της Λίλας Κονομάρα.
Όταν αντικρίζεις την Πράγα, είναι σαν να σου αποκαλύπτεται με άλλο τρόπο το έργο του Κάφκα. Παρόλο που ποτέ στα έργα του ο χώρος δεν κατονομάζεται, η πόλη είναι διαρκώς παρούσα, πηγή έμπνευσης και πρωταγωνίστρια, με την υποβλητική παρουσία του πύργου που δεσπόζει, τα λαβυρινθώδη δρομάκια και τα μυστικά pasaz της Παλαιάς πόλης, τη μυστηριώδη ατμόσφαιρα και την ασάφεια των μορφών που αναδύονται ξαφνικά μέσα από την ομίχλη και το σκότος.
Με εξαίρεση κάποια μικρά διαστήματα, ο Κάφκα πέρασε όλη του τη ζωή στην Πράγα. Γεννήθηκε σ’ ένα σπίτι στα όρια της Παλαιάς πόλης και του τότε εβραϊκού γκέτο. Μεγάλωσε, πήγε σχολείο, δούλεψε και συναντούσε τους φίλους του στην πλατεία της Παλαιάς πόλης ή σε μικρή απόσταση απ’ αυτήν. Από τον αριθμό 2, η οικογένεια μετακόμισε στον αριθμό 5 της πλατείας. Εκεί βρισκόταν το κατάστημα του πατέρα του, εκεί το Γερμανικό Ουμανιστικό Γυμνάσιο, εκεί και το γνωστό λογοτεχνικό σαλόνι της Μπέρτα Φάντα όπου σύχναζε αργότερα, εκεί και τα γραφεία τις εταιρείας Assicurazioni όπου εργάστηκε για ένα διάστημα. «Αυτός ο στενός κύκλος περικλείει όλη μου τη ζωή» είχε πει ο ίδιος. Από το παράθυρο του σπιτιού του μπορούσε να δει την Πλατεία καθώς και το σχολείο του, το πανεπιστήμιό του και το γραφείο του.
Η επιρροή που άσκησε η πόλη στο έργο του δεν μπορεί να γίνει κατανοητή αν δεν γνωρίζει κανείς το κλίμα το οποίο επικρατούσε την εποχή εκείνη.
Ο Κάφκα γεννήθηκε στην Πράγα στις 3 Ιουλίου του 1883. Στα τέλη του 19ου αιώνα, οι αυστριακές επαρχίες της Βοημίας και Μοραβίας έβριθαν από πολιτικές και εθνικές εντάσεις. Η Βοημία είχε γίνει το κέντρο της βιομηχανικής ανάπτυξης και οι εργάτες άρχισαν να ιδρύουν συνδικάτα. Αναβίωσε ο πανγερμανικός εθνικισμός, αλλά και ο αντίπαλός του τσέχικος εθνικισμός. Οι συγκρούσεις ήταν συχνές και τακτικά επενέβαιναν τα αυστριακά στρατεύματα προκειμένου να επιβάλουν την τάξη. Στα κινήματα των Νεοτσέχων ανθούσε ένας έντονος αντισημιτισμός που εντεινόταν από το γεγονός ότι όλοι ανεξαιρέτως οι εργάτες ήταν Τσέχοι, ενώ όλα τα αφεντικά Εβραίοι. Δεν είναι τυχαίο ότι, όταν ήρθε να εγκατασταθεί στην Πράγα, ο πατέρας του Κάφκα θεώρησε ότι το μέλλον του βρισκόταν στο πλευρό της ευημερούσας γερμανο-εβραϊκής ελίτ της πόλης. Γι’ αυτόν το λόγο έδωσε γερμανικά ονόματα και στα έξι παιδιά του και επέλεξε το γερμανικό σχολείο έναντι του τσέχικου για τη μόρφωσή τους. Έτσι επετεύχθη σταδιακά ο γλωσσικός και πολιτιστικός εκγερμανισμός των Εβραίων της Πράγας, οι οποίοι δεν αποτελούσαν παρά το 7% του πληθυσμού της πόλης. Για τους Τσέχους, οι Γερμανοί της Πράγας -Εβραίοι και χριστιανοί- οι οποίοι κατείχαν τις θέσεις ισχύος και διατηρούσαν ξεχωριστά θέατρα, εφημερίδες και λέσχες, «είχαν εγκαθιδρύσει ένα είδος πολιτισμικού απαρτχάιντ», όπως αναφέρει ο βιογράφος του Κάφκα Nicolas Murray (Κάφκα, μτφρ. Ξ. Κομνηνός-Α. Κυπριώτης, εκδ. Ίνδικτος). Μέχρι πρόσφατα, οι Τσέχοι δίσταζαν να τον συμπεριλάβουν ανάμεσα στους συγγραφείς τους λόγω του ότι «ήταν Εβραίος και έγραψε στα γερμανικά».
