Λίλα Κονομάρα (*).
Σε τι συνίσταται η μοναδικότητα της Άλκης Ζέη, η απήχηση που έχουν τα βιβλία της σε όλο τον κόσμο, αν όχι πριν απ’ όλα στην απόλαυση, στο χιούμορ και το γέλιο που χαρίζει; Γιατί ας μην ξεχνάμε πως ο πρώτος λόγος που διαβάζουν τα παιδιά ένα βιβλίο είναι η απόλαυση.
Η συγγραφέας δεν υιοθετεί τη σοβαροφάνεια των μεγάλων παρά μετατοπίζεται με άνεση ανάμεσα στην οπτική τους και τη ματιά των παιδιών, των οποίων η αθωότητα άλλοτε ξεσκεπάζει τον παραλογισμό των ενηλίκων και άλλοτε, αντιμέτωπη με τις συνεχείς απαγορεύσεις τους, τα πρέπει και τα όχι, αναγκάζεται να μεταπλάσει την πραγματικότητα προκειμένου να την κάνει ανεκτή και κυρίως πιο διασκεδαστική. Ποιος δεν θυμάται το μαρτύριο του μεσημεριανού ύπνου και τα χίλια δυο πράγματα που σκαρφιζόταν για να τον αποφύγει; Ποιος δεν θυμάται τις ατέλειωτες ώρες που έμοιαζαν να διαρκούν κάποια μαθήματα του σχολείου ή τα άκρως βαρετά θέματα εκθέσεων όπως η αποταμίευση για το οποίο ένας ήρωας από το Καπλάνι της βιτρίνας βαθμολογείται με κουλούρι και το σχόλιο «δι’ ανοήτους σκέψεις, άνευ περιεχομένου» επειδή έγραψε για «ένα θείο του, πολύ πλούσιο, που όλο φύλαγε τα λεφτά του σε κάτι κουτιά. Δεν ξόδευε πεντάρα, ντυνότανε κουρέλια και τέλος τα κρυμμένα λεφτά τα έφαγαν τα ποντίκια». Ποιος δεν θυμάται το επιβεβλημένο φιλί στο χέρι του παπά ή του δεσπότη ή τις καταναγκαστικές επισκέψεις σε κάποιες θείες;
Η απόλαυση όμως που αισθάνεται κανείς διαβάζοντας τα βιβλία της Ά. Ζέη δεν προέρχεται μόνο από το χιούμορ αλλά από την εξαιρετική οικονομία αφήγησης και δράσης και το νέο ύφος που κομίζει. Αντίθετα με το διδακτικό, πατριωτικό και φυσιολατρικό πνεύμα που κυριαρχούσε στο παιδικό μυθιστόρημα πριν το 1960, η Ζέη, επηρεασμένη βαθύτατα από την τραυματική εποχή της Κατοχής και του Εμφυλίου, εγκαταλείπει τη μεγαλοστομία, την εξιδανίκευση, τα κηρύγματα και τον λυρισμό και στρέφεται προς τη λιτότητα και τη ρεαλιστική καταγραφή και αποτίμηση των γεγονότων. Συλλαμβάνει το πνεύμα της εποχής στην οποία αναφέρεται, σκιαγραφώντας χαρακτήρες και γεγονότα με τρόπο απλό, απέχοντας συνειδητά από κάθε ηθικοπλαστική πρόθεση ή νοσταλγική διάθεση. Αφηγηματική δεξιοτεχνία, απέκδυση κάθε περιττού, συμπύκνωση, γρήγορος ρυθμός – αρετές στις οποίες συνέτειναν αναμφισβήτητα και οι σπουδές σεναριογραφίας στη Σοβιετική Ένωση – προσδίδουν στα βιβλία της την ιδιαίτερη θέση που κατέχουν στη σύγχρονη λογοτεχνική παραγωγή. Επιλέγοντας συνήθως την πρωτοπρόσωπη αφήγηση και τον τρόπο που ένα παιδί προσλαμβάνει την πραγματικότητα, ζωντανεύει έναν ολόκληρο κόσμο: ανασυστήνει παρελθόν και παρόν, φωτίζει διάφορες πτυχές των ανθρώπινων σχέσεων, ευχάριστες και επώδυνες, εσωτερικές συγκρούσεις και μικρά αδιέξοδα, σχολιάζει στιγμιότυπα από την καθημερινή ζωή αλλά και γεγονότα που θα την ανατρέψουν.
