Του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου.
Διαβάζω την τελευταία εξαιρετική δουλειά (κάτι σαν ύστατος αποχαιρετισμός) της Έφης Καλλιφατίδη, που είναι η μετάφραση του μυθιστορήματος του Ίταλο Σβέβο Η συνείδηση του Ζήνωνα (εκδόσεις Αντίποδες). Και λέω «εξαιρετική» γιατί δεν θα πρέπει να είναι καθόλου εύκολο να εγκλιματιστεί σε ξένη γλώσσα ένα αφηγηματικό κείμενο που θέλει να αποτυπώσει, όπως προαναγγέλλεται ήδη από τον τίτλο του, τις συνειδησιακές μετατοπίσεις ή και διολισθήσεις ενός κατεξοχήν αναξιόπιστου προσώπου, ενός ήρωα ο οποίος κάνει συνεχώς κινήσεις για να αποφύγει τον εαυτό του, για να μη δει αυτό που πράγματι του συμβαίνει, για να μην αντικρίσει τους δρόμους στους οποίους οδηγούν οι πράξεις του. Σύμφωνοι, αν δεν είχε μεσολαβήσει ο Τζόις δεν ξέρουμε ποια ακριβώς θέση θα καταλάμβανε σήμερα ο Σβέβο στην ιταλική και την παγκόσμια λογοτεχνία. Σύμφωνοι επίσης, ο Σβέβο έγινε αυτό που έγινε, περνώντας πρώτα από τη γαλλική λογοτεχνική σκηνή με τα διαπιστευτήρια του Τζόις. Παρόλα αυτά, το μυθιστόρημά του, δημοσιευμένο λίγο μετά το πέρας της πρώτης εικοσαετίας του 20ου αιώνα, αναπτύσσει με τον μοντερνισμό μια σχέση τόσο μοναδική και βαθιά, που κόντρα στην κοινή πεποίθηση μας αφήνει να φανταστούμε πως η περίπτωσή του μπορεί και πάλι να είχε ανακαλυφθεί.
Ο σχεδόν εξηντάχρονος Ζήνων Κοζίνι, επιχειρηματίας από την Τεργέστη, ξεκινάει να αφηγηθεί τη ζωή του ύστερα από προτροπή του ψυχαναλυτή του (άλλο αν ο ψυχαναλυτής δημοσιεύει την αφήγηση ως εκδίκηση για την απόφαση του ασθενούς να διακόψει τη θεραπεία του). Και εξιστορώντας τα του βίου του, η αναξιοπιστία του Ζήνωνα θα καταλήξει σε ένα είδος δονκιχωτικής κωμωδίας, όπως παρατηρεί ο Τζέιμς Γουντ στο επίμετρο της έκδοσης (μετάφραση Παναγιώτης Κεχαγιάς). Όλα όσα θα διαπράξει ο Ζήνων κατά τη διάρκεια της μυθιστορηματικής δράσης πάσχουν από κάποια στρέβλωση: μια εξωφρενική σχέση με το κάπνισμα, ο σπαρακτικά αστείος θάνατος του πατέρα του, ο απεγνωσμένος του αγώνας να παντρευτεί οποιαδήποτε από τις τρεις αδελφές μιας οικογένειας, ακόμα κι αν αυτή είναι κακάσχημη και αλλήθωρη (όπως είναι εντέλει η συμβία του), η αρρωστοφοβία, η αρρωστομανία και η αρρωστολατρεία του, το μίσος του για την ψυχανάλυση (στην οποία δεν αναγνωρίζει κανένα αναλυτικό δικαίωμα), οι σοφιστικού τύπου ενοχές για τις συζυγικές του απιστίες, η καταστροφική επιχειρηματική του πορεία και η κατά λάθος συμμετοχή του στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο με την παρουσία του σε ένα πεδίο μάχης για το οποίο δεν έχει την παραμικρή αίσθηση της πραγματικότητας.
Ο Σβέβο δεν διασπά τον αφηγηματικό χρόνο, που παραμένει ευθύγραμμος, δεν καταφεύγει παρά μόνο λελογισμένα στη ροή της συνείδησης και δεν γίνεται ούτε για μία στιγμή ακατάληπτος, όπως το συναντάμε συχνά στα καταστατικά κείμενα του μοντερνισμού. Εκείνο που κάνει με επίμονο, σχεδόν στανικό τρόπο είναι να στραμπουλάει και να παραμορφώνει τη συνείδηση του Ζήνωνα – ό,τι κι αν σημαίνει κάτι τέτοιο, με όποιον τρόπο κι αν μπορούμε να το ονομάσουμε: αποσάρθρωσα των νοητικών του λειτουργιών, συγκεχυμένη κατανόηση του περίγυρου, παθολογική ακινησία και αυτοπεριχαράκωση, εξάρτηση από ένα ατσάλινο πλέγμα έμμονων ιδεών. Ένας μοντερνισμός που δεν χρειάζεται κάποια υψηλή ή υπερτονισμένη τεχνική προκειμένου να σπάσει γυαλιά ή για να γκρεμίσει τείχη. Κι αυτή ακριβώς η χαμηλόφωνη στρατηγική είναι η αιχμή του δόρατος για τον Σβέβο. .