Αυτή η μητρόπολη με τα αόρατα τείχη, που υπήρξε το σταυροδρόμι τριών πολιτισμών και όπου μπλέκονταν πολλές γλώσσες, κοινωνικές και πολιτικές τάσεις, διαμόρφωσε καθοριστικά τον χαρακτήρα του Κάφκα και επέτεινε το αίσθημα της αποξένωσης και της ετερότητας το οποίο καλλιεργούσε ταυτόχρονα και η απορριπτική στάση του πατέρα του απέναντί του. Το σπιτικό των Κάφκα καθρέφτιζε αυτήν ακριβώς την κατάσταση: όλο το υπηρετικό προσωπικό αποτελείτο από Τσέχους. Πηγαίνοντας κάθε μέρα στο σχολείο με τη συνοδεία της μαγείρισσας, η οποία τον απειλούσε διαρκώς ότι θα πει στο δάσκαλό του πόσο άτακτο παιδί ήταν, έπρεπε επιπλέον να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις των αγοριών που πήγαιναν στο τσέχικο δημοτικό ακριβώς δίπλα, ενισχύοντας μέσα του «ένα αίσθημα ενοχής και την αίσθηση ότι δεν είναι ευπρόσδεκτος», όπως λέει ο Emmanuel Frynta.
Ενοχή, αποξένωση, ετερότητα, ακατανοησία δεν είναι τα βασικά στοιχεία που θα χαρακτηρίσουν αργότερα τα κείμενά του; Αυτήν την ετερότητα δεν παρουσιάζει για παράδειγμα η Μεταμόρφωση, την αδυναμία δηλαδή της κοινωνίας να εντάξει το διαφορετικό; Η Δίκη δεν μπορεί να διαβαστεί σαν μια παραβολή που εκφράζει την αγωνία του ανθρώπου μπροστά στις υπερβολές και τον παραλογισμό της εφιαλτικής γραφειοκρατίας των Γερμανών; Ο Πύργος δεν εκφράζει την απουσία νοήματος της ζωής και το αίσθημα αποκλεισμού του ανθρώπου που, όπως ο χωρομέτρης, δεν μπορεί να εισχωρήσει στα άδυτα της απρόσωπης διοίκησης;
Από τον 19ο αιώνα, η μεγαλούπολη εμφανίζεται ως αλληγορική μορφή της σύγχρονης αμφισημίας, από τη μια δηλαδή ως υπόσχεση ατομικής ελευθερίας και από την άλλη ως ενσάρκωση των κινδύνων του πολιτισμού. Κατά τον Μπένγιαμιν, η πόλη είναι «η απεικόνιση της σκέψης», μουσείο-μάρτυρας της συλλογικής μνήμης, διαποτισμένη από μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα που συνίσταται σ’ ένα κράμα των τοπικών παραδόσεων και των διαπολιτιστικών ανταλλαγών. Με αυτόν ακριβώς τον τρόπο, ο Κάφκα χαρτογραφεί την πόλη του, ξεχωρίζοντας από τους συγγραφείς του «Κύκλου της Πράγας» τους οποίους συναναστρεφόταν και οι οποίοι παρουσίαζαν την πόλη ως μυστηριώδη και παρακμιακή και διακατέχονταν από νοσταλγία για την παλιά εβραϊκή συνοικία. Ο χώρος παίζει κυρίαρχο ρόλο στα έργα του Κάφκα, από την απλή περιγραφή ενός εσωτερικού ή ενός δρόμου έως την σιωπηλή αλλά και άκρως απειλητική παρουσία του πύργου, με την έννοια όμως ότι το αστικό τοπίο γίνεται ψυχικό τοπίο. Υιοθετεί μια ονειρική γραφή που δεν διαχωρίζει τον εξωτερικό κόσμο από τον εσωτερικό. Όλα διαδραματίζονται σε χώρους ασαφείς που δεν ονοματίζονται ποτέ. Η πόλη γίνεται ένας τόπος μετάβασης και αμφισημίας. Δεν συνιστά τον διάκοσμο μιας ερωτικής ιστορίας ή την αντανάκλαση μιας κοινωνίας, αλλά σηματοδοτεί την παρουσία ή την απουσία του αντικειμένου του πόθου του εκάστοτε ήρωα. Εξ ου και οι εμμονικές σκέψεις σχετικά με τις αποστάσεις, τα ωράρια των μέσων μεταφοράς και ο εντεινόμενος φόβος. «Ήταν πολύ νωρίς το πρωί, οι δρόμοι καθαροί και άδειοι, πήγαινα στο σταθμό. Όταν συνέκρινα το ρολόι ενός πύργου με το δικό μου είδα πως ήταν ήδη πολύ πιο αργά απ’ όσο νόμιζα, έπρεπε να βιαστώ πολύ, ο τρόμος που ακολούθησε την ανακάλυψη αυτή με έκανε να αμφιβάλλω για το δρόμο, δεν γνώριζα καλά τα κατατόπια στην πόλη αυτή, για καλή μου τύχη ήταν κοντά ένας τροχονόμος, έτρεξα κοντά του και τον ρώτησα, ξέπνοος, από πού πάει ο δρόμος. Χαμογέλασε και είπε: «Από μένα θέλεις να μάθεις το δρόμο;». «Ναι» απάντησα εγώ, «καθώς δεν μπορώ να τον βρω μόνος μου». «Παράτα τα, παράτα τα» είπε και γύρισε με φόρα, όπως οι άνθρωποι που θέλουν να μείνουν μόνοι με το γέλιο τους.» (Διηγήματα και μικρά πεζά, μτφρ. Α. Ρασιδάκη, εκδ. Ροές)
Στη διαδρομή για το σχολείο, παρέα με τη μαγείρισσα, ο Κάφκα σκέφτεται: «Τώρα εγώ βέβαια πιθανόν δεν ήμουν πολύ άτακτος, αλλά όντως πεισματάρης, άχρηστος, θλιμμένος, κακός και απ’ αυτά πιθανόν πάντοτε να έβγαινε κάτι όμορφο για το δάσκαλο. Αυτό το ήξερα και επομένως την απειλή της μαγείρισσας δεν την έπαιρνα ελαφριά. Ωστόσο πίστευα κατ’ αρχάς ότι ο δρόμος για το σχολείο ήταν πάρα πολύ μακρύς, ότι εκεί μπορούσαν να συμβούν πολλά ακόμη (από τέτοια παιδιάστικη επιπολαιότητα αναπτύσσεται σιγά-σιγά, αφού βέβαια οι δρόμοι δεν είναι πάρα πολύ μακριοί, εκείνη η αγωνία κι η σοβαρότητα που έχει κάτι από τα μάτια του νεκρού» (Γράμματα στη Μίλενα, μτφρ. Τ. Ανεμογιάννη, εκδ. Κέδρος).
Τα σπίτια, οι δρόμοι, η πόλη ολόκληρη και οι εφιαλτικές περιπλανήσεις των ηρώων αντανακλούν τη δυσκολία τους να συνυπάρξουν με τους γύρω τους, την απειλή που υποβόσκει σε κάθε τους κίνηση, την προσπάθεια να αποκρυπτογραφηθεί ένας κόσμος που παραμένει ακατανόητος και γριφώδης, τον εγκλεισμό τους σε αόρατα τείχη. Τίποτα δεν κατονομάζεται κι όμως η πόλη είναι διαρκώς παρούσα με συμβολικό τρόπο. Η Πράγα είναι μια «μητερούλα με νύχια», ένα μέρος που τον πνίγει, αλλά μακριά από το οποίο ο Κάφκα δεν ζει για μεγάλο διάστημα. «Είμαστε», γράφει στη Μίλενα «κι οι δυο παντρεμένοι, εσύ στη Βιέννη, εγώ στην Πράγα, με το φόβο».