Μέσα από τις σελίδες των μυθιστορημάτων της Άλκης Ζέη αναδύεται μια αλησμόνητη ανθρωπογεωγραφία: ήρωες μοναδικοί και ταυτόχρονα πολύ ανθρώπινοι: ο Πέτρος, η Μέλια και η Μυρτώ, η Κωνσταντίνα, η Σάσα το κουκούτσι με τις χιλιάδες απορίες, η Ελευθερία ή Λέτρω ή ‘πλασμώδιο του Λαβεράν’, ο Σάκης και ο δίδυμος αδερφός του Νούλης που ξεπερνάει το ψεύδισμά του χάρη στη μαγική φράση «Σαΐτεψε σαϊτιά με τη σαΐτα το σαΐνι ο σαϊτευτής», ο Μάνος που θα ‘θελε πολύ να πάθει κι αυτός ‘εαρινού κατάρρου’ σαν την ξαδέρφη του τη Μαργαρίτα και άλλοι πολλοί, με τα μικρά ή μεγάλα μυστικά τους, τα συνθηματικά τους, τα όνειρα, τις λύπες και τους φόβους τους. Κι εδώ, δεν υπάρχει ίχνος ωραιοποίησης. Μαζί με τα καλολογικά στοιχεία, εξαφανίζεται και το πρότυπο του καλού παιδιού ή του πάντα δίκαιου και σωστού γονιού. Τα προτερήματα συμπορεύονται με τα ελαττώματα, οι ηρωικές πράξεις με τις μικρότητες ή την αδικία. Η συγγραφέας σκιαγραφεί μπαμπάδες και μαμάδες άλλοτε αυστηρούς και απρόσιτους που δεν εγκρίνουν συνήθως ό,τι αγαπούν τα παιδιά, απορροφημένους από τις δουλειές τους ή απλώς ανυπόμονους κι άλλοτε, τρυφερούς, με κατανόηση, σύμμαχους των παιδιών και πολύτιμους σύμβουλους. Παππούδες ευφάνταστους, μαχητικούς και πρωτοπόρους που υπερασπίζονται τις αξίες και τα ιδανικά τους όπως στον Ψεύτη παππού ή στο Καπλάνι, αλλά και που κλέβουν το ψωμί των μελών της ίδιας τους της οικογένειας την περίοδο της μεγάλης πείνας στην Κατοχή, όπως στον Μεγάλο περίπατο του Πέτρου. Γύρω τους, ένα πλήθος φίλων, συγγενών ή απλώς γνωστών, με τις ιδιαιτερότητές τους και τα παρατσούκλια που τους δίνουν τα παιδιά. Χάρη σ’ αυτούς, οι μικροί ήρωες ανακαλύπτουν σταδιακά την πραγματικότητα γύρω τους αλλά και τον ίδιο τους το χαρακτήρα μέσα από τις επιλογές που καλούνται να κάνουν.
Σ’ αυτόν τον τόσο παραστατικό μικρόκοσμο, δεν θα μπορούσαν επίσης να λείπουν τα ζώα με τα οποία οι μικροί ήρωες αναπτύσσουν μια πολύ ιδιαίτερη σχέση: και πρώτα απ’ όλα το καπλάνι, ο βαλσαμωμένος αυτός τίγρης που στα μάτια τους ζωντανεύει και παίρνει μυθικές διαστάσεις. Πώς να ξεχάσει όμως κανείς και το τριζόνι του Πέτρου που πεθαίνει την 27 Οκτωβρίου του 1940 ή τη χελώνα του το Θόδωρο; Το Ριχάρδο που κινδυνεύει από τον ανόητο πατριό της Βίτως στη Μωβ ομπρέλα ο οποίος φοβάται ότι ο σκύλος θα λυσσάξει; Τα πουλιά, τις χρυσόμυγες, τη γάτα Σκεφτική, τα μαμούνια και τα σαμιαμίθια αλλά και το λούτρινο γαϊδουράκι, τον Πλάτωνα; Τα ζώα παίζουν το ρόλο του φίλου, του ακροατή, του σύμμαχου στα παιχνίδια αλλά και βοηθούν τα παιδιά να ανακαλύψουν και να εξερευνήσουν τη φύση.
Ωστόσο, η Άλκη Ζέη δεν είναι συγγραφέας φυσικών τοπίων. Με εξαίρεση Το καπλάνι της βιτρίνας, ο χώρος στον οποίο κινούνται κατά κύριο λόγο οι ήρωές της είναι η πόλη. Τα βιβλία της αντικατοπτρίζουν το πέρασμα της Ελλάδας σε ένα αστικό τρόπο ζωής. Η συγγραφέας παρουσιάζει την Αθήνα και τις γειτονιές της από τη δεκαετία του ’50 έως σήμερα, αποτυπώνοντας τις αλλαγές που υπέστη η πόλη κατά τη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων: τη μετάβαση από τις μονοκατοικίες με τους κήπους και τις αυλές στην πολυκατοικία, από το ραδιόφωνο στην τηλεόραση, από τις άμαξες και τους χωματόδρομους στα καυσαέρια των αυτοκινήτων. Ακόμα και τα βιβλία της που δεν διαδραματίζονται στην Ελλάδα, όπως το Κοντά στις ράγες, ο Ψεύτης παππούς ή Ο θείος Πλάτων αναφέρονται επίσης σε πόλεις, το Παρίσι, τη Μόσχα και άλλες.
