Του Θανάση Καράβατου
Ακούμε εδώ και πολλά χρόνια τη λέξη κρίση. Δεν είναι η πρώτη φορά, αλλά θαρρείς είναι η πρώτη που ομολογεί την αδυναμία της να ισορροπήσει κάπου. Προτιμάει το ζικ-ζακ της «τεθλασμένης γραμμής», ίσως επειδή «αρνείται» να ακολουθήσει πιστά τον αρχαιοελληνικό ορισμό της, ιδίως την ιπποκρατική, δηλαδή ιατρική, εκδοχή της όπου η λέξη σήμαινε την απότομη αλλαγή της πορείας μιας νοσηρής κατάστασης, είτε προς τη βελτίωση και την ίαση είτε προς την επιδείνωση και τον θάνατο. Μια χρήση βέβαια του όρου κατ’ ευθείαν μεταφορά από τη χρήση του στα δικαστήρια, όπου η κρίση των δικαστών καθόριζε την τύχη του κατηγορούμενου: αθώωση ή καταδίκη.[1]
Σχετική αναφορά στις δύο κατευθύνσεις που παίρνει η έννοια της κρίσης κάνει και ο συγγραφέας από το πρώτο κιόλας κείμενό του: (α) «κρίση – διαταραχή» που εμπεριέχει τη δυνατότητα θετικής ή αρνητικής έκβασης και (β) «κρίση – κριτική στάθμιση» που επιβάλλει την ανθρώπινη πράξη, κάτι που έχει σήμερα «ουσιαστικά λησμονηθεί». Απωθηθεί, καλύτερα. Το υπαινίσσεται κι ο συγγραφέας όταν παραπέμπει στην εσχατολογία της χριστιανικής Ημέρας της Κρίσεως κατά την Δευτέρα Παρουσία, «απωθώντας τώρα την ιδέα της Ύστατης Κρίσης, η οποία καραδοκεί». Όμως δεν επικρέμαται απλώς μια απειλή. Συμβαίνει κάτι «χειρότερο». Ως γνωστόν, το «απωθημένο» επιστρέφει ως σύμπτωμα. Το «νοσηρό» είναι ήδη εδώ. Λόγω γήρανσης; Όχι, το αντίθετο υποστήριξε ο καθηγητής Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, από τον τίτλο κιόλας του βιβλίο του που εκδόθηκε στην καρδιά της κρίσης: Η Ελλάδα της λήθης και της αλήθειας – Από τη μακρά εφηβεία στη βίαιη ενηλικίωση (Θεμέλιο, 2012). Η κρίση λοιπόν, ένα πρόβλημα που είναι κυρίως αναπτυξιακό! Κατά πολλούς και ποικίλους τρόπους!
Θα κρατήσω τη μεταφορική έννοια της διατύπωσης, που μας πάει κατευθείαν και πάλι στους χώρους της ιατρικής. Σε ποια κατάσταση την βρήκε η κρίση; Ως τυπικό παράδειγμα «αιμορραγούσας» οικονομίας, περιέγραφαν το 2011, τον ελληνικό χώρο της δημόσιας και ιδιωτικής ιατρικής περίθαλψης, οι συνάδελφοι Γιάννης Τούντας και Νίκος Οικονόμου, με άρθρο τους στο έγκυρο βρετανικό περιοδικό Lancet. Ένα σκηνικό με πλήθος «διοικητικών φραγμών», ιδίως στην «κατακερματισμένη και ασυντόνιστη πρωτοβάθμια» βαθμίδα της, με το «μεγαλύτερο βαθμό ιατρικής εξειδίκευσης» μεταξύ όλων των χωρών του ΟΟΣΑ, με «υψηλό κόστος για παροχή χαμηλής ποιότητας υπηρεσιών».[2]
«Ως ιστορία παρακμής» την περιέγραφε το 2010 ο καθηγητής στο οικονομικό πανεπιστήμιο Αθηνών Μάνος Ματσαγγάνης, έστω κι αν δεν στερείται φωτεινών σημείων, όπως η «θεαματική μείωση της βρεφικής θνησιμότητας». Τονίζοντας όμως τα ακόλουθα: Σε σχέση με τη Βρετανία, η χώρα μας διαθέτει 30% περισσότερες νοσοκομειακές κλίνες ανά κάτοικο, υπερδιπλάσιο αριθμό γιατρών, τρεισήμιση φορές περισσότερους αξονικούς και δυόμιση φορές περισσότερους μαγνητικούς τομογράφους, αλλά μόνο το ένα τρίτο των νοσηλευτών∙ με τη συνολική δαπάνη στο 10% του ΑΕΠ, όταν στη Βρετανία, την Ισπανία και την Ιταλία είναι στο 8%, με χαμηλό το μερίδιο της δημόσιας υγείας [50% με 60%], όταν στη Βρετανία είναι 80% με 90% και στις δύο άλλες χώρες μεταξύ 70% με 80%. Το συνολικό σύστημα παροχής υπηρεσιών υγείας στη χώρα μας «κοστίζει ακριβά στους φορολογουμένους και τους ασθενείς, αφήνει δυσαρεστημένους τους περισσότερους χρήστες και προκαλεί απαράδεκτες ανισότητες και σπατάλη πόρων».[3]
