Της Θάλειας Ιερωνυμάκη.
Η πρώτη ποιητική συλλογή της Μαρίας Βαχλιώτη, Άλλα λόγια, (Μελάνι) προκαλεί, ήδη από τον τίτλο, έναν προβληματισμό: πρόκειται άραγε για μια φιλόδοξη προοπτική αναδιατύπωσης των σταθερών και καίριων ζητημάτων που πάντα απασχολούν την ποίηση ή, συμπληρώνοντας τη λαϊκή ρήση, για μια ειρωνική αποστασιοποίηση από το ποιητικό εγχείρημα; Ο προβληματισμός κυριαρχεί και στο κυρίως σώμα της συλλογής, αφού τα ποιήματα κινούνται διαρκώς μεταξύ κυριολεξίας και αμφισημίας.
Η διπλή ιδιότητα του ποιητικού λόγου ως λυτρωτική και ταυτόχρονα βασανιστική διαδικασία διατρέχει τη συλλογή, επενδύοντας άλλοτε την τραγική συνειδητοποίηση της θέσης του υποκειμένου και άλλοτε την ειρωνική, αυτοειρωνική και σαρκαστική ανατροπή της επιχειρούμενης εξομολόγησης. Συγκροτούνται έτσι ποιήματα βίαια και επιθετικά και ταυτόχρονα αυτοσαρκαστικά και εύθραυστα, ποιήματα που ισορροπούν επιδέξια ανάμεσα στην απόγνωση και την ειρωνεία, την αποδοχή μιας σχεδόν μοιραίας κατάστασης και την υπονόμευσή της· ποιήματα εν τέλει ζωντανά, όπως ακριβώς ένα σώμα.
Η ποίηση είναι σώμα και βιώνεται στη σωματικότητά της, από τη νεανική αναζήτηση έως τη ματαιότητα της ωριμότητας, από την καλλωπισμένη εμφάνιση έως τη φθορά και από την προσπάθεια υπέρβασης της παρακμής έως την κατάδυση στη σκοτεινότητα της ύπαρξης. Τα Άλλα λόγια είναι η βιολογική πορεία του ποιητικού υποκειμένου και της γραφής του. Αρχικά αδιαμόρφωτο, αναζητώντας την ταυτότητά του («Δελτίο ταυτότητας», σ. 10), διερευνώντας τους ψυχολογικούς παράγοντες που το καθορίζουν («Οιδιπόδειο», σ. 11), διαπιστώνοντας ουσιαστικές συγγένειες και βιώνοντάς τες με τρυφερότητα και οδύνη (όπως στο αφιερωμένο στον Μανόλη Αναγνωστάκη ποίημα «Μακρινή συγγένεια», σ. 12), το υποκείμενο επιχειρεί να αυτοπροσδιοριστεί μέσα από τους άλλους. Η προσπάθεια αυτοπροσδιορισμού είναι και ποιητική· η προσωπική ποιητική φωνή επιδιώκει να απαγκιστρωθεί από τις ποιητικές εξαρτήσεις, φέρει όμως ασυναίσθητα τα ίχνη τους. Η διαμόρφωση της προσωπικής φωνής συμβαδίζει με το πέρασμα στην ενηλικίωση και την ωριμότητα που σηματοδοτεί την εγκατάλειψη των φόβων της φαντασίας και την κατά πρόσωπο αντιμετώπιση της πραγματικότητας:
ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ
Μικρός φοβόταν το σκοτάδι·
ήχους της νύχτας
κουδουνίσματα
στην πλαγιά του βουνού,
ιστορίες των γερόντων
με ίσκιους και φαντάσματα.
Μεγαλώνοντας
έπαψε να τρέμε.
