλα θεατρικά ιδιώματα του τόπου», με αναζήτηση των χωρικών μορφών που προσφέρει η σκηνή στον φιλοσοφικό στοχασμό, στα αυτοβιογραφικά θεατρικά έργα Ο κρυφός ήλιος και Βίβα Ασπασία του Ιάκωβου Καμπανέλλη, στην Κωλοδουλειά του Γιάννη Μαυριτσάκη και στις παραστάσεις Passim και Go down Moses των François Tanguy και Romeo Castellucci αντίστοιχα). Σε άλλα κεφάλαια, η «θεατροφιλοσοφική» προοπτική εφαρμόζεται σε συγκεκριμένα σκηνικά κείμενα ή επιτελεστικά δρώμενα, όπως είναι η φιλοσοφική θεώρηση –βάσει της χρονικότητας και της ιστορικότητας– της πολυεαστιακής και πυκνά διακειμενικής παράστασης Μέδουσα, που δόθηκε στο πλαίσιο του Ελληνικού Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου 2011 (κεφ.  4: «Χρονικές ρωγμές και ανθρώπινα ναυάγια στην παράσταση Μέδουσα του Θωμά Μοσχόπουλου) ή η μελέτη της ιδιάζουσας χωρο-γραφής και της ετεροτοπικής λειτουργίας που υπηρετεί το «θέατρο του δρόμου» (κεφ. 9: «Ο δρόμος ανήκει στους πολίτες. Σκηνές και ετεροτοπίες στους δρόμους της πόλης») ή η αναζήτηση των διατομών της πολυφωνικής παράστασης Η ιστορία της αυτοθυσίας του Βασίλη Μαυρογεωργίου (Scrow Theatre και Φεστιβάλ Αθηνών 2014) με τον φιλοσοφικό στοχασμό ως προς την αναμνημόνευση των νεκρών, τη λήθη και τον θάνατο, αλλά και την ισχύ της ηθικής και πολιτικής πράξης (κεφ. 5: «Στα άκρα της απόφασης. Αφηγήσεις αυτοθυσίας και το πολιτικό πρόταγμα της σύγχρονης σκηνής»).

Η συνεχής αμφίδρομη κίνηση του συγγραφέα από το κείμενο στη σκηνή, από το ελληνικό θεατρικό παράδειγμα στο παγκόσμιο, από την παλαιότερη θεατρική παραγωγή στην εντελώς σύγχρονη γίνεται με στέρεα (ερμηνευτικά) και τεκμηριωμένα (βιβλιογραφικά) βήματα που επιτρέπει η αφομοιωμένη γνώση και η μεθοδική συνθετική χρήση της ιστορίας, της θεωρίας, της κριτικής και της φιλοσοφίας του θεάτρου. Μέσα από έναν διαλεκτικά δομημένο λόγο, του οποίου η  γλωσσική και υφολογική πυκνότητα συμβαδίζει με τη νοηματική σαφήνεια και την εκφραστική εντέλεια, ο αναγνώστης καλείται να παρακολουθήσει μια δελεαστική και, ταυτόχρονα, απαιτητική αναστοχαστική αναζήτηση μέσα στη θεατρική και κοσμική σκηνή. Απαραίτητο εφόδιό του, η «δημιουργική φαντασία», αυτό το σημείο καμπής της εννοιολογικής σκέψης, κατά τον Paul Ricoeur, που θα τον οδηγήσει και θα του χαρίσει το «επί πλέον σκέπτεσθαι» (penser plus)[5], που «χορηγείται από τη φαντασία στη σκέψη και στην ερμηνεία των πραγμάτων» και που «ανήκει τόσο στη φιλοσοφία όσο και στο θέατρο» (σ. 309-310). Με το τελευταίο έργο του Γ. Π. Πεφάνη ‘ορίζεται’ και εδραιώνεται ο συνδυαστικός τρόπος προσέγγισης του μελετητή στη σκηνή της φιλοσοφίας και στη φιλοσοφία της σκηνής και αφετέρου δημιουργείται και προτείνεται μια θεατρολογική «σχολή», υψηλών αναλυτικών απαιτήσεων αλλά και υψηλών διανοητικών απολαύσεων.

info: Γιώργος Π. Πεφάνης, Θιασώτες και φιλόσοφοι. Σκιαγράφηση μιας θεατροφιλοσοφίας, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 2016, 381 σελ.

(*) H  Καίτη Διαμαντάκου είναι επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών
Ε.Κ.Π.Α

[1] Γ. Π. Πεφάνης, Σκηνές της Θεωρίας. Ανοιχτά πεδία στη θεωρία και την κριτική του θεάτρου, Παπαζήσης, Αθήνα, 2007, σσ. 404 κ.εξ.

[2] Γ. Π. Πεφάνης, Το Θεατρικό. Σκιαγράφηση μιας φαινομενολογικής θεατρολογίας, Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα, 1991.

[3] Β. ΄Πούχνερ, Σημειολογία του θεάτρου, Εκδ. Παϊρίδη, Αθήνα, 1985.

[4] Πεφάνης, Το Θεατρικό, ό.π., σ. 23.

[5] Paul Ricoeur, Η ζωντανή μεταφορά (μτφ. Κωστής Παπαγιώργης), Κριτική, Αθήνα, 1998, σσ. 574-575

Προηγούμενο άρθροΔώρο ασημένιο ποίημα (του Αντώνη Καρτσάκη)
Επόμενο άρθροΜια λογοτεχνία εν κινήσει, αλλά με ποιαν ακριβώς έννοια; (του Β. Χατζηβασιλείου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