“Η σκοτεινή κλωστή δεμένη” της Άννας Γρίβα (του Γιώργου Λίλλη)

0
761

 

του Γιώργου Λίλλη.

 

 

Με την  τέταρτη ποιητική της  συλλογή Σκοτεινή κλωστή δεμένη η Άννα Γρίβα αναζητά στο μύθο την ποιητική αλήθεια. Τα πρόσωπα που επιλέγει από την ελληνική μυθολογία για να χτίσει το ποιητικό της οικοδόμημα θρηνούν για την απώλεια, για την φθορά, απαρνούνται τον θεϊκό τους ρόλο και για πρώτη φορά ταπεινά δέχονται την ήττα.

Στο πρώτο ποίημα της συλλογής ο Αχιλλέας θρηνεί για το ότι μέσα στο πέρασμα του χρόνου έχασε την αίγλη της δόξας του, γίνεται ανθρώπινος και ευάλωτος, ένας δικός μας άνθρωπος, δίχως την περιβολή του μύθου που κουβαλούσε το όνομά του:

 

Κλαίω το βράδυ

και τα παιδιά με κοροϊδεύουν

Με το σκοτάδι τους

με γδέρνουνε την πλάτη

και με ντροπιάζουν με το γέλιο τους

 

οι άντρες σαν με πάρουν στο κατόπι

φτύνουν το τίποτα που έγινα

χλευάζοντας τα όπλα μου

κι ας μην πολέμησαν ποτέ

 

Υπάρχει μια θλίψη σε αυτά τα λόγια που εσκεμμένα η Γρίβα κατά την ταπεινή μου άποψη βάζει να πει ο Αχιλλέας. Είναι η εποχή που ζούμε. Οι μύθοι έχουν περιπέσει στην αφάνεια, ο κόσμος δεν χρειάζεται ήρωες και η ποίηση αμήχανη προσπαθεί να περισώσει μέσα στο χάος αυτό το μυθικό στοιχείο που έκανε τα πράγματα να φαίνονται υπερβατικά και που χρησίμευε για να νιώσουμε μικροί και εύθραυστοι, πέρα από εγωισμούς και κάθε είδους έπαρση και να αρχίσουμε να σεβόμαστε ξανά τον κόσμο που μας περιβάλλει.

Ο Αχιλλέας στο ποίημα γνωρίζει πως το μόνο που έμεινε από τις θρυλικές του πράξεις είναι ένας μακρινός απόηχος που κι αυτός χάνεται μέσα στην χλεύη των ανθρώπων που ξέχασαν το μύθο και κόπηκε η κλωστή και τώρα δίχως μίτο προσπαθούν να βγουν από το λαβύρινθο.

Γι΄ αυτό και θεωρώ σπουδαίο το εγχείρημα της Γρίβας. Δεν επαναφέρει μόνο τα μυθικά πρόσωπα στο προσκήνιο ως προφήτες που προειδοποιούν για τα μελλούμενα, αλλά  κυρίως γίνονται παράδειγμα οι ζωές τους για εμάς.

Διδακτική ποίηση; Ναι, αλλά όχι με την έννοια ενός αυστηρού δασκάλου που μας δείχνει με το δάχτυλο. Γιατί και η ίδια η ποιήτρια τοποθετεί τον εαυτό της μέσα στο παράλογο αυτού του κόσμου, ψάχνει κι εκείνη απαντήσεις, αναζητά έναν τρόπο να κρατήσει ζωντανή την φλόγα της.

Στο ποίημα Κασσάνδρα φαίνεται ξεκάθαρα αυτό που μόλις ανέφερα:

 

Πες μου Κασσάνδρα απ΄ την αρχή

τι βλέπεις για τα επόμενα.

Άρχοντα μου βλέπω πόλεμο

σπαθί φωτιά και μήνιν

και τα παιδιά απ΄ τον τρόμο τους

να πέφτουν στα πηγάδια.

 

Κι εκείνος πώς γελά!

Μου δίνει κόκκινα υφάσματα

μου δίνει πέπλα στο μετάξι

μου δίνει νήμα από χρυσό

να τα κεντώ φορέματα.

 

Μα εγώ τ΄ απλώνω στα κρυφά

όταν θα πέφτουν τα παιδιά

απ΄ τα πηγάδια ευθύς στα πόδια μου

να τα τυλίγω καταγής

και να τα στέλνω πάλι πάνω.

 

Τότε οι κάμποι ανθίζουνε

και στα μελίσσια ρέει

γλυκό για όλα τα μέλλοντα

το μέλι των θαυμάτων.

 

Ο χρόνος παίζει σπουδαίο ρόλο στα ποιήματα αυτά. Ο χρόνος που δεν νικιέται, ο χρόνος που μας φθείρει. Οι ήρωες της Γρίβα αναζητούν με πάθος όχι να διατηρηθεί το όνομά τους μέσα στο χρόνο, αλλά η ίδια τους η ζωή, γεγονός ανέφικτο που τους οδηγεί στην θλίψη. Αυτή η διαπίστωση, ότι όλα χάνονται, ότι είμαστε περαστικοί από την γη, είναι αναπόφευκτο να οδηγεί στην θλίψη. Και να που η ποίηση, έρχεται να αναμετρηθεί με την φθορά δίνοντας αξία στις στιγμές. Όπως η Κασσάνδρα που στέλνει πίσω τα παιδιά που έχουν πέσει στα πηγάδια, πιστεύοντας στο μέλι των θαυμάτων.

Η Γρίβα χτίζει με απέριττο τρόπο μια λυρική χώρα, όπου η παραμυθία απαλύνει τις πληγές. Δεν εξηγεί, δεν προσφέρει λύσεις, αλλά σκορπά φως στα συναισθηματικά μας αδιέξοδα:

 

Κλείσε τα μάτια

κι άκου την καρδιά σου στο σκοτάδι

το τύμπανο που κρούει τον πιο τρελό χορό

και γύρω του ένα ποτάμι μυστικό

με σκοτεινό νερό

Με αυτό την κούπα γέμισε:

συμποτικό τραγούδι η σιωπή

και πρόποση το χάος.

 

Κάτι που οφείλω να επισημάνω είναι ο ρυθμός των ποιημάτων αυτών. Η Γρίβα δούλεψε πολύ αφαιρώντας κάθε τι περιττό δίνοντας βάση στην μουσικότητα που σε πολλά σημεία είναι εκπληκτική. Ο λυρισμός της διαποτισμένος με την απαραίτητη δραματικότητα που δίνουν στα ποιήματα μια άρτια τεχνική.  Μια ώριμη κατάθεση.

 

info: Άννα Γρίβα, Σκοτεινή κλωστή δεμένη, Γαβριηλίδης

 

Προηγούμενο άρθροΝ. Σταμπάκης,Η τριλογία της Νεραϊδονονάς (των Ιφιγένεια Σιαφάκα και Αριστοτέλη Σαίνη)
Επόμενο άρθροΟι υπόλοιποι απλώς ζούμε εδώ.  (της Ελένης Σβορώνου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