Αργά κατάλαβε
πως τα επίφοβα είναι αυτά
που εκτυλίσσονται ολοκάθαρα
μπροστά στα μάτια του
μέρα μεσημέρι. (σ. 19)
Στην ωριμότητά του το υποκείμενο καθηλώνεται στον χώρο («ξεπουλάει το καράβι του/ για ένα ξερονήσι», «Σειρήνες», σ. 15). Τα περισσότερα ποιήματα της συλλογής είναι ποιήματα κλειστού χώρου και ασφυκτικών περιγραμμάτων· ακόμα και ο εξωτερικός χώρος (όπως λ.χ. στο ποίημα «Παιδική χαρά», σ. 31) είναι περίκλειστος και προστατευμένος, υπαρκτός μόνο για να φανεί εντονότερη η απομόνωση του υποκειμένου. Το ίδιο ζει ριζωμένο με σχεδόν φυσικούς όρους, χωρίς να διαταράσσει την περιβάλλουσα μακαριότητα, όπως δραματικά (με την ανάκληση των μυθολογικών αναφορών του) φαίνεται στο ποίημα «Ενιπέας» (σ. 24):
Δίπλα στις όχθες του
τι πυρκαγιά να φοβηθείς,
ποιες γλώσσες πύρινες
να κόψουν τη λαλιά σου –
εσένα
ένα υπόγειο ρυάκι κάθε βράδυ
διασφάλιζε στις ρίζες σου
όνειρα κελαριστά.
Ανυπολόγιστη, εντούτοις,
η δύναμη της φωτιάς
εκείνο το καλοκαίρι.
Έκτοτε
η τέφρα σου κοσμεί
τα κρύα σκοτεινά νερά.
Κι ο ποταμός
ανέπαφος
ρέει κανονικά.
Το υποκείμενο καθηλώνεται επίσης στον χρόνο βιώνοντας τη στιγμή σωματικά. Ο χρόνος είναι αμείλικτος και απτός, «σε καπελώνει/ απ’ την κορφή/ απροετοίμαστο» («Χρόνος», σ. 16). Τα ζωτικά όργανα, τραυματισμένα, πάσχουν και φθείρονται: όραση και ακοή («Οπτικό πεδίο», σ. 23 «Καιρός», σ. 17 και «Χανιά», σ. 20 αντιστοίχως), αναπνευστικό σύστημα («Lux», σ. 25), μεμονωμένα μέλη σαν αποκομμένα από το όλον, σχεδόν υπερτροφικά, εσωτερικά όργανα καθημαγμένα («Νόστιμον ήπαρ», σ. 30 και «Άσμα ηρωικό», σ. 34) συνθέτουν τελικά ένα σώμα «τεμαχισμένο/ ραμμένο σταυροβελονιές» («Στοκ», σ. 39). Το σώμα αποστραγγίζεται, παραμορφώνεται, διαστρέφεται από τον (σωματοποιημένο) λόγο ώσπου να ενεργοποιηθεί και να αποκτήσει νέα ζωή, να αποκατασταθεί ως ένα ιδιότυπο «έργο τέχνης» («Στοκ»). Η σωματο-ποιημένη γραφή, μοιάζει να ασφυκτιά χωρίς να μπορεί να διαφύγει, να απελευθερωθεί, να αναπνεύσει, ίσως γιατί υπάρχει η συναίσθηση της έλλειψης διεξόδου και διαφυγής από τα στεγανά της ιδιωτικότητας. Η ποίηση είναι παράγωγο, αλλά και αιτία ενός απολύτως προσωπικού πόνου· ακόμα και όταν παρέχει προοπτική λύτρωσης, το αντίτιμο είναι η σωματική ή ψυχική αφαίμαξη («Ελεύθερη πτώση», σ. 14), υπέρμετρα επώδυνη καθώς είναι οικειοθελής, όπως το ποίημα «Δοσοληψία» (σ. 13) εύγλωττα αποτυπώνει:
Έλα ποίημα να με σώσεις,
κι αν επεκτείνεις το χέρι μου
ως τη βελόνα,
κι αν αναβάλεις
το μη αναστρέψιμο,
εγώ
τι δωρητής
οργάνων μουσικών
τι αιμοδότης,
όλες τις λέξεις απ’ τις φλέβες μου
θα σου στραγγίξω.
(Τι πάει να πει
εσύ τι θα κερδίσεις,
δεν είδα ποτέ βρικόλακα
να έχει βγει χαμένος.)