Η συγγραφέας δεν περιορίζεται ωστόσο σε μία απλή περιγραφή του χώρου ούτε τον χρησιμοποιεί μόνο ως πλαίσιο της δράσης. Η αφετηρία των βιβλίων της, πάνω στην οποία χτίζεται η πλοκή και πλάθονται οι χαρακτήρες είναι η Ιστορία. Διαπλέκοντας με δεξιοτεχνία αυτοβιογραφικά στοιχεία με μυθοπλασία, αναπαριστά τα διάφορα στοιχεία της πόλης ως αποτυπώσεις της σύγχρονης ιστορίας της Ελλάδας γι’ αυτό και τα μυθιστορήματά της αποτελούν σημαντική μαρτυρία για τα γεγονότα στα οποία αναφέρεται κάθε φορά. Ο δρόμος γίνεται ο τοίχος με τα συνθήματα κατά των Γερμανών, η πλατεία, ο χώρος των διαδηλώσεων, η κάθε γωνιά της πόλης αναβιώνει τη δικτατορία του Μεταξά, τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, τον εμφύλιο. Την ίδια οπτική επιλέγει και όταν αναφέρεται στις ξένες πόλεις: το Παρίσι δεν είναι το Παρίσι των μουσείων αλλά του Μάη του ’68, η Ρωσία στο Κοντά στις Ράγες είναι η προεπαναστατική Ρωσία με τις τεράστιες κοινωνικές διαφορές, τα υπόγεια όπου ζει η φτωχολογιά, τις εξεγέρσεις των φοιτητών και τις ραγδαίες πολιτικοκοινωνικές αλλαγές. Είναι η πρώτη φορά που παρουσιάζεται στα παιδικά βιβλία η άλλη πλευρά της ιστορίας, η Ζέη πραγματεύεται επίμαχα πολιτικά ζητήματα που συνήθως αποσιωπούνταν: τα παιδιά που ωθούνται να γίνουν φαλαγγίτες, το κάψιμο των βιβλίων, οι εξορίες, οι δυσκολίες του επαναπατρισμού, οι άγνωστοι ήρωες των διαδηλώσεων, η φίμωση της εκπαίδευσης. Επιλέγοντας τη βιωματική προσέγγιση, η Ζέη δεν περιορίζεται στην καταγραφή των γεγονότων, δεν έχουμε δηλαδή μια απλή παράθεση πραγματολογικού υλικού αλλά αναστοχασμό: υιοθετεί μια κριτική ματιά, θέτει ερωτήματα φτάνοντας να αμφισβητήσει ακόμα και τα ίδια της τα πιστεύω.
Με τον ίδιο τρόπο, και χωρίς το κείμενο να χάνει στο ελάχιστο από τη λογοτεχνικότητά του, προσεγγίζει και πλείστα όσα κοινωνικά ζητήματα: τις αλλαγές στην οικογένεια, το διαζύγιο, τα ναρκωτικά, την ανατροφή των κοριτσιών άλλοτε, την απομόνωση των παιδιών σήμερα μπροστά σε μια οθόνη, τη μετατροπή των πάρκων σε γκαράζ, το ρατσισμό, τις κοινωνικές ανισότητες.
Όμως το πιο σημαντικό σε όλα αυτά είναι ότι παρά τις συνταρακτικές στιγμές της ιστορίας και τις μεγάλες ανατροπές στις οποίες αναφέρεται, δεν υπάρχει τίποτα το βαρύγδουπο, το φλεγματικό ή το καταθλιπτικό. Συνομιλώντας με ειλικρίνεια και αμεσότητα με τους νεαρούς αναγνώστες της, η συγγραφέας αναδεικνύει τον πλούτο και τα διαφορετικά υλικά από τα οποία είναι φτιαγμένη η ζωή, την κοινή λογική και τα στερεότυπα αλλά και το σεβασμό στη διαφορετικότητα, την παρέκβαση, τη φαντασία, τη μαγεία. «Ξέρεις, άμα σηκώσεις το λιθόστρωτο, από κάτω βρίσκεται η θάλασσα», λέει ο ψεύτης παππούς στον εγγονό του, αναβιώνοντας το αίτημα του Μάη του ’68 για μια άλλη πραγματικότητα. Αποτυπώνοντας είτε προσωπικές είτε συλλογικές περιπέτειες, τα βιβλία της Ζέη διασχίζουν τον 20ό αιώνα με μια έμφυτη λεπτότητα, μια ψυχική γενναιοδωρία, μια ακεραιότητα και μια ευαισθησία αναδεικνύοντας μια στάση ζωής που ίσως αποτελεί την πολυτιμότερη προσφορά σε όλους μας.
(*)Ομιλία στην εκδήλωση για την Άλκη Ζέη, 31.3.14