Μαρίζα Ντεκάστρο.
Όταν διάβασα την Υπόθεση Laurus, Tα κατορθώματα της Ρόζας Δελλατόλα (εκδ. Διόπτρα), το πρώτο παιδικό μυθιστόρημα της Λώρης Κέζα, ευχαριστήθηκα με τη μαεστρία που ξέπλεκε τον γρίφο των υπόγειων ρευμάτων που ταλαιπωρούσαν μια μικρή κοινωνία (της Τήνου), τις διαμάχες μεταξύ ορθόδοξων και καθολικών, ντόπιων και ξένων, διαπλεκόμενων δημοτικών αρχόντων, εργολάβων… υπερβαίνοντας την απλή αστυνομική πλοκή της ιστορίας της.
Το γεγονός ότι η Λώρη Κέζα έχει εμπειρία στο γράψιμο, καθότι χρόνια δημοσιογράφος, δεν αρκεί για να αφηγηθεί μια διασκεδαστική και πολύ ζουμερή ιστορία για παιδιά. Χρειάζεται να πλάσει χαρακτήρες όχι προσχηματικούς και μονοσήμαντους, αλλά που να αμφιταλαντεύονται, να σκέφτονται και έτσι να δικαιολογείται η στάση/δράση τους.
Πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος είναι μια γιαγιά. Τη βλέπουμε στο εξώφυλλο της Κέλλυς Ματαθία-Κόβο- η γιαγιά καβάλα στη μοτοσικλέτα της- και πιάνουμε το μήνυμα: είναι μια γιαγιά, κάπως παλαβιάρα, που φαίνεται να διατηρεί τη φόρα της στη ζωή. Είναι ένα πορτρέτο που συμπυκνώνει το λογοτεχνικό χαρακτήρα και σε προκαλεί να διαβάσεις το βιβλίο. Απλό; Όχι και τόσο αν σκεφτούμε τα δεκάδες φλύαρα εξώφυλλα που στριμώχνουν αγωνιωδώς όσες περισσότερες πληροφορίες μπορούν για το περιεχόμενο!
Η ιστορία αποτελείται από πολλά και διάφορα περιστατικά, αστεία, εξωφρενικά, σοβαρά, παράξενα, που συμβαίνουν τις 10 μέρες που περνούν στο σπίτι της γιαγιάς τους δυο κοριτσάκια, η Καρολίνα και η Βιργινία.
Οι γονείς των κοριτσιών ανατριχιάζουν στην ιδέα ότι οι κόρες τους θα μείνουν μαζί της, επειδή η γιαγιά είναι έξω από τη νόρμα. Δεν είναι καθωσπρέπει, ντύνεται παράξενα, έχει αλλοπρόσαλλες παρέες και μιλάει πολύ για ζητήματα και ιδέες που δεν είναι για παιδιά. Κατά την άποψή της τα αφορούν μακροπρόθεσμα γιατί χτίζουν σιγά –σιγά την μελλοντική κοινωνική τους στάση. Δεν μασάει λοιπόν τα λόγια της όταν αναφέρεται στην αποικιοκρατία, όταν κρίνει τη στάση των Αμερικανών συμπατριωτών της προς τους Ινδιάνους, όταν μεταφέρει την εικόνα μιας Ευρώπης ανοιχτής σε περιπλανήσεις με οτοστόπ και μοτοσικλέτες, που επιτρέπει τον έρωτα, τις νέες ιδέες, τις ιδιαιτερότητες.
Έχουμε μια γιαγιά νέου τύπου που δεν αφηγείται παραμύθια αλλά το καταστάλαγμα μιας ζωής πλούσιας που συνεχίζεται σε προχωρημένη ηλικία.
Στα μάτια των συντηρητικών παιδιών της δεν ταιριάζει σ’ αυτό που ξέρουμε ότι είναι οι γιαγιάδες. Είναι μια γιαγιά πρώην χίπισσα, πολύ ρομαντική κατά βάθος, που την καθόρισαν οι εμπειρίες από το μακρινό 1968, τότε που πιστεύαμε ότι ο κόσμος πήγαινε μπροστά!
Κάθε κεφάλαιο και μια έκπληξη, γιατί τι άλλο από έκπληξη είναι ο χορός της κοιλιάς τριών ηλικιωμένων φιλενάδων ή η εκμάθηση των αραβικών στην ηλικία της; Και ο έρωτας…
Θέματα που φαίνονται ασύνδετα, από τη χορτοφαγία μέχρι το εμπόριο του ελεφαντόδοντου, μοιράζονται στα κεφάλαια, αναφέρονται άλλοτε ακροθιγώς κι άλλοτε σε περισσότερο βάθος, αλλά πάντοτε καταλήγουν σε συναρπαστικό παιχνίδι. Στήνοντας, για παράδειγμα, μια ινδιάνικη σκηνή στο κήπο για να περάσουν τη νύχτα γιαγιά κι εγγονές, συζητιέται το ζήτημα των Ινδιάνων στη σημερινή Αμερική. Ή όταν τα κορίτσια καβαλούν τη χαλασμένη πλέον μοτοσικλέτα και ταξιδεύουν με το μυαλό τους από τη Γαλλία στην Ισπανία διασχίζοντας τα Πυρηναία, στην ασφαλή ήπειρό μας στην εποχή της γιαγιάς τους.