Η ποιητική έκφραση θεραπεύει πρόσκαιρα τον σωματικό πόνο, και συγχρόνως τον υποδαυλίζει για να διατηρήσει το υποκείμενο εν εγρηγόρσει. Τα Άλλα λόγια δίνουν την αίσθηση της ταυτόχρονης οδύνης και λύτρωσης, του διαρκούς πόνου και της αποστασιοποίησης από αυτόν. Η ίδια η λεκτική συγκρότηση της συλλογής αναδεικνύει την ισόχρονη και ταυτόχρονη λύτρωση και οδύνη. Τα ποιήματα δεν απορρέουν από την εκχύλιση του συναισθήματος, αντίθετα είναι αυστηρά οργανωμένα. Η λογική οργάνωση (θέση-επιχειρηματολογία-συμπέρασμα), συνδυάζεται με μια σχεδόν διαλογική ανάπτυξη που πολλές φορές υποδεικνύει την άρση και τη θέση (ή το αντίστροφο). Η λογική οργάνωση συγκρατεί το σώμα να μην καταρρεύσει. Από την άλλη, η απλότητα του προφορικού λόγου, τα λογοπαίγνια, οι παροιμιακές εκφράσεις ως η αυθόρμητη έκφραση του υποκειμένου που λυτρώνεται λεκτικά, συνδυάζονται ή συνοδεύονται από έναν επίσημο, επιστημονικό, συχνά ιατρικής ορολογίας, λόγο που επαναφέρει στην απτή σωματική πραγματικότητα. Ο ένας λόγος όμως υπονομεύει τον άλλο, συνήθως στην κατάληξη των ποιημάτων, όπως γίνεται στο ποίημα «Lux» με τον λαϊκής σοφίας, ανατρεπτικό, τελευταίο στίχο:
Εγκληματική απληστία·
δωμάτιο ευήλιο και ευάερο
βρογχοδιασταλτικά και κορτιζόνες
στην υπηρεσία των ζωτικών του οργάνων,
κι αυτός
να διαμαρτύρεται ότι δυσφορεί.
Μέτρα κι εσύ
την αναπνοή σου
εκατομμύρια φορές
σε συνθήκες
εκκωφαντικής ησυχίας
κι έλα μετά να μιλήσουμε
για επάρκεια
και κορεσμό
αέρα κοπανιστού.
Παρά την εντρύφηση στον πόνο, στα περισσότερα ποιήματα της συλλογής δεν προκρίνεται η ανίατη μοιρολατρική αποδοχή του, αφού ο αυτοσαρκασμός και οι λεκτικές ανατροπές υπονομεύουν την έκφραση του πάσχοντος υποκειμένου παρέχοντας μια κάποια ανακούφιση. Και αν οι λέξεις δεν είναι παυσίπονες και νηπενθείς, μπορεί τελικά να αρκούν για να ταριχεύσουν αιωνίως το σώμα εξασφαλίζοντάς του μιας άλλης μορφής επιβίωση: «“Από τι να φυλαχτεί κανείς;/ Έτσι κι αλλιώς,/ όλοι μας/ μια μέρα/ από κάτι θα πεθάνετε”» («Μεταβίβαση ακινήτου», σ. 29).
Το υποκείμενο ταλαντεύεται ανάμεσα στη λυτρωτική δύναμη της ποίησης και τη ματαιότητά της, ανάμεσα στη συνειδητοποίηση του ανέφικτου και την επιθυμία να το καταστήσει εφικτό, ανάμεσα στην ιδιωτικότητα, συνυφασμένη με την ανάγκη της σιωπής και στην ανάγκη του λόγου, ακόμα και αν αμφισβητείται η δυνατότητα αποδοχής του. Εν τέλει όμως, παρά τους δισταγμούς, αποδέχεται αμετάκλητα την ποιητική του φύση: κομμένο, τραυματισμένο, άρρωστο, το σώμα-ποίημα δεν παύει να ζει ακολουθώντας τη φύσει αναγκαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.
INFO: Μαρία Βαχλιώτη, Άλλα λόγια, Αθήνα, Μελάνι, 2013