Της Χρυσούλας Γούναρη.
Ο χώρος του παιδικού και νεανικού βιβλίου έχει αποδειχθεί αρκετά παραγωγικός τελευταία μιας και οι καιροί της κρίσης προσφέρουν πολλά ερεθίσματα για δημιουργικές γραφές και θεματικές προσεγγίσεις που αποκωδικοποιούν το παρόν των νεαρών αναγνωστών με νέο αέρα. Το “Μια καινούργια μέρα αρχίζει” (Κοντύλι, 2013) της εκπαιδευτικού Σταυρίνας Λαμπαδάρη είναι μια ενδιαφέρουσα περίπτωση που ωστόσο προβληματίζει με το περιεχόμενό του αλλά και την κατηγοριοποίησή του ως λογοτεχνία.
Πρόκειται, κατ’ αρχάς, για μία πολύ προσεγμένη έκδοση. Το εξώφυλλο είναι εικαστικά πολύ όμορφο και οι ζωγραφιές στις μέσα σελίδες του που έγιναν από την ομάδα μαθητών της συγγραφέως-εκπαιδευτικού είναι επίσης ωραίες και μίνιμαλ. Το ίδιο και τα τυπογραφικά στοιχεία και το όλο στήσιμο του βιβλίου που προέκυψε όπως αναφέρει η ίδια η συγγραφέας στο οπισθόφυλλο, ως “αντίδωρο προς τους μαθητές μου της ΣΤ΄ τάξης της χρονιάς 2001-2002 στο Δημοτικό Σχολείο Κρυονερίου Ανατολικής Αττικής”. Οι 181 σελίδες του χωρίζονται σε ενότητες με τίτλους όπως “Φροντίζω την υγεία μου”, “Οι αισθήσεις μου”, “Υγιείς συμπεριφορά”, “Σχέσεις χτισμένες με σεβασμό”, “Η γλώσσα μου”, “Η τεχνολογία στη ζωή μου”, “Σε κάθε μου βήμα δίνω χώρο στο καλό” καλύπτοντας σχεδόν όλους τους τομείς της καθημερινότητας ενός παιδιού του σήμερα. Στη συνέχεια, δίνονται με πρωτοπρόσωπη προστακτική οι αντίστοιχες συμβουλές για κάθε ενότητα, δλδ για τα πάντα – από το τί θα φάει και τι θα πιει το παιδί, πως θα πρέπει να περπατά, να μιλά και να επικοινωνεί, πως να παίζει και πως να συμπεριφέρεται στην οικογένειά του, στους φίλους του και στους ξένους μέχρι τον τρόπο που πρέπει να κρατά σημειώσεις για τα μαθήματά του και να διαβάζει ποίηση ή λογοτεχνία.
Το βιβλίο πρακτικά εισάγει τους νέους στο πεδίο της γενικής ψυχολογίας με όρους εκλαΐκευσης και είναι προσαρμοσμένο στο επίπεδο αντίληψης ενός προεφήβου. Αυτό δεν είναι κακό μιας και η αυτοβελτίωση στην οποία στοχεύει η Στ. Λαμπαδάρη είναι ένα ζητούμενο για όλους μας και ξεκινά -κι αυτό – από την μικρή ηλικία. Στο παρελθόν είχαμε τα βιβλία Κοινωνικής και Πολιτικής Αγωγής και Οικιακής Οικονομίας που εξυπηρετούσαν εν μέρει αυτόν το σκοπό και το “Μια καινούρια μέρα αρχίζει” μπορεί να θεωρηθεί ένας σύγχρονος συνδυασμός τους με μια σημαντική, όμως, διαφορά. Εκείνα τα βιβλία ήταν γεμάτα επιστημονικές πληροφορίες, φωτογραφίες και παραδείγματα που υποδείκνυαν ένα σκεπτικό και αποδείκνυαν του λόγου το αληθές, ασκήσεις κι όλα τα υπόλοιπα που συναρτούν ένα εκπαιδευτικό εργαλείο και που σκοπό έχουν να ενεργοποιήσουν και να εξελίξουν την αντίληψη των παιδιών. Εδώ, ο λόγος του συγκεκριμένου βιβλίου είναι μονοδιάστατος κι επιτακτικός, με αρκετές λογοτεχνίζουσες και μεροληπτικές έως αφελείς εκφράσεις που μπορεί να αποδειχθούν επικίνδυνες εάν παγιωθούν στην αντίληψη ενός παιδιού. Για παράδειγμα:
ñ 361. Θέλω να αγαπώ και να με αγαπούν χωρίς διαπραγματεύσεις και όρους
ñ “Ευχαριστώ τον Θεό…” (σελ.69)
ñ 257. Αγαπώ την εξυπνάδα και τη σοφία μου αγαπώ το μεγαλείο της ψυχής μου,
(…) και, πάνω απ’ όλα, αγαπώ την αγνότητα και την ομορφιά της συνεχούς μου
προσπάθειας. (σελ 130)
Το γενικό ύφος του βιβλίου δίνει, σε μένα τουλάχιστον, την εντύπωση ότι απευθύνεται σε ψυχικώς ασταθή άτομα με προβληματική νοημοσύνη ή και αδύναμες κοινωνικές δεξιότητες, που χρειάζονται έναν οδηγό ζωής για να πορευτούν. Ή στην καλύτερη περίπτωση να μην μπορούν να οριοθετήσουν μόνα τους τις συναισθηματικές τους αντιδράσεις, πράγμα σχετικά αδύνατο για παιδιά της έκτης τάξης του δημοτικού. Η επιβολή των ορίων και η κατανόηση και η χρήση των καλών τρόπων πρέπει να έχουν γίνει ήδη μέχρι την ηλικία περίπου των τεσσάρων χρόνων ώστε η κοινωνικοποίηση του παιδιού να γίνει με ευκολία όταν πάει στο σχολείο. Όχι ότι μετά είναι αργά να τα μάθει κανείς αλλά η νηπιακή ηλικία είναι η πιο δεκτική κι εύπλαστη περίοδος για αυτό το σκοπό. Έτσι, τα βιβλία εθιμοτυπίας που απευθύνονται στα μικρά παιδιά είναι πολύ ελκυστικά – οι ιστορίες τους είναι ρεαλιστικές και η υπόδειξη της καλής συμπεριφοράς γίνεται με λογοτεχνικό αφηγηματικό ύφος ενώ συνοδεύεται από παιγνιώδη και ζωηρή εικονογράφηση. Ενδεικτικά αναφέρω το “Εγώ και οι καλοί τρόποι” του Μάριο Κόρτε και τη σειρά του Μισέλ Πικμάλ “Ο μικρός φιλόσοφος”. Υπάρχει επίσης και το ανατρεπτικό χιούμορ και η αμεσότητα της Σοφίας Ζαραμπούκα η οποία στο “Καλοί τρόποι ή γουρουνιές” δεν αρκείται στην χαριτωμένη καταγραφή οδηγιών αλλά εμπλέκει στην πράξη μικρούς και μεγάλους αναγνώστες.
Η ηλικία στην οποία απευθύνεται το “Μια καινούρια μέρα αρχίζει”, το ενδιάμεσο μεταξύ παιδικότητας και εφηβείας, είναι μια ιδιαιτέρως αντιδραστική περίοδος κι οποιαδήποτε συμβουλή γίνεται δεκτή με πολύ αμφισβήτηση. Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποιο πεζογράφημα για τα παιδιά τούτης της ηλικίας που να είναι αμιγής οδηγός καλής αγωγής – κάθε εφηβικό μυθιστόρημα υποδεικνύει τρόπους σκέψης και συμπεριφοράς για συγκεκριμένα θέματα τη φορά. Εκτός αυτού όμως, σε τούτη την περίοδο οι νέοι έχουν επιτακτική ανάγκη από συζητήσεις που θα τους επιτρέψουν να εκφραστούν, να αλληλεπιδράσουν με τους μεγαλύτερούς τους, να μοιραστούν εμπειρίες με τους συνομηλίκους τους και να ασκήσουν την κρίση και την παρατηρητικότητά τους μαθαίνοντας συγχρόνως να εστιάζουν στη σωστή και χωρίς προκαταλήψεις εξέταση της σπουδαιότητας της κάθε σκέψης, ιδέας ή γεγονότος που προκύπτει κάθε στιγμή, σε κάθε πτυχή της ζωής τους.
Είμαι σίγουρη πως προηγήθηκαν τέτοιες συζητήσεις με τα παιδιά της τάξης της πριν η συγγραφέας καταλήξει στην καταγραφή των συμπερασμάτων τους και την μετατροπή τους σε βιβλίο. Ωστόσο, το “Μια καινούρια μέρα…” δεν περιέχει ούτε μία από αυτές τις συζητήσεις καταγεγραμμένη ως παράδειγμα σκεπτικού, ούτε κάποιο άλλο υλικό που θα έδινε τροφή για σκέψη, ψυχαγωγία έστω. Κι έτσι, ο νεαρός αναγνώστης που θα θελήσει να το διαβάσει, θα στερηθεί ουσιώδεις νοητικές διεργασίες που οδηγούν στην εκβάθυνση του κάθε θέματος και συνεπώς στην εκγύμναση συγκεκριμένων πνευματικών, κυρίως, ικανοτήτων, απαραίτητων για την ισορροπημένη ανάπτυξη του ατόμου. Κι αυτό που τελικά θα διαβάσει είναι οδηγίες καλής συμπεριφοράς και διαχείρισης των πάντων – μα, αυτό δεν κάνουν και οι γονείς στο σπίτι;
Επανέρχομαι, όμως, στο λογοτεχνικό πεδίο διότι αυτό είναι η αφορμή του άρθρου. Το “Μια καινούρια μέρα αρχίζει” έχει χαρακτηριστεί ως λογοτεχνία και βρίσκεται στις προθήκες του τομέα της εφηβικής λογοτεχνίας ενώ δεν τηρεί την βασικότερη προϋπόθεση γι’ αυτό – την ύπαρξη μιας ιστορίας ή ενός μύθου που να συμβάλλει ταυτόχρονα και στην παιδεία και στην αυτογνωσία του νεαρού αναγνώστη. Η πραγματική λογοτεχνία, σε όποια ηλικιακή ομάδα κι αν απευθύνεται -παιδιά, εφήβους ή ενήλικες- το κάνει αυτό με τρόπο απείρως πιο διασκεδαστικό και αποδοτικό από το ξεφύλλισμα ενός εγχειριδίου ορθής διαβίωσης. Ας μην τα συγχέουμε.
Info:
ñ “Μια καινούρια μέρα αρχίζει”, Στίβυ Λαμπαδάρη, Κοντύλι, 2013
ñ “Εγώ και οι καλοί τρόποι”, Μάριο Κόρτε
Μετάφραση: Μαρία Οικονομίδου / Εικονογράφηση: Φραντσέσκα Καραμπέλι
Μεταίχμιο, 2013
ñ “Ο μικρός φιλόσοφος”, σειρά οκτώ βιβλίων του Μισέλ Πικμάλ
Μετάφραση: Αριστέα Κομνηνέλλη / Εικονογράφηση Τομά Μπαάς
Μεταίχμιο, 2013
ñ “Καλοί τρόποι ή γουρουνιές”
Κείμενο και Εικονογράφηση: Σοφία Ζαραμπούκα
Κέδρος, 2006