Είναι θέματα που ούτως ή άλλως έχουν ενδιαφέρον για τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζονται στα παιδιά, και τολμώ να πω πως η αφήγηση της Κεζα μου θύμισε αρκετά τον Ψεύτη παππού της Άλκης Ζέη. Ο ψεύτης παππούς μοιάζει ως χαρακτήρας αρκετά με αυτή τη γιαγιά, σαν η αφετηρία των προβληματισμών τους να πηγάζει από την πολιτική με την ευρεία έννοια και τον αναβρασμό του ’68.
Από τις διηγήσεις της γιαγιάς παίρνουμε ανάκατα μια ιδέα για εποχές κοντινές στους σημερινούς εξηντάρηδες και εβδομηντάρηδες, αρχαίες για τα παιδιά μας, με τα καλά τους και τα κακά τους, όπως τις έζησε και τις σκέφτεται η γιαγιά. Η συγγραφέας ρίχνει σπόρους και μιλάει για όλα αυτά χωρίς πολλά διδακτικά λόγια. Απλά δίνει άλλη διάσταση στα παλιά, τα κοιτάζει από διαφορετική οπτική γωνία γεμάτη με πολύ συναισθηματισμό. Γιατί πώς να δικαιολογήσουμε την αντίδρασή της όταν γίνεται συζήτηση για τους Βέλγους αποικιοκράτες και πώς αντιμετώπιζαν τους αυτόχθονες Κογκολέζους; Ο άντρας της ήταν ένας απ’ αυτούς; Όχι, βέβαια, αδύνατον ο δικός της άνθρωπος!
Η φυσικότητα της αφήγησης, που στηρίζεται στο συναίσθημα και στη σχέση που έχουν τα κορίτσια με την γιαγιά τους, επιτρέπει την παρουσίαση κάθε περίπλοκου θέματος. Οι αφηγήσεις της γιαγιάς ερεθίζουν το μυαλό, δίνουν νόημα στην ολιγοήμερη αποκοπή από την αστική οικογενειακή ζωή και ανοίγουν τον ορίζοντα των ηρωίδων, βοηθώντας και τους αναγνώστες να σκεφτούν, να ρωτήσουν, να αποκτήσουν τις δικές τους αξίες.
Και τι γίνεται με εκείνα τα υποχρεωτικά, όπως οι σχέσεις μεταξύ αδελφών, γονιών, ο καθημερινός κάματος, η τρίτη ηλικία, τα πρέπει και τα μη, η ορθή συμπεριφορά, κ.ά., που πλημμυρίζουν τα βιβλία για παιδιά; Υπάρχουν κι αυτά για να ανατραπούν και να αντικατασταθούν. ‘Απαγορεύεται το απαγορεύεται’ το σύνθημα της γιαγιάς, χωρίς να σημαίνει αναρχία, ενήλικο ετσιθελισμό, καταπίεση.
Ο τρόπος που βλέπουν τα ελληνικά βιβλία για παιδιά τους ηλικιωμένους σιγά- σιγά αλλάζει. Χωρίς να έχει εκλείψει η κλασική και λογοτεχνική τους εικόνα (αφιερωμένοι και τρυφεροί φύλακες των εγγονιών, άγγελοι προσφοράς, βοηθοί στην οικογενειακή καθημερινότητα), οι ηλικιωμένοι προσεγγίζονται πλέον σαν ολοκληρωμένες προσωπικότητες, εντός της ζωής και όχι στο περιθώριο, παρόλες τις ιδιαιτερότητες ηλικίας τους. Είναι άτομα δραστήρια όπως στο μυθιστόρημα της Λώρης Κέζα, έχουν δικαιώματα (Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Μεγαλώνοντας τη γιαγιά, εκδ. Παιδική Νομική Βιβλιοθήκη), αγαπούν τη ζωή (Χρήστος Μπουλώτης, Τα γενέθλια της γιαγιάς, εκδ. Σύγχρονοι Ορίζοντες, Χαρά Μαραντίδου, Εγώ+Εσύ, η τέχνη του να είσαι γιαγιά, εκδ. Πάπυρος).
INFO
Λώρη Κέζα, 10 μέρες στην τρελογιαγιά, Εκδ. Μεταίχμιο, 2016