Του Αλέξανδρου Χαρκιολάκη (*)
Η Όπερα του Ντίσελντορφ ανέβασε πρόσφατα μία παράσταση της οπερας “Τανχόυζερ” του Ρίχαρντ Βάγκνερ σε σκηνοθεσία του Burkhard Kosminski. Το ανέβασμα αυτό προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων εναντίον του σκηνοθέτη και της επιλογής του να τοποθετήσει το έργο στη ναζιστική Γερμανία, παρουσιάζοντας σκηνές όπου γίνονται εκτελέσεις μέσα σε θαλάμους αερίων, βιασμοί και δολοφονίες από αξιωματικούς ντυμένους με στολές των SS κ.ά.
Σε δημοσίευμα της εφημερίδας Guardian αναφέρεται ότι υπήρξαν θεατές που χρειάστηκε να μεταφερθούν στο νοσοκομείο λόγω νευρικού κλονισμού, ενώ υπήρξαν αποδοκιμασίες και αποχωρήσεις κατά τη διάρκεια της παράστασης (http://www.guardian.co.uk/music/2013/may/09/wagner-opera-pulled-walkouts). Ο σκηνοθέτης αρνήθηκε να κάνει αλλαγές στις σκηνοθετικές του επιλογές και τελικά το έργο μετά από μία εβδομάδα παραστάσεων αποσύρθηκε. Το θέαμα λοιπόν ήταν πολύ βαρύ για να το αντέξει το γερμανικό κοινό.
Στην Ελλάδα, η είδηση πέρασε σχετικά στα ψιλά με κάποιες γνώμες να διατυπώνονται. Παρόλα αυτά, έτυχε να διαβάσω το παρακάτω άρθρο από τον Βασίλη Βενιζέλο με τίτλο “Ο βιασμός του Βάγκνερ” (http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.mousiki&id=24308) το οποίο δημοσιεύθηκε στο protagon.gr. Σε αυτό θα επανέλθω προς το τέλος αυτού του άρθρου. Επίσης, πρόσφατα στην Ελλάδα γίναμε μάρτυρες ντροπιαστικών σκηνών καθώς ακροδεξιές οργανώσεις και το κόμμα της Χρυσής Αυγής επιχείρησαν να ματαιώσουν καλλιτεχνικές παραστάσεις με το πρόσχημα της προσβολής της χριστιανικής πίστης.
Τα όρια της τέχνης λοιπόν δοκιμάζονται…Πριν κάποια χρόνια στην Ελλάδα είχε ξεσπάσει θύελλα διαμαρτυριών κατά το ανέβασμα της όπερας “Ρούσαλκα” του Αντονίν Ντβόρζακ. Ο σύλλογος των μουσικών της Εθνικής Λυρικής Σκηνής είχε εκδώσει ανακοίνωση για ένα φιλί μεταξύ ανδρών το οποίο είχε επιλεγεί ως σκηνοθετικό εύρημα. Οι μουσικοί θεωρούσαν ότι διαστρεβλώνεται το λιμπρέτο της όπερας και ότι προσδίδονται στον πρωταγωνιστή ομοφυλοφιλικές τάσεις οι οποίες δεν προκύπτουν από την πλοκή.
Τελικά, ποιος είναι υπεύθυνος να μας πει πώς ακριβώς ήθελε ένας συνθέτης να ανεβαίνει το έργο του; Σίγουρα υπάρχουν πηγές, ιστορικές παραγωγές κ.λπ. που ίσως φανερώνουν κάποιες ή πολλές από τις προθέσεις του συνθέτη. Ταυτόχρονα όμως η τέχνη οφείλει να είναι ανεκτική προς το διαφορετικό, προς το καινούργιο. Τι αξία θα είχε αν τα μόνα ανεβάσματα που γίνονται σε όπερες του Μότσαρτ ήταν ιστορικού περιεχομένου; Σίγουρα θα καταντούσε βαρετό.
Το politically correct είναι ένα σοβαρό ζήτημα όμως όταν αυτό επεκτείνεται πάνω από τα όρια του ορθού πολιτικού λόγου αλλά περνάει στο στάδιο όπου κάποιοι θίγονται από καλλιτεχνικά δημιουργήματα τότε διαπιστώνεται μία καταφανέστατη στρέβλωση. Η Τέχνη κρίνεται από το κοινό, κρίνεται από τους κριτικούς αλλά ποτέ, μα ποτέ, δεν πρέπει να ποινικοποιείται. Η παράσταση στην Όπερα του Ντίσελντορφ κατέβηκε λόγω των αναφορών της στην εφιαλτική περίοδο του ναζισμού καθώς και στον ωμό τρόπο με τον οποίο κάποια πράγματα υλοποιούνταν στη σκηνή. Δεν κατέβηκε για την καλλιτεχνική ποιότητα των μουσικών και των τραγουδιστών. Αναρωτιέμαι βέβαια αν αυτές τις ίδιες σκηνές τις έβλεπαν οι θεατές μεταφερμένες στη περίοδο της Αρχαίας Ρώμης ή του Βυζαντίου θα είχαν την ίδια αντίδραση; Πιστεύω πως όχι. Μία κοινωνία πρέπει να υπερκεράσει τα φαντάσματά της και να αποδεχθεί την ιστορική της πραγματικότητα καθώς και το ηθικό βάρος που αυτή φέρει. Αυτό όμως δεν γίνεται με απαγορεύσεις και ποινικοποίηση της οπερατικής -στη συγκεκριμένη περίπτωση- Τέχνης.
Ιδιαίτερη εντύπωση μου έκανε το άρθρο του δημοσιογράφου Βασίλη Βενιζέλου του οποίου τον σύνδεσμο παραθέτω πιο πάνω. Εκεί, ο αρθρογράφος ουσιαστικά δικαιώνει τις πρακτικές ματαίωσης του έργου και μάλιστα θεωρεί ότι ο Βάγκνερ “βιάζεται” (sic) από τον σκηνοθέτη. Φτάνει δε να αναρωτηθεί “πόση δουλειά θα είχε στις μέρες μας μία “πολιτιστική αστυνομία””. Κι όμως, αν η σκηνοθεσία ήταν κακή, διαστρέβλωσε το έργο του Βάγκνερ κ.λπ. τότε η μόνη τιμωρία που μπορεί να υπάρξει γι’ αυτόν τον κακό σκηνοθέτη είναι να μην του ξαναδοθεί η ευκαιρία να σκηνοθετήσει στην Όπερα του Ντίσελντορφ. Αντιθέτως, είναι φίμωση της καλλιτεχνικής έκφρασης και της δημιουργίας το έργο να κατεβαίνει επειδή δεν αρέσει σε κάποιους η σκηνοθετική άποψη. Ταυτόχρονα, κανείς πρέπει να αναλογιστεί που είναι το όριο σε αυτές τις απαγορεύσεις. Μάλλον είναι δυσδιάκριτο και δύσκολο να το καθορίσει κανείς, με αποτέλεσμα η τέχνη να κινδυνεύει να φιμωθεί ή αυτολογοκριθεί μόνο και μόνο για να γίνει αρεστή. Αλλά από πότε αυτό είναι αυτοσκοπός;
(*) ο Αλέξανδρος Χαρκιολάκης είναι Διευθυντής της Μουσικής Βιβλιοθήκης Erol Üçer
MIAM-Istanbul Technical University