Της Κατερίνας Σχινά.
Η Νέλλη Ανδρικοπούλου μπήκε στα γράμματα αργά. Έγραψε ένα βιβλίο για τον Εγγονόπουλο –τον μόνο της σύζυγο, από τον οποίο απέκτησε και τον γιο της, Πάνο – ανάκληση όχι μόνο των χρόνων που έζησαν μαζί, αλλά κυρίως ψυχογραφικά οξυδερκής, αισθητικά εμβριθής σκιαγραφία του ζωγράφου. Αφηγήθηκε το θρυλικό ταξίδι με το Ματαρόα, που έφερε στη Γαλλία τους πρώτους φοιτητές μετά τον πόλεμο, στην ουσία φυγαδεύοντάς τους από μια Ελλάδα που σπαρασσόταν από τον εμφύλιο. Μετέφρασε υποδειγματικά, Χαίλντερλιν, Αντόρνο, Τσέλαν, αποσπώντας μάλιστα βραβείο μετάφρασης για την απόδοση στη γλώσσα μας του Μονόδρομου του Βάλτερ Μπένγιαμιν. Και πρόσφατα εξέδωσε μερικές εξαιρετικά γοητευτικές αυτοβιογραφικές σελίδες για τα παιδικά της χρόνια στο Πέρα, ένα βιβλίο που επιχειρεί να αγγίξει τις εμπειρίες και τις μνήμες της, όχι για να νοσταλγήσει – η νοσταλγία της είναι άγνωστη – αλλά για να βγάλει στο φως ό, τι συνήθως παραμένει στη σκιά.
Αλλά η Νέλλη Ανδρικοπούλου υπήρξε ζωγράφος, η ζωγραφική ήταν ο πόθος και η κατεύθυνση της ζωής της, άλλο αν δεν της χαρίστηκε, επειδή ο βιοπορισμός την απομάκρυνε από την εικαστική έκφραση. Εξακόσια περίπου έργα είχε στο ντεπό της, ελάχιστα κρεμασμένα στους τοίχους του σπιτιού της στο κέντρο της Αθήνας, τα περισσότερα αποθηκευμένα και ίσως ξεχασμένα. Και ξαφνικά, η φροντίδα ενός φίλου στενού, του γιατρού Νίκου Παΐσιου, η επιμελημένη καταγραφή του Σπύρου Μοσχονά και το ενδιαφέρον του διευθυντή του Μορφωτικού Ιδρύματος της τράπεζας Διονύση Καψάλη, έφεραν αυτά τα έργα στο φως – και η Νέλλη Ανδρικοπούλου δώρισε στο ΜΙΕΤ πολλά από τα έργα της. Μια χορταστική και χαρακτηριστική επιλογή από τη δουλειά της εκτίθεται από τις 27 του μηνός στο κτήριο Εϋνάρδου, επί της Αγίου Κωνσταντίνου, αποκαλύπτοντας μια δημιουργό με εξαιρετική σχεδιαστική γραμμή και χρωματική ευαισθησία, μια καλλιτέχνιδα που δεν έπαψε να ζωγραφίζει, ακόμη κι όταν η επιτακτική ανάγκη του βιοπορισμού την υποχρέωσε να απομακρυνθεί από την τέχνη (δει δη χρημάτων) και να αξιοποιήσει την πολυγλωσσία της (γερμανικά, γαλλικά, αγγλικά) στον τομέα του τουρισμού.
“Ιδιαίτερα με απασχολούσε το σχέδιο”, γράφει η Νέλλη Ανδρικοπούλου, στα προλεγόμενα του φροντισμένου καταλόγου που εξέδωσε το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας. “ Σπάνια παρουσιάζονται εκθέσεις σχεδίων, επειδή υπολανθάνει στην κοινή αντίληψη η ιδέα ότι το σχέδιο – όταν δεν είναι «σκίτσο», που προβαίνοντας με την υπερβολή είναι άλλο πράγμα – είναι η λίγο-πολύ κοπιώδης προπαρασκευή ενός έργου που θα εκτελεστεί σε άλλο υλικό, σε χρώμα, μέταλλο, πηλό ή πέτρα. Το σχέδιο αναδεικνύεται, ωστόσο, ως τέχνη αυθυπόστατη όταν πετυχαίνει με ακαριαία λιτότητα ν’ αποδώσει αισθητικά και ουσιαστικά τον κόσμο που μας περιβάλλει. Από τις παραστάσεις ζώων και ανθρώπων σε σπήλαια προϊστορικά ως τα δημιουργήματα αρχαίων αγγειογράφων, η σαγήνη της γραμμής που υφαρπάζει την εικόνα της πραγματικότητας και την αποδίδει άμεσα, με ενστικτώδη αρμονία, χωρίς μεταμέλειες και επαναλήψεις, μας έχει διδάξει πως ”ουκ εν τω πολλώ το ευ” , κι ότι μπορούμε να φιλοκαλλούμε κ α ι μετ’ ευτελείας”.
Αυτή η “μετ’ ευτελείας” φιλοκαλλούσα, πολυτάλαντη καλλιτέχνις, που έμαθε να χειρίζεται τον ηλεκτρονικό υπολογιστή στα ογδόντα της χρόνια, προκειμένου να γράψει τα βιβλία της, αυτή η δυναμική, αταλάντευτη στην διεκδίκηση της επιθυμίας της, γυναίκα, πέρασε, ωστόσο, μια περίοδο απόκλισης από την φυσική της κοίτη, ενδίδοντας στις προτεραιότητες του Νίκου Εγγονόπουλου, θυμίζοντάς μας, πάντα, πόσο μπορεί να απαρνηθούν τον εαυτό τους οι γυναίκες, προσπαθώντας να προσαρμοστούν στην ιδέα ενός αγαπημένου ανδρός για το “δέον”.
“Ενδιαφέρον έχουν τα εμπόδια που συνάντησα στο γάμο μου μ’ ένα καλλιτέχνη τον οποίο απασχολούσε, όπως και μένα αλλά με άλλο τρόπο, η ζωγραφική, και το μπλοκάρισμα που μου προκάλεσε ο Εγγονόπουλος ο οποίος, θέλοντας το γάμο μας ολοκληρωτικό και έχοντας παράδειγμα σ’ αυτό τον αγαπημένο δάσκαλό του τον Παρθένη, με απομόνωσε από το σύμπαν και βάλθηκε χωρίς χρονοτριβή να με μυήσει στη βυζαντινή ζωγραφική που θα γινόταν η κοινή πλατφόρμα της τέχνης μας μεταξύ μας”, γράφει η Νέλλη Ανδροκοπούλου. “Προσφέρθηκα μετά χαράς, με θαυμασμό και δέος στην εκμάθηση αυτής της μυστηριώδους τεχνοτροπίας, που όμως, προς κακοφανισμό μου, αποδείχθηκε αντίθετη με οποιοδήποτε καλλιτεχνικό παλμό είχα μέσα μου. Εκεί που εγώ απέβλεπα στην άμεση, βιωματική απόδοση των προσπαθειών μου, να δουν τα μάτια μου και να χαρούνε μια πετυχημένη ζωγραφιά, βρέθηκα εγκλωβισμένη σε μια μακρόσυρτη, εγκεφαλική, περίπλοκη διαδικασία της οποίας ήταν αδύνατο να δεις το αποτέλεσμα πριν βάλεις και την τελευταία πινελιά – που άλλωστε μπορούσε, μη σηκώνοντας διόρθωση λόγω της ιδιόμορφης διαδικασίας , να σου τα χαλάσει όλα! Αυτό ήταν ένα μαρτύριο, σωστός ψυχικοπνευματικός βιασμός, πολύ περισσότερο που ο Εγγονόπουλος μου απαγόρευε να ζωγραφίζω πια διαφορετικά! Μια μέρα που πάσχιζα να φτιάξω έναν Άγιο Δημήτριο να τον χαρίσω στον αδελφό μου τον Τάκη που πλησίαζε η γιορτή του, ο Εγγονόπουλος επιστρέφοντας στο σπίτι έβαλε τις φωνές ”αυτό είναι έργο κακού ανθρώπου! ”, οπότε αγανακτισμένη από την προσβολή τα βρόντηξα όλα χάμω μ’ ένα ”δεν πρόκειται να ξαναδείς έργο από τα χέρια μου ποτέ” – και πραγματικά δεν του έδειξα ποτέ πια τίποτε – μόνο που εξακολουθούσα να ζωγραφίζω δικά μου θέματα παραλλαγμένα, σα να μιλούσα μια ξένη γλώσσα, με τη βυζαντινή τεχνοτροπία!… Το 1953 συνεργάστηκα μαζί του στην κατασκευή των δεκαεπτά μεγάλων εικόνων για τον Άγιο Σπυρίδωνα της Νέας Υόρκης με την τεχνοτροπία αυτή – στην οποία, χρόνια μετά όταν οι παλιές εντάσεις είχαν εκλείψει, επανερχόμουν αυτομάτως όταν επιθυμούσα να ζωγραφίσω τον άγγελο παραστάτη μου τον Γαβριήλ με τ’ ανθηρά φτερά του, ή τον άγγελο τον πεπτωκώτα με τ’ αποψιλωμένα φτερά που πια δεν τον σηκώνουν, και πέφτει μπρος στα πόδια σου εκεί που δεν τον περιμένεις. ..”
Και μετά ήρθε η ενασχόληση με τον τουρισμό, το “αλκοολίκι” των ταξιδιών, η ολοένα και σπανιότερη συνομιλία με την ζωγραφική. Μονάχα στις διακοπές, στο σπίτι της φίλης της Ναταλίας Μελά στις Σπέτσες, μέσα στη γαλήνια σχόλη του ελληνικού καλοκαιριού, θα ξαναπιάνει μαρκαδόρους και τέμπερες και θα ζωγραφίζει ανθρώπους και τοπία, εικονογραφώντας την ζωή της, συνθέτοντας, θα έλεγε κανείς, ένα ιδιότυπο εικαστικό journal intime. Η γραμμή της ξανάβρισκε την ελευθερία της, οι συνθέσεις της την ελαφράδα τους. “Τα πρόσωπα των ανθρώπων με προκαλούσαν με την ιδιομορφία τους”, γράφει η Ανδρικοπούλου στον κατάλογο της έκθεσης. “Ατυχώς και σ’ αυτό ένιωθα αντίθετα από τον Εγγονόπουλο, που κορυφώνοντας τις μορφές του με την ίδια πάντα αυγόσχημη απόληξη εξέφραζε συμβολικά, με την κίνηση των κορμιών, έννοιες που αφορούσαν όλο τον κόσμο. Για μένα ”όλος ο κόσμος” δεν υπήρχε – το ενδιαφέρον ήταν η μοναδικότητα, η διαφορετικότητα του καθενός. Κάθε πρόσωπο οδηγούσε λες το χέρι μου υποδεικνύοντάς μου τον ειδικό τρόπο με τον οποίο θα το αναπαριστούσα, που δεν ξαναβρισκόταν αλλού πουθενά”.
Αυτή η ματιά για το ιδιαίτερο, το ξεχωριστό, σφράγισε και το λογοτεχνικό έργο της Ανδρικοπούλου, χαρακτήρισε τα λίγα, αλλά οξυδερκή, κριτικά της κείμενα, κι έδωσε στο λόγο της την απαράμιλλη ζωντάνια του. Το “Ματαρόα” της, η αφήγηση της δραπέτευσης α
πό την ζοφερή συνθήκη που επικρατούσε τότε στον τόπο μιας ομάδας φωτισμένων νέων (Κορνήλιος Καστοριάδης, Κώστας Παπαϊωάννου, Μιμίκα Κρανάκη, Νίκος Σβορώνος, Εμμανουήλ Κριαράς, Μάνος Ζαχαρίας, Ελλη Αλεξίου, Ανδρέας Καμπάς, Αριστομένης Προβελέγγιος, Πάνος Τζελέπης, Νικόλαος Χατζημιχάλης, Μέμος Μακρής, Ντίκος Βυζάντιος, και πολλοί άλλοι) στις 21 Δεκεμβρίου του 1945, είναι
μια άκρως ενδιαφέρουσα, διόλου εξωραϊσμένη και γι’ αυτό συναρπαστική μαρτυρία ενός σημαδιακού ταξιδιού, που θα άλλαζε τη ζωή όλων αυτών των υποτρόφων της γαλλικής κυβέρνησης (μια πρωτοβουλία των Μερλιέ και Μιλιέξ, διευθυντή και γραμματέα, αντίστοιχα, του Γαλλικού Ινστιτούτου της Αθήνας εκείνη την εποχή) και θα τους έφερνε στην πρώτη γραμμή της πρωτοπορίας, στη φιλοσοφία, στα γράμματα, στη γλυπτική, στην αρχιτεκτονική, στις επιστήμες. Κι ίσως γι’ αυτό, το κείμενο του “Ματαρόα”, διασκευασμένο από την Ελίτα Κουνάδη, γοήτευσε τόσο την Ελέν Σενκ, συνεργάτιδα της Αριάν Μνουσκίν στο περίφημο Theatre du Soleil, ώστε θα το παρουσιάσει στο Θέατρο του Ήλιου φέτος το χειμώνα. Δουλεύοντας με Έλληνες και Γάλλους ηθοποιούς, η Σενκ ετοιμάζεται πυρετωδώς για την πρεμιέρα του έργου, στις 19 Νοεμβρίου στο Παρίσι.
Το ενδιαφέρον, ωστόσο, στην περίπτωση της Νέλλης Ανδρικοπούλου, πέρα από την τέχνη ή τη γραφή, βρίσκεται στο πώς έζησε τον μακρύ και πλούσιο βίο της· στο πώς σήμερα, στα 92 της χρόνια εξακολουθεί να δημιουργεί και να προσδοκά την έκπληξη από το μέλλον. Κι ακόμη στο πώς μια γυναίκα μόνη, με ένα παιδί, χωρίς χρήματα, ξεπέρασε τις δυσκολίες, αντιπάλεψε κάθε αντιξοότητα και προσγειώθηκε στο κατώφλι των γηρατειών ευχαριστημένη, έτοιμη να ξαναρχίσει, να απολαύσει και να προσφέρει – αφού “η ζωή είναι μπροστά μας!” όπως είπε χαρακτηριστικά, το βράδυ των εγκαινίων της έκθεσης, η επιστήθια φίλη της Νέλλης Ανδρικοπούλου, Ναταλία Μελά.
info: Νέλλη Ανδρικοπούλου, Η ζαλάδα των χρωμάτων, η σαγήνη της γραμμής, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αγ. Κωνσταντίνου 20, έως τις 29 Απριλίου 2-14.
Ωραίο άρθρο για έναν ωραιότατο άνθρωπο. Κάθε παράγραφος πετυχαίνει κάποια από τις τόσο γοητευτικές έδρες της προσωπικότητας που λεγόταν Νέλλη Ανδρικοπούλου