Του Γιάννη Ν. Μπασκόζου.
«Γιάννη θα γράψεις για το βιβλίο μου;». Η Σία, συνάδελφος, μπήκε φουριόζα στο γραφείο μου. «Βεβαίως, εκδόθηκε;», «Όχι ακόμα αλλά είναι φοβερό. Σου λέω, ανώτερο από Νταν Μπράουν. Διαδραματίζεται σε τέσσερις πόλεις, έχει πολιτικό υπόβαθρο, σασπένς και άλλα πολλά. Είναι έτοιμο μπεστ σέλερ». «Πότε εκδίδεται, Σία;», ρωτάω, μιας και δεν με πείθουν οι υπερβολικές αυτο-παρουσιάσεις. Αφοπλιστική η Σία: «Δεν έχω ξεκινήσει ακόμα να το γράφω». Με κοιτάει με τη δυσπιστία στα μάτια της. «Καλά, δεν πιστεύεις όταν σου λέω ότι η ιστορία που έχω σκεφτεί είναι σούπερ;».
Ο διάλογος αυτός έγινε πριν από λίγα χρόνια. Η Σία ήταν μια πολύ καλή δημοσιογράφος αλλά αυτό, μαζί με την ιστορία που είχε σκεφτεί, δεν ήταν αναγκαία και ικανή προϋπόθεση για να γράψει ένα καλό μυθιστόρημα. Έκτοτε σε παρέες έχω ακούσει πολλές φορές να λένε: η ιστορία που θα σου διηγηθώ θα μπορούσε να γραφεί σαν μυθιστόρημα.
Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν να διηγηθούν μια ιστορία. Οι γονείς μας και οι γύρω μας έχουν πάντα κάτι να μας αφηγηθούν, ειδικά από τα δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια. Αυτό δεν σημαίνει ότι μια ιστορία, όσο περίεργη, τραγική, μυστήρια, παράξενη, παράλογη, χιουμοριστική, μεταφυσική κι αν μοιάζει μπορεί να γίνει λογοτεχνία. Αλλιώς όλοι θα ήμασταν όλοι λογοτέχνες. Η λογοτεχνία έχει τους κανόνες της, όπως κάθε δημιουργική εργασία. Και επιπλέον απαιτεί και μια ιδιαίτερη ικανότητα, αυτή του συγγραφέα.
Είναι να απορείς κανείς πώς άνθρωποι σκεπτόμενοι, ενεργά μέλη της κοινωνίας, σοβαροί επαγγελματίες θεωρούν ότι το να γράψεις ένα μυθιστόρημα είναι κάτι πολύ απλό, σα να διηγείται η γιαγιά τους μια ιστορία και αυτοί να την καταγράφουν. Γίνεται ακόμα πιο περίεργο αν σκεφτείς ότι οι ίδιοι άνθρωποι όταν έχουν μια απλή οικιακή βλάβη π.χ. τρέχει το καζανάκι φωνάζουν αμέσως τον υδραυλικό. Αναγνωρίζουν σε αυτόν μια ειδίκευση αλλά όχι και στον λογοτέχνη μια ανάλογη ειδίκευση.
Αυτοί που θεωρούν τον εαυτό τους συγγραφέα και προσπαθούν να γίνουν ευπώλητοι είναι πολλοί. Λίγο πριν την κρίση της αγοράς υπήρχε εποχή που μεγάλοι εκδότες ελάμβαναν έως και 20 μυθιστορήματα την ημέρα! Σήμερα αρκετοί από αυτούς λαμβάνουν ένα μυθιστόρημα την ημέρα κατά μέσον όρον.
Είναι κακό να γράφεις μυθιστορήματα, να θέλεις να είσαι ερασιτέχνης ηθοποιός ή ζωγράφος; Όχι, αντιθέτως είναι μια από τι καλύτερες απασχολήσεις που δρουν επιπλέον και αγχολυτικά. Αλλά ορισμένοι από τους ερασιτέχνες δεν ξέρουν τα όρια τους. Συγχέουν μια ερασιτεχνική προσπάθεια με μια επαγγελματική. Θα ρωτήσετε πότε ο λογοτέχνης παίρνει τη σφραγίδα του επαγγελματία. Η πιο σωστή, κατά τη γνώμη μου απάντηση, είναι: όταν σε αποδεχτεί το σινάφι των συγγραφέων.
Το μεγαλύτερο κακό σε αυτή την υπόθεση την έχει κάνει το μιντιακό σύστημα που υπερπροβάλλοντας ορισμένες περιπτώσεις διακεκριμένων συγγραφέων μπεστ σέλερ που κάποια μόδα ή τα ίδια τα κοινωνικά δίκτυα τους μετέτρεψαν σε τέτοιους, όπως π.χ. η Ε.Λ. Τζέημς, δημιούργησαν την εντύπωση ότι κάτι ανάλογο μπορεί να συμβεί στον οποιονδήποτε. Δυστυχώς ή ευτυχώς η πορεία να γίνεις λογοτέχνης κάθε παρά εύκολη είναι.
Τώρα θα αναρωτηθείτε γιατί τα λέω αυτά; Κοιτάζοντας την εκδοτική παραγωγή της χρονιάς που πέρασε διακρίνω πολλά βιβλία που στηρίζονταν σε μια ιστορία, ή συναγωγή ιστοριών από τον επαγγελματικό βίο των συγγραφέων , η οποία όμως δεν καταφέρνει να μεταμορφωθεί σε λογοτεχνία. Μερικές φορές είναι καλοδιατυπωμένη, έχει κάποιον ήρωα αρκετά καλά σκιτσαρισμένο, μια πλοκή ενδιαφέρουσα αλλά μέχρι εκεί. Το λογοτεχνικό μυστικό είναι απών.
Επιμύθιο: Μετά από χρόνια συνάντησα στη Βαλαωρίτου τη Σία. Την ρώτησα αν εξέδωσε το μυθιστόρημα της. «Ακόμα, δεν έχω ξεκινήσω να το γράφω», μου απάντησε αφοπλιστικά αλλά με τη βεβαιότητα- το είδα στα μάτια της – ότι κάποτε θα το έγραφε.
Εξαιρετικό άρθρο. Εύγε.
Πολύ καλό!!!!!την καταλαβαίνω απόλυτα, διότι όλοι έχουμε να διηγηθούμε πολλά, αλλά για να τα καταθέσουμε στο χαρτί….που χρόνος!!
υπεροχο άρθρο, Εύγε!