Προφανής η ανάγκη για περιορισμό της σπατάλης. Με την έκρηξη όμως της κρίσης θα φανούν ταυτόχρονα και οι μεγάλες πιέσεις που θα ασκήσει η οικονομική ύφεση πάνω στα συστήματα παροχής ιατρικών υπηρεσιών. Ήδη όμως από το 2005, ο τότε πρόεδρος της Παγκόσμιας Ψυχιατρικής Εταιρείας, Okasha τόνιζε την ιδιαιτερότητα της ψυχιατρικής, παρατηρώντας ότι αυτή θα πληγεί ιδιαίτερα, από τις περικοπές των δαπανών για την υγεία, με δεδομένο ότι οι ψυχιατρικές υπηρεσίες εξαρτώνται κατά κύριο λόγο από κυβερνητικές χρηματοδοτήσεις.[4]
Οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης πάνω στα συστήματα ψυχικής υγείας συζητήθηκαν τον Νοέμβριο του 2009 σε Ημερίδα που οργάνωσαν στο Λονδίνο από κοινού το Royal College of Psychiatrists το Mental Health Network – NHS Confederation και το London School of Economics and Political Science. Στη λήξη της διατυπώθηκε το συμπέρασμα πως η βασική και σημαντική πρόκληση της εποχής είναι να αντιμετωπιστεί η αύξηση της ζήτησης υπηρεσιών ψυχικής υγείας που συνδυάζεται με ενδεχόμενο περιορισμό της χρηματοδότησης, δίνοντας πάντα έμφαση στη διατήρηση της ποιότητας των υπηρεσιών, την αποτελεσματικότητά τους και το συμφέρον των ασθενών.[5]
Αυτονόητο, πλην όμως υπήρξαν και ενδιαφέροντες σκεπτικισμοί. Όπως η κριτική του Frank Furedi, καθηγητή κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Kent, κατά της κυβερνητικής απόφασης να προσφέρει δωρεάν ψυχοθεραπείες στα θύματα της κοινωνικο-οικονομικής ύφεσης, που δημοσιεύτηκαν το 2009 στο διαδικτυακό περιοδικό Skiped.[6] Η εναντίωσή του αφορούσε στην μετατροπή της ύφεσης σε νόσο (diseasing the recession), ενώ αποτελεί μια δοκιμασία για το πολιτικό και κοινωνικό σύστημα και παρέχει στην κοινωνία την ευκαιρία να δείξει την ικανότητά της για προσαρμογή και ανανέωση κι όχι να εκλάβει την ανεργία και την φτώχια ως εν δυνάμει κρίση της ψυχικής υγείας. Υπερβολική, ίσως, αντίδραση πλην όμως η ψυχιατρικοποίηση κοινωνικών προβλημάτων δεν είναι ούτε ανύπαρκτο ούτε αμελητέο φαινόμενο.
Όταν η αλόγιστη ιατρικοποίηση της καθημερινής ζωής καταγγελλόταν και προ του 2000 από τις στήλες του εγκυρότατου New England Journal of Medicine,[7] εύκολα δημιουργείται ανάλογη σκέψη για την κοινή πλέον αδόκιμη και πληθωριστική χρήση των λέξεων άγχος και κατάθλιψη σε συνθήκες αβεβαιότητας και επισφάλειας που συνδιαμορφώνουν η οικονομική κρίση και η αδυναμία της πολιτείας ή/και των πολιτών να προσδιορίσουν μια έξοδο από αυτήν.[8]
Ανάγκη να σταθώ σε μια γενικότερη κριτική που αφορά στη μετακίνηση του ενδιαφέροντος από την ψυχική νόσο στην ψυχική υγεία, την οποία ο γάλλος κοινωνιολόγος Alain Ehrenberg χαρακτήρισε το 2005 ως «μεγάλη ανατροπή». Το θέμα δεν είναι δυνατόν να παρουσιαστεί εδώ. Θα θίξω μόνο ένα βασικό σημείο του, όπως το διατύπωσαν την ίδια αυτή εποχή οι Bernard Jolivet και Claude Leroy, γράφοντας πως είναι ταυτόχρονα «εύκολο» και «δύσκολο» να ορίσει κανείς την ψυχική υγεία.[9] Ήταν εύκολο για τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας όταν θέλησε το 1946 να «ξεφύγει» από το απλουστευτικό παλιό αξίωμα του Réné Leriche, ο οποίος αναφερόταν το 1937 στη «σιγή των οργάνων» ως κριτήριο υγείας. Ο ΠΟΥ διατύπωσε λοιπόν το δικό του αξίωμα: Υγεία δεν σημαίνει απλά και μόνο απουσία νόσου ή αναπηρίας αλλά «πλήρη σωματική, ψυχική και κοινωνική ευεξία». Ο ορισμός αποδείχθηκε προβληματικός στην «επάρκειά» του: ευκολονόητη η σωματική ευεξία, δυσκολονόητη η του ψυχισμού, με πολλά ερωτηματικά η κοινωνική. Αν φυσικά λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι οι στρεσογόνοι παράγοντες δεν είναι ίδιοι, ούτε πάντα προβλέψιμοι, για όλα τα άτομα, όπως δεν είναι και οι θετικοί παράγοντες που επιτρέπουν την αντιμετώπισή τους.
Προς το πέρας της δεκαετίας του εγκεφάλου δεν έλειψαν οι κριτικές φωνές, όπως εκείνη του Gary Tacker για την «ιατρικοποίηση» της ψυχιατρικής: Η κατά DSM διαγνωστική διαδικασία, που κυριάρχησε στην έρευνα, τη διδασκαλία και την ψυχιατρική πρακτική, προσέγγισε μεν την ψυχιατρική με την ιατρική, πλην όμως «κατέστρεψε την ουσία της»· η εικόνα διαύγειας και ακρίβειας του ταξινομικού συστήματος ήταν ψευδής και, το κυριότερο, εγκαταλείποντας την ψυχοπαθολογία, «χάσαμε τον άρρωστο και την ιστορία του».[10] Ο Tacker παραγνώριζε όμως την επίταση μιας παράλληλης θετικιστικής, απόλυτα τεχνοκρατικής στροφής της ίδιας της ιατρικής.
Ιδιαίτερα βαρύνων ο λόγος του Bernard Lown, ομότιμου καθηγητή καρδιολογίας στο Harvart και από τους ιδρυτές της Διεθνούς Ένωσης Ιατρών για την Πρόληψη ενός Πυρηνικού Πολέμου, η οποία τιμήθηκε με βραβείο Nobel το 1985: παραδόξως, λέει, όλα άρχισαν όταν, μετά τον πόλεμο, η ιατρική πραγματοποίησε εντυπωσιακά τεχνολογικά επιτεύγματα. τότε άρχισε να μεταφέρεται το κύρος από τον οικογενειακό γιατρό στον επιστήμονα ερευνητή αλλά και οι άρρωστοι να χάνουν την ατομική τους ταυτότητα, ενώ η εμπιστοσύνη στο γιατρό τους ξέφτιζε.[11] Είναι προφανές, η ψυχιατρική υποβαθμίζεται στο βαθμό που την κάνουν να μοιάζει με μια ιατρική που κι αυτή η ίδια απομακρύνεται από τον συστατικό της πυρήνα, τη σχέση αρρώστου-γιατρού. Ο αείμνηστος καθηγητής Γαρδίκας σημείωνε ότι «ο σημερινός ιατρός είναι τεχνοκράτης, πάντοτε βιαστικός, δεν μιλά, αλλά προπαντός δεν ακούει».[12]
Ο αλησμόνητος συνάδελφος και φίλος μας Θανάσης Τζαβάρας τόνιζε πάντα πως η ψυχιατρική είναι η τελευταία κλινική ειδικότητα και πρέπει να παραμείνει.
info: Δημοσθένης Αγραφιώτης, Η ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ.[περί κρισιολογίας], εκδόσεις Bibliotheque, Αθήνα,2018.
[1] Πάνος Δ Αποστολίδης. Ο Ιπποκράτης στην ιατρική της εποχής μας. Στιγμή 2005, 306-307.
[2] Tountas Y, Oikonomou N. The Greek economic crisis: a primary health-care perspectice. The Lancet 2011, 377, 28-29
[3] Μάνος Ματσαγγάνης. Μια ανορθόδοξη ερμηνεία της παρακμής του ΕΣΥ. Σύγχρονα Θέματα 2010, 111, 59-64.
[4] Okasha A. (Editorial) Globalization and mental health: a WPA perspective. World Psychiatry 2005, 4, 1, 1-2.
[5] www.rcpsych.ac.uk/files/pdfversion/OP70.pdf [την βιβλιογραφική αυτή αναφορά οφείλουμε στον αγαπητό φίλο Νίκανδρο Μπούρα.]
[6] Frank Furedi. Diseasing the recession. Spiked 9/3/2009.
[7] Goodwin JS. Geriatrics and the limits of modern medicine. New England Journal of Medicine 1999, 140, 1283-1285.
[8] Gouiffès A, Chobeaux F. Introduction, Στο Dossier: « Psychiatrie et précarité », Vie Sociale et Traitements 2009, 101, 7-9.
[9] www.lfsm.org/index.php. (25 Ιανουαρίου 2005). Πρόκειται για το site της Ligue Française pour la Santé Mentale
[10] G. Tucker, “Putting DSM-1V in Perspective” (Editorial), American Journal of Psychiatry 1998, 155, 2, 159-161.
[11] Lown Β. Physicians need to fight the business model of medicine, Hippocrates 1998, 12, 5, 25-28.
[12] Γαρδίκας ΚΔ. Η εξέλιξη της ιατρικής την τελευταία δεκαπενταετία. Νοσοκομειακά Χρονικά 1998, 60, 2, 150-155.