Του Λευτέρη Καλοσπύρου.
Τα μεταπολεμικά ελληνικά μυθιστορήματα που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με την τεχνολογία και τις επιπτώσεις της στη ζωή του νεοέλληνα, μπορούν να μετρηθούν στα δάχτυλα του ενός χεριού. Το Φράγμα του Σπύρου Πλασκοβίτη, η Βιοτεχνία υαλικών του Μένη Κουμανταρέα, και το Διπλό βιβλίο του Δημήτρη Χατζή είναι τα μόνα σημαντικά σύγχρονα ελληνικά μυθιστορήματα που μπορεί κανείς να ανακαλέσει στη μνήμη του χωρίς κίνδυνο να ρεζιλευτεί σε μια συζήτηση με θέμα την παρουσία της τεχνολογίας στη νεοελληνική λογοτεχνία, εφόσον κατά τη διάρκειά της βρεθεί στη δύσκολη θέση να κάνει το δικηγόρο του διαβόλου υπέρ τριών βιβλίων που γνωρίζει εκ των προτέρων ότι στο τελικό ισοζύγιο δεν συνιστούν τίποτα περισσότερο από απλές εξαιρέσεις στον κανόνα της μεταπολεμικής πεζογραφίας μας. Η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία δεν ενδιαφέρθηκε για την τεχνολογία διότι η ίδια η ελληνική κοινωνία δεν ενδιαφέρθηκε γι’ αυτή, διότι η ίδια η χώρα υπήρξε τεχνολογικά υποανάπτυκτη, αλλά και διότι το ενδιαφέρον των Ελλήνων συγγραφέων (όταν δεν διοχετεύτηκε σε κυνικούς σολιψισμούς μεταμφιεσμένους σε «αγωνιώδεις υπαρξιακές αναζητήσεις») το μονοπώλησε η Ιστορία σε όλες τις δυνατές εκφάνσεις της: η Ιστορία, επίσημη, αναθεωρητική, μαρξιστική κτλ, η Ιστορία δεμένη χειροπόδαρα από την πολιτική και την ιδεολογία, η Ιστορία στριμωγμένη ανάμεσα στις συμπληγάδες της Ιστορίας της Ιστορίας και της Φιλοσοφίας της Ιστορίας, η Ιστορία ως συμπλέκτης και φρένο του παρόντος, η Ιστορία ως μπαμπούλας, ως προβοκάτορας, ως πηγή και θεράποντας κάθε καλού και κακού που συνέβη μέσα κι έξω από τη χώρα στον εικοστό αιώνα. Ακόμη κι αν είχε τη διάθεση, ο μεταπολεμικός Έλληνας συγγραφέας δεν είχε το χρόνο να ασχοληθεί με την τεχνολογία. Η τεχνολογία δεν υπήρξε ποτέ γι’ αυτόν ζήτημα ζωής ή θανάτου. Στα προαναφερθέντα βιβλία η τεχνολογία διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής και την ανάπτυξη των ηρώων και συντελεί στην εξύφανση πρωτότυπων προβληματισμών με οικονομική επένδυση και κοινωνικοπολιτική γόμωση που παρεκκλίνουν από τα κοινά πολυσυζητημένα θέματα γύρω από τα οποία αναλώθηκαν, παρασυρμένα από κεντρομόλες ή φυγόκεντρες δυνάμεις, τα περισσότερα, σημαντικά και λιγότερο σημαντικά, νεοελληνικά μυθιστορήματα ως τις μέρες μας.
Ειδικότερα το Διπλό βιβλίο του Δημήτρη Χατζή που, όπως έγραψε ο Lukas Marchelli, είναι «ένα βιβλίο παραπάνω από διπλό – ή τέλος πάντων είναι ένα διπλό βιβλίο με ποικίλες έννοιες, στο οποίο πλέκονται παρελθόν και παρόν της Ελλάδας»[1], είναι συνάμα ένα μυθιστόρημα το οποίο, ξέχωρα από το πρωτοποριακό για την εποχή θέμα του, καταφέρνει να είναι καινοτόμο και από υφολογική άποψη, ισορροπώντας στο μέσο της απόστασης που χωρίζει το λογοτεχνικό μεταμοντερνισμό – νοούμενος εδώ ως η ύστερη φάση του λογοτεχνικού κινήματος του μοντερνισμού – από το είδος εκείνο του ρεαλισμού που έχει αποτινάξει τις ναρκισσιστικές επικλήσεις στην ανόθευτη αντικειμενικότητα που χαρακτηρίζουν όσες αφηγήσεις φλερτάρουν με το νατουραλισμό. Το σημαντικότερο ατού του Διπλού βιβλίου παραμένει ωστόσο το θέμα του, ένα θέμα που όσα χρονικά άλματα κι αν αποπειραθεί να κάνει κάποιος πηδώντας από την εποχή στην οποία αναφέρεται το μυθιστόρημα σε εκείνη στην οποία ζούμε τώρα και τούμπαλιν, θα ανακαλύψει μονάχα ομοιότητες που επικυρώνουν τον χαρακτήρα του επιτακτικά επίκαιρου που κουβαλάει σήμερα το βιβλίο. Με δεδομένη την κρίση που βιώνει η χώρα σε όλα τα επίπεδα, μπορεί, και πρέπει να διαβαστεί υπό το πρίσμα των νέων δεδομένων που έχουν ανατρέψει τον χαρακτήρα μιας κοινωνίας που μέχρι πριν από τρία χρόνια αρνούταν πεισματικά να εκτιμήσει τις διπλές συνέπειες των πιο κρίσιμων επιλογών της.
Το Διπλό βιβλίο είναι λοιπόν ένα από τα πλέον ιδιόμορφα μυθιστορήματα της σύγχρονης νεοελληνικής λογοτεχνίας. Η μινιμαλιστική, ρεαλιστική του πρόσοψη μουτζουρώνεται από την έντονα μοντερνιστική επιθυμία του συγγραφέα να περιγράψει σε βάθος το ρευστό, αμφίσημο χαρακτήρα ενός ήρωα όπως ο νεοέλληνας της δεκαετίας του ’60. Ο νεοέλληνας της εποχής παλαντζάρει ανάμεσα στον παρωχημένο, ετοιμόρροπο αγροτικό κόσμο του παρελθόντος και στον τεχνολογικά υπέρ-εξελιγμένο, καπιταλιστικά οργανωμένο, και μηχανιστικά δομημένο μετά-νεωτερικό κόσμο που του γνέφει από απόσταση φαντάζοντας παράξενος, αφιλόξενος και απόμακρος στα μάτια και στην ψυχοσύνθεσή του, απόρροια της ακυρωμένης σχέσης του με την περίοδο της ευρωπαϊκής νεωτερικότητας, στην οποία είχαν εναποθέσει μάταια τις ελπίδες τους μια μικρή μειοψηφία ηρώων (και μαζί τους ασφαλώς και ο ίδιος ο Χατζής) από Το τέλος της μικρής μας πόλης, το έτερο μεγάλο έργο του γιαννιώτη συγγραφέα. Όσο ρεαλιστική φαντάζει λοιπόν η ιστορία του Κώστα, του πρωταγωνιστή του Διπλού Βιβλίου, ο οποίος αναγκάζεται να εγκαταλείψει την πληκτική, αδιέξοδη δουλειά του σε ένα ξυλάδικο του Βόλου και να κυνηγήσει τις όποιες ελπίδες του έχουν απομείνει για να διεκδικήσει το δικαίωμα σε μια αξιοπρεπή ζωή μεταναστεύοντας στη Γερμανία και πιάνοντας δουλειά στο Αουτέλ, ένα εργοστάσιο στη Στουτγκάρδη που κατασκευάζει φώτα για αυτοκίνητα, άλλο τόσο μεταμοντέρνο είναι το τέχνασμα της εναλλαγής των αφηγηματικών φωνών που επινοεί ο Χατζής, τοποθετώντας ως έτερο πυλώνα της αφήγησης, μετά τον Κώστα, τον ανώνυμο συγγραφέα του έργου, τον ίδιο τον εαυτό του, που άλλοτε συνομιλεί με τον ήρωά του, άλλοτε εξιστορεί τον βίο του για λογαριασμό του. Ο διττός χαρακτήρας του Διπλού Βιβλίου μας αποκαλύπτεται ήδη από μια επιφανειακή δομική ανάλυση του κειμένου, αφού απαρτίζεται από εννιά κεφάλαια τα οποία είναι με τέτοιον τρόπο πλεγμένα μεταξύ τους ώστε θα μπορούσαν να αναγνωστούν και ως αυτόνομα διηγήματα, παρότι στο τέλος η συνολική ανάγνωση του μυθιστορήματος αποκαλύπτει ένα συνεκτικό, μέσα στον κατακερματισμό του, μυθιστορηματικό πλάνο.
Το ξυλάδικο του Βόλου
Ο Κώστας, ο πρωταγωνιστής του Διπλού Βιβλίου, μεγαλώνει στη Σούρπη σε συνθήκες ακραίας φτώχειας. Η δουλειά που βρίσκει σε ένα ξυλάδικο στο Βόλο αποδεικνύεται σωτήρια για εκείνον και για την οικογένειά του – δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τη μέρα που έχασε τη μητέρα του, ενώ και ο πατέρας του φυτοζωεί στο χωριό, χωρίς διάθεση να εργαστεί στο «ραφτάδικο» που διατηρούσε και του οποίου, ούτως ή άλλως, η ψυχή ήταν η γυναίκα του. Η ρουτίνα του Κώστα στο ξυλάδικο του Βόλου περιγράφεται από τον ίδιο στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου. Προηγουμένως, στο εναρκτήριο κεφάλαιο ο Κώστας έχει φροντίσει να αποθαρρύνει τον συγγραφέα περιγράφοντάς του τη γκρίζα ρουτίνα της εργασίας του στο Αουτέλ και της ζωής του στη Στουτγκάρδη, εκτιμώντας ότι ο βίος του δεν περιέχει κανένα δραματικό στοιχείο που να είναι τόσο ενδιαφέρον ώστε να αξίζει να μεταρσιωθεί σε λογοτεχνικό συμβάν. Το πιθανότερο είναι ο Χατζής να προτίμησε τη συγκεκριμένη χρονική διαδοχή στα δυο πρώτα κεφάλαια του βιβλίου του για να τονίσει το χάσμα που χωρίζει τους διαφορετικούς τρόπους παραγωγής στις δυο χώρες, την προ-καπιταλιστική, άτσαλα αναπτυσσόμενη Ελλάδα της εποχής και την στυγνά και στεγνά μηχανοποιημένη, καπιταλιστική, βιομηχανοποιημένη Γερμανία. Ίσως όμως η συγκεκριμένη σειρά να εξυπηρετεί και έναν πρόσθετο σκοπό στο συγγραφικό σχέδιο του Χατζή: αντιστρέφοντας τη χρονική σειρά στην πορεία του Κώστα μέσα από τα δυο πρώτα κεφάλαια, διαβάλλει την παραπλανητική διαδοχή αιτίου και αιτιατού και άρα το απλουστευτικό συμπέρασμα στο οποίο μπορεί να καταλήξει ο αναγνώστης, ότι δηλαδή η ζωή του Κώστα στη Γερμανία ήταν καλύτερη από τη ζωή που έζησε στο Βόλο. Ναι μεν η μετανάστευση του Κώστα ήταν αναπόφευκτη, και ήταν όντως οι ξεγραμμένες ευκαιρίες και το αποπνικτικό αίσθημα ματαιότητας που αισθανόταν στο Βόλο οι βασικές αιτίες που τον ανάγκασαν να μεταναστεύσει στη Στουτγκάρδη, ωστόσο η ζωή του εκεί, όπως θα δούμε παρακάτω, δεν βελτιώθηκε στο βαθμό που προσδοκούσε την ημέρα που εγκατέλειπε τον γενέθλιο τόπο του.
Το ξυλάδικο ήταν μια μεγάλη μάντρα κλεισμένη περιμετρικά με τοίχο και βρισκόταν κάπου στα περίχωρα της πόλης, στο δρόμο που, όπως μας πληροφορεί ο Κώστας, κάποια χρόνια πιο πριν περνούσε ακόμα το τρένο. Τα ξεφτισμένα γράμματα του «Ξυλουργικόν εργοστάσιον» που ανέγραφε η τσίγκινη ταμπέλα που ήταν τοποθετημένη πάνω από την πόρτα της μάντρας, ενίσχυαν την εικόνα μιζέριας, ερασιτεχνισμού και αφροντισιάς που χαρακτήριζαν το περιβάλλον εργασίας στο οποίο ήταν αναγκασμένος να δουλεύει, και το οποίο δεν είχε μεγάλη διαφορά από τις συνθήκες που επικρατούσαν στις μικρές ελληνικές βιοτεχνίες τόσο της συγκεκριμένης εποχής, αλλά και των δεκαετιών που θα ακολουθούσαν.
Οι υπάλληλοι του ξυλάδικου ήταν στην αρχή τέσσερις. Ο αρχιμάστορας ή Μάστορας, όπως τον αναφέρει ο Κώστας καθ’ όλη τη διάρκεια του κεφαλαίου «Το ξυλάδικο του Βόλου», άλλοι δυο μαραγκοί και ο Κώστας. Ο Κώστας δεν διατηρεί άλλες σχέσεις πλην των τυπικά επαγγελματικών με τους άλλους δυο μαραγκούς που εργάζονται στο ξυλάδικο, όμως η σχέση του με το αφεντικό του είναι στενή, αφού εκείνος φαίνεται να τον αντιμετωπίζει ως προστατευόμενό του, ως τον παραγιό του, ειδικά μετά την επιστροφή του Κώστα στο ξυλάδικο, έπειτα από την εκπλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων και την επαναπρόσληψή του στην επιχείρηση. Στη διάρκεια της πρώτης θητείας του Κώστα στο ξυλάδικο μαθαίνουμε ότι η μικρή βιοτεχνία κατασκευάζει κυρίως καφάσια, όμως κάπου, κάπου, ανάλογα με τις παραγγελίες, κατασκευάζει και μεγαλύτερα κασόνια, τάβλες, κιβώτια ακόμη και φέρετρα. Ο Κώστας δουλεύει την πριονοκορδέλα με επιτυχία κι έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη του αφεντικού του.
Όταν ο Κώστας επιστρέφει στο ξυλάδικο έχοντας εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, το σκηνικό που αντικρίζει είναι διαφορετικό από εκείνο που γνώριζε. Η μικρή βιοτεχνία έχει μετατραπεί πλέον σε επιχείρηση εμπορίας ξυλείας, με την ταμπέλα «Ξυλεία Σουηδίας» να έχει αντικαταστήσει την ταμπέλα «Ξυλουργικόν εργοστάσιον», που πλέον έχει τοποθετηθεί πάνω από μια καινούρια πόρτα που έχει ανοίξει ο Μάστορας στο πίσω μέρος της μάντρας, εκεί όπου οι δυο μαραγκοί εξακολουθούν να κατασκευάζουν καφάσια όπως πάντα. Αντίθετα όμως με το πίσω μέρος, στο «μπροστινό της το μέρος, είχαν αγοράσει καινούργια ξυλεία, κάπου δέκα κυβικά, μαδέρια, δοκάρια, σανίδια διάφορα και την είχαν ακουμπισμένη στον τοίχο από δω κι από εκεί καθώς έμπαινες.» (Το διπλό βιβλίο, 33) Όμως αυτές δεν είναι οι μόνες αλλαγές που έχουν συμβεί, καθώς πλέον το εργατικό δυναμικό του ξυλάδικου έχει αυξηθεί, αφού για τις ανάγκες της νεοσύστατης επιχείρησης εμπορίας ξυλείας ο Μάστορας έχει προσλάβει δυο εργάτες που αποδεικνύονται συγγενείς του, και με τους οποίους ο Κώστας επίσης δεν θα έχει ιδιαίτερες επαφές πέρα από τις αυστηρά επαγγελματικές. Κανονικά, ο Κώστας θα έπρεπε να δουλεύει μαζί με τους άλλους δυο μαραγκούς στο «μαραγκούδικο» στο πίσω μέρος της μάντρας, όμως ο Μάστορας του λέει πως τον χρειάζεται μπροστά, στη νέα πτέρυγα της επιχείρησής του, για να δουλεύει όπως πάντα την πριονοκορδέλα του, αναθέτοντάς του όμως τώρα νέα καθήκοντα.
Το επιχειρηματικό σχέδιο του Μάστορα ήταν απλό και πονηρό στη σύλληψη και στην εκτέλεσή του. Ο Μάστορας είχε νοικιάσει ένα γιαπί όπου πλήρωνε κάποιους να συγκεντρώνουν εκεί τα υλικά από τα παλιά σπίτια του Βόλου που γκρεμίζονταν για να δώσουν τη θέση τους στα καινούρια, αφού πλέον δεν ήταν λίγοι οι κάτοικοι της περιοχής που είχαν δει τα κέρδη τους να πολλαπλασιάζονται απότομα στις αρχές της δεκαετίας του ‘60 και οι οποίοι θέλησαν άμεσα να επενδύσουν τα χρήματά τους σε ακίνητα και γενικότερα στην αναβάθμιση της ποιότητας ζωής τους (μια σαφέστατη μομφή του Χατζή για τη βεβιασμένη, σπασμωδική, επιπόλαιη αστικοποίηση των επαρχιακών κέντρων στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες). Τα υλικά των γκρεμισμένων οικημάτων που δεν είχε ανάγκη τα έδινε σε γύφτους για να τα πουλήσουν, ενώ την ξυλεία από τα ξηλωμένα πατώματα και τα μεταχειρισμένα έπιπλα την μετέφεραν στο ξυλάδικο προκειμένου να υποστεί επεξεργασία και να μεταπωληθεί ως καινούρια. Ο Μάστορας αποθησαύριζε μεταχειρισμένη ξυλεία από τα χαλάσματα των σπιτιών που γκρεμίζονταν διαρκώς και ο Κώστας με τη θαυματουργή πριονοκορδέλα του την έκανε να μοιάζει καινούργια. Το ακριβοθώρητο καινούργιο δεν ήταν τίποτα περισσότερο από το πλανισμένο πολυχρησιμοποιημένο παλιό. Το παρελθόν δεν είχε σημασία από τη στιγμή που το παρόν λαμποκοπούσε, από τη στιγμή που η νεόκοπη αισθητική υποκαθιστούσε τις αξίες του παρελθόντος. Από τη στιγμή που όλοι μπορούσαν να βγάλουν κέρδος από την εφαρμογή μιας τέτοιας ιδέας:
«Κανένας εργολάβος της προκοπής δε μπορούσε βέβαια να γελαστεί μ’ αυτήν την καινούργια ξυλεία – ούτε μάστορας. Τ’ αφεντικό μας γυρνούσε όλη μέρα στα περίχωρα και μέσα στο Βόλο, τους έβρισκε, κεράσματα, τραπεζώματα, – τα κάναν πλακάκια, να την πασάρουν όπου μπορούσαν – τα μισά καινούργια, τα μισά παλιά – και μοιράζονταν το κέρδος.» (ΤΔΒ, 36)
Ποια είναι λοιπόν τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της εργασίας στο ξυλάδικο και, κατ’ επέκταση, σε μια μικρή, αλλά κερδοφόρα, ελληνική βιοτεχνία στα τέλη της δεκαετίας του ’60, αρχές της δεκαετίας του ’70; Η πλήρης έλλειψη οργάνωσης της εργασίας, η απουσία σχεδιασμού, καταμερισμού της εργασίας, η ρευστότητα και η αστάθεια των συνθηκών εργασίας που αποτυπώνονται ανάγλυφα στην αδυναμία εφαρμογής ενός υποτυπώδους εργασιακού ωραρίου. Οι εργάτες της επιχείρησης εμπορίας ξυλείας του Μάστορα βρισκόντουσαν σε κατάσταση αναμονής από το πρωί ως το βράδυ κι ανάλογα με τις συμφωνίες που πετύχαινε το αφεντικό με τους μεσάζοντες ή τους εργολάβους, ορίζονταν και οι εργασίες της ημέρας, ενώ το ωράριο δεν ήταν απλώς ελαστικό, αλλά διαμορφωνόταν ανάλογα με το χρονικό σημείο επίτευξης μιας συμφωνίας μέσα στη μέρα και διαρκούσε όσο χρειαζόταν μέχρις ότου η δουλειά να έρθει σε πέρας. Ο ρυθμός παραγωγής ήταν ακανόνιστος, ευμετάβλητος, τα υποτυπώδη μέσα παραγωγής παρέμεναν ίδια – στην περίπτωση του Κώστα ήταν ένα και το αυτό, η πριονοκορδέλα του, που προσαρμοζόταν στις ανάγκες της επιχείρησης: πρώτα, όσο η επιχείρηση ήταν ένα απλό «μαραγκούδικο», η πριονοκορδέλα βοηθούσε στο κόψιμο των ξύλων ανάλογα με τα μέτρα για την κατασκευή των καφασιών, έπειτα, όταν το «Ξυλουργικόν εργοστάσιον» έγινε «Ξυλεία Σουηδίας», στον καθαρισμό των μεταχειρισμένων ξύλων ώστε να μοιάζουν σαν καινούρια. Παρ’ όλη την ανοργανωσιά και τη ραθυμία που χαρακτηρίζουν την εργασία στο ξυλάδικο, είναι σημαντικό πάντως να επισημάνουμε ότι εκείνος που συντονίζει τις εργασίες στη μικρή βιοτεχνία εξακολουθεί να είναι ο άνθρωπος, και όχι κάποιο αυτοματοποιημένο σχέδιο παραγωγής που θυμίζει αλγοριθμική διάταξη, όπως εκείνο στους μεταλλικούς βραχίονες του οποίου θα εγκλωβιστεί ο Κώστας ευθύς μόλις πιάσει δουλειά στο Αουτέλ.
Όπως προαναφέρθηκε, ο Χατζής δεν τοποθετεί τυχαία το συγκεκριμένο κεφάλαιο μετά το «Αουτέλ-Άουτο Ελέκτρικα». Μπορεί όντως οι συνθήκες εργασίας στο Αουτέλ να αποδεικνύονται ασφυκτικές και απάνθρωπες, ωστόσο και το περιβάλλον που εγκατέλειψε ο Κώστας δεν ήταν λιγότερο πνιγηρό αν ληφθούν υπόψη οι μηδαμινές δυνατότητες ατομικής πρωτοβουλίας ή προσωπικής εξέλιξης που προσέφερε καθώς και οι αξίες που προσκυνούσε. Το εύκολο κέρδος, τα αφεντικά-μικροκομπιναδόροι, τα πεπερασμένα όρια της εργατικής παραγωγής, επομένως και το πεπερασμένο όριο κέρδους μιας μικρής επιχείρησης, και μάλιστα στους κόλπους μιας κοινωνίας που την ίδια στιγμή που πάσχιζε να εξελιχθεί ενσωματώνοντας τους πιο εύθραυστους και αδύναμους μηχανισμούς του καπιταλισμού, ταυτόχρονα διατηρούσε στους κόλπους της τις πλέον αναχρονιστικές δομές των κοινωνιών που διαδέχθηκε, δεν άφηνε άλλη επιλογή στον Κώστα και στον κάθε Κώστα από εκείνη της μετανάστευσης. Ο Χατζής δεν διακατέχεται από αισθήματα νοσταλγίας για την αγροτική Ελλάδα, και η αντίστιξη του μελαγχολικού σκηνικού παρακμής στο ξυλάδικο με το ψυχρό, αυτοματοποιημένο, καταπιεστικό εργασιακό περιβάλλον που αντικρίζει ο Κώστας στο εργοστάσιο στη Στουτγκάρδη, δεν αρκεί για να μετριάσει τον ηθικά διεφθαρμένο χαρακτήρα της παραγωγικής διαδικασίας στα ελληνικά αστικά κέντρα και στην ύπαιθρο.
Το εργοστάσιο Αουτέλ στη Στουτγκάρδη
Το Αουτέλ είναι ένας σταθμός παραγωγής εγκατεστημένος στη Στουτγκάρδη, μια από τις πλέον εκβιομηχανισμένες πόλεις του Γερμανικού Νότου, όπου σήμερα εδρεύουν αυτοκινητοβιομηχανίες-κολοσσοί όπως η Porsche και η Daimler – Chrysler, κι εταιρείες υψηλής τεχνολογίας και υπολογιστών – το 2006, μόνο η πόλη προσέφερε 440.000 θέσεις εργασίας και οι γύρω περιοχές 1,3 εκατομμύρια. Όπως λέει ο Κώστας, το εργοστάσιο κατασκευάζει όλα τα φώτα ενός αυτοκινήτου, τα μεγάλα και τα μικρά, τα πίσω και τα μπροστινά, όπως επίσης κατασκευάζει και «το σύστημα, τους πίνακες και τους δείχτες που ‘ναι στο ταμπλό, τους διακόπτες που βρίσκονται στο τιμόνι, τα σύρματα, τις συνδέσεις τους, την αυτόματη σηματοδότηση πίσω στα κόκκινα φώτα των φρένων, όλο δηλαδή το μηχανισμό τους.» (ΤΔΒ, 9)
Ακολουθεί ένα πρόχειρο σκαρίφημα του εργοστασίου:
– Στο ισόγειο του εργοστασίου βρίσκονται τα περισσότερα μηχανήματα κατασκευής των ανταλλακτικών.
– Στο δεύτερο και στον τρίτο όροφο υπάρχουν επίσης μηχανήματα.
– Στον τέταρτο όροφο του εργοστασίου γίνεται το πακετάρισμα των προϊόντων που κατασκευάζονται στους τρεις πρώτους ορόφους. Ο όροφος αυτός είναι χωρισμένος σε δυο μεγάλες σάλες, όπου τα προϊόντα πακετάρονται σε χαρτονένια κουτιά «με τη φίρμα, τις οδηγίες και τις ρεκλάμες που ‘ναι γραμμένες σε κάθε κουτί». (ΤΔΒ,10)
– Οι τέσσερις πρώτοι όροφοι επικοινωνούν μεταξύ τους μέσω ενός ασανσέρ.
– Στον πέμπτο και στον έκτο όροφο βρίσκονται τα διοικητικά γραφεία, η διεύθυνση του εργοστασίου, ή ο «εγκέφαλος» του οικοδομήματος όπως τον χαρακτηρίζει ο Κώστας. Για να μεταφερθεί κανείς στους δυο αυτούς ορόφους δεν χρησιμοποιεί το μονό ασανσέρ που ανεβοκατεβαίνει από τον πρώτο έως τον τέταρτο όροφο, αλλά το διπλό ασανσέρ, που βρίσκεται στην είσοδο του κτιρίου του εργοστασίου.
– Το προσωπικό εισέρχεται στο εργοστάσιο κι εξέρχεται από αυτό από την είσοδο της αυλής, στην πίσω μεριά του εργοστασίου, που βρίσκεται πάνω ακριβώς στο σιδηροδρομικό σταθμό.
Ο χώρος εργασίας του Κώστα είναι μια αίθουσα του τετάρτου ορόφου, σαφώς μικρότερων διαστάσεων από εκείνες που έχουν οι δυο μεγάλες σάλες στις οποίες γίνεται το πακετάρισμα των προϊόντων. Το τμήμα στο οποίο εργάζεται ο Κώστας είναι η διεκπεραίωση, η «Σπεντισιόν». Η δουλειά του Κώστα και των υπόλοιπων συναδέλφων του – οκτώ αντρών μαζί με εκείνον και δεκατεσσάρων γυναικών – είναι να «στέλνουμε τις λάμπες εκεί που πρέπει να πάνε.» (ΤΔΒ,14) Το τμήμα της Σπεντισιόν έχει έναν προϊστάμενο, ονόματι Μύλλερ, το γραφείο του οποίου είναι διαχωρισμένο από το υπόλοιπο με τζαμαρία. Στο γραφείο αυτό, εκτός από τον Μύλλερ εργάζονται ακόμα μια υπάλληλος γραφείου καθώς και ένας διοικητικός υπάλληλος, ο οποίος εκτελεί χρέη δεύτερου προϊσταμένου και, όπως υποψιάζεται ο Κώστας, αποτελεί τον σύνδεσμο του τμήματος με τον «εγκέφαλο» του εργοστασίου στον έκτο όροφο.
Τα τμήματα του τέταρτου ορόφου είναι δύο. Στο ένα τμήμα τοποθετούνται σε πακέτα οι σπασμένες ή ελαττωματικές λάμπες, τα οποία κατόπιν μεταφέρονται στο εμπορικό τμήμα του Αουτέλ που βρίσκεται στην οδό Μύλλερ. Στο άλλο τμήμα οι εργαζόμενοι είναι επιφορτισμένοι με το καθήκον να πακετάρουν τα φώτα για κάθε αυτοκίνητο, να πακετάρουν δηλαδή τις παραγγελίες που έχουν κάνει τα άλλα εργοστάσια, γεμίζοντας τα πακέτα με ροκανίδι ή πλαστικό προκειμένου να αποφευχθούν μικροζημιές κατά τη μεταφορά του εμπορεύματος. Ακολούθως, οι μαραγκοί σφραγίζουν τα κιβώτια και κάποιες εργάτριες κολλάνε σε κάθε κουτί την ετικέτα με το λογότυπο της εταιρείας. Η δουλειά του Κώστα στο συγκεκριμένο τμήμα είναι εκείνη του χαμάλη. Ο Κώστας εργάζεται στο πρώτο τμήμα, που ασχολείται με τα πακέτα που περιέχουν τις χαλασμένες λάμπες. Φορτώνει τα κιβώτια με τα ελαττωματικά υλικά σ’ ένα καροτσάκι με λαστιχένιες ρόδες και τα μεταφέρει από τον τέταρτο όροφο και τη Σπεντισιόν στην αυλή του εργοστασίου, όπου κάποιος άλλος χαμάλης ή κάποιο φορτηγάκι θα μεταφέρει τα κιβώτια στο εμπορικό τμήμα, ή «κατάστημα» του Αουτέλ στην οδό Μύλλερ. Μαζί με τα κιβώτια ο Κώστας πρέπει να έχει μαζί του και τα απαραίτητα έγγραφα για τη μεταφορά: ένα διπλότυπο, στο οποίο αναγράφονται ο αριθμός των κιβωτίων, το μέγεθος και το περιεχόμενό τους, και το οποίο πρέπει να παραδώσει στον υπεύθυνο στην αυλή, καθώς και μια μικρή απόδειξη, την οποία κρατάει εκείνος για το τμήμα του, στην οποία αναγράφονται ο αριθμός του διπλότυπου, τα χρήματα και η ώρα παράδοσης.
Ο χρόνος του δρομολογίου που εκτελεί καθημερινά ο Κώστας από τον τέταρτο όροφο στην αυλή (φορτωμένος) και πάλι πίσω από την αυλή στο εργοστάσιο (δίχως φορτίο) είναι δύο λεπτά και σαράντα τρία δευτερόλεπτα. Ο Κώστας εκτελεί το δρομολόγιο γύρω στις 30 φορές κάθε μέρα, κουβαλώντας δέκα κιβώτια σε κάθε δρομολόγιο. Επομένως, ο Κώστας μεταφέρει με το καροτσάκι του τριακόσια κιβώτια κάθε μέρα. Πρόκειται για το μισό της ημερήσιας παραγωγής του Αουτέλ, αφού κάπου στα τριακόσια κιβώτια την ημέρα κουβαλάει και ο Τούρκος συνάδελφός του που εργάζεται στο όμορο τμήμα αναλαμβάνοντας το πακετάρισμα των κιβωτίων με τα καλά υλικά. Σύνολο ημερήσιας παραγωγής, πάντα σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Κώστα: 600 κιβώτια.
Ξέχωρα από το δρομολόγιο που εκτελεί καθημερινά ο Κώστας από τον τέταρτο όροφο του εργοστασίου έως την αυλή, δυο φορές το μήνα είναι υποχρεωμένος να ανεβαίνει στον πέμπτο όροφο του εργοστασίου, προκειμένου να μεταφέρει τις αποδείξεις παραλαβής του δεκαπενθήμερου που του δίνει ο Μύλλερ και να τις παραδώσει στην ξανθιά υπάλληλο η οποία βάζει υπογραφές και κρατάει τις αποδείξεις. Το δωμάτιο αυτό είναι ευρύχωρο, με δώδεκα γραφεία εξοπλισμένα με τηλέφωνα, γραφομηχανές και τέλεξ. Τα γραφεία των εργαζομένων χωρίζονται επίσης με γυάλινα διαχωριστικά και η μόνη διαφορά ανάμεσα στο συγκεκριμένο τμήμα και στο τμήμα στο οποίο εργάζεται ο Κώστας είναι οι θόρυβοι από τα κουδουνίσματα των τηλεφώνων και τα χτυπήματα στα πλήκτρα των γραφομηχανών, που σπάνε την εργασιακή μονοτονία.
Η γραμμή παραγωγής του ΑΟΥΤΕΛ είναι απόλυτα αυτοματοποιημένη και διαιρεμένη σε τμήματα, επιβάλλοντας σε κάθε εργάτη συγκεκριμένες εργασίες και κινήσεις απόλυτα ελεγχόμενες, προκαθορισμένες και μετρήσιμες, που πραγματοποιούνται σε δεδομένους χώρους και υπάγονται σε αυστηρά χρονομετρημένα δρομολόγια στην περίπτωση που η εργασία έχει να κάνει με μεταφορά υλικών ή εμπορευμάτων. Ο Κώστας και οι συνάδελφοί του, μια ομάδα Γερμανών εργατών και μεταναστών από τον Ευρωπαϊκό Νότο, εκτελούν τις κινήσεις τους μηχανικά, χωρίς να προβάλλουν αντίσταση στις πιέσεις της αόρατης εξουσίας που επιβάλλονται σε κάθε τμήμα του εργοστασίου. Οι πιέσεις αυτές δεν εφαρμόζονται μέσω του εκάστοτε προϊστάμενου ή τομεάρχη αλλά διοχετεύονται μέσα από το συμπαγές κράμα εντολών, συστάσεων και απαγορεύσεων που κατά κάποιο τρόπο μοιάζει να έχει αυτονομηθεί από την ανθρώπινη βούληση και να έχει επιβάλλει τους δικούς του νόμους, στους οποίους είναι υποχρεωμένος να υπακούει κάθε χαμάλης, εξειδικευμένος εργάτης ή ανώτερος διοικητικός υπάλληλος. Η αφόρητη μονοτονία και περιοδικότητα της αυτοματοποιημένης ζωής και εργασίας στο εργοστάσιο υπογραμμίζονται από τον θόρυβο «τάκα-τάκα» που συχνά-πυκνά ανακαλεί στη μνήμη του ο Κώστας ενόσω περιγράφει την καθημερινότητά του με θλιμμένη στωικότητα και ενίοτε φαρμακερό χιούμορ (ποτέ όμως με χαιρέκακη διάθεση ή τάσεις ρεβανσισμού). Τα πάντα στο εργοστάσιο είναι προγραμματισμένα ως την τελευταία λεπτομέρειά τους και χρονομετρημένα ώστε να μην υπάρχει η παραμικρή σπατάλη χρόνου αλλά και χώρου – εξ ου και η καθετοποίηση της εργασίας που υποστηρίζεται από τον τρόπο λειτουργίας του μηχανισμού παραγωγής που επιτυγχάνεται μέσω του συγκεκριμένου αρχιτεκτονικού σχεδιασμού του εργοστασίου. Όπως σε ένα ηλεκτρικό κύκλωμα αν χαλάσει κάποιο από τα μέρη του βραχυκυκλώνει όλο το σύστημα, όπως σε έναν αλγόριθμο μια λανθασμένη εντολή μπορεί να ακυρώσει τη λειτουργικότητα μιας αλγοριθμικής διάταξης, έτσι κι εδώ, οποιοδήποτε πρόβλημα ανακύπτει είτε στη μηχανική, αυτόματη λειτουργία του εργοστασίου είτε ανάμεσα σε εκείνους που συγκροτούν το εργατικό δυναμικό, οδηγεί στην απορρύθμιση του μηχανισμού παραγωγής.
Με μια πρώτη ματιά, το εργοστάσιο Αουτέλ μοιάζει με ρέπλικα του περιβόητου εργοστασίου Highland Park της αυτοκινητοβιομηχανίας του Χένρι Φορντ. Σε γενικές γραμμές, ο Φορντ έδωσε στο σύγχρονο εργοστάσιο την ευέλικτη, πλαστική, πλήρως αυτοματοποιημένη και αποτελεσματική εσωτερική οργάνωση που λογίστηκε ως συνέχεια και υπέρβαση της ομογενοποιημένης, αυτόνομης αλλά δύσκαμπτης μονάδας παραγωγής που οραματίστηκε ο Φρέντρικ Τέηλορ. Στο όραμα του Τέηλορ, ο άνθρωπος και η μηχανή διατηρούσαν ισότιμο ρόλο, όντας αδιαχώριστα μέρη της εργοστασιακής μονάδας που τους περιέκλειε. Στο εργοστάσιο του Φορντ, ο ρόλος του εργάτη ήταν εντελώς υποβαθμισμένος σε σύγκριση με εκείνον που διατηρούσαν τα μηχανήματα και οι μέθοδοι οργάνωσης της παραγωγής, που επιπλέον οριοθετούσαν τον χώρο δράσης του εργάτη και υπαγόρευαν με άτεγκτη αυστηρότητα τα καθήκοντά του. Στο φορντικό εργοστάσιο οι βασικές και οι δευτερεύουσες αλυσίδες παραγωγής και η αυστηρή καθετοποίηση της εργασίας, ένα σαφώς πιο ευέλικτο αν και όχι λιγότερο οργανωμένο σύστημα σε σχέση με το προγενέστερο τεηλορικό μοντέλο, καθόριζαν αποφασιστικά το πλαίσιο και τις συνθήκες εργασίας. Το μοντέλο μαζικής παραγωγής που έφτασε στο αποκορύφωμά του με το περίφημο μοντέλο Τ, ήταν ένα δαιδαλώδες σύστημα στο οποίο οι ενεργειακές μονάδες και οι γραφειοκρατικοί μηχανισμοί, οι εργάτες και τα μηχανήματα, οι ανώτεροι μηχανικοί και τα μέσα μεταφοράς, διακρίνονταν για την αυστηρή τους εξειδίκευση αλλά και την ταυτόχρονη επικοινωνία τους που εξασφαλιζόταν από τις στενές και περίπλοκες οργανικές σχέσεις που αναπτύσσονταν μεταξύ τους σε επίπεδα παράλληλα προς τις γραμμές συναρμολόγησης του εργοστασίου – υπό μια έννοια, το εργοστάσιο του Φορντ αποτελούταν από δεκάδες επιμέρους οργανωμένα εργοστάσια μέσα στο ίδιο εργοστάσιο.
Το μοντέρνο γερμανικό εργοστάσιο βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στο αρχιτεκτονικό πρότυπο του φορντικού εργοστασίου. Ο μεγάλος Γερμανός αρχιτέκτονας Βάλτερ Γκρόπιους, ιδρυτής του κινήματος Bauhaus, εντυπωσιάστηκε από τον σχεδιασμό και τη λειτουργικότητα του φορντικού εργοστασίου στα ταξίδια που έκανε στις ΗΠΑ στις πρώτες δυο δεκαετίες του περασμένου αιώνα, και στην προσπάθειά του να ανανεώσει τη γερμανική αρχιτεκτονική, ενσωμάτωσε στο έργο του τις θεμελιώδεις αρχές του αμερικανικού συστήματος μαζικής παραγωγής: την αποτελεσματικότητα και τη συστηματοποίηση. Το ίδιο συνέβη και με τους υπόλοιπους αρχιτέκτονες του Bauhaus, οι οποίοι σχεδίαζαν τα κτίριά τους βασιζόμενοι σε πρότυπα «ορθολογικών εργοστασίων» όπως το Highland Park και τη μετεξέλιξή του, River Rouge. Οι αρχιτέκτονες του Bauhaus έφτασαν μάλιστα μέχρι το σημείο να προσλαμβάνουν ανειδίκευτους εργάτες για να τους χρησιμοποιούν στο μαζικό χτίσιμο των κατασκευών τους, μια πρακτική που παραπέμπει ευθέως στο δεύτερο στάδιο ανάπτυξης του φορντικού εργοστασίου.[2]
Το εργοστάσιο Highland Park περιείχε πλήθος μηχανών που ήταν σχεδιασμένες να εκτελούν συγκεκριμένες λειτουργίες, ξανά και ξανά. Ο απλός και άμεσος τρόπος λειτουργίας και χειρισμού τους επέτρεπε στους λιγότερο εξειδικευμένους, έως ανειδίκευτους, εργάτες, να μιμούνται την εργασία των καταρτισμένων μηχανικών, και σταδιακά να τους αντικαθιστούν, μειώνοντας ταυτόχρονα το κόστος εργασίας. Πολλά χρόνια μετά τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του Highland Park, ο Φορντ θα δήλωνε πως θα προτιμούσε να έχει στη δούλεψή του εργάτες χωρίς την παραμικρή εργασιακή εμπειρία, εργάτες που δεν θα κατείχαν καμιά γνώση ώστε να μην χρειαζόταν κάποια στιγμή να την «ξε-μάθουν», και οι οποίοι θα εργάζονταν με μόνη υποχρέωσή τους να υπακούν στις προγραμματισμένες εντολές του μηχανολογικού σχεδιασμού. Ένας από τους κεντρικούς σκοπούς του επονομαζόμενου «ορθολογικού εργοστασίου» του Φορντ ήταν και το να χαλαρώσει την εξάρτηση από την ανθρώπινη τεχνογνωσία στον μέγιστο δυνατό βαθμό. [3]
Οι ομοιότητες ανάμεσα στο Highland Park και στο Αουτέλ είναι αξιοσημείωτες. Ο καταμερισμός της εργασίας και η αυστηρή ανάθεση μιας συγκεκριμένης δουλειάς σε κάθε εργάτη του Highland Park σήμαινε ότι ο εργάτης αυτός επαναλάμβανε τις ίδιες πάντα κινήσεις καθ’ όλη τη διάρκεια της βάρδιάς του. Ταυτόχρονα, δεν του επιτρεπόταν η είσοδος σε τμήματα στα οποία δεν είχε δουλειά, πόσω μάλλον να περιφέρεται άσκοπα μέσα στο εργοστάσιο. Άλλωστε, πολύ σύντομα, η τελειοποίηση της αυτοματοποίησης των εργασιών στο εργοστάσιο δεν θα άφηνε στον εργάτη το παραμικρό περιθώριο χαλάρωσης. Ο εργάτης του Highland Park (και φυσικά και του River Rouge), όπως και ο συνάδελφός του στο Αουτέλ, είχαν πρόσβαση μονάχα στο τμήμα τους και στα τμήματα στα οποία ήταν υποχρεωμένοι να μεταφέρουν έγγραφα ή υλικά, και, από τη στιγμή που επρόκειτο για χαμάληδες, ήταν υποχρεωμένοι να εκτελούν απαρέγκλιτα το καθορισμένο δρομολόγιό τους μέσα στους δαιδαλώδεις διαδρόμους του εργοστασίου σαν να ήταν προγραμματισμένα βαγονέτα που κινούνταν αυτόματα. Ειδικότερα όταν ο Φορντ και οι σχεδιαστές του Highland Park συνειδητοποίησαν ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα που είχαν να αντιμετωπίσουν στην προσπάθειά τους να σχεδιάσουν το «τέλειο ορθολογικό εργοστάσιο», ήταν το ζήτημα της εσωτερικής μεταφοράς των υλικών και των ανταλλακτικών,[4] η εργασία των εργατών έγινε ακόμη πιο συγκεκριμένη και τυποποιημένη, επίπονη και σκληρή.
Η δουλειά που κάνει ο Κώστας στο Αουτέλ, εκείνη του χαμάλη, προέκυψε ως η πιο βολική λύση για να καλυφθούν συγκεκριμένες ανάγκες στα πρώτα χρόνια λειτουργίας του Highland Park, η βασικότερη ανάμεσα στις οποίες ήταν η ανάγκη παραμονής των χειριστών των μηχανημάτων για όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο πάνω από τις μηχανές τους, γεγονός που σήμαινε ότι θα έπρεπε κάποιοι άλλοι, αντ’ αυτών, να μεταφέρουν από και προς τα πόστα τους τα εργαλεία και τα ανταλλακτικά που πιθανόν να χρειαζόντουσαν στη διάρκεια της βάρδιάς τους.[5] Αυτή τη δουλειά την εκτελούσαν οι χαμάληδες, οι κινήσεις των οποίων δεν ήταν λιγότερο προγραμματισμένες σε σχέση με τις αντίστοιχες των χειριστών των μηχανημάτων ή των εργατών που δούλευαν στην κεντρική γραμμή παραγωγής. Όσο περισσότερο αυξανόταν η ένταση, η ταχύτητα και ο ρυθμός παραγωγής σε ένα εργοστάσιο τόσο πιο αυτοματοποιημένες έπρεπε να είναι οι κινήσεις του προσωπικού έτσι ώστε να μην πηγαίνει χαμένο ούτε δευτερόλεπτο και κατά συνέπεια ούτε μισό σεντ.
Σε αντίθεση με τους χειριστές των μηχανημάτων ή τους εργάτες που έκαναν διάφορες δουλειές στη γραμμή παραγωγής, οι οποίοι ήταν εύκολο να ελεγχθούν ως προς την εργατικότητα και την αποτελεσματικότητά τους, αφού το πόστο στο οποίο έπρεπε να παραμείνουν μέχρι τη λήξη της βάρδιάς τους ήταν δεδομένο, οι χαμάληδες, ακριβώς επειδή μετακινούνταν διαρκώς από το ένα σημείο του εργοστασίου στο άλλο, όπως ο Κώστας και ο Τούρκος συνάδελφός του, ή ο Γερμανός που θα αντικαταστήσει τον Τούρκο προς το τέλος του βιβλίου, ήταν πολύ πιο δύσκολο να ελεγχθούν από τους «προσωπάρχες» του εργοστασίου. Ούτε λίγο ούτε πολύ οι χαμάληδες του Highland Park, όπως και του Αουτέλ, αντιμετωπίζονταν με ιδιαίτερη καχυποψία από τη διοίκηση, και μολονότι ο κόπος της εργασίας τους ήταν αδιαμφισβήτητα βαρύς, οι μάνατζερ των εργοστασίων οι οποίοι επέβλεπαν την τήρηση των χρονοδιαγραμμάτων μεταφοράς των υλικών και ανταλλακτικών εντός του εργοστασίου, τους θεωρούσαν αναξιόπιστους και υπεύθυνους για τις όποιες καθυστερήσεις.[6] Στο Highland Park ειδικότερα, προκειμένου να αντιμετωπιστούν πιθανές καθυστερήσεις και παραλείψεις από τους ούτως ή άλλως κακοπληρωμένους και αναλώσιμους χαμάληδες, η διοίκηση του εργοστασίου προσέλαβε 36 υπαλλήλους που επιφορτίστηκαν με την ευθύνη να εντοπίζουν και να παραδίδουν εξαρτήματα ή υλικά που παράπεφταν από τα καροτσάκια που έσερναν οι χαμάληδες καθώς και να επιλύουν τυχόν φιλονικίες ανάμεσα στους εργάτες.[7] Στο Αουτέλ δεν υπάρχει κάποιος αντίστοιχος υπάλληλος που να παρακολουθεί τον Κώστα, ωστόσο εκείνος δεν παύει να αισθάνεται ότι παρακολουθείται από το άγρυπνο μάτι της αόρατης, υπερβατικής εξουσίας που έχει εγκαθιδρύσει στο εργοστάσιο ο μηχανισμός παραγωγής, στις ιδιοτροπίες και τους παραλογισμούς της οποίας έχουν υποταχθεί πειθήνια όλοι ανεξαιρέτως οι εργαζόμενοι του Αουτέλ.
Το Διπλό βιβλίο και το Ταξίδι στην άκρη της νύχτας
Στο σημείο αυτό έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς βιώνει την εργασία του στο εργοστάσιο του Φορντ ένας άλλος λογοτεχνικός ήρωας, ο Φερδινάνδος Μπαρνταμού, πρωταγωνιστής του περίφημου Ταξίδι στην άκρη της νύχτας του Λουί Φερντινάντ Σελίν, ο οποίος, σαν τον Κώστα από το Διπλό βιβλίο, καταλήγει να εκτελεί χρέη χαμάλη. Έχοντας νιώσει στο πετσί του τη βάναυση ματαιότητα της ύπαρξης μέσα από τη συμμετοχή του στον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, ο Μπαρνταμού καταφεύγει στην Αφρική όπου δεν καταφέρνει τίποτα περισσότερο από το να επικυρώσει ως αξιώματα εκείνες τις πεποιθήσεις που το νεαρό της ηλικίας του επέμενε μέχρι πρότινος σε πείσμα να αποδέχεται ως υποθέσεις-συμπτώματα μιας ανώφελης, μοιρολατρικής στάσης ζωής: ο πόνος, η δυστυχία και η ψυχική και σωματική παρακμή είναι οι καταστατικές συνθήκες της ανθρώπινης ύπαρξης. Δεν θα παραμείνει για πολύ καιρό εκεί όμως, καθώς σύντομα θα ταξιδέψει στην Αμερική όπου θα γνωρίσει τον έρωτα στο πρόσωπο μιας πόρνης. Στην προσπάθειά του να βρει δουλειά και να ενσωματωθεί στην αμερικανική ζωή, ο Μπαρνταμού καταφέρνει με χαρακτηριστική ευκολία να προσληφθεί σε ένα από τα εργοστάσια του Φορντ. Η εικόνα του εργοστασίου που αντικρίζει ο ήρωας, και η οποία παραπέμπει στο River Rouge, που επίσης αποτελείται από χαμηλά κτίρια με μεγάλα τζάμια, είναι εντυπωσιακή μέσα στη λιτότητα της περιγραφής της:
«Κι είδα πράγματι τα μεγάλα κοντοπίθαρα και τζαμωτά κτίρια, κάτι σαν γυάλες για μύγες, αναρίθμητες, που μέσα τους διέκρινες ανθρώπους ν’ αναδεύονται, μα ν’ αναδεύονται ελάχιστα, θαρρείς και πάλευαν πολύ αδύναμα πια ενάντια σε κάτι ανέφικτο, ποιος ξέρει τι. Αυτό ήταν η Φορντ; Κι έπειτα, ολόγυρα, κι από πάνω ίσαμε τον ουρανό, ένας θόρυβος βαρύς και πολλαπλός και υπόκωφος από χειμάρρους συσκευών, τραχύς, το πείσμα των μηχανών να δουλεύουν, να τσουλάνε, να βογκάνε, έτοιμες πάντα να σπάσουν και ποτέ να μη σπάνε.» (Ταξίδι στην άκρη της νύχτας, 268)
Όσο εύκολη κι αν είναι η εργασία που πρέπει να φέρει σε πέρας ο Μπαρνταμού – να περνάει μικρές σφήνες στον εργάτη δίπλα του κι εκείνος με τη σειρά του να τις διαμετρά – δεν καταφέρνει να την εκτελέσει σωστά, με αποτέλεσμα μετά από τρεις μέρες να τον μεταθέσουν σε άλλο πόστο, αυτό του χαμάλη που κουβαλά καροτσάκια γεμισμένα ως πάνω με ροδέλες. «Η ύπαρξή μας όλη δεν ήταν παρά ένα είδος δισταγμού μεταξύ αποβλάκωσης και παραληρήματος.» (ΤΣΑΤΝ, 272) Ο Μπαρνταμού συναντάει τον Κώστα στο σημείο εκείνο όπου εφάπτονται οι μοναχικές τροχιές που διαγράφουν μετά το πέρας της βάρδιάς τους:
«Όταν στις έξι σταματάν όλα, παίρνεις μαζί σου μες στο κεφάλι σου το θόρυβο, εγώ είχα αρκετό θόρυβο για ολόκληρη τη νύχτα και μυρωδιά λαδιού επίσης, θαρρείς και μου ‘χαν βάλει καινούργια μύτη, καινούργιο εγκέφαλο για πάντα.» (ΤΣΑΤΝ, 272)
«Αφήνω το κατάστημα, μπαίνω στη λεωφόρο. Στην αρχή που πρωτόρθα – τα ίδια με το ΑΟΥΤΕΛ – νόμιζα τότε πως έχει πολλά να χαζέψει κανένας στη λεωφόρο. Περίμενα δηλαδή κάθε βράδυ πως κάτι θα γίνει. Τώρα το ξέρω βέβαια το λάθος μου. Εδώ ποτέ δε γίνεται τίποτα. Δεν έχει ποτέ φασαρία, καβγάδες, να γίνει αναστάτωση, ταραχή. Σπάνια, σπανιότατα, κανένα δυστύχημα μόνο. Όλα πάνε με την ίδια τάξη που πήγαν και χτες – σα να ‘ναι κάπου μια αόρατη τροχαία που τα ‘χει βάλει στη ρέγουλα: Τάκα-τάκα στο εργοστάσιο. Τίκι-τίκι, τίκι-τίκι στη λεωφόρο.» (ΤΔΒ, 62-63)
Ο Μπαρνταμού κουβαλάει μέσα του τις στριγκές, φάλτσες νότες των εφιαλτικών θορύβων που εκπέμπει ένα εργοστάσιο που θυμίζει δαντικό καθαρτήριο όντας ακόμη work-in-progress, ένα γιγάντιο εργαστήριο με τους εργάτες να τρεκλίζουν στους διαδρόμους του σαν ζαλισμένα πειραματόζωα. Αντίστοιχα, ο Κώστας περπατάει στους δρόμους της Στουτγκάρδης κουβαλώντας τη βουβή απόγνωση του ανθρώπου που εργάζεται σε ένα ολοκληρωμένο, δοκιμασμένο, πλήρως αυτοματοποιημένο εργοστάσιο, που δεν αφήνει κανένα περιθώριο για λάθη, πρωτοβουλίες και δεύτερες σκέψεις. Όπως οι θόρυβοι δεν επιτρέπουν στους εργάτες του Φορντ να συνεννοηθούν στοιχειωδώς με τους διπλανούς τους, έτσι και η αυστηρότατη τυποποίηση της εργασίας δεν επιτρέπει την παραμικρή επαφή ανάμεσα στους εργαζόμενους του Αουτέλ. Η προσωπική ζωή του Κώστα δεν θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστη από τους ζοφερούς απόηχους της εξαντλητικής εργασίας του. Οι έρωτές του είναι καταδικασμένοι να εξελίσσονται σε ερωτικές συνευρέσεις της μιας βραδιάς με γυναικεία πλάσματα το ίδιο ταλαιπωρημένα και αλλοτριωμένα με εκείνον, ενώ ακόμη και ο εύθραυστος δεσμός που θα συνάψει με την Έρικα θα αποδειχθεί χρονικό ενός προαναγγελθέντος χωρισμού.
Η εργασία σ’ ένα εργοστάσιο σαν το Αουτέλ δεν μπορεί παρά να προεκτείνεται σε σημεία πέραν της πύλης του εργοστασίου και να σκιάζει τις γραμμές των τρένων που μεταφέρουν τους εργάτες από και προς το εργοστάσιο, τις λεωφόρους της βιομηχανικής πόλης στις οποίες εκείνοι αργοσέρνουν τα βήματά τους, τα δωμάτια στα οποία καλούνται το βράδυ να διαχειριστούν το άγχος και τις διαψευσμένες προσδοκίες της ημέρας που φτάνει στο τέλος της. Ο Κώστας, όπως και ο Μπαρνταμού, ο Σκουρογιάννης, η Ισπανίδα συνάδελφός του, ή η σιωπηλή, ανέκφραστη υπάλληλος του πέμπτου ορόφου, δεν προλαβαίνουν να ξεπλύνουν από πάνω τους τις ταπεινώσεις της ημέρας για να επιστρέψουν ανανεωμένοι την επομένη, ούτε καταφέρνουν να φορέσουν στα πρόσωπά τους κάποια άλλη γκριμάτσα πέρα από εκείνη της πειθαρχημένης απάθειας. Είναι το αυτοματοποιημένο σώμα εκείνο που παρασύρει τη σκέψη να τυποποιηθεί στον ίδιο βαθμό, να γίνει αυτόματη, μονοκόμματη, αυτοκαταστροφικά προβλέψιμη.
Στο Διπλό βιβλίο ο Χατζής δεν περιγράφει απλώς την ταλάντωση του νεοέλληνα ανάμεσα στον παλιό, παραδοσιακό, παρωχημένο κόσμο που αποσυντίθεται και στον ορμητικό, τεχνολογικά κι επιστημονικά αυθάδη, καινούργιο, η κατασκευή του οποίου, αργά αλλά σταδιακά, οδεύει προς την τελείωσή του. Ο Χατζής πασχίζει στο τέλος να αναδείξει τα καλύτερα στοιχεία από τους δύο κόσμους που θα μπορούσαν να πλεχτούν μεταξύ τους, δίνοντας μορφή στο αληθινά καινούριο και πρωτοποριακό, χτίζοντας ισχυρά θεμέλια για έναν κόσμο δικαιοσύνης, ίσων ευκαιριών και, κυρίως, ανθρώπινο.
Το ταξίδι του Κώστα, αλλά και του αφανούς συνοδοιπόρου του, Δημήτρη Χατζή, στον κόσμο της τεχνολογίας, δεν είναι παρά ένα ταξίδι μύησης και κάθαρσης από τις προκλήσεις και τις παγίδες του ραγδαία και θεαματικά αναπτυσσόμενου νέου κόσμου. Με μια κίνηση που μαρτυρά συγγραφική τόλμη και γενναιοδωρία, ο Χατζής προτρέπει τον Κώστα να γράψει εκείνος το δεύτερο βιβλίο, το συμπληρωματικό κείμενο στο δικό του γραπτό. Θα είναι το βιβλίο της ελπίδας, που ένας άνθρωπος σαν τον Χατζή, ηλικιωμένος, τραυματισμένος από τα ραπίσματα της Ιστορίας του εικοστού αιώνα, γνώριζε ότι δεν διέθετε πια το κουράγιο και τις αντοχές για να το συγγράψει.
Το μέλλον διέψευσε τις ελπίδες του.
[1] Marchelli, Loukas. Ρεαλισμός και μεταφορά: Επιμονή και καινοτομίες στο «Διπλό Βιβλίο του Δημήτρη Χατζή». Περιοδικό «Η λέξη», 144 (1998), σσ. 222-223.
[2] Biggs, Lindy. The Rational Factory: Architecture, Technology, and Work in America’s Age of Mass Production. Baltimore: The JohnsHopkinsUniversity Press, 1996. σ. 164.
[3] Biggs, Lindy. The Rational Factory: Architecture, Technology, and Work in America’s Age of Mass Production, σσ. 105-106.
[4] Biggs, Lindy. The Rational Factory: Architecture, Technology, and Work in America’s Age of Mass Production, σ. 108.
[5] Biggs, Lindy. The Rational Factory: Architecture, Technology, and Work in America’s Age of Mass Production, σσ. 109-110.
[6] Στην περίπτωση του Κώστα αρκεί να θυμηθούμε την καχυποψία και την ψυχρότητα με την οποία τον υποδέχονταν ο Μύλλερ και η ξανθιά υπάλληλος στο ίδιο γραφείο, παρότι, τουλάχιστον μέχρι την έλευση του Γερμανού εργάτη στη θέση του Τούρκου συναδέλφου του, ο Κώστας ήταν πάντοτε συνεπής στην παράδοση τόσο των πακέτων με τα χαλασμένα ανταλλακτικά στην αυλή, όσο και των αποδείξεων στον πέμπτο όροφο.
[7] Biggs, Lindy. The Rational Factory: Architecture, Technology, and Work in America’s Age of Mass Production. σσ. 112-113.
ΙΝFO: Δημήτρης Χατζής, Το διπλό βιβλίο,
Το Ροδακιό, σ. 192
[…] ότι δεν έχουν ειπωθεί τα πάντα στη λογοτεχνία [Δημήτρης Χατζής, Το διπλό βιβλίο], http://www.oanagnostis.gr, 2.7.2013Το σημείο ωμέγα